Φτιάχνουμε χορευτικά beats και τα ντύνουμε με πολιτικό στίχο
Εκτός των hip-hop κύκλων πολλοί τον μάθαμε μέσα από την περιπέτεια του στα 'ευγενή' χέρια του ελληνικού αστυνομικού κράτους. Η συζήτηση με την Χριστίνα Κουτρουλού ασφαλώς και δεν περιορίστηκε μόνο σε αυτό...
Με αφορμή το ντεμπούτο του, MoxieKult (Radical Breaks) -έναν δίσκο που βρίθει νοημάτων, συνδυάζοντας τη ζωή με την τέχνη της μουσικής και με αυτήν του κινηματογράφου- μιλήσαμε με τον VoxPopuli για την χορευτική κουλτούρα του hip hop, τα soundtracks, τον κοινωνικοπολιτικό στίχο, αλλά και για την αστυνομική καταστολή που βίωσε πέρσι το καλοκαίρι.
Κάτι που παρατηρεί κανείς με την πρώτη στο προφίλ σου, είναι η ρήση «hip hop artist without hip hop music». Πώς το ορίζεις ακριβώς;
Δεν μπορώ να το ορίσω ακριβώς, παρά μόνο διαισθητικά. Αντιλαμβάνομαι το hip hop σαν τρόπο σκέψης πάνω στην μουσική, κι όχι αυστηρά είδος μουσικής. Η βάση πάνω στην οποία πατάω είναι hip hop και με αυτόν τον τρόπο σκέφτομαι είτε γράψω κάτι με ηλεκτρονικούς ήχους, reggae ή οτιδήποτε τέλος πάντων μου βγει την εκάστοτε περίοδο.
Σχετικά με τις προηγούμενες δουλειές σου, βλέπουμε τώρα μια μεγαλύτερη διάθεση πειραματισμού. Πώς ξεκίνησε η ιδέα του σόλο άλμπουμ; Και πώς επέλεξες να έχει τις συγκεκριμένες διαθέσεις;
Είναι κάτι που επεξεργάζομαι και προσπαθώ χρόνια, αλλά δεν είχα καταφέρει να βρω το ηχόχρωμά μου και αντίστοιχα την προσωπικότητά μου σαν artist. Το ‘MoxieKult’ το έγραφα περίπου 3 χρόνια και πέταξα πολύ υλικό στα σκουπίδια, είτε σε καθαρά μουσικό, είτε σε θεματικό επίπεδο. Η δουλειά αυτή, σε συνδυασμό με την αλληλεπίδραση που έχω με τα παιδιά από την ομάδα μου, το Radical Breaks, κατέληξε στο να βρω το vibe που θα ήθελα να έχει το album και είναι η πρώτη φορά που νιώθω ότι είμαι εγώ ολόκληρος σε κάτι κι όχι ένα κομμάτι μου ή μία επιρροή μου. Η μεγαλύτερη αντίφαση είναι το γεγονός ότι δεν είμαι ιδιαίτερος fan του house σαν genre, παρ' όλα αυτά νιώθω πολύ ελευθερία στο να γράφω πάνω στον ρυθμό του γι' αυτό κι έχω 3 house τραγούδια στον δίσκο.
Ακόμα και στους πιο κλασικούς δίσκους που μίλησαν κοινωνικοπολιτικά, λείπει αισθητά η αναφορά σε ορισμένα ζητήματα. Εσύ, πάλι, μοιάζει να κυκλώνεις και να στέκεσαι σε σχεδόν όλες τις πτυχές τους: από τα προσφυγικά στα γυναικεία, στα ΛΟΑΤΚΙ –με αναφορά μάλιστα και στον Ζακ Κωστόπουλο– αλλά και στα εργασιακά, καθώς και στη σεξεργασία. Πόσο δύσκολο είναι κάτι τέτοιο;
Νομίζω αν είσαι καλλιτέχνης που συμμετέχεις ενεργά στα κινήματα, έχεις σταθερή αλληλεπίδραση και η καθημερινότητά σου χτίζεται μέσα από αυτή την διαδικασία, δεν είναι κάτι δύσκολο. Προκύπτει πηγαία γιατί δεν φοβάσαι να πάρεις θέση, να τοποθετηθείς, να εκτεθείς και να κριθείς, μιας και είναι ένα πράγμα που ούτως ή άλλως κάνεις. Αν όμως είσαι καλλιτέχνης που ζει στη γυάλα της καριέρας, του ελιτισμού ή του ατομισμού, τότε σίγουρα όχι μόνο δεν έχεις επαφή, αλλά σίγουρα φιλτράρεις το έργο σου για να μην έχεις επιπτώσεις.
Όλοι θυμόμαστε τα γεγονότα του περασμένου καλοκαιριού και τη σύλληψη τη δική σου και του Αλέξανδρου Τιτκώβ, ύστερα από τη ρατσιστική φιέστα που διοργάνωσαν φασίστες στην Πλατεία Βικτωρίας κατά των προσφύγων. Μετά την αθώωσή σας, τι αποκόμισες από το βίωμα αυτής της προσπάθειας καταστολής;
Όπως είχε πει ο Άλεξ σε μία συνέντευξη, το σίγουρο είναι ότι αποκομίσαμε προσωπικά με το κράτος (χαχα). Πέρα όμως από αυτό νομίζω πως το σημαντικότερο από όλα είναι πως η αλληλεγγύη και η στήριξη έχουν τόσο μεγάλη δύναμη, που μπορούν κυριολεκτικά να ρίξουν τοίχους. Λάβαμε τεράστια αγάπη, αλληλεγγύη και στήριξη, πράγμα που βοήθησε πιο πολύ απ' όλα και στη μη προφυλάκισή μας, αλλά και στη μετέπειτα άρση των γελοίων περιοριστικών όρων που μας είχαν επιβληθεί. Επίσης, ποτέ δεν θα σταματήσω να θαυμάζω το μεγαλείο της στήριξης σύσσωμης της stand-up κοινότητας στον Άλεξ και κατ' επέκταση σε εμένα και στον Νάτσο. Ας είναι παράδειγμα για όλους τους κλάδους και κοινωνικούς χώρους. Σε καθαρά προσωπικό επίπεδο δεν θα αντάλλασα με τίποτα το δέσιμο που έχω αποκτήσει με τους ανθρώπους μου, φίλους/λες, συντρόφους/ισσες, το οποίο σε κρατάει πιο ζωντανό από ποτέ και σου δίνει ακόμα μεγαλύτερο πείσμα κι ενέργεια να μην το βάλεις κάτω.
Το hip hop ξεκίνησε ως μουσική για parties. Και έχεις διατυπώσει την άποψη ότι σε ενδιαφέρει να αναστήσεις αυτή την οπτική. Γιατί πιστεύεις ότι εξασθένησε με τα χρόνια, σε σχέση με άλλες;
Είναι το αγαπημένο μου ζήτημα ανάλυσης. Νομίζω πως τα περισσότερα subcultures στην Ελλάδα, όπως και το hip hop όταν ξεκίνησε, εναντιώνονταν πολύ στο lifestyle, αλλά και στον «γλεντζέδικο» ήχο του σκυλάδικου. Νομίζω πως ακόμα και στα underground rave parties ακούς πολύ σκοτεινό ήχο. Σε συνδυασμό με αυτό, τα περισσότερα γνωστά ελληνικά party hip hop κομμάτια είναι commercial. Συνεπώς έχει δημιουργηθεί μία λανθασμένη υποσυνείδητη ταύτιση, την οποία με την ομάδα μου Radical Breaks προσπαθούμε να τη βγάλουμε από το μυαλό όσων γίνεται περισσότερο. Έχουμε ονομάσει το concept μας NuFunk, πηγαίνουμε σε parties, γουστάρουμε grooves, φτιάχνουμε χορευτικά beats και τα ντύνουμε με πολιτικό στίχο, πάντοτε παίζουμε αφιλοκερδώς σε κινηματικά lives & festivals. Στην αρχή δεν μπορούσαμε να πείσουμε ούτε τους φίλους μας, αλλά μετά από 5 χρόνια σκληρής δουλειάς ήδη έχουμε αρχίσει να βλέπουμε τους πρώτους καρπούς της δύσκολης αυτής προσπάθειας.
Οι αναφορές σου σε ταινίες ποικίλουν, ενώ ασχολείσαι και με το instrumental κομμάτι. Έχεις γράψει μάλιστα και το soundtrack για την ταινία του Κώστα Πλιάκου ‘A Christmas Tale - Μία Χριστουγεννιάτικη Ιστορία’ (2017). Πώς σου φάνηκε αυτή η εμπειρία;
Ήταν κυριολεκτικά παλούκι. Κι αυτό γιατί το σημείο αναφοράς δεν είσαι εσύ, οι μουσικές ιδιοτροπίες σου, οι ιδέες σου και το γούστο σου, αλλά η ταινία. Οφείλεις να δώσεις την ατμόσφαιρα που χρειάζεται για να απογειώσεις την ταινία, πράγμα που θέλει άλλον τρόπο σκέψης. Παρ' όλα αυτά ταιριάξαμε πολύ με τον Κώστα και βγήκε ένα ωραίο αποτέλεσμα που το βλέπω κάθε Χριστούγεννα και το χαίρομαι.
Το "Fly, Not" είναι ένα κομμάτι σατιρικό θα λέγαμε, που κοντράρει το πρότυπο άντρα το οποίο προμοτάρεται εδώ και χρόνια στο rap game, ξαναγυρνώντας δυναμικά τώρα με το trap. Σε μια εποχή που πολλοί προσπαθούμε να συνέλθουμε και να ανασυνταχτούμε απέναντι σε πατριαρχικούς ρόλους, γιατί συνεχίζουν να εξυψώνονται τέτοια πρότυπα –τα οποία καταλήγουν να προωθούνται ακόμα και από sites ή ανθρώπους που ταυτόχρονα μπορεί να ανεβάζουν φεμινιστικά άρθρα ή απόψεις; Τι δημιουργεί το μούδιασμα αυτής της αντίφασης; Φταίει πιστεύεις που κυλά μέσω της μουσικής, οπότε τελικά όλα συγχωρούνται αν χώσεις δίπλα το «βιωματικό»;
Μα ειδικά τώρα που το φεμινιστικό κίνημα διεκδικεί όλο και πιο δυναμικά, αντίστοιχα θα υπάρχει ένα μεγάλο ποσοστό αντρών που θα κάνει τα πάντα για να διατηρήσει την κατάσταση ως έχει. Ειδικά στο rap κιόλας, που είναι μία μουσική που από τις ρίζες της ενέχει όλα τα κατάλοιπα της πατριαρχίας που συναντώνται στα γκέτο της αφροαμερικανικής κοινότητας και αναπαράγονται από εμάς.
Σχεδόν όλοι οι άντρες έχουμε μεγαλώσει με το πρότυπο του top boy. Να είμαστε οι top στην γειτονιά, στις παρέες, στον αθλητισμό και γενικά σε ό,τι κάνουμε, προκειμένου να ξεπεράσουμε τα υπόλοιπα αρσενικά και να μας θέλουν οι γυναίκες, γιατί η κοινωνία αποφάσισε ότι αυτό θέλουν οι γυναίκες. Το ‘Fly, not’ λοιπόν έρχεται να περιγράψει αυτό το συναίσθημα της ταπείνωσης που νιώθει ένα «επιτυχημένο» αρσενικό όταν βλέπει τελικά πως δεν αρκεί να είσαι fly guy για να είσαι με έναν άνθρωπο και πόσο μάλλον να λάβεις αγάπη από αυτόν. Το μόνο που ζήταγες μάλλον ήταν η κάλυψη του ναρκισσισμού σου.
Να αποτάξουμε πλήρως τα πατριαρχικά μας κατάλοιπα είναι ένα στοίχημα που πρέπει όλοι οι άντρες να βάλουμε, αλλά μέχρι τότε τουλάχιστον ας κοντρολάρουμε τα συναισθήματά μας με μία λογική που θέλει ισότιμες σχέσεις, που βασίζονται στην εκτίμηση και τον σεβασμό.
Η κατάσταση που επικρατεί, τόσο λόγω covid-19, όσο και λόγω της ασυδοσίας εκ μέρους κυβέρνησης και εργοδοσίας, έχει επηρεάσει όλες τις εργασιακές σχέσεις. Πέρα από τη μουσική ή την ενασχόλησή σου ως DJ, έχεις και μια βασική δουλειά. Πώς το έχεις ζήσει, λοιπόν; Και πώς υποστηρίζεις ότι πρέπει να δράσουμε;
Το βιώνω με τον ίδιο τρόπο που το βιώνει όποιος και όποια είχε την κακή τύχη να είναι working class. Η πανδημία έχει φέρει τα πάνω-κάτω στην κερδοφορία των εταιριών και η πίεση στους χώρους εργασίας είναι αφόρητη. Ειδικά στον κλάδο των τηλεπικοινωνιών στον οποίο εργάζομαι , οι εργοδότες έχουν απασφαλίσει τόσο πολύ που φτάνουν στο σημείο να θέλουν να τοποθετούν κάμερες στα σπίτια εργαζομένων σε καθεστώς τηλεργασίας. Κι αν τολμήσεις να μιλήσεις, σε περιμένουν τα γκλομπ των μπάτσων στην γωνία. Παρ' όλα αυτά όμως, όλο και περισσότεροι συνάδελφοι και συναδέλφισσες έχουν αρχίσει να βλέπουν καθαρά τα πράγματα, με αποτέλεσμα καθημερινά βλέπουμε να ξεπηδάνε μικρές καθημερινές μάχες στους χώρους δουλειάς. Οπότε, πέρα από την οργάνωση σε συνδικάτα και πρωτοβουλίες, που πρέπει να γίνει ΧΘΕΣ, επειδή όπως έχω ξαναπεί all we got is us, πρέπει να στηρίζουμε ο ένας τον άλλον, να προστατεύουμε ο ένας τον άλλον, να υπερασπιζόμαστε ο ένας τον άλλον.