The Boy (Αλέξανδρος Βούλγαρης)

Περιγράφω τρυφερούς ανθρώπους σε έναν όχι τρυφερό κόσμο

Μια επανέκδοση συνεπάγεται αναπόφευκτα επιστροφή, μνήμη και επαναξιολόγηση. Ποιος τελικά 'ήταν αυτός'; Και πως τον βλέπει σήμερα ο ίδιος; Μια συνομιλία με την Μαριάννα Βασιλείου

Με αφορμή την επανακυκλοφορία των τριών πρώτων άλμπουμ του The Boy στα 15 χρόνια της Inner Ear, έκατσα και τα ξανάκουσα για αυτή τη συνέντευξη. Νομίζω δεν υπάρχει πιο αντιπροσωπευτική φράση από αυτή του τίτλου για να τα περιγράψει. Είμαστε καλοί άνθρωποι που κάνουμε και άσχημα πράγματα, η ευαισθησία προχωρά πλάι-πλάι με τη σκληρότητα και ο The Boy περιγράφει τρυφερούς ανθρώπους σε έναν όχι τρυφερό κόσμο. Τόσο απλό και τόσο σύνθετο ταυτόχρονα.

για το “Please Make Me Dance”

Από την πρώτη φορά που άκουσα δική σου μουσική, ήδη από την εποχή των Mary & The Boy, αλλά ως και τώρα, η αίσθηση μου είναι πως δεν ακούω έναν τραγουδιστή-μουσικό, αλλά έναν περφόρμερ, που χρησιμοποιεί τη μουσική και το στίχο ως όχημα έκφρασης αισθημάτων και σκέψεων, όπως θα μπορούσε να χρησιμοποιεί κάθε άλλη μορφή τέχνης. Δεν το λέω για κακό, μην παρεξηγηθώ - μου δημιουργείται όμως η εξής απορία: με τις ταινίες σου επί παραδείγματι, λες διαφορετικά πράγματα από αυτά που λες με τη μουσική σου; Και αν ναι, πώς επιλέγεις ποια θα πεις με μουσική και ποια με εικόνες;

Γενικά όταν θέλω να πω κάτι το λέω με λόγια από κοντά ή απ’ το τηλέφωνο, οπότε όταν γράφω τραγούδια δεν θέλω να πω κάτι - απλά θέλω να γράψω τραγούδια, και όταν κάνω μια ταινία θέλω να κάνω μια ταινία. Αυτό που προκύπτει από ένα τραγούδι ή από μια ταινία είναι κάτι διαφορετικό από αυτό που προκύπτει από τον λόγο. Βάζοντας στην άκρη αυτό, η βάση των πραγμάτων που επικοινωνώ προς τα έξω είναι ότι περιγράφω τρυφερούς ανθρώπους σε έναν όχι τρυφερό κόσμο.

Εξώφυλλο του δίσκου είναι μια παιδική φωτογραφία σου - δεδομένου ότι το ίδιο έγινε και για τους δυο επόμενους δίσκους, πολλοί και πολλές σκεφτήκαμε ότι πρόκειται για μια επίσημη ή ανεπίσημη τριλογία. Υπήρχε κάποια τέτοιο πλάνο στο μυαλό σου όταν έφτιαχνες το “Please Make Me Dance”; Ξεκίνησε να σχηματίζεται στην πορεία με τους επόμενους δίσκους; Ή αυτές είναι τεμπέλικες κατηγοριοποιήσεις ημών των ακροατών;

Δεν υπήρχε κάποια τέτοια πρόθεση. Τότε με απωθούσε η ευθύνη του εξωφύλλου, ένιωθα ότι πιέζομαι να ξεχωρίσω από τα υπόλοιπα ανθρωποπροϊόντα στο συρτάρι του Metropolis. Οπότε έβαλα παιδικές μου φωτογραφίες, κάτι το οποίο προσωποποιούσε μεν αυτό που έκανα, άλλα με κράταγε και από πίσω, μιας και το ενήλικο μου πρόσωπο δεν με αντιπροσώπευε. Επίσης άφησα τις γραμματοσειρές για να χρησιμοποιήσω τα δικά μου γράμματα. Αυτή η επανάληψη σε λευκό φόντο σκεφτόμουνα ότι στην αρχή θα φαντάζει τσουρούτικη, άλλα μετά από κάποια άλμπουμ θα αποκτήσει μια αφήγηση, όπως συμβαίνει με τους τίτλους των ταινιών του Γούντι Άλλεν που είναι οι ίδιοι όλα αυτά τα χρόνια, άλλα για μένα ίσως οι πιο χαρακτηριστικοί. Ακολούθησα αυτές τις παρορμήσεις, στην πορεία μου σώθηκαν οι iconic παιδικές φωτογραφίες και σταμάτησα το μοτίβο μετά από τρία άλμπουμ (εξ ου και η ψευδοτριλογία).

Ο Χριστιανισμός με το Πάτερ Ημών, ο Ελύτης με το «Άξιον Εστί», ο Σαββόπουλος με το «Εκπέμπω» και το «Λίγοι και Φτωχοί», ο Θεοδωράκης και ο Λειβαδίτης με το «Την Πόρτα Ανοίγω Το Βράδυ» - όλα αυτά είναι "κλισέ" (τα λέω έτσι ελλείψει ακριβέστερου ορισμού) που χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν την έννοια «ελληνισμός». Δεν είμαι σίγουρη αν η χρήση τους στο δίσκο γίνεται με σκοπό να καταδειχθεί πόσο μεγάλο κομμάτι της πολιτισμικής μας ταυτότητας (καλώς ή κακώς, δεν είναι της παρούσης) είναι οι ως άνω δημιουργοί ή με σκοπό να αποδομηθούν πλήρως και να ενταχθούν σε ένα τελείως νέο δημιουργικό πλαίσιο ελληνικής τέχνης. Με ποιο κριτήριο τα επέλεξες τελικά; Και με ποιο σκοπό, γιατί οι δικές μου σκέψεις πολύ πιθανό να είναι και εντελώς λανθασμένες;

Τα συγκεκριμένα κομμάτια σχετίζονται με σημαντικές στιγμές της προσωπικής μου ζωής, για αυτό και θέλησα να τα συμπεριλάβω στο άλμπουμ. Δεν είναι μια δήλωση ελληνισμού, περισσότερο είναι διασκευασμένες μνήμες. Πάντα σε μια πλεξούδα σοβαρότητας και χιούμορ.

Κάπου είχα διαβάσει ότι τo «Γιατί Δε Χορεύετε Ρέεεε;» ουσιαστικά σημαίνει «γιατί δεν αντιδράτε/επαναστατείτε;». Είναι από τη σχετική ρήση της Έμμα Γκόλντμαν για το χορό και την επανάσταση; Τι είναι ο χορός για σένα στο δίσκο αυτό ειδικά και γενικά, δεδομένου ότι έχεις γράψει και μουσική για παραστάσεις χορού (ενδεικτικά θυμάμαι τώρα αυτή της Krama);

Άκουγα τέκνο και ήθελα να κάνω έναν χορευτικό δίσκο, ένα ζωντανό dj set με φυσικά όργανα, χωρίς μετρονόμους και πολλές στουντιακές διορθώσεις. Είναι σημαντικός για μένα ο χορός - και εκείνη την εποχή που είχα ακόμα φίλους και χορεύαμε στο μπαρ της Τέτης και της Κατερίνας ένιωσα την ανάγκη να τιμήσω την εμμονή μου.

για το «Κουστουμάκι»

Σε αντίθεση με το “Please Make Me Dance”, εδώ ο στίχος είναι αποκλειστικά ελληνικός. Προς τι αυτή η επιλογή;

Δεν υπάρχει συγκεκριμένος λόγος. Την συγκεκριμένη περίοδο έβγαλα απ’ τον μπαξέ του σαλονιού μου πολλά ελληνόστιχα κομμάτια, οπότε το «Κουστουμάκι» είχε μόνο από αυτά. Δεν έχει να κάνει με μια πιο συνειδητή επιλογή, άλλωστε την ίδια περίοδο έγραφα και αγγλόφωνα house κομμάτια με τον Felizol.

Η αντίθεση συνεχίζεται, καθώς αντί για electro χορευτικούς ήχους έχουμε ως βάση τη μελωδία του πιάνου και τα 9/8 του ζεϊμπέκικου κάνουν αισθητή την παρουσία τους. Ακούγοντας και την «Ελλάδα», έχω την αίσθηση ότι συνεχίζει να σε απασχολεί η έννοια της «ελληνικότητας», σαν κάτι που προσπαθείς να το επαναπροσδιορίσεις για όλους όσες και όλες όσες είμαστε στο ίδιο ηλικιακό φάσμα. Έχεις τελικά καταλήξει κάπου; Ή είναι κάτι το οποίο συνεχίζεις να το σκέφτεσαι;

Το ζεϊμπέκικο σαν ρυθμός υπήρχε και σε προηγούμενα άλμπουμ μου αλλά με αγγλικούς στίχους, σε ένα-δυο κομμάτια από το “50 God damned songs”, σε μια διασκευή του “Nothing Compares 2U” και σε κάποια από το demo των Mary and The Boy, οπότε δεν το ένιωθα σαν κάτι καινούργιο. Η έννοια της ελληνικότητας με απασχολούσε πολύ τότε, ένιωθα ότι πρέπει να επαναπροσδιοριστεί από την γενιά μας. Αυτή τη στιγμή δεν με απασχολεί.

Διαβάζοντας τους στίχους σου και εδώ, μου βγαίνει μια έντονη αυτοαναφορικότητα, το έργο σου μοιάζει να είναι γεμάτο προσωπικά σου πράγματα και στιγμές. Αναρωτιέμαι αν οι εικόνες που περιγράφεις είναι βιώματα δικά σου ή σκηνές των οποίων υπήρξες μάρτυρας ή ιστορίες που σου τις έχουν διηγηθεί/τις έχεις διαβάσει/ακούσει. Ισχύει αυτή η υπόθεση που έχω κάνει ή όχι; Νιώθεις εκτεθειμένος ή αυτό είναι το ζητούμενο στην τέχνη ούτως ή άλλως;

Στίχους που μιλάνε για προσωπικά βιώματα γράφω σπάνια. Όταν γράφω κάτι συνήθως συμβαίνει γρήγορα και χωρίς προετοιμασία, σαν να προκαλείται από κάποιον μέσα μου που δεν είμαι εγώ, οπότε όπως εγώ το καταλαβαίνω οι στίχοι μου είναι κυρίως παραληρήματα με κεντρικό άξονα ή χωρίς.

O δίσκος είναι σαφώς αστικός γενικά και αθηνοκεντρικός ειδικά - δεν νομίζω βέβαια ότι θα μπορούσε να είναι και αλλιώς. Πώς βίωσες την καθημερινότητα στην πόλη όσο δημιουργούσες το «Κουστουμάκι»;

Δεν είμαι από τους ανθρώπους που νιώθουν ότι ζουν κάτι σημαντικό, δεν πιστεύω ότι υπάρχουν περισσότερο ή λιγότερο σημαντικές περίοδοι στην ιστορία, περισσότερο ή λιγότερο σημαντικές τοποθεσίες. Κάθε εποχή και κάθε μέρος αξίζει να έχει την δική του αφήγηση και σε αυτό προσπαθώ κι εγώ να συμβάλλω όσο μπορώ. Στην καθημερινότητα μου βίωνα τότε αυτό που βίωναν οι περισσότεροι άνθρωποι που έζησαν εκείνη την εποχή το κέντρο της Αθήνας. Και αυτό ποτέ δεν είναι ένα πράγμα. Πάντα όλα μαζί.

για την ‘Ηλιοθεραπεία’

Στον τρίτο δίσκο, δεν βλέπω καμία (έστω συνειδητή) ενασχόληση με το μουσικό παρελθόν της χώρας. Ο δίσκος είναι απολύτως αυτόνομος. Ήταν κάτι προαποφασισμένο ή κάτι που ανέκυψε κατά τη δημιουργία του.

Όχι, δεν είχα σκεφτεί κάτι σε σχέση με αυτό. Αν υπάρχει μια σχέση με κάτι ελληνικό σε κάποια τραγούδια, είναι περισσότερο με το σινεμά του Νίκου Νικολαΐδη και με τα βιβλία της Μαργαρίτας Καραπάνου.

Αν υπάρχει μια λέξη με την οποία θα χαρακτήριζα την ‘Ηλιοθεραπεία’, θα ήταν «επιθετική». Από το εξώφυλλο με την τρομακτική μάσκα και το πλαστικό σφυρί (δεν είναι τυχαίο νομίζω που οι προηγούμενοι δίσκοι έχουν το παιδάκι που χορεύει και τον προέφηβο με το ντροπαλό κωλοδάχτυλο) μέχρι το στίχο και την άγρια εκφορά του λόγου, η σαπίλα, η βία και η ασχήμια είναι πανταχού παρούσες και τα πάντα πληρούσες στο δίσκο. Ήταν στόχος σου τότε να ζορίσεις τον ακροατή; Να τον τρομάξεις, να του προξενήσεις άσχημα συναισθήματα; Ή απλά ήθελες να τα βγάλεις από μέσα σου, ανεξαρτήτως πώς θα τα εκλάμβανε όποιος τα άκουγε;

Νομίζω ότι με άγγιζε πολύ αυτό που έλεγε ο Πωλ Σρέηντερ για την ταινία «Ο Ταξιτζής», της οποίας έχει γράψει το σενάριο. Έλεγε ότι ήθελαν με τον Σκορσέζε και τον ΝτεΝίρο να βγαίνουν οι θεατές απ’ την αίθουσα σαν να τους έχουν πλακώσει στο ξύλο. Σκοπός μου ήταν πάνω κάτω αυτό. Να είναι ένα άλμπουμ εξουθενωτικό, μια αρνητική εμπειρία, εξ ου και η μεγάλη του διάρκεια, σε συνδυασμό με το ότι όλη η πληροφορία βρίσκεται σχεδόν αποκλειστικά και ενοχλητικά στις μεσαίες συχνότητες και ότι η έννοια της ενορχήστρωσης είναι τελείως ακυρωμένη.

Η Σιωπηλή είναι τραγούδι του δίσκου αυτού, είναι μέρος του τραγουδιού «Νικολάι Κόνστιν», είναι η πρωταγωνίστρια του μυθιστορήματος «Μαύρο αίμα» που κυκλοφόρησε μαζί με την «Ηλιοθεραπεία». Τι το ιδιαίτερο έχει αυτός ο χαρακτήρας για σένα και εμφανίζεται τόσο συχνά στο δημιουργικό σου σύμπαν;

Μου αρέσει το όνομα της, μου αρέσει που σπέρνει τον τρόμο με έναν δικό της τρόπο, ο οποίος εμπεριέχει τους αποτυχημένους σούπερ ήρωες, την πολιτική πορνογραφία, τις ντεμοντέ μελωδίες και τα λόγια μελό.

Κλείνοντας τις ερωτήσεις, νομίζω ότι ο κοινός παρονομαστής της τριλογίας είναι η «επανάσταση» - προσωπική, κοινωνική, πολιτική, συναισθηματική, δεν έχει σημασία. Τι ορίζεις εσύ ως επανάσταση - και πώς νομίζεις ότι μπορεί αυτή να επιτευχθεί για τον καθένα και την καθεμιά μας;

Είναι κάτι που έχω χρόνια να το σκεφτώ, μου φαίνεται μακρινή σκέψη η έννοια της επανάστασης. Ίσως ο κοινός παρονομαστής να ήταν αυτό που λες. Ίσως και να μην υπάρχει κοινός παρονομαστής πέραν του εαυτού μου, των συνεργατών μου (Callmelazy στην ηχογράφηση και τη μίξη, Asterigrammeskyklos στα artwork, Inner Ear στην παραγωγή), του γέρικου Yamaha μου και της Αθήνας.