The Vaxtones

Είναι πολύ πιο δύσκολο το να γράψεις καλή ποπ από κάτι πιο θλιμμένο!

Και η ιστορία δεν τελειώνει ποτέ. Νέες παρέες, παλιές ιστορίες, αναφορές από το παρελθόν και στοχεύσεις για το μέλλον. Μια συνομιλία με την Μαριάννα Βασιλείου.

Η Ελένη Τζαβάρα a.k.a. Etten των Film, ο Θάνος Αμοργινός των The Last Drive και The Earthbound, ο Παναγιώτης Λουκουμάς με θητεία στους Sunsteps, Xaxakes, Scopitone, ο Χρήστος Ζώης των Hi Rollers, Jitterbugs και The Rockets, ο Νίκος Φωτίου των Raindogs και ο Δημήτρης Βόγλης των Scopitone – το ονόματα είναι υπέρ το δέον αρκετά για να φανεί πόσο σημαντικό σχήμα είναι οι The Vaxtones. Μιλήσαμε με την Ελένη Τζαβάρα και τον Δημήτρη Βόγλη για την πρώτη τους δουλειά, το “Never Ending Story”:

Το να σας περιγράψει κανείς ως supergroup δε θα ήταν καν αρκετό, δεδομένου ότι το κάθε μέλος σας έχει και μακρόχρονη και σημαντική ιστορία πίσω του. Πώς λοιπόν έγινε και βρεθήκατε και δημιουργήσατε τους Vaxtones;

Δημήτρης: Εννοείται πως δεν μας αρέσουν οι ταμπέλες και ειδικά οι βαρύγδουπες. Η Ελένη ήταν η μεγάλη αφορμή για να ξεκινήσουμε. Μέσα στην καραντίνα βρήκα επιτέλους ελεύθερο χρόνο και έδωσα στην Ελένη να τραγουδήσει το “Never Ending Story” που είχα γράψει χρόνια πριν. O Παναγιώτης ήταν χρόνια και είναι ακόμα ο bandmate μου και έγραψε τις κιθάρες, και μετά απευθύνθηκα στους φίλους μας για τα υπόλοιπα. Το ότι ο καθένας είχε την δική του ιστορία ήταν απλώς σύμπτωση, είμαστε μια παρέα όλα τα παιδιά.

Τι θεωρείτε ότι εισέφερε το καθένα μέλος σας στον ήχο σας; Υπήρχε κάποια διαφορά στη δημιουργική διαδικασία σε σχέση με τη θητεία του καθενός σας σε άλλα συγκροτήματα;

Δημήτρης: Η αλήθεια είναι ότι είχαμε έναν συγκεκριμένο ήχο στο μυαλό μας, κιθαριστική ποπ με πανκ ενέργεια. Φυσικά το κάθε μέλος πρόσθεσε την δική του ιδιαιτερότητα για να καταλήξουμε στο τελικό αποτέλεσμα.

Ελένη: Σίγουρα υπάρχουν πολλά στοιχεία που προστέθηκαν από όλους μας, αλλά όχι συνειδητά, και αυτό ήταν και κάτι που έκανε μαγική την όλη διαδικασία αφού δεν αναλύσαμε πολύ το τι θα κάνουμε, αλλά αφεθήκαμε  στη ροή που δημιουργήθηκε. Επίσης σημαντική διαφορά ήταν ότι όλο αυτό ξεκίνησε μέσα στην καραντίνα, οπότε εξ αποστάσεως και χωρίς να γνωρίζουμε τι θα γίνει ή πότε θα έβγαινε.

Τι πιστεύετε ότι κάνει η μουσική σας να νιώθει το κοινό; Τι είναι πιο ικανοποιητικό –δυο άτομα να αναπτύσσουν τα ίδια ή διαφορετικά συναισθήματα για ένα τραγούδι που έχετε γράψει;

Δημήτρης: Μια ειλικρινή εξωστρέφεια, θετική ενέργεια και μια ανεμελιά που μας έχει λείψει μέσα στην μαυρίλα των ημερών. Ήταν πολύ ωραία τα χρόνια που χορεύαμε με Pulp, James, Chumbawamba, Suede, Lush, Field Mice, Heavenly και άλλα πολλά. Το πιο ικανοποιητικό είναι να αναπτύσσει στον καθένα τα προσωπικά του συναισθήματα κα να βιώνει τελείως διαφορετικά το κάθε τραγούδι. Ήταν πολύ συγκινητικό όταν ένας φίλος που  ήρθε στην πρώτη μας συναυλία μου είπε ότι θέλει και αυτός να γνωρίσει μια κοπέλα όπως στην ιστορία που έγραψα στο “Never Ending Story”.

Ελένη: Θα συμφωνήσω με τον Δημήτρη. Δεν ξέρω γενικά αν τα χαρούμενα τραγούδια είναι παρεξηγημένα από κάποιους ή θεωρούνται εύκολα, αλλά ξέρω ότι την χαρά την έχουμε όλοι μας ανάγκη και η τέχνη σε κάθε της μορφή μπορεί να μας φέρει σε επαφή μ' αυτό το συναίσθημα με έναν δυνατό και άμεσο τρόπο. Τώρα για το δεύτερο σκέλος της ερώτησης σου δεν ξέρω τι είναι πιο ικανοποιητικό... Είναι τόσο γοητευτικό από μόνο του το να αναπτύσσονται γενικώς συναισθήματα για ένα τραγούδι. Οι άνθρωποι είμαστε τόσο πολύπλοκα όντα που όταν με μια δική σου δημιουργία καταφέρνεις να αγγίξεις ένα μικρό τους κομμάτι είναι πολύ συγκινητικό! 

Πέραν της περιγραφής του ήχου σας, εμένα ο δίσκος μου έβγαλε μια τρομερά έντονη ναϊντίλα, ήταν σαν να άκουγα κιθαριστική indie ποπ εκείνης της δεκαετίας - και αυτό το λέω ως ένα πολύ ειλικρινές κοπλιμέντο. Συνειδητή επιλογή ή όχι; 

Δημήτρης: Σ ευχαριστώ πάρα πολύ και θα το πάρω εννοείται ως κοπλιμέντο. Για να είμαι ειλικρινής δεν είχα στο μυαλό μου τα 90’s όταν γράφαμε τα κομμάτια, θα έλεγα μάλιστα ότι - τουλάχιστον συνθετικά - οι επιρροές μου ήταν πιο πολύ από τα 60΄s. Ο συγκεκριμένος όμως ήχος, ναι, ήταν συνειδητή επιλογή, ήταν ένα project που είχα στο μυαλό μου από τότε που ξεκίνησα να μαθαίνω μουσική.

Ο δίσκος χορεύεται από την αρχή ως το τέλος, κυριολεκτικά το έχω κάνει. Ήταν κάτι που το επιδιώξατε ή αναδύθηκε κατά τη δημιουργία των τραγουδιών;

Δημήτρης: Και τα δύο συμβαίνουν, αλλά πρωταρχικός μας στόχος ήταν να κάνουμε με αγάπη και ειλικρίνεια κάτι χαρούμενο και ανεβαστικό που μας είχε λείψει. Σε όλες τις συνθέσεις ο σκοπός μας ήταν να βγάλουμε ενέργεια.

Ελένη:  Αρχικά να πω ότι λάτρεψα που έγραψες ότι τον έχεις χορέψει από την αρχή ως το τέλος! Γενικά χαίρομαι όταν ακούω ότι ο κόσμος ακόμα χορεύει, γιατί βγαίνοντας έξω σπάνια το βλέπεις αυτό και είναι κάτι που μας λείπει. Ήταν τέτοια η διάθεση μας όταν συνθέταμε τα κομμάτια που δεν υπήρχε περίπτωση να μην είναι ανεβαστικά. Για μένα μάλιστα ήταν πολύ ενδιαφέρον το ότι το είχα αυτή την ανάγκη εκείνη τη περίοδο, αφού προέρχομαι από άλλο μουσικό background και οι συνθέσεις για τα solo album μου π.χ. σίγουρα δεν είναι χαρούμενες (όχι με τον κλασικό τρόπο τουλάχιστον)! 

Η προφανής ερώτηση: πώς προέκυψε η συνεργασία με τον Clive Martin στην παραγωγή και με τον Noel Summerville στο mastering;

Δημήτρης: Ο Clive ήταν φίλος του κολλητού της Ελένης και γνωρίστηκαν  την εποχή που ήταν στους Film. Υπήρχε από τότε η ιδέα και η επιθυμία να δουλέψουν κάποια στιγμή μαζί. Όταν τον γνώρισα και εγώ δέσαμε αμέσως - είναι ένας καταπληκτικός και πολύ γλυκός άνθρωπος. Και εδώ ήταν λοιπόν καταλυτική η Ελένη. Στη συνέχεια ο Clive μας σύστησε τον Noel, μας είπε ότι αν του άρεσε το υλικό θα συνεργαζόταν μαζί μας και έτσι έγινε. Όλα γίνανε πολύ εύκολα και αβίαστα.

Πρόσεξα ότι το artwork είναι δουλειά της Ελένης - σε τι αναφέρεται και από τι το εμπνεύστηκε;

Ελένη: Αποφάσισα πολύ γρήγορα τι θα κάνω.  Ήξερα από την αρχή ότι το εξώφυλλο θα είχε οπωσδήποτε μια γυναικεία φιγούρα, που να αναπαρίσταται όχι ως παθητικό αντικείμενο, αλλά που να εκπέμπει δυναμισμό και αποφασιστικότητα, και ότι η όλη αισθητική του album θα ήταν vintage και minimal. Μας απασχολούν πάρα πολύ διάφορα κοινωνικά ζητήματα και έχουμε πολύ συχνά κουβέντες για διάφορα γεγονότα που συμβαίνουν, για τις ανισότητες που υπάρχουν, για την αδικία γύρω μας γενικότερα, την οπισθοδρόμηση, τη διαφθορά  και τα τόσα κακώς κείμενα (εμφανές και στους στίχους του “Never understand”), και ήθελα οπωσδήποτε και το εξώφυλλο να αποτελεί ένα είδος σχολίου. 

Έχοντας ήδη αναφέρει την κιθαριστική ποπ, θεωρώ ότι είναι ένα από τα πλέον δύσκολα και παρεξηγημένα είδη, λες και δεν μπορείς να αγγίζεις ουσιαστικά θέματα χωρίς να βυθιστείς στο μινόρε και στη μαυρίλα. Να φανταστώ ότι το κλείσιμο του δίσκου, που είναι τόσο ανεβαστικός και χορευτικός, με ένα τραγούδι με τίτλο "I cannot write a happy song" είναι ένα (αυτο)σαρκαστικό σχόλιο πάνω σε αυτό; Ή αναφέρεται σε κάτι άλλο;

Δημήτρης: Πόσο συμφωνώ μαζί σου! Δυστυχώς η ποπ είναι πολύ παρεξηγημένη, λες και είναι ταμπού να είναι χαρούμενη η μουσική. Το βιώσαμε αυτό όπως σωστά ανέφερες στα 90’s, άλλα κράτησε πολύ λίγο. Χρονολογικά το κατατάσσω στις αρχές του 1996. Ειδικά τα τελευταία χρόνια η μαυρίλα πουλάει πιο πολύ. Και δεν έχω κάτι με την μαυρίλα, υπάρχουν εκπληκτικοί καλλιτέχνες και τραγούδια - μάλιστα ένα από τα αγαπημένα μου τραγούδια είναι το “Just Drifting” των Psychic TV. Το πρόβλημα μας είναι η επιτηδευμένη μαυρίλα και θλίψη με σικέ κλισέ. Προσωπικά θεωρώ ότι είναι πολύ πιο δύσκολο το να γράψεις καλή ποπ από κάτι πιο θλιμμένο. Το τελευταίο κομμάτι του δίσκου λέει ότι δεν μπορώ να γράψω ένα χαρούμενο τραγούδι, ενώ έχουν προηγηθεί 9 χαρούμενα τραγούδια. Φυσικά και αυτοσαρκαζόμαστε.

Τι έχει ο Chris Martin των Coldplay και δεν τον συμπαθεί κανείς βρε παιδιά; Και γιατί στο "Never Understand" αναφέρετε καμπόσους μουσικούς και μαζί τους και τον (ποδοσφαιριστή της Λέστερ) Jamie Vardy;

Δημήτρης: Δεν τον συμπαθεί κανείς; Άρα δεν είμαστε οι μόνοι! Δεν έχω κάτι προσωπικά με τον άνθρωπο, αλλά είναι αυτό το είδος της safe μουσικής, φτιαγμένη κατευθείαν για air play - οπότε αυτός είναι το εξιλαστήριο θύμα για αυτό το είδος που αντιπροσωπεύει. Στο “Never understand” εκφράζουμε την οργή και την απέχθεια μας προς συγκεκριμένα media και αυτούς που τα εκπροσωπούν. Αλλά λέμε και για αυτούς που αγαπάμε, για αυτά που εκφράζουν και κάνουν τον δικό μας μικρόκοσμο πιο όμορφο. Αναφέρουμε τον Bon Iver και τον Marvin Gaye, γιατί έχουν ομορφύνει τον κόσμο με την μουσική τους με τόσο διαφορετικό τρόπο ο καθένας, και αγαπάμε και τον Ru Paul για το θάρρος του, για τη λάμψη του, για όσα και για ό,τι έχει καταφέρει. Ο Jamie Vardy είναι ο αγαπημένος μου ποδοσφαιριστής, όχι τόσο για τις ικανότητες του στο άθλημα που είναι εξαιρετικές, όσο για την στάση που κράτησε ως επαγγελματίας αθλητής και ως άνθρωπος. Το 2012 πήρε μεταγραφή στην Λέστερ που ήταν στην Β’ κατηγορία Αγγλίας από μια ερασιτεχνική ομάδα (Fleetwood Town). Ήταν αλκοολικός και πολύ κοντά στο να σταματήσει το ποδόσφαιρο. Στην Λέστερ τον στηρίξανε, βρήκε αγάπη, σε ένα χρόνο μέσα ανέβηκαν κατηγορία με αυτόν ηγέτη και μετά από δύο χρόνια κατάφεραν να κάνουν ίσως το μεγαλύτερο επίτευγμα στην ιστορία του επαγγελματικού ποδοσφαίρου: να γίνουν πρωταθλητές Αγγλίας με αυτόν πρώτο σκόρερ. Στο απόγειο της καριέρας του αρνήθηκε να μεταγραφεί στην Άρσεναλ ή την Μπαρτσελόνα, δηλώνοντας πιστός στην ομάδα που του έσωσε την ζωή και του έδωσε μια δεύτερη ευκαιρία. Γι αυτό αγαπάμε τον Jamie Vardy. 

Γιατί η πρωταγωνίστρια του "Yellow and blue" προτιμάει αυτά τα χρώματα και όχι το πράσινο και το κόκκινο, φερ' ειπείν; Υπάρχει κάποιος συμβολισμός στα χρώματα αυτά;

Δημήτρης: Το Yellow and Blue το έγραψα για την Ελένη, για την μεγάλη της αγάπη, την Σουηδία στην οποία έχει ζήσει, και για την ιστορία της εκεί, την οποία είχα ζητήσει να μάθω όταν γνωριστήκαμε. Όταν τελικά πήγα και εγώ, κατάλαβα το δέσιμο που έχει, τόσο με το μέρος, όσο και με την ζωή της εκεί. Όλη η εμπειρία του να βλέπεις έναν άνθρωπο σχεδόν να μεταμορφώνεται γιατί βρίσκεται κάπου όπου λειτουργεί σαν να είναι στο φυσικό του περιβάλλον ήταν αποκαλυπτική και πολύ όμορφη, και έτσι έγραψα τους στίχους.  Επομένως δεν θα μπορούσε να είναι ούτε πράσινο, ούτε κόκκινο, ούτε κανένα άλλο χρώμα!   Στο κομμάτι υπάρχουν και σχετικές αναφορές  όπως το “Skanstull”, που είναι σταθμός του μετρό στην Στοκχόλμη, αλλά και η λέξη “fika” που είναι το διάλειμμα για καφέ και γλυκό και αποτελεί μια αγαπημένη συνήθεια των Σουηδών.

Μετά από τόσα χρόνια στο κουρμπέτι, πώς βλέπετε να έχει αλλάξει η ελληνική σκηνή σε σχέση με την αρχή της πορείας σας;

Δημήτρης: Η μουσική σκηνή δεν θα μπορούσε να παραμείνει η ίδια και ευτυχώς γι' αυτό γιατί πρέπει να εξελίσσεται. Για παράδειγμα, έχει ανέβει πολύ το επίπεδο της ελληνικής χιπ χοπ σκηνής με πολύ ταλαντούχους καλλιτέχνες και δυνατό στίχο. Με χαρά βλέπω όμως και μια κινητικότητα και στην indie σκηνή τα τελευταία χρόνια με πολύ αξιόλογες δουλειές και αυτό είναι πολύ αισιόδοξο.

Ποια είναι τα επόμενα σχέδια σας - μακροπρόθεσμα και βραχυπρόθεσμα;

Έχουμε να παίξουμε στο Release Festival στις 19 Ιουλίου, την ημέρα των Arctic Monkeys, και στις 11 Νοεμβρίου με τους Undertones. Ήδη έχουν γραφτεί σε πρώιμη φάση κάποια κομμάτια και από Σεπτέμβριο θα αρχίσουμε να δουλεύουμε τον επόμενο δίσκο μας. Ο μακροπρόθεσμος στόχος μας είναι ο αρχικός, δηλαδή να περνάμε καλά και να είμαστε ευτυχισμένοι και ειλικρινείς με αυτό που κάνουμε.

Η πρώτη φωτογραφία είναι της Βέρας Ιωακειμίδου.