11 Διασκευές
Το ζήτημα δεν είναι το τι είναι μια διασκευή (απλό: είναι μια version του κομματιού διαφορετική από την πρώτη), αλλά γιατί κανείς να διασκευάσει ένα κομμάτι. Διασκευάζει κάποιος, λοιπόν, μάλλον για δυο λόγους:
- Επειδή του αρέσει ένα τραγούδι και θέλει να το εντάξει στη δισκογραφία του. Εδώ στις περισσότερες των περιπτώσεων έχουμε απλή αναπαραγωγή του πρωτοτύπου.
- Επειδή θεωρεί ότι έχει σκεφτεί μια άλλη όψη του τραγουδιού και μπορεί να τη δώσει. Εδώ έχουμε να κάνουμε με αυτό που ονομάζουμε διασκευή.
Συνήθως οι μεγάλοι καλλιτέχνες λίγα περιθώρια αφήνουν στους επόμενους για διασκευή. Έτσι, πιθανότατα δεν θα ακούσουμε ποτέ καλύτερο “Heroes” από αυτό του David Bowie, ούτε καλύτερο “Paint It Black” από αυτό των Stones, ούτε καλύτερο “Venus In Furs” από αυτό των Velvets. Ο λόγος είναι ότι οι καλλιτέχνες αυτοί έχουν εξαντλήσει στο στούντιο όλες τις πιθανές εκδοχές του κομματιού, επιλέγοντας συνήθως εύστοχα την καλύτερη για συγκεκριμένους λόγους. Ή, ακόμη κι αν δεν επιλέξουν την καλύτερη, σίγουρα την έχουν συλλάβει και την έχουν δοκιμάσει. Κραυγαλέο παράδειγμα είναι η στοιχειωμένη version του “Helter Skelter” που βρίσκεται στην τρίτη Ανθολογία των Beatles. Τα Σκαθάρια την απέρριψαν, αλλά είναι περίεργο ότι κανένας άλλος καλλιτέχνης, από το 1968 έως το 1995, δεν σκέφτηκε ποτέ να επιβραδύνει τον ρυθμό του “Helter Skelter”, να προσθέσει echo, να δώσει μια ψυχρή ατμόσφαιρα κλπ. Οι Beatles είχαν κατά νου αυτή τη version, αλλά επέλεξαν άλλη σύμφωνα με τον σκοπό τους.
Λοιπόν, κάθε κομμάτι είναι φτιαγμένο με κάποιους όρους, δηλαδή λειτουργεί σε συγκεκριμένες συνθήκες. Ποιες είναι αυτές; Αρχικά είναι οι εσωτερικές συνθήκες. δηλαδή εκείνες που αφορούν το έργο καθαυτό. Μιλάμε εδώ για την ιδιοπροσωπία του καλλιτέχνη, για το ύφος και τον ήχο του άλμπουμ στο οποίο ανήκει το κομμάτι, για την παραγωγή και άλλα τέτοια. Από την άλλη, είναι οι εξωτερικές συνθήκες, όπως η δεκαετία στην οποία ανήκει το κομμάτι, δηλαδή η εποχή της οποίας είναι προϊόν. Η παραπάνω διάκριση μας λέει περισσότερα από όσα περιμέναμε, διότι φαίνεται ότι μια διασκευή κρίνεται πετυχημένη όταν συλλαμβάνει και υπογραμμίζει μέσα σε ένα κομμάτι την αξία περαιτέρω στοιχείων, τα οποία έμεναν μέχρι τότε αδιαφανή. Επομένως, μπορεί κανείς να πει ότι διασκευή είναι η εκτέλεση που στοχεύει (ή πρέπει να στοχεύει) να φωτίσει την ουσία του τραγουδιού, δηλαδή να αναδείξει στο τραγούδι μια αξία που μένει ακλόνητη ακόμη κι αν όλες οι συνθήκες (εσωτερικές και εξωτερικές) άλλαζαν.
Γράφοντας αυτό το άρθρο και επιλέγοντας κάθε διασκευή, έρχονταν στο μυαλό μου άλλες δέκα ισότιμες κι αγαπημένες. Δεν θα μπω στη διαδικασία να παραθέσω διασκευές πάνω σε μουσική “κλασικών” συνθετών, πχ του Johann Sebastian Bach. Οι Jethro Tull πήραν το “Bourée” και του άλλαξαν επίπεδο. Κι επίσης οι Egg από το Canterbury ενσωμάτωσαν τέλεια στη μουσική τους το “Fugue in D Minor”.
Επίσης, δεν θα καταγράψω καμία blues διασκευή, διότι θα χαθούμε οριστικά. Το πώς αφομοιώνουν το blues οι Rolling Stones για να φτιάξουν το “Stop Breaking Down”, το γιατί έπρεπε οι Zeppelin να περάσουν από τα πρώτα τρία άλμπουμ τους για να εξηλεκτρίσουν έτσι όπως εξηλέκτρισαν το “When The Levee Breaks” – αυτά τα ζητήματα απαιτούν ξεχωριστά και μακροσκελή άρθρα. Τέλος, δεν ακούμπησα καθόλου το garage, διότι κι εδώ θα χανόμασταν.
Παρακάτω, λοιπόν, παραθέτω τις έντεκα διασκευές στις οποίες επιστρέφω συχνά ή που σκέφτομαι γι’ αυτές συχνά.
Mad Season – “I Don’t Wanna Be A Soldier Mama” (του John Lennon)
Είναι καλύτερη εκτέλεση από το πρωτότυπο. Το “κλειδί” βρίσκεται στο ότι το κομμάτι είναι περισσότερο αναρχικό απ’ ότι ο δημιουργός του μπορούσε να φανταστεί και χρειαζόταν η συμβολή του Seattle για να αναδειχθεί η ουσία του. Στην πραγματικότητα ο Lennon είχε γράψει ένα αριστούργημα, αποκλειστικά για την εποχή του, που έλεγε: “Δεν θέλω να πάω στο Βιετνάμ (και σε κάθε πόλεμο)”. Οι Mad Season το έκαναν να λέει: “Δεν γουστάρω τον στρατό”. Και τούτο είναι κάτι όχι μόνο πιο γενικό, αλλά μια άλλη κουλτούρα, ελευθεριακή, που ο Lennon στην εποχή του είναι αδύνατον να έχει πλήρως. Για τις ανάγκες του tribute στον Lennon, το “I Don’t Wanna Be A Soldier Mama” είναι κομμένο και ραμμένο για τον μακαρίτη Layne Staley (των Alice in Chains). Δικαιωματικό point στους Mad Season εδώ.
Lou Reed - This Magic Moment (των Drifters)
Από τον καιρό των Drifters μας βασανίζει αυτή η μελωδία, την οποία “εκσυγχρόνισαν” οι Jay & The Americans στα τέλη των 60s. Όμως την ανατροπή έχει κάνει ο Lou Reed, με την έννοια ότι κατάφερε να επιβάλει τους δικούς του όρους. Ακούγεται σαν προσωπικό στοίχημα, αφού ο Reed κρατάει αυτούσιους μονάχα τους στίχους. Όλα τα άλλα τα αλλάζει σχεδόν ολοκληρωτικά. Οι γλυκές φωνές, οι ακουστικές κιθάρες, τα άλλου τύπου έγχορδα – όλα έχουν εξαφανιστεί. Αντ’ αυτών έχουμε σκοτεινά ηλεκτρικά γρυλίσματα για φόντο, κάποια country μοτίβα από πάνω και τον Reed να τραγουδάει με τον γνωστό του τρόπο. Μην κοροϊδεύουμε τους εαυτούς μας: πρωτοακούσαμε το τραγούδι στην “Χαμένη Λεωφόρο” (Lost Highway/1997) του David Lynch. Οι στίχοι, που είχαμε συνδέσει με περίσσιο ρομαντισμό, εδώ λειτουργούν και σε άλλο πλαίσιο, όχι τόσο αθώο. Και είναι κατόρθωμα να πάρεις ένα αγνό τραγούδι και να το πετάξεις στη λάσπη, με την πίστη ότι θα λειτουργήσει το ίδιο με πριν. Και πράγματι να λειτουργεί το ίδιο με πριν. Ο Lou Reed κάνει μια από τις καλύτερες διασκευές στην ιστορία.
Elvis Presley – Blue Moon (του Billy Eckstine)
Με τον Elvis το “Blue Moon” λογίζεται μόνο ως νυχτερινό και μοναχικό κομμάτι. Ενώ οι στίχοι είναι περισσότεροι και στο τέλος λυτρώνουν τον ερμηνευτή από τη μοναξιά του, ο Elvis επιλέγει να πει τους μισούς, αποκλείοντας έτσι κάθε ελπίδα συντροφικότητας. Τι κι αν οι Marcels έφτασαν στο Νο1 με μια γρήγορη εκτέλεση; Το tremolo δεν έσωσε τους Ventures, το garage δεν έσωσε τους Last Drive και οι Sinatra, Holiday, Dean Martin, έμειναν στην jazz εκδοχή του. Μόνο η εκτέλεση του Elvis εκφράζει την ουσία του κομματιού, που είναι η μοναχικότητα του ερμηνευτή: “without a love of my own”. Η μουσική είναι υποτυπώδης (ώστε να μην δίνεται η παραμικρή αίσθηση συνοδείας) και το φεγγάρι στέκεται απόμακρο για να φωτίζει απλώς και μόνο τον θρήνο που απλώνεται μέσα στη νύχτα.
The Cramps – Goo Goo Muck (των Ronnie Cook & The Gaylads)
Αυτά τα πρωτόγονα ένστικτα, τα ζωώδη και μυστήρια, μπορούσαν περίφημα να αποδώσουν οι Cramps. Επίμονα αναζητώντας 45άρια από το περιθώριο της μουσικής ιστορίας, αγοράζοντας κούτες ολόκληρες με αραχνιασμένα trash και επιμελώς αγνοημένα ροκαμπίλια, που είτε θα έβρισκαν μια θέση στη μουσική ιστορία είτε θα έπρεπε να καούν, οι Cramps διέσωσαν έναν ολόκληρο κόσμο. Το “Goo Goo Muck” δεν είναι παρά ένα δείγμα, πλην όμως το κλασικότερο.
Slowdive - Golden Hair (του Syd Barrett)
Είναι σχεδόν ισάξια version μ’ εκείνη του Barrett, καθότι συλλαμβάνει την βασική ιδέα: Ο έρωτας μέσα σ’ έναν κόσμο σκιών. Αυτόν τον κόσμο της συνείδησης και του ονείρου οι Slowdive τον γνώριζαν πολύ καλά και ηχητικά τον απέδιδαν τέλεια.
Happy Mondays – Step On (του John Kongos)
Τον Μάιο του 1971 ο Νοτιοαφρικανός John Kongos κάνει επιτυχία στη Βρετανία με το “He’s Gonna Step On You Again”, τραγούδι που όσο το ακούς εθίζεσαι όλο και περισσότερο. Σχεδόν είκοσι χρόνια αργότερα οι Madchester-άδες Happy Mondays το εντάσσουν, ως σκέτο “Step On” πια, σε ένα ατελείωτο πάρτι με ecstasy που έχουν ξεκινήσει από χρόνια και που κορυφώνεται στον δίσκο “Pills 'n' Thrills and Bellyaches”. Οι διασκευή των Mondays είναι από τις κορυφαίες στην ιστορία της pop, διότι ενώ στα credits αναγράφεται άλλο όνομα συνθέτη, αρνείσαι να το αποδεχθείς.
Saint Etienne – “Only Love Can Break Your Heart” (του Neil Young)
Ό,τι συμβαίνει με τους Mondays, το ίδιο συμβαίνει και με τους Saint Etienne. Παίρνουν ένα τραγούδι του 1970 και είκοσι χρόνια αργότερα του δίνουν μια ολοκληρωτικά διαφορετική λειτουργία. Μιλάμε ίσως για τον ορισμό της διασκευής. Ένα κομμάτι σχεδόν αγνώριστο πλέον με τους Saint Etienne να έχουν θέσει απολύτως τους δικούς τους όρους, αλλά και της εποχής τους. Το τραγούδι λειτουργεί υπέροχα σε άλλα συμφραζόμενα, χωρίς να συνανασύρει την εποχή της δημιουργίας του.
Johnny Cash – Rusty Cage (των Soundgarden)
Πείτε ό,τι θέλετε, αλλά η ποζεριά των Soundgarden πετάχθηκε στα σκουπίδια από τον Cash. Δεν αδικώ βέβαια τους Soundgarden. Αυτό έπρεπε να παίξουν, αυτό και έπαιξαν. Απλώς ο Cash δεν δεσμευόταν από τίποτα και έκανε μια από τις καλύτερες διασκευές, που προσωπικά με ευχαριστεί πολύ να την ακούω.
H.P. Lovecraft – Spin Spin Spin (του Terry Callier)
Πριν την εκτέλεση αυτή το “Spin Spin Spin” είναι απλά ένα ωραίο τραγούδι. Είναι οι ίδιοι οι H.P. Lovecraft που το καθιστούν αριστούργημα. Βρίσκεται στον πρώτο και θρυλικό δίσκο του Terry Callier και από κει το ακούν κι αυτοί. Η μελωδία έχει παραμείνει, αλλά το group αναγνωρίζει ότι το κομμάτι κρύβει περισσότερα απ’ όσα αποκαλύπτει. Έτσι, προσθέτουν πιάνο, όργανο, ακουστικές κιθάρες, άλλα έγχορδα και τις χαρακτηριστικές φωνητικές ακροβασίες τους. Το “Spin Spin Spin” στα χέρια των H.P. Lovecraft είναι ένα ψυχεδελικό κομψοτέχνημα.
Gandalf – Hang On To A Dream (του Tim Hardin)
Φοβάμαι μήπως αδικήσω κι εγώ τον Hardin, όπως τον αδίκησε η ιστορία. Σπεύδω, λοιπόν, να πω ότι η εκτέλεσή του είναι τόσο όμορφη που αποτελεί έκπληξη το πώς οι Gandalf κατορθώνουν να φτιάξουν αυτήν την απόκοσμη αίσθηση. Εφευρίσκουν νέα μοτίβα, δίνουν άλλες ενορχηστρώσεις, επιβραδύνουν το κομμάτι και εντείνουν το συναίσθημα ανάμεσα στα πιο μεγάλα μέρη. Είναι μια από τις τελειότητες ενός τέλειου άλμπουμ (Gandalf, 1969/Capitol Records).
David Bowie – Wild Is The Wind (του Johnny Mathis)
Μετά από συνεχείς ακροάσεις, συνειδητοποιεί κανείς ότι αυτό που κάνει ο Bowie είναι ότι έχει συνενώσει όλες τις προηγούμενες εκτελέσεις (και ηχητικά και ερμηνευτικά) και τις πέρασε μέσα από το δικό του φίλτρο. Δηλαδή, στη συγκεκριμένη εκτέλεση ακούγονται όλες, όπως ο Bowie τις προσέλαβε. Ίσως δεν μπορούμε να φανταστούμε διαφορετικά το “Wild Is The Wind” μετά την εκτέλεση αυτή.