Τα Παιδιά της Παλαιότητας

12 ερωτήσεις και 9 φωτογραφίες για 12 τραγούδια

Η Μαριάννα Βασιλείου πιάνεται από τους στίχους, ο Π.Ε. Δημητριάδης παίρνει την σκυτάλη με λέξεις αλλά και φωτογραφίες (ποιος/α θυμάται το viewmaster;)

Τραγούδια: Τα Παιδιά της Παλαιότητας. Ερωτήσεις: Μαριάννα Βασιλείου. Απαντήσεις και φωτογραφίες: Παντελής Δημητριάδης

Τα Παιδιά της Παλαιότητας έβγαλαν στις 9 Ιουνίου το «Ενθύμιον Νεανικών συντροφιών». Οι δουλειές του Παντελή Δημητριάδη με «ακουμπάνε», όπως θα έλεγε και η Μαρίνα Κουντουράτου, σε ένα πολύ μύχιο κομμάτι μου – οπότε είπα για άλλη μια φορά να μιλήσουμε (για) τα τραγούδια: ακολουθούν αμέσως οι απαντήσεις του Παντελή Δημητριάδη στις 12 ερωτήσεις που του έθεσα, μία για κάθε τραγούδι του δίσκου, με αφορμή ένα στίχο από το καθένα. Κάποιες απαντήσεις του συνοδεύονται και από φωτογραφίες που ο ίδιος επέλεξε.

 

1. «Σε ποιον ανήκει η Κέρκυρα»: «μια μέρα τούτο το νησί/ θ ‘ ανήκει στον ασπροντυμένο μπουζουξή» - Τι συμβολίζει ο μπουζουξής και γιατί φοράει άσπρα και όχι μαύρα;

Ο μπουζουξής στο τραγούδι συμβολίζει την εισβολή της ελληνικής/ανατολικής κουλτούρας σε έναν (μυθοποιημένο) δυτικότροπο Πολιτισμό, που παρουσιάζεται ως άτυπη προφητεία σε μια υποτιθέμενη κατάσταση πολιορκίας των Κερκυραίων (ως μια τύποις εκλεπτυσμένη εκδοχή των «Ελεύθερων Πολιορκημένων») από τους πολιορκητές «Ηπειρώτες». Ο «ασπροντυμένος μπουζουξής» είναι μια αναφορά σε ένα από τα αγαπημένα μου τραγούδια του Σαββόπουλου, την «Πρωτομαγιά». Ο συγκεκριμένος καλλιτέχνης, μάλιστα, είναι ο ένας από τους δύο που «πέρασαν από μπροστά μου» κατά την εξέλιξη της ιστορίας του τραγουδιού (και της νεοελληνικής κουλτούρας;) «και ήταν συνονόματοι», όπως συμπληρώνεται, εκτός ερμηνείας, ο στίχος (ο άλλος είναι ο Διονύσιος Σολωμός, όπως προκύπτει και από την αναφορά στις «δάφνες» στον τάφο - του Καποδίστρια). Η γραφή είναι συνειρμική από την αρχή ως το τέλος του τραγουδιού.

 

2. «Τα απέραντα θέρη μου»: «σήμερα βγαίνουν οι εικόνες στους δρόμους/ και ο δεσπότης ευλογεί τα κινητά μας» - Η εικόνα αυτή μου θυμίζει τους πιο μεγάλους σε ηλικία που έχουν τον Άγιο Παΐσιο φόντο στο κινητό τους και φιλούν την οθόνη όταν προσεύχονται. Τελικά, έχει (αν έχει) θέση η ορθόδοξη παράδοση στην Ελλάδα του σήμερα;

Γίνεται πολύς λόγος τελευταία περί «κοσμικού κράτους», με αφορμή τις εξελίξεις με την Αγία Σοφία. Νομίζω πως η εικόνα αυτή αντικατοπτρίζει το σφιχταγκάλιασμα, που θα έλεγε κι ο Κουτσούμπας, μεταξύ θεοκρατίας και κοσμικότητας, που χαρακτηρίζει σε πολλές εκφάνσεις του και τον νεοελληνικό τρόπο ζωής. Τα κινητά εδώ ευλογούνται ασχέτως απεικόνισης στην οθόνη τους. Κατά τ’ άλλα, η ορθόδοξη παράδοση είναι κάτι που έχω παρακολουθήσει πολύ στενά από τα πρώτα μου χρόνια και με ενδιαφέρει πολύ, ως παράδοση, περιμένοντας να ζήσω τον πλήρη διαχωρισμό της από το (κοσμικό) κράτος.

 

3. «Τα πληγωμένα μηνύματα αναθεωρημένα»: «Γιατροί το είχαν πει άμυνα απ’ τα τραύματα της νιότης μου/ κι ένα βιβλίο έγραφε “Είναι αυτό που λαχταράς αυτό που φοβάσαι…”» - Αν λοιπόν «η αγάπη είναι ο φόβος που μας ενώνει με τους άλλους», όπως έλεγε ο Μανόλης Αναγνωστάκης, για ποιο λόγο επιμένουμε και ψάχνουμε για κάτι που νομοτελειακά θα μας δημιουργήσει φόβο και άγχος;

Το συγκεκριμένο θα έλεγα ότι είναι ένα τραγούδι αυτo-ψυχανάλυσης, από τις ευτυχείς αυτές περιπτώσεις που όταν τελειώνεις νιώθεις ότι σε ξέρεις λίγο καλύτερα. Τα τραγούδια αυτά συνήθως ξεκινούν από μια ενοχή, ένα «αγκάθι» πιο σωστά, εν προκειμένω αυτό της μειωμένης συναισθηματικής ευαλωτότητας, ενός είδους «αναισθησίας» απέναντι στην αγάπη, αν θέλεις να το εκλαϊκεύσουμε λίγο, η οποία τελικά αποδεικνύεται αυθαίρετη ως παραδοχή. Το «βιβλίο», μάλιστα, εδώ είναι ένα best seller εκλαϊκευμένης ψυχολογίας, μια αμερικανιά με τα όλα της. Προφανώς και ο φόβος είναι διττός, τόσο απέναντι στη μοναξιά όσο και απέναντι στο καταφύγιο από αυτήν, που, όπως κάθε καταφύγιο, λειτουργεί εν δυνάμει περιοριστικά ως προς την προσωπική ελευθερία. Και εδώ έγκειται η συγκρουσιακή υπόσταση της αγάπης, την οποία κατά μία έννοια πραγματεύεται το τραγούδι, εναποθέτοντάς την τελικά σε μια εξιδανικευμένη μεταφυσική, εξ αναβολής («μια μέρα…»), και, κατ’ επέκταση, εκ του ασφαλούς, διάσταση.

 

4. «Μια χώρα που άλλαξε όνομα»: «αναζητώ κάτι από ’κείνα/ τα τοξικά τα σώματα, τα «ανθρώπινα σκουπίδια»/ που είναι με μένα στα σκατά τους ίδια» - Άπας εκών κακός δηλαδή; Μας γοητεύει, κατά κάποιον τρόπο, η κακία των άλλων και προσπαθούμε να την αποκτήσουμε, συνειδητά ή μη;

Ναι, είναι αυτό που σε ένα παλαιότερο τραγούδι ονομάζω, δανειζόμενος αυτολεξεί από τον Καβάφη, «νοσηρά ηδονή». Υπάρχει μια από τις πρώτες ταινίες του Μπουνιουέλ, η «Σουζάνα, η διεφθαρμένη» ή «Κυλισμένη στο Βούρκο», οι γλαφυροί ελληνικοί τίτλοι, που παρουσιάζει το ζήτημα στην ωμή, πρωτόλεια βάση του, πριν αποθεωθεί στο πρόσωπο της Κοντσίτα στο «Σκοτεινό αντικείμενο του πόθου». Σκηνές από τη «Σουζάνα», λοιπόν, όπως και από άλλες τρεις ταινίες του αγαπημένου μου σκηνοθέτη, χρησιμοποίησα σε ένα «κολάζ» που θα αποτελέσει και το βίντεο κλιπ του τραγουδιού. Προφανώς και η «κακία», με την έννοια της διαφθοράς ή της αμαρτίας, είναι γοητευτική και sexy, και σε ουκ ολίγες περιπτώσεις απαραίτητο στάδιο προς την αγιότητα, για να θυμηθούμε και την… ορθόδοξη παράδοση.

 

5. «Πυροτεχνήματα στα γενέθλιά της»: «Πυροτεχνήματα στα γενέθλιά της•/ ήταν εκεί, κι ας μην ήταν εκεί,/ ήταν μαζί μας κι αυτή/ και τα γιορτάσαμε όπως έπρεπε» - Έχοντας χάσει πρόσφατα τον πατέρα μου, με άγγιξε πολύ αυτό το τραγούδι. Μπορείς άραγε να βρεις χαρά βιώνοντας την απώλεια; Και αν ναι, με ποιον τρόπο;

Θα περιοριστώ στην υπενθύμιση της αναφοράς μου στο «χαρωπό πένθος», στον Πρόλογο του στιχουργικού ένθετου του δίσκου, αποφεύγοντας να πω περισσότερα πάνω στην ουσία της ερώτησής σου, γιατί θέλω να αφήσω αναλλοίωτο αυτό που σου προκάλεσε η προσωπική σου ερμηνεία του τραγουδιού, που εξ ορισμού για μένα καθιστά απαγορευτική κάθε επιπλέον επεξήγηση. Θα πω μόνο, επαυξάνοντας, πως πρόκειται για ένα τραγούδι «κηδευτικό» προσώπου με «γονεϊκά» (βλ. οιδιπόδεια) χαρακτηριστικά, καθώς «μεταλλασσόταν στη μάνα μου στα όνειρά μου»‧ η είσοδος του πιάνου μάλιστα είναι το χαρακτηριστικό μοτίβο από το αγαπημένο όλων των Κερκυραίων “Adagio” του Albinoni. Τα υπόλοιπα θα τα πούμε με άλλη ευκαιρία.

 

6. «Το καλύτερο πεθαίνει πρώτο»: «κι έτσι, γλυκά όπως έκλεινε, άνοιξε κι άλλο η πληγή· / εσύ κρατάς το οινόπνευμα κι εγώ το καλοκαίρι» -Το οινόπνευμα και απολυμαίνει αλλά και πονάει τις πληγές. Το καλοκαίρι τι τους κάνει; Είναι συμπληρωματικές ή αντίθετες έννοιες;

Η συγκεκριμένη εικόνα αναφέρεται σε μια σόκιν φωτογραφία από το καλοκαίρι του 2015, μέρος της οποίας συμπεριλαμβάνεται, σε μεγάλη σμίκρυνση, στο viewmaster του εικαστικού του δίσκου. Εικονίζει εμένα μαζί με το πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται το «εσύ» του στίχου (και του τραγουδιού) να κρατάει ένα μπουκάλι οινόπνευμα. Εγώ, λοιπόν, κρατάω εκείνο το καλοκαίρι, ως ανάμνηση και ως έναυσμα έμπνευσης για το γράψιμο αυτού του τραγουδιού, αλλά και μεγάλου μέρους του δίσκου. Περιορισμένης (και χρονικά) έκτασης, λοιπόν, η «πληγή», δεν ξέρω καν αν το καλύτερο πεθαίνει ποτέ, τελικά.

 

7. «Τα αναμνηστικά»: «η ζωή μου φτιάχτηκε από κείμενα» - Ποια λογοτεχνικά κείμενα σε έφτιαξαν ως άνθρωπο λοιπόν, και ποια επέδρασαν στη ζωή και στην κοσμοθεωρία σου, αν υπάρχουν;

Πρόσφατα θυμήθηκα ένα παιδικό βιβλίο που πρέπει να ήταν της μόδας στην εποχή μας και με είχε συγκινήσει πολύ. Λεγόταν «Ο Άσπρος Μπιμ με το Μαύρο Αυτί». Πρέπει να ήταν από τα πρώτα βιβλία που διάβασα μόνος μου. Επίσης της μόδας τότε ήταν «Η Καλύβα του μπαρμπα-Θωμά», «Οι Άθλιοι», ο «Μπεν Χουρ» και τα άπαντα του Ιουλίου Βερν. Τα σχολικά κείμενα τα μισούσα, πιο σωστά μισούσα το πλαίσιο στο οποίο διδάσκονταν, που σε περιχαράκωνε σε τυποποιημένες ερμηνείες και σχολαστικισμούς, απαγορεύοντάς σου ουσιαστικά να ζήσεις μέσα στο κείμενο, να το κάνεις δικό σου. Το καταφύγιό μας ήταν τα λεγόμενα εξωσχολικά, αυτά μας σώσανε, και πιο μετά το MTV και οι δίσκοι. Διαβάζαμε πολύ τότε, δεν υπήρχε ίντερνετ, δεν υπήρχε καν ιδιωτική τηλεόραση. Θυμάμαι ένα διήγημα από τα «Λόγια της Πλώρης» του Καρκαβίτσα, που εμφανιζόταν ο σατανάς σε έναν ψαρά. Το σκεφτόμουν συνέχεια, με είχε στοιχειώσει. Όλα αυτά, συνειδητά ή ασυνείδητα, μας σημαδεύουν. Πιο μετά επέλεγα εγώ τι θα διαβάσω και θα έλεγα ότι διάνθισα την κοσμοθεωρία μου, η οποία μάλλον διαμορφώθηκε κατά βάση από τη θυελλώδη σχέση μου με τη μουσική και το τραγούδι, μέσα από τον Καβάφη, τον Καρυωτάκη, το Σολωμό, το Βιζυηνό, τον Φλωμπέρ, τον Ντοστογιέφσκι, τον Καμύ, το Ραφαηλίδη και άλλους. Αλλά, τα κείμενα που εξαίρω εδώ είναι «τα ερασιτεχνικά και τα νεανικά», την προσωπική μας αλληλογραφία δηλαδή, με τους φίλους ή εραστές, στα χρόνια της διαμόρφωσής μας. Τα κείμενα αυτά θεωρώ τα κατεξοχήν ανυπέρβλητα ως προς την επίδρασή τους πάνω μας.

 

8. «Ο ρόλος της ζωής σου»: «πάνω από τη λίμνη κρέμασες το Χριστό/ χωρίς αμφιταλάντευση καμία» - Η Σταύρωση είναι μοτίβο που το χρησιμοποιείς συχνά, όπως και στο «Μόνο έγκλημα». Ποιος είναι ο ρόλος Της σε αυτό το κομμάτι;

Ο Χριστός εδώ συμβολίζει την ενοχή. Η επιλογή του ρήματος είναι δανεισμένη από το τραγούδι «Θα με δικάσει», που προφανώς και αυτό απηχεί το «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου». Η ουσία είναι ότι κάποιος/κάποια εδώ κρεμά το Χριστό, δηλαδή την ενοχή που του/της επιβάλλει η «τρέχουσα ηθική», πάνω από μια λίμνη, προβαίνοντας σε μια απελευθερωτική πράξη. Η κατάληξη της ιστορίας είναι ένας ρομαντικός απόηχος του στίχου «Είχα κάποτε μια αγάπη και την πήρε η συννεφιά», από τη «Μεθυσμένη Πολιτεία».

 

9. «Το τελευταίο δημοψήφισμα»: «τώρα σε γνωρίζω/ μόνο από την κόψη,/όλα τ’ άλλα πέθαναν» - Τελικά μετά την πόλωση των τελευταίων ετών, τις θεωρίες των δυο άκρων και τις πολιτικοκομματικές διαμάχες, το μοναδικό στοιχείο που χαρακτηρίζει την έννοια «Ελλάδα» είναι η «κόψη»; Και άραγε είναι διχαστικό ή ενωτικό;

Μεγάλωσα σε ένα σχεδόν μανιχαϊστικό περιβάλλον, όπου πάλευε το καλό με το κακό, το σωστό με το λάθος, ο Θεός με το διάβολο, με αποτέλεσμα όλη η ενήλικη ζωή μου να είναι μια διαρκής εναντίωση προς κάθε είδους διπολισμό και προς κάθε είδους βεβαιότητα. Ο κυρίαρχος πολιτικός λόγος στην Ελλάδα των μνημονίων, μαζί με τον διχαστικό του χαρακτήρα κουβαλούσε και τα αντίστοιχα πολωμένα trends‧ από τη μία μια τυφλή αγανάκτηση με θολό ιδεολογικό πρόσημο και ταξικά απωθημένα, από την άλλη τον ελιτισμό ενός ψευδεπίγραφου ρεαλισμού και μιας δήθεν αριστείας. Δεν έβρισκα τον εαυτό μου πουθενά, ένιωθα παρείσακτος (συναίσθημα πολύ γνώριμο σε μένα, παιδιόθεν). Ενώ βαθιά μέσα μου ηδονιζόμουν με το ενδεχόμενο επιστροφής στη Δραχμή (για τους πολιτικά λάθος λόγους, προφανώς), η καύλα των άλλων για το ΟΧΙ του δημοψηφίσματος με απωθούσε. Νομίζω ότι ο τοξικός πόλεμος (των like) στα social media εκείνη την περίοδο έπαιξε καθοριστικό ρόλο σ’ αυτό. Ήταν για μένα μια πραγματική δυστοπία παραφροσύνης, γελοιότητας και κακογουστιάς, με την οποία μου ήταν αδύνατο να συστρατευτώ. Το ότι πολιτικοί ταγοί του συντριπτικού ΟΧΙ επιβραβεύτηκαν εκλογικά για τη μετατροπή του σε ΝΑΙ, νομίζω πως επιβεβαιώνει τον παραλογισμό του πράγματος, προσωποποιημένο τελικά στην αποκρουστικά ταριχευμένη μορφή του Μίκη Θεοδωράκη στο συλλαλητήριο για τη Μακεδονία. Τώρα, η «κόψη» του τραγουδιού αντιστοιχεί σε συγκεκριμένη προσωπική συναισθηματική εμπειρία, από την οποία αφορμάται και το τραγούδι, που στην πορεία του μετενσαρκώνεται κατά κάποιο τρόπο στην έννοια «Ελλάδα» όπως τη βιώνω ως ενήλικος, έχοντας αποτάξει τους μύθους της, ενώ η κατάληξή του είναι ακριβώς αυτή η επιθυμία παραίτησης εντός της μοναξιάς του «παρείσακτου», που περιέγραψα παραπάνω. Νομίζω πως το τραγούδι αυτό κλείνει τον κύκλο των τραγουδιών «της κρίσης» ας πούμε, που άνοιξα με τον τελευταίο δίσκο των Κόρε. Ύδρο. Αν αναζητηθεί, θα βρεθεί το νήμα που τα συνδέει.

 

10. «Η πιο τρελλή Πρωτομαγιά»: «αυτό που ονόμασα υγεία είναι ένας θάνατος·/ θέλω πίσω την αρρώστια σου, μωρό μου» - Αν η αγάπη είναι αρρώστια, ποιο είναι το φάρμακο για αυτήν;

Με την «αρρώστια» εδώ, ως (παράλληλα) απόρριψη της «υγείας», καθώς, όπως λέει και ο Παπαγιώργης, «βλέπει κανείς καθαρά τους υγιείς μόνο αν τους κοιτάζει με τις καυτές κόρες του αρρώστου», επανερχόμαστε στα όσα είπαμε για το «Μια χώρα που άλλαξε όνομα», ενώ αναφερόμαστε στο πρόσωπο που (αργότερα, χρονικά) «κηδεύτηκε» στα «Πυροτεχνήματα». Η πηγή της «αρρώστιας» είναι λιβιδινικής, φροϋδικής, τάξεως, και η «αρρώστια», φυσικά, μοιράζεται, χωρίς να βαρύνεται αποκλειστικά το αντικείμενο του πόθου. Είναι κάτι που το συναντάμε πολύ συχνά, και πολύ πιο γλαφυρά, στα λαϊκά καψουροτράγουδα ως «αρρώστια μου» ή «αδυναμία μου», «πάθος μου μεγάλο»... Προφανώς, δε μιλάμε για αγάπη εδώ, αλλά για «τυφλά» συναισθήματα.

 

11. «Η εξαφάνισίς του»: «βαθύ το κράτος του μυαλού, σε διά βίου δικτατορία•/ ό,τι κι αν λένε οι υλιστές, μόνο του γράφει ιστορία» - Η πραγματικότητα δηλαδή δεν είναι αυθύπαρκτη, αλλά εξαρτάται από την τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται ο καθένας την πραγματικότητα;

Δεν διεκδικώ φιλοσοφικές δάφνες ούτε και παίρνω θέση εδώ σε θεμελιώδη συναφή ερωτήματα, τα οποία προφανώς αδυνατώ, και στο κάτω-κάτω δε με ενδιαφέρει, να απαντήσω. Ας πούμε ότι στο πλαίσιο του συγκεκριμένου τραγουδιού προκρίνω μία ιδεαλιστική θεώρηση των πραγμάτων, μάλλον επικαλούμαι την παραδοχή της επιβολής -συγχρονικά και όχι διαχρονικά- του άυλου (= «κρυφού») Πολιτισμού πάνω στον υλικό, προς ενίσχυση των όσων εσωτερικών εκθέτω. Το συγκεκριμένο τραγούδι, πάντως, είναι κομβικής σημασίας ως προς την κατανόηση (ή μη) του δίσκου στην ολότητά του, αλλά και ένα στιχουργικό μανιφέστο, θα μπορούσα να πω, ως προς την προσωπική μου στάση ζωής, και, κατ’ επέκταση, τραγουδοποιίας - ή αντιστρόφως.

 

12. «Το δηλητήριο στις σελίδες»: «και σε πλησιάζω, και με πλησιάζεις -/λέω «είσαι εσύ!», μα εσύ αλλάζεις...» - Ερωτευόμαστε τελικά αυτό που είναι ο άλλος/ η άλλη ή αυτό που νομίζουμε ότι είναι ο άλλος/ η άλλη; Και τι κάνουμε αν ισχύει το δεύτερο τελικά;

Εδώ προσπάθησα να τραγουδήσω το ζήτημα της αέναης αναζήτησης μιας εξιδανικευμένης εικόνας, μεταρσιωμένης στα όρια (ή πέρα από αυτά) του ονείρου, ως τελικού προορισμού, αν όχι καταφυγίου ή… «κυματοθραύστη», της διακαούς επιθυμίας των/κάποιων ανθρώπων για συναισθηματική ολοκλήρωση. Το κατασκεύασμα αυτό, πολύ αυθαίρετα δομημένο πάνω σε οιδιπόδεια κατάλοιπα ή δια βίου απωθημένα, υπάρχει στην ουσία για να ακυρώνει οτιδήποτε άλλο παρουσιάζεται στο δρόμο προς αυτό και αποδεικνύεται ότι τελικά δεν είναι αυτό, καταλήγοντας σε μιαν ατέλειωτη αλληλοδιαδοχή «ερώτων για τους έρωτες», δικαιώνοντας έτσι το πλατωνικό(;) «έρωτας είναι αυτό που δεν έχεις» ή, το, ακόμα πιο καίριο, πανουσικό «Μια ζωή καυλώνω με γυναίκες αλλωνών».