Συνάντηση με τον Γιώργο Κιμούλη

"Χρειάζεται να αποδεχτούμε ότι το παρελθόν μάς ακολουθεί, εκ των πραγμάτων, αλλά δυστυχώς δεν μπορούμε να το διορθώσουμε". Του Κώστα Καρδερίνη

Μοιράζεται μεταξύ θεάτρου και κινηματογράφου και θέλει να συνδυάσει και τα δυο σε ένα. Το σινεμά είναι παλιά του αγαπημένη [Τα όπλα μου ρίχνουν λουλούδια, Λούφα και παραλλαγή, Εν πλω, Νοκ άουτ, Bios+πολιτεία, Βιοτεχνία ονείρων, Ένας & ένας, Οι ιππείς της Πύλου, Μαριονέτες] που τώρα, μεταπανδημιακά, την ξαναβρίσκει. Αφορμή της κουβέντας μας αυτής Η συνάντηση του Στίβεν Μπέλμπερ στο Θέατρο Αμαλία [πρεμιέρα από την Θεσσαλονίκη] και Ο γλάρος του Άντον Τσέχωφ προσεχώς στις αίθουσες. Το παρελθόν φυγείν αδύνατον, το παρόν ζήδωρον, το δε μέλλον αισίως πολλά υποσχόμενον.

Ο Μπέλμπερ μετέφερε στο σινεμά το 2014 το θεατρικό του έργο, Η συνάντηση.

Με αρκετές αλλαγές όπως δήλωσε κι ο ίδιος. Κάποιες απ’ αυτές τις κράτησα κι εγώ στην παράστασή μας. Η διαφορά του θεάτρου με τον κινηματογράφο, μιας και μας ενδιαφέρει κιόλας ο κινηματογράφος, είναι τεράστια. Όχι μόνο με την κοινότοπη έννοια, ότι δηλαδή σε μια θεατρική παράσταση αλλάζει εκ των πραγμάτων η χρήση των τρισδιάστατων χώρων και σχεδόν απομακρύνεται από τη ρεαλιστική απόδοση των χώρων ο θεατής. Την ίδια αυτή στιγμή έρχεται πολύ κοντά με τη ρεαλιστική εμφάνιση των ηθοποιών. Στον κινηματογράφο παίζει το είδωλο του ηθοποιού, όχι ο ίδιος ο ηθοποιός – τουλάχιστον αυτό βλέπει ο θεατής.

Εδώ όμως έχουμε ως σκηνικό το ίδιο το θέατρο.

Είναι το παιχνίδι που έκανα. Το θεατρικό έργο διαδραματίζεται ουσιαστικά στο διαμέρισμα του ήρωα. Εγώ το μετέφερα στον θεατρικό χώρο, σ’ ένα θέατρο που είναι και σπίτι του. Κι αυτό γιατί θέλω να προσδώσω τον ρεαλισμό που το ίδιο το θέατρο τον χάνει σε άλλες παραστάσεις.

Τον Μπέλμπερ τον ενδιαφέρει το παρελθόν στα έργα του και τι αποτύπωμα έχει αφήσει στο παρόν.

Αυτό είναι αλήθεια. Κι εμένα ανέκαθεν με συγκινούσε ο στίχος από την Τρικυμία: το παρελθόν είναι πρόλογος [the past is a prologue]. Εκ των πραγμάτων, το παρελθόν είναι αυτό που μας διαμόρφωσε. Αυτό που μας διαμορφώνει και στον παρόντα χρόνο και μας βοηθάει να οραματιζόμαστε τον μέλλοντα χρόνο. Με αυτήν την έννοια είναι ένας διαρκής πρόλογος, όπως λέει ο Σαίξπηρ στην Τρικυμία.

Είτε αυτό το παρελθόν έχει αρνητικό είτε έχει θετικό πρόσημο. Το παρελθόν του καθενός μας, επηρεάζει τον μέλλοντα χρόνο, επηρεάζει τις σχέσεις μας με τους ανθρώπους, αλλά δεν μπορεί εύκολα να τις αλλοιώσει. Οι σχέσεις που έχουν διαμορφωθεί στον παρελθόντα χρόνο παραμένουν και στον μέλλοντα ό,τι και να κάνεις. Είτε αρνητικές είναι είτε θετικές.

Αυτό που δεν μπορεί να κάνει κάποιος άνθρωπος είναι να διορθώσει σε μέλλοντα χρόνο κάτι που έγινε σε παρελθόντα. Δυστυχώς πολλοί άνθρωποι δεν μπορούν να το αντιληφθούν και χρησιμοποιούν τον μέλλοντα χρόνο ως «συνεργείο» του παρελθόντος, καταστρέφοντας έτσι και το μέλλον τους. Χρειάζεται να αποδεχτούμε ότι το παρελθόν μάς ακολουθεί, εκ των πραγμάτων, αλλά δυστυχώς δεν μπορούμε να το διορθώσουμε.

Με εντυπωσίασε αυτό που λέτε στο έργο, ότι στην προσπάθειά μας να κερδίσουμε την αγάπη του κόσμου παραμελούμε την αγάπη αυτών που ήδη μας αγαπάνε.

Θα μπορούσαν να μας αγαπήσουν και κάποιοι άλλοι ακόμη. Είναι τόσο στοχοπροσηλωμένος ο σύγχρονος άνθρωπος στην ιδέα ότι κερδίζοντας μια κοινωνική θέση θα αγαπηθεί από όλο και πιο πολλούς, αλλά στην πραγματικότητα δεν συμβαίνει. Όσο χώνεται κάποιος στην ατραπό της καριέρας τόσο χάνεται απ’ αυτούς που θα μπορούσε ν’ αγαπηθεί ή απ’ αυτούς που θα μπορούσε να αγαπήσει. Είναι μια πραγματικότητα, όμως το καταλαβαίνει πολύ αργά αυτό. Έχει δίκιο ο χαρακτήρας του έργου όταν λέει ότι το καταλαβαίνεις όταν είναι αργά. Δεν μπορείς να κάνεις και πολλά τότε.

Η διασημότητα έχει ένα τίμημα.

Ζούμε σε μια χώρα όπου η εργασία που κάνουμε -πιστεύω ότι κάνουμε εργασία, παράγουμε έργο, δεν δουλεύουμε- κινείται σε χώρους και με όρους «βιοτεχνίας» και όχι βιομηχανίας. Άρα η έννοια της διασημότητας και του σταρ δεν υπάρχει, πιστεύω, στην Ελλάδα. Τα προϊόντα στον χώρο του πολιτισμού δεν κινούνται μέσα σε τοπίο βιομηχανικό. Άρα και οι διασημότητες είναι πιο χαμηλότονες, χαμηλόφωνες και η έννοια του σταρ δεν υφίσταται.

Εδώ και χάνεις και κερδίζεις. Αυτό που χάνεις είναι ένας σεβασμός που υπάρχει σε κάθε βιομηχανικό προϊόν έναντι των προϊόντων κάποιας βιοτεχνίας. Πιστεύω όμως ότι το κέρδος είναι μεγαλύτερο γιατί το περιβάλλον είναι πιο ανθρώπινο. Δηλαδή έχοντας αποκτήσει κάποια σχετική διασημότητα ως όνομα, διατηρείς τις σχέσεις με τους υπόλοιπους ανθρώπους ακριβώς επειδή δεν είσαι βιομηχανικό είδος, ένα απόμακρο προϊόν όπως συμβαίνει στην Αμερική. Άρα το τίμημα είναι μικρό, πιστεύω.

Ως Καραμαζώφ δεν είστε αναγνωρίσιμος από την κωμωδία Bios+πολιτεία [1987];

Βέβαια-βέβαια, κι ακόμη περισσότερο από το Νοκ άουτ. Ο ρόλος μου στο Νοκ άουτ [1986] βασίστηκε κυρίως στη σχέση μου με τον Παύλο Τάσιο. Είχαμε ιδιαίτερη αλληλοεκτίμηση και αγάπη και πίστη ο ένας για τον άλλο. Μια πολύ βαθιά φιλία, η οποία κράτησε μέχρι και το τέλος του Παύλου. Μάλιστα, πριν «φύγει», είχαμε ξεκινήσει κι άλλη ταινία μαζί. Κάναμε 2-3 γυρίσματα που σταμάτησαν λόγω μεγάλων οικονομικών δυσκολιών. Ήταν μια ιδιαίτερα προσωπική δουλειά με το σενάριο να αφορά στη ζωή του. Δεν ολοκληρώθηκε δυστυχώς και μετά ήρθε ο θάνατός του [2011].

Διάβασα ότι έχετε σκηνοθετήσει εσχάτως μια ταινία, τον Γλάρο [2023]. Πώς έγινε η σκηνοθετική σας μετάβαση από την τηλεόραση και το θέατρο στον κινηματογράφο τέχνης;

Ήδη από το 2000 μελετάω ως σπουδαστής τον κινηματογράφο, χωρίς να το κοινολογήσω. Οι κοινωνικοπολιτικές συνθήκες δεν βοηθούσαν. Οικονομικά ήταν δύσκολο να στηθεί μια ταινία, ώσπου φτάσαμε στο απόλυτο μηδέν με την καραντίνα. Αποφάσισα όμως να ξεκινήσω αυτήν την ταινία έστω κι απ’ το μηδέν. Ανέκαθεν ήθελα να κάνω ταινίες -και όχι τηλεταινίες- πολλά από τα κλασικά έργα τα οποία έχω παίξει ή ανεβάσει. Πολλοί ηθοποιοί συνειδητοποιούν πόσο σημαντική είναι μια σεναριακή μεταφορά κλασικού θεατρικού έργου στον κινηματογράφο.

Διάβασα ότι ο Ρέιφ Φάινς μετά τον Κοριολανό [2011] ετοιμάζει τώρα τον Βυσσινόκηπο. Χρόνια ήθελα να το κάνω αυτό, δηλαδή όποιο κλασικό έργο έχω παίξει να το μεταφέρω στον κινηματογράφο ή τα περισσότερα τέλος πάντων. Ξεκίνησα με τον Γλάρο του Τσέχωφ. Τα γυρίσματα έγιναν στη λίμνη Δόξα, αφού άλλωστε διαδραματίζεται σε ένα κτήμα γύρω από μια λίμνη. Τα περισσότερα έγιναν την περίοδο της καραντίνας, κάτω από δύσκολες συνθήκες, αλλά ήθελα να περιμένω και τις ανάλογες καιρικές συνθήκες. Συνεπώς κάναμε μεγάλα διαλείμματα ανάμεσα στα γυρίσματα γιατί ήθελα να πετύχω τις εποχές του χρόνου.

Έβαλα πείσμα να την κάνω όσο πιο άρτια γίνεται τεχνικά. Γι’ αυτό και ανέθεσα τη χρωματική επεξεργασία και τις διορθώσεις σε ένα αξιόλογο στούντιο μετα-παραγωγής στη Βαρσοβία, την Κολοροφόν. Πηγαινοήρθα πολλές φορές, με μεγάλες δυσκολίες, αλλά το αποτέλεσμα με χαροποιεί ιδιαίτερα. Ο στόχος μου δεν ήταν/είναι η αριστοτεχνική κινηματογράφησή της. Δεν με θεωρώ μεγάλο σκηνοθέτη, όχι όσο αυτούς που θαυμάζω. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι η «ανάγνωση» του έργου και όσων ακόμη θέλω να κάνω, η αποκωδικοποίηση αυτών των έργων. Όχι μια από καθέδρας πανεπιστημιακή ακαδημαϊκή ματιά αλλά η αποκωδικοποίησή της μέσα στην ταινία. Με ενδιαφέρει πάρα πολύ το εξειδικευμένο κοινό που ασχολείται με το θέατρο, όχι μόνο στη χώρα μας.

Για να ανεβάσουμε ένα κλασικό έργο στο θέατρο συλλέγουμε και συνθέτουμε πάρα πολλά στοιχεία. Βλέπουμε πώς έχει ανέβει σχεδόν σε όλες τις χώρες του πλανήτη. Βλέπουμε τις αναγνώσεις, τις επιλογές, ποιες φράσεις τονίζουν κ.ο.κ. Το θεατρικό κοινό που με ενδιαφέρει είναι παγκοσμίως κοντά στα 45 εκατομμύρια. Μιλάμε για ομότεχνους που αναζητούν διαφορετικά ανεβάσματα σε διαφορετικές χώρες. Αυτό το διαπολιτισμικό έχει πάντα ενδιαφέρον. Ένας Άγγλος απαιτητικός θεατής ενδιαφέρεται πώς έχει ανεβάσει ένας Γεωργιανός, π.χ. ο Ρόμπερτ Στούρουα, τον Ριχάρδο τον 3ο του Σαίξπηρ στη χώρα του. κι εμένα μ’ ενδιαφέρει να βλέπω πώς ανεβάζουνε αρχαία ελληνική τραγωδία στο εξωτερικό.

Ας μην ξεχνάμε ότι οι πιο σοβαρές και εμπεριστατωμένες φιλολογικές αναλύσεις και έρευνες περί την αρχαία ελληνική δραματουργία γίνονται εκτός Ελλάδας. Εκείνες είναι πολύ πιο σημαντικές από αυτές που γίνονται εδώ. Αυτό με λυπεί, φυσικά. Αν θέλεις να αναλύσεις σοβαρά μια αρχαία ελληνική τραγωδία η βιβλιογραφία σου αναγκαστικά θα αναζητηθεί σε αμερικάνικα, σε γερμανικά ίσως και σε βρετανικά πανεπιστήμια.

Είδα ότι η Συνάντηση και ο Γλάρος έχουν κοινούς συντελεστές.

Με τη διανομή έτυχε. Η συνεργασία μου όμως με τον Διονύση Τσακνή [που έγραψε μουσική και στα δυο] έχει σχέση με το γεγονός ότι δουλεύουμε πάρα πολλά χρόνια μαζί. Μιλάμε κοινή γλώσσα και καταλαβαίνει απολύτως αυτό που ακούω χωρίς να μπορώ να το εκφράσω μουσικά. Στην ταινία δεν παίζουν όμως μόνο οι δυο της παράστασης, Άννα Μονογιού και Στάθης Παναγιωτίδης. Παίζουν επίσης οι Θανάσης Παπαγεωργίου, Πέγκυ Σταθακοπούλου, Δημήτρης Κωτσόπουλος, Άρης Τρουπάκης, Κώστας Κοράκης, Εύα Καμινάρη και πολλοί ακόμη.

Παίζει και η κόρη σας η Μαριάννα. Έχει άλλη κινηματογραφική εμφάνιση;

Στην Αγγλία ναι. Έχει συνεργαστεί με το ΚΘΒΕ και τώρα συμμετέχει σε κάποιο σίριαλ. Ελπίζω να βρει τα δικά της βήματα.

Θα φέρετε την ταινία σας στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης;

Με ενδιαφέρουν τα φεστιβάλ, οι αίθουσες και κάποιο διαδικτυακό κοινό, αλλά περισσότερο μ’ ενδιαφέρει αυτό που ανέφερα και πιο πριν. Οι ομότεχνοι. Πολλές φορές χωρίζουμε το κοινό είτε ηλικιακά είτε ταξικά. Εμένα, ως προς τις κινηματογραφικές μου απόπειρες, με ενδιαφέρει το κοινό της εξειδίκευσης, αυτού του είδους η κατηγοριοποίηση. Πιστεύω ότι η αποκωδικοποίηση κάποιων θεατρικών συγγραφέων αξίζει να κατατεθεί δημόσια και κινηματογραφικά κι αυτό σκοπεύω να κάνω.

Το θεατρόφιλο κοινό της Θεσσαλονίκης πώς το κρίνετε;

Πέρα από το συναίσθημα της εντοπιότητας και των συνθηκών που διαμορφώνουν την αυτοχθονία, ουσιαστικά οι άνθρωποι λειτουργούν με τον ίδιο τρόπο. Οι πληροφορίες που δέχονται είναι πλέον κοινές. Άρα δεν λειτουργούν διαφορετικά όταν βλέπουν θέατρο στην Θεσσαλονίκη ή στην Αθήνα ή σε άλλη πόλη. Εδώ, στην Θεσσαλονίκη, υπάρχουν αρκετές ομάδες θεατρικές με τρομερό ενδιαφέρον.

Δυστυχώς όμως ζούμε σε μια ομφαλοκεντρική χώρα. Θα πω μια ιστορία σχετική. Έκανα μαθήματα σε μια δραματική σχολή εδώ στη Θεσσαλονίκη. Στις συζητήσεις που είχα με τους μαθητές άκουγα συνεχώς το στερεότυπο παράπονο ότι «το παιχνίδι παίζεται στην Αθήνα». Και τους έλεγα, «Όχι! Το παιχνίδι παίζεται εκεί που είμαστε εμείς και το παίζουμε.» Πιστεύω ότι αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος αντίστασης στην ομφαλοκεντρική λειτουργία αυτής της χώρας. Υπάρχουν πολλές θεατρικές ομάδες πλην του ΚΘΒΕ που κάνουν σπουδαία δουλειά. Μακάρι να συνεχίσουν και να δημιουργηθούν κι άλλες.

Το ευχάριστο γεγονός ότι κάνετε πρεμιέρα της Συνάντησης στην Θεσσαλονίκη είναι ασυνήθιστο.

Πριν την καραντίνα αυτό θα έκανα. Θα ανέβαζα στο ΚΘΒΕ μια παράσταση και μετά θα την πήγαινα στην Αθήνα. Για την ταινία που μόλις ολοκληρώθηκε δεν έχω αποφασίσει ακόμη από που θα ξεκινήσει γιατί θέλω πρώτα να τη δω μόνος μου σε έναν κινηματογράφο. Ολοκληρωμένη και τελειωμένη. Να δω πώς μπορεί να κινηθεί, καταρχάς.

Άρα πιστεύετε στην αίθουσα και όχι στις πλατφόρμες.

Δεν το συζητώ, δεν το συζητώ. Η αντίσταση όμως που κάναμε, οι άνθρωποι αυτού του εργασιακού χώρου, απέναντι στον βομβαρδισμό άλλων κέντρων, που έχουν στόχο να μην πηγαίνει ο θεατής στο θέαμα αλλά το θέαμα να πηγαίνει στον θεατή, η αντίσταση αυτή λοιπόν φαίνεται πως δεν ήταν αρκετά γερή. Βοηθούσης της κατάστασης με τον κορωνοϊό, ήταν σα να μπήκε ταφόπλακα στους δημόσιους χώρους θέασης. Κλείνουν κινηματογράφοι, ανοίγουν σουπερμάρκετ ή άλλες χρήσεις. Αυτή η τάση να πάει το θέαμα στον θεατή θα οδηγήσει, ας μην κοροϊδευόμαστε, στον εγκλεισμό του θεατή.

Το βλέπουμε δυστυχώς όχι μόνον στον χώρο του πολιτισμού αλλά καταρχάς και στο πείραμα της κατ’ οίκον εκπαίδευσης. Αυτή η μέθοδος της τηλε-εκπαίδευσης φοβάμαι ότι πέτυχε κι ας λένε ότι απέτυχε. Προετοιμάζει μια γενιά στην οποία η σχέση με τον δάσκαλο και τον συμμαθητή θα είναι εικονική. Είναι δυσοίωνο δυστυχώς το μέλλον.

Το θέατρο αντιστέκεται.

Το πιστεύεις; Μακάρι να είναι έτσι. Δεν είμαι τόσο αισιόδοξος αλλά μακάρι να ’ναι έτσι. Λέμε για το θέατρο αλλά και η μουσική έχει δεχτεί βαρύ πλήγμα. Δεν υπάρχει πια δίσκος, δεν υπάρχει δισκογραφία. Υπάρχουν μόνο μουσικές πλατφόρμες, οι οποίες «κουρντίζουν» το αυτί σε χαμηλής ποιότητας ήχο. Όσο καλό κι αν είναι το μηχάνημα, ο ήχος είναι χαμηλής ποιότητας. Δεν είναι βινύλιο και δεν είναι σιντί. Αυτή η συνήθεια μόνο αρνητικά αποτελέσματα μπορεί να φέρει.

Αυτό περνάει σιγά-σιγά και στον κινηματογράφο και στις άλλες τέχνες. Βλέπεις μια ταινία σε τηλεόραση, σε μόνιτορ ή σε κινητό. Όσο πάει, η οθόνη μικραίνει μαζί με την ποιότητα της εικόνας και το μάτι του θεατή συνηθίζει να βλέπει έτσι μία ταινία. Αυτό δεν είναι θετικό. Είναι θλιβερό.