Willard Grant Conspiracy

Willard, it is really something

Καθίσαμε ακριβώς απέναντι στο (ιντερνετικό) σκαμνί τον Robert Fisher. Καθότι, όμως, ανοιχτόμυαλος και ετοιμόλογος δεν άργησε να φέρει την κουβέντα στην ευθεία. Του Θάνου Σταυριανάκη


Willard Grant Conspiracy 3Πραγματικά αναρωτιόμουν αν θα πρέπει να υπάρξει πρόλογος σε μια συνέντευξη για ένα συγκρότημα που έχει κυκλοφορήσει αρκετούς δίσκους μέσα σε μια ντουζίνα ετών ύπαρξης και αν θα πρέπει να αναφέρω κάποια στοιχεία για τον μπροστάρη τους που έχει κυκλοφορήσει αμέτρητους δίσκους και ως μουσικός, αλλά και ως υπεύθυνος της δικής του δισκογραφικής εταιρείας. Ίσως στην Ελλάδα μια περίπτωση όπως οι Willard Grant Conspiracy να πήγαινε 'χαμένη' σε ένα live 500 ατόμων (μέγιστος αριθμός). Η ποιότητα της μουσικής του Robert Fisher και της κολεκτίβας του διακατέχεται από κάτι που είναι σχεδόν πρωτόγνωρο ή σπάνιο. Οι Willard Grant Conspiracy από ποιοτικής άποψης είναι από τα λίγα συγκροτήματα που κάθε δίσκος που έχουν κυκλοφορήσει είναι, ίσως, καλύτερος από τον προηγούμενο. Και αυτό ίσως γιατί δεν αναμασούν τον ήχο τους, τους αρέσει να πειραματίζονται, αλλά πάντοτε είναι καβατζομένοι με τη βραχνάδα της φωνής του Fisher, η οποία είναι χαρακτηριστική και συγχρόνως ανατριχιαστική, κατατάσσοντάς τον σαν έναν από τους τελευταίους μεγάλους τραγουδοποιούς. Ας δούμε όμως τι έχει να μας πει.

MiC: Ποιος είναι ο Willard Grant και ποια ήταν αυτή η συνωμοσία του;
Robert:
Willard Grant είναι το όνομα του δρόμου στον οποίο είχαμε ηχογραφήσει το πρώτο μας album. Θέλαμε ένα όνομα που ο κόσμος να μην μπορεί να προβλέψει το είδος της μουσικής που μπορεί να προέλθει από ένα συγκρότημα με τέτοιο όνομα. Τουλάχιστον στις αρχές που ήμασταν εντελώς άγνωστοι το καταφέραμε.

MiC: Τι σημαίνουν για εσένα η Dahlia Records και οι The Flower Tamers; Μπορείς να μοιραστείς κάποιες αναμνήσεις από αυτήν την περίοδο της ζωής σου;
Robert:
Η Dahlia Records δημιουργήθηκε σχεδόν στο πόδι, για δύο σημαντικούς λόγους: να μπορούμε να εκδώσουμε τους δίσκους της μπάντας που ήμασταν τότε, εγώ και ο Paul Austin, τους Laughing Academy, αλλά ταυτόχρονα να βοηθήσουμε και άλλες βοστονέζικες μπάντες που δυσκολευόντουσαν να βρουν κάποια εταιρεία. Δυστυχώς, καμία από εκείνες τις μπάντες δεν έγινε γνωστή, ούτε καν η τότε μπάντα μου, αλλά είμαι πολύ περήφανος που προσπάθησα να παρουσιάσω τα συγκροτήματα σε ένα πιο ευρύ κοινό και μάλιστα με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι όλοι χαρούμενοι. Σε μερικές περιπτώσεις τους βοηθούσα ακόμα και στα ίδια τα κομμάτια, στον ήχο τους, στην παραγωγή, αλλά και ως οργανοπαίχτης ταυτόχρονα.


Willard Grant Conspiracy 1Οι Flower Tamers ήταν η μπάντα που δημιουργήσαμε μετά τη σχεδόν δεκάχρονη πορεία με τους Laughing Academy. Το όνομα το είχε δώσει ο τότε drummer μας, ο Malcolm Travis, ο οποίος εκείνη την περίοδο έπαιζε στους Sugar (η μπάντα που είχε φτιάξει ο Bob Mould μετά τη διάλυση των θρυλικών αμερικάνων μεταπάνκιδων Husker Du), αλλά και στις τεράστιες βοστονέζικες μπάντες Human Sexual Response και The Zulus. Ήταν το όνομα που είχε προτείνει κάποτε σε μία άλλη μπάντα που είχε, αλλά εκείνοι το απέρριψαν. Είχε κολλήσει όμως στο κεφάλι του και εμείς δεν είχαμε κανένα πρόβλημα με αυτό διότι ακουγόταν όμορφα με τον αντίστοιχο επιθετικό θόρυβο που είχαμε τότε. Ηχογραφήσαμε ένα δίσκο με τίτλο "Long Haul Final Test", ο οποίος δεν κυκλοφόρησε ποτέ και αμέσως μετά τις ηχογραφήσεις ο Malcolm έφυγε σε περιοδεία με τους Sugar σχεδόν για εννιά μήνες. Τότε, εγώ και ο Paul φτιάξαμε μια άλλη μπάντα, με εντελώς διαφορετικό ήχο, τους Violet Crumbles, μαζί με άλλους βοστονέζους μουσικούς, με τους οποίους σιγά-σιγά πήραν τη μορφή τους οι WGC.

MiC: Ποιες ήταν οι εμπειρίες και οι καταστάσεις που οδήγησαν στη γέννηση των WGC; Πώς ήταν οι πρώτες μέρες σας και ποιες οι τότε επιρροές σας;
Robert:
Δεν είχαμε καμία πρόθεση να δημιουργήσουμε μια μπάντα. Ένα Σαββατοκύριακο ηχογραφούσαμε στο σπίτι κάποιων φίλων και το αποτέλεσμα ήταν τόσο καλό που γέννησε μια ιδέα. Οι μουσικές που ηχογραφήσαμε ήταν τόσο διαφορετικές με όσα είχαμε κάνει πριν. Οι Laughing Academy και οι Flower Tamers ήταν αγριεμένα δυνατοί, γρήγοροι και έντονοι, ενώ οι τότε WGC ήταν αγριεμένα ήρεμοι, αργοί και έντονοι! Θέλαμε, επίσης, να γράψουμε μουσική που δε θα μπορέσει να την παίξει κάποιος με μία κιθάρα και με μία φωνή, γι' αυτό και προσθέσαμε τόσο διαφορετικά μεταξύ τους όργανα. Υπήρχε όμως κάτι... δεν ξέρω πώς να το πω... μια γεωμετρική πρόοδος ίσως... που έβγαινε μέσα από την απλή κατά τα άλλα μουσική μας, που την οδηγούσε από το σαλόνι που γράφαμε μουσική, σε στούντιο ηχογράφησης και από εκεί στη σκηνή. Πραγματικά, αφήσαμε τα τραγούδια να μας δείξουν μόνα τους τον τρόπο που ήθελαν να εκτελεστούν και εμείς απλώς αφήσαμε τους εαυτούς μας ελεύθερους και να οδηγούν και να εκτελούν αυτό που η μουσική μάς καθόριζε.

MiC: Το Los Angeles δεν είναι μια πόλη, γνωστή, για την country φιλοσοφία της. Κάπου διάβασα τώρα τελευταία ότι κλείνουν τον τελευταίο country ραδιοφωνικό σταθμό της. Τι σε οδήγησε να πας στη δυτική ακτή από τα βορειοανατολικά; Το Bakersfield Sound (π.χ. Merle Haggard) είχε κάποια επιρροή στη μουσική σας;
Robert:
Το Los Angeles είναι η γενέτειρα πόλη μου. Έχει κάποιον ραδιοφωνικό σταθμό που παίζει country, όχι πως ακούω φυσικά τέτοιους σταθμούς γενικότερα, κυρίως επειδή οι καινούργιοι country καλλιτέχνες απλώς δεν ακούγονται. Και υπάρχει και μία φιλοσοφία πίσω απ' όλα αυτά πως αν ένας τέτοιος σταθμός δεν παίζει Johnny Cash, Willie Nelson ή Merle Haggard, δεν αξίζει να τον ακούσεις. Μετακόμισα εδώ για καθαρά οικογενειακούς λόγους και δεν έχει να κάνει με τη μουσική αυτό. Η μοναδική επιρροή του Bakersfield Sound ίσως να ήταν στο ό,τι κι αν κάνεις, θα το κάνεις από μόνος σου χωρίς καμία εξωτερική βοήθεια. Πραγματικά θαυμάζω πολλούς μουσικούς και τραγουδοποιούς που εργάστηκαν και μελέτησαν country και φολκ μουσική, αλλά μάλλον δεν έχουν καμία σχέση με εμάς γιατί εμείς δεν είμαστε country συγκρότημα, με το δόκιμο όρο της λέξεως.


Willard Grant Conspiracy 2MiC: Και αν σου έλεγα ότι πολλοί λένε πως η χροιά του μπάσου στη φωνή σου, θυμίζει εκείνη του Johnny Cash, τι θα μου πεις;
Robert:
Ότι είναι μεγάλη τιμή αυτό που μου λες, αλλά δε νομίζω ότι ευθύνομαι εγώ γι' αυτό!

MiC: Με την κυκλοφορία του "Let It Roll" έχουν περάσει 10 χρόνια από το πρώτο σας δίσκο "3 am Sunday". Υπήρχαν ουσιώδεις αλλαγές που βίωσες αυτήν τη δεκαετία σαν άνθρωπος, αλλά και σα μουσικός;
Robert:
Πραγματικά το εύχομαι και το ελπίζω... Η ζωή θα ήταν απίστευτα άδικη και σκληρή αν πίστευα ότι δε βελτιώνομαι στα πάντα που με αφορούν πραγματικά. Υπάρχουν τόσα πράγματα που μπορεί να βελτιώσει κάποιος και μου είναι αδιανόητο να φανταστώ τον εαυτό μου για μια μεγάλη χρονική περίοδο να είναι ανενεργός ή στάσιμος. Αυτό θα με σκότωνε. Επίσης, η μουσική και η τέχνη γενικότερα, είναι απέραντη, οπότε υπάρχει πάντα κάτι καινούργιο να ανακαλύψεις, αν είσαι ανήσυχος και δραστήριος άνθρωπος.

MiC: Πώς θα χαρακτήριζες το πείραμα και τη συνεργασία σας με τους Telefunk και την από κοινού δημιουργία σας "In The Fishtank"; Πώς είναι να ακούς τα τραγούδια σου με drum machines και trip-hop αισθητική;
Robert:
Κατ΄ αρχάς πιστεύω πως είναι εκπληκτική η ιδέα και κατ' επέκταση και όλη αυτή η σειρά των συλλογών της Konkurrent Records, που βάζει δύο διαφορετικά ηχητικά συγκροτήματα μεταξύ τους σε ένα στούντιο για δύο ημέρες και ηχογραφούν αυτήν τη συνεύρεση. Όσον αφορά εμάς, είχαμε μια πρόταση από τους φίλους Telefunk να ηχογραφήσουμε μαζί στην ευρωπαϊκή μας περιοδεία. Επειδή γνωρίζουμε τους Telefunk πολλά χρόνια, είχαμε ενθουσιαστεί που θα ηχογραφήσουμε μαζί τους. Εκείνη την περίοδο ήμουν σε φάση που εξερευνούσα και μάθαινα φολκ μουσική και έριξα την ιδέα να ασχοληθούμε με παραδοσιακή μουσική. Έτσι, λοιπόν, εκτελέσαμε κάποια παραδοσιακά ολλανδικά και αμερικάνικα τραγούδια και τους προσθέσαμε μια πραγματικά ανισόρροπη, αλλά ταυτόχρονα ενθουσιώδη, παραγωγή. Υπήρχαν μερικά ηλεκτρονικά μέρη στην ηχογράφηση, τις οποίες λούπες και samples ο Arnoudt ασχολήθηκε σπίτι του. Είναι ένας καταπληκτικός και ταλαντούχος ντράμερ και μουσικός. Είμαστε περήφανοι για αυτήν την κυκλοφορία διότι φανερώνει πόσο ανοιχτόμυαλοι μουσικοί είμαστε και μιλάω και για τις δύο πλευρές αυτού του εγχειρήματος.


Willard Grant Conspiracy 4MiC: Στις ηχογραφήσεις, αλλά και στη σκηνή, έχεις βρεθεί με μεγάλους καλλιτέχνες όπως ο Steve Wynn (Dream Syndicate) και ο Chris Eckman (Walkabouts). Με ποιον πάντα θα ήθελες να παίξεις μαζί;
Robert:
Συνηθίζω να παίζω με φίλους και δεν επιδιώκω να παίζω με κάποιον αν δεν είναι φίλος μου. Είναι μια αλυσιδωτή αντίδραση οργανικής φιλίας και αυτό κατευθύνει αυτό που θέλω και θέλουμε να κάνουμε μαζί. Υπάρχουν άπειροι καλλιτέχνες που θέλω να παίξω μαζί τους, αλλά δεν είναι φίλοι μου, προς το παρόν τουλάχιστον!

MiC: Όχι μόνο σα μουσικός, αλλά και σαν άνθρωπος, ποια είναι τα όνειρά σου, οι στόχοι σου;
Robert:
Εύχομαι να έχω μακροζωία σαν άνθρωπος και σα μουσικός. Ξέρεις πολλές φορές, αν όχι τις περισσότερες, αυτό δεν εξαρτάται από εμάς. Αν συμβεί αυτό θα ήθελα πάντα να κάνω αυτό που σκέφτεται το μυαλό μου και πραγματοποιούν τα χέρια μου.

MiC: Πριν ξεκινήσουμε τη συνέντευξη μού είπες ότι πολλοί γνωστοί σου έχουν παίξει στην Ελλάδα. Τι έχεις μάθει από αυτούς; Τι γνωρίζεις για την Ελλάδα εκτός από την Ιστορία της;
Robert:
Αν και δεν έχω βρεθεί ποτέ εκεί, θα ήταν αδιανόητο να πω ότι δεν ξέρω τίποτα για την Ελλάδα, αλλά ούτε ότι γνωρίζω και τα πάντα κιόλας. Αυτό που καθορίζει μία χώρα είναι οι άνθρωποι που ζουν εκεί, είτε έχουν την ιθαγένειά της, είτε όχι, οι οποίοι με την καθημερινότητά τους κάνουν τα πάντα για την πρόοδο και την ευημερία της. Και μόνο στη σκέψη ότι στο μέλλον υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να περάσω λίγο καιρό εκεί, είτε σα μουσικός είτε σαν απλός επισκέπτης, είμαι πολύ ενθουσιασμένος!

MiC: Τι θα ήθελες να λένε μετά από 30 χρόνια για τους Willard Grant Conspiracy;
Robert:
Τίποτα σπουδαίο. Απλώς ότι ήταν μια καλή μπάντα.