Αγαπώ τον ήχο εξίσου με τη σύνθεση, και μια ισορροπία ψάχνω
Μια συνομιλία της Μαριάννας Βασιλείου με τον μουσικό ...formerly known as Felizol.
Αν ο Έρωτας είναι Ζωή, το αντίθετό του (και το μόνο που μπορεί να Τον νικήσει είναι ο Θάνατος), η νέα δουλειά του Γιάννη Βεσλεμέ (ή και Felizol κάποτε), “O EXORCISMOS” είναι η ιδανική αποτύπωση αυτής της παραδοχής. Με αυτήν την αφορμή, μιλήσαμε για το δίσκο και για άλλα, πολλά (και πολύ) ενδιαφέροντα:
Στο δελτίο τύπου του "O EXORCISMOS" διαβάζουμε ότι έχεις "διαμορφώσει έναν ήχο προσωπικό που κινείται συχνά γύρω από το δίλημμα «μουσική που πονάει ή μουσική που χορεύεται;»". Αναρωτιέμαι προς τι η διάζευξη - υπάρχει μουσική πολύ οδυνηρή, που όμως μπορεί να χορευτεί, κι ένα παράδειγμα που μου έρχεται πρόχειρα στο μυαλό είναι οι Xiu Xiu. Πώς κατέληξες σε αυτή τη διάζευξη για τη μουσική σου, αλήθεια;
Είναι ένα ψευδοδίλημμα, το αναφέρω πιο πολύ σαν άμυνα, σαν αστεϊσμό, αλλά περιέχει μια κάποια αλήθεια. Οι Xiu Xiu είναι ένα καλό παράδειγμα, οι Coil ή οι Yellο επίσης. Νομίζω ότι βαριέμαι τα ανώδυνα πράγματα, είμαι και λίγο κλάψας, με τραβάει ο πόνος. Από την άλλη ένα μεγάλο μέρος της χορευτικής μουσικής (της πιο πειραματικής τουλάχιστον) συνήθως κινείται αρμονικά και συχνοτικά πέρα από το συναισθηματικό εύρος, κρατάει το ρυθμό και την ένταση, σε κρατάει στα πόδια σου μα δε σε γκρεμίζει στο υπαρξιακό κενό.
Πόσο διαφορετική είναι η προσέγγιση της δημιουργίας ενός δίσκου, ανάλογα με το αν λειτουργείς ως compiler (το "Gost" ήταν εξαίσια δουλειά), ως συνθέτης ενός soundtrack ή ως δημιουργός "αυτόνομου", ας μου επιτραπεί η έκφραση, δίσκου;
Ας πούμε ότι είναι κοντά, αλλά και λίγο μειωμένης ευθύνης σε σχέση με την έκθεση του δικού σου υλικού. Το “Gost” ήταν κατά κάποιο τρόπο η δισκογραφική εκδοχή της λέσχης της Χαμένης Λεωφόρου του Ελληνικού Σινεμά που ήμουν συνεπιμελητής. Έτσι νοιώθω και όταν παίζω σαν DJ ή όταν κάνω τις εκπομπές μου στον Movement Radio (Atavistic Sonic Ethnography). Τα soundtrack είναι μια άλλη κατάσταση. Εκεί παλεύεις με τον εαυτό σου και με την ίδια τη ταινία, το έργο και την επιθυμία κάποιου άλλου.
Σε συνέχεια της προηγούμενης ερώτησης, έχεις γράψει μουσική και για δικές σου ταινίες, αλλά και για άλλων σκηνοθετών. Ποια διαφορά υπάρχει στο να γράφεις μουσική για να ντύσεις τις εικόνες που έχεις στο δικό σου μυαλό από το να γράφεις για να υπηρετήσεις το όραμα ενός άλλου δημιουργού;
Είναι το ίδιο επίπονο και βασανιστικό. Οι ταινίες γίνονται δύσκολα, κοστίζουν πολύ, πολλοί άνθρωποι εμπλέκονται σε αυτές. Σαν σκηνοθέτης νιώθω την αγωνία των άλλων σκηνοθετών, δεσμεύομαι στον περιορισμό του μέσου, η ίδια η ιστορία του κινηματογράφου με βαραίνει. Δε σημαίνει ότι δε νοιώθω δέος για τη μουσική και τους μεγάλους συνθέτες της, αλλά απέναντι στο σινεμά λυγίζω κατιτίς παραπάνω. Στις δικές μου ταινίες τα ίδια, ο μουσικός παλεύει με το σκηνοθέτη. Ακούγεται οριακά γελοίο, αλλά είναι αλήθεια.
Κάπου είχα διαβάσει πριν χρόνια ότι ο Felizol δημιουργήθηκε προκειμένου να ξεχωρίσεις τη μουσική από τον κινηματογράφο - πλέον όμως κυκλοφορείς μουσική και ως Veslemes. Τι σε ώθησε σε αυτή την αλλαγή;
Ναι ήταν μια εποχή πολύ διαφορετική, σχεδόν πριν τα social media, πριν ζήσουμε το Snow Crash που ζούμε τώρα. Δε με ενδιαφέρουν τα ψευδώνυμα πλέον, δε φοβάμαι και τόσο την έκθεση όσο παλιά. Είμαι 43 χρονών, γράφω τραγούδια και κάνω ταινίες. Πολλές φορές μιλάω εκ μέρους των χαρακτήρων μου, δεν είμαι εγώ ο πρωταγωνιστής μα ο αφηγητής. Και οι χαρακτήρες αυτοί μπορεί να λένε και να κάνουν πράγματα μοχθηρά και χυδαία, ή να είναι τρυφεροί, αφελείς και ονειροπόλοι. Καμιά φορά όλα αυτά μαζί. Ε, όλη αυτή τη μυθοπλασία μπορώ και θέλω να την υπογραφώ πλέον με το όνομα μου.
Ας πάμε τώρα στον "O EXORCISMOS" - παρά τον ελληνικό στίχο, για ποιο λόγο επελέγη η λατινική γραφή, και ιδίως το C αντί του K;
Μου φάνηκε πιο χαριτωμένο. Ταιριάζει με το επίθετο μου στα λατινικά, είναι ένα επιφώνημα το Ο (ω), ακούγεται ισπανικό/λατινοαμερικάνικο (π.χ. Exorcismo), και διαβάζεται όλο μαζί σωστά από όλους – δηλαδή και αυτούς που δε μιλάνε ελληνικά και θέλουν να απολαύσουν το δίσκο χωρίς να καταλαβαίνουν τα λόγια.
Φαντάζομαι ότι το εξώφυλλο είναι αναφορά στον οβολό με τον οποίο πλήρωναν οι νεκροί τον Χάροντα στην αρχαιότητα. Προσπαθώ όμως να καταλάβω αν στα κυκλικά αντικείμενα στα μάτια σου είναι ο Εσταυρωμένος ή κάποιος που χορεύει. Τι ακριβώς είναι και πώς επελέγησαν για το εξώφυλλο;
Είχαμε γράψει κάποτε ένα τραγούδι με τον The Boy που δε κυκλοφόρησε ποτέ. Λεγόταν «Θλιμμένο Ντίσκο για τον Χριστό» και συνέχιζε «Αυτός θα χόρευε και πάνω στο Σταυρό». Είναι κέρματα, ναι, και εγώ είμαι ο νεκρός. Μέχρι εδώ όλα καλά.
Ο δίσκος είναι σε στίχους, μουσική και παραγωγή δική σου - με ποιον τρόπο συνέδραμαν στη δημιουργία του ο Γιώτης Παρασκευαΐδης, ο Αλέξανδρος Βούλγαρης και ο Λεωνίδας Οικονόμου;
Με τον Αλέξανδρο κάνουμε μουσική παρέα εδώ και 20 χρόνια, εμφανίζεται με διάφορους ρόλους σε δίσκους και ταινίες μου. Ο Λεωνίδας είναι φίλος και σταθερός παίκτης σε όλες τις μπάντες που έχω βραχύβια δημιουργήσει για να στηρίξω ζωντανά τη μουσική μου και στον δίσκο έχει συμβάλει ακόμα και συνθετικά (πχ. στη μουσική στο «Κουκλί του Σατανά»). Ο Γιώτης είναι πλέον ο πιο εμπλεκόμενος άνθρωπος πίσω από όλους τους τελευταίους μου δίσκους (“Apolithoma”, “Pigeon Post Knossos”, “Τhe Well”) σε ρόλους πολυοργανίστα, ηχολήπτη, μιξέρ κα φυσικά βασικό μέλος της live μπάντας.
Τι σε ώθησε το να βασίσεις μουσικά το «Οι μάγοι της Λεωφόρου Κηφισίας» στο "Aquarium" του Camille Saint-Saëns;
Ο Saint-Saëns, o Debussy, o Ravel είναι συνθέτες που αγαπώ. Τους διασκευάζω κατά καιρούς μέσα σε τραγούδια ή μουσικές μου για το σινεμά. Συνομιλούν απόλυτα με την εποχή μας και δεν χάνουν καθόλου την αξία τους ακόμα και μετά την «κακοποίηση» των διασκευών μου.
Πόσο εύκολο είναι να αποστασιοποιηθείς από τη μουσική που έχεις ήδη δημιουργήσει για να κάνεις όλες τις αναγκαίες ενέργειες της παραγωγής;
Εντάξει, δεν είμαι ούτε ο Brian Eno, ούτε ο Phil Spector! Δεν υπηρετώ κάποιο μεγάλο σκοπό στη διαμόρφωση του σύγχρονου ήχου, ούτε προσπαθώ να φτιάξω ακαταμάχητα στο χρόνο χιτς. Αγαπώ πολύ τον ήχο εξίσου με τη σύνθεση, και μια ισορροπία ψάχνω. Ανανεώνω τα εργαλεία μου συνεχώς και πασχίζω για τα σκιλς μου, αλλά στο τέλος με κυριεύει η ίδια αίσθηση. Όπως και στις ταινίες, έτσι και στη μουσική αισθάνομαι πλήρης όταν ανακαλύπτω ένα παρθένο μέρος, ένα ψυχικό τοπίο ανεξερεύνητο. Εκεί κολλάω και θυσιάζω για αυτό και την αφήγηση και την ίδια τη σύνθεση. Στο σινεμά αποτυπώνεται συνήθως με τρόπο εικαστικό, στη μουσική μέσα από κάθετες τομές στην οριζόντια ανάπτυξη της ενορχήστρωσης, με «λάθος» ήχους, με ανατροπές στη τελική μίξη.
Ξέρω ότι αγαπάς πολύ τον Vangelis, τον John Carpenter και τη Μαργαρίτα Καραπάνου - αν μπορούσες να τους και την ευχαριστήσεις για κάτι που σου έχουν προσφέρει με το έργο τους, τι θα ήταν αυτό το "κάτι";
Μα δεν έχουν καμία ανάγκη από τα δώρα μου, σαν απόδειξη της όποιας αγάπης. Δεν έχω και αξίας τίποτα να προσφέρω…. Στη πραγματικότητα δε θα 'θελα καν να τους γνωρίσω. Από μακριά και αγαπημένοι.
Μετά από τόσα χρόνια στο κουρμπέτι, βλέπεις να έχει αλλάξει η ελληνική σκηνή σε σχέση με την αρχή της καλλιτεχνικής σου πορείας;
Ε, ναι. Φοβερές μουσικές, τα πάντα όλα. Ψυχωμένα υβρίδια, δεξιοτεχνία, φαντασία, extra large διάθεση, αρκετός πειραματισμός και ατυχήματα. Καλύτερη εποχή για να κάνεις και να ακούς μουσική δεν υπάρχει.
Ποια είναι εν γένει τα σχέδιά σου για το μέλλον - μακροπρόθεσμα και βραχυπρόθεσμα;
Μόλις ολοκλήρωσα τη ταινία μου «Αγαπούσε τα Λουλούδια Περισσότερο», μια μεγάλου μήκους που δουλεύω με νοσηρή αφοσίωση τα τελευταία 7 χρόνια - ένας ακόμα μικρός θάνατος για μένα. Κατά τα άλλα, στον κόσμο των ζωντανών 3-4 σάουντρακ ταινιών φοβερά ταλαντούχων σκηνοθετών και άλλη μια ταινία, πιο κοντά - όπου να’ ναι… λίγο πριν μας ξαναβυθίσει στην άβυσσο μια νέα καταστροφή.
(Οι φωτογραφίες είναι της Ρηνιούς Δραγασάκη).
«O Exorcismos» κυκλοφορεί σε βινύλιο από τη Veego Records.