2016 εντός συνόρων
Ας συνεχίσουμε λοιπόν και αυτή την αγαπημένη συνήθεια αποτίμησης της μουσικής βάσει στοιχείων όπως τα σύνορα, η σχέση έθνους-κράτους και άλλα τέτοια ωραία που θα έκαναν έναν αμετανόητο διεθνιστή όπως τον Αντώνη Κλειδουχάκη να βγει από τα ρούχα του και να ουρλιάζει ότι πρέπει να αποτιμούμε υπερεθνικά, τουλάχιστον πανευρωπαϊκά, ίσως δε και διαπλανητικά τη μουσική, καθώς κάθε τι άλλο μας καθιστά υπόπτους για κατοχή χρυσής κάρτας των ΑΝ.ΕΛ. (Συριζανέλ θα έλεγε, αλλά δεν ενστερνίζομαι –ακόμη- τον όρο).
(σημείωση: ξέρω ότι στην Ελλάδα του 2016 είναι μάλλον παράταιρο να χρησιμοποιούμε ως παραβολή για μία λίστα δίσκων την έννοια των ‘συνόρων’, με όσα συνέβησαν μέσα στη χρονιά γύρω από αυτά, θαλάσσια και χερσαία, αλλά και πάλι επιλέγω αφελώς να απέχω και από την πολιτική και από την ορθότητα που συνοδεύει αυτήν)
Ας μην ξεχνάμε όμως ότι ειδικά στη μουσική η έννοια της τοπικής σκηνής ουδόλως και ποτέ είχε να κάνει στην πραγματικότητα με σύνορα, έθνη, φυλές και άλλες αηδίες. Ακόμη και όταν το φυλετικό στοιχείο εκ της αντιστρόφου αντίδρασης υπήρξε έντονο (τα γκέτο, το χιπ χοπ κλπ), το τελικό αποτέλεσμα μας λέει ότι η εντοπιότητα αποτελεί συνήθως, αν όχι κατά κανόνα, το πρώτο απαραίτητο βήμα για την οριοθέτηση ενός έστω και στοιχειωδώς νέου μουσικού πράγματος, το οποίο αργότερα θα απασχολήσει το έθνος, την Ευρώπη, τον πλανήτη, το σύμπαν κλπ. Αν ισχυριστούμε το αντίθετο θα πέσει να μας πλακώσει τόσο η σκηνή του Canterbury (που απασχολεί και τον Αντώνη εντόνως τελευταία), όσο και η σκηνή του Manchester (που μας έχει απασχολήσει, έχω την αίσθηση, περισσότερο από όσο θα έπρεπε).
Το πρόβλημα βέβαια με την εκάστοτε ελληνική σκηνή, είτε μιλάμε για το ροκ, είτε για το metal, είτε για την ηλεκτρονική κλπ κλπ, είναι το κατά πόσο τελικά υπήρξε κάτι από εδώ γύρω που είτε να επέδρασε στα πράγματα γενικότερα, είτε να είχε (και όχι να νομίζουμε ότι είχε, ειδικά όψιμα, όπως συμβαίνει τώρα, με όλες αυτές τις επανεκδόσεις των ‘μεγάλων ελληνικών αριστουργημάτων’) μία τέτοια ποιοτική αυταξία, που ασχέτως αν το πήραν πρέφα ελάχιστοι, να δικαιολογεί την εξειδικευμένη αναφορά, την ώρα που ασφαλώς δεν ασχολούμαστε με την τοπική σκηνή κάθε άλλης χώρας, έστω και ευρωπαϊκής, που ας πούμε θα μπορούσαμε να το κάνουμε με σχετική ευκολία πλέον.
Που είναι η αλήθεια λοιπόν; Ε που να είναι, τα ίδια θα λέμε; Κάπου στη μέσω ως γνωστόν. Με την ελληνική σκηνή ασχολούμαστε (οι περισσότεροι από εμάς εδώ και πάρα πολλά χρόνια ήδη, κάποιοι άλλοι εδώ μέσα για αιώνες τολμώ να πω) και αναφερόμαστε με ειδικό τρόπο για τον απολύτως προφανή λόγο της καταγωγής, του τόπου κατοικίας μας, της ιθαγένειας θα μπορούσε να πει κανείς και να ξαναπάει το θέμα αλλού. Κάπως έτσι κάποτε μας απασχόλησε περισσότερο από την όλη σκηνή, η σκηνή της Θεσσαλονίκης κ.ο.κ. Από την άλλη πλευρά έχουμε έγκαιρα (και έγκυρα νομίζω, γιατί να το κρίνετε εσείς άλλωστε;) ότι κατά περίπτωση ονόματα και δίσκοι της σκηνής όχι απλώς στέκονται ισάξια, αλλά ενίοτε υποσκελίζουν αντίστοιχα τους ακούσματα που μας έρχονται απ’ έξω και ειδικά στις πραγματικά underground περιπτώσεις αυτό έχει γίνει επαρκώς αισθητό και έξω και δεν επισημαίνεται μόνον εκ των έσω.
Θυμίζω ότι σε μία από τις αρκούντως ψύχραιμες και μετριοπαθείς θεωρητικές αποτιμήσεις του black metal, δηλαδή στο βιβλίο Black Metal - Beyond The Darkness/Black Dog Publishing, (καμία σχέση με την φωτολαγνική σαχλαμάρα του Vice ή την εγκυκλοφονική παπαρολογία του Dayal Patterson στο Black Metal- Evolution Of The Cult), η ελληνική black metal σκηνή, στο πρώτο κύμα αυτής, που άλλωστε εν πολλοίς δρα μέχρι και σήμερα, αποτιμάται ως πρώτη μεταξύ ίσων σε επίπεδο όχι μόνο ποιότητας των κυκλοφοριών, αλλά και επιρροής σε ζητήματα αισθητικής και ορθής συμπεριφοράς κατά τους κανόνες του είδους, και ορθά επισημαίνεται ότι με ένα-δυο καμένες εκκλησίες και κάποιες ισάριθμες απώλειες σε ανθρώπινες ζωές, ίσως να «απολαμβάναμε» και εδώ το cult status της σκηνής της Νορβηγίας (οπότε και θα μας έκανε βιβλίο το Vice, οπότε δεν λες πάλι καλά, γλίτωσαν και οι άνθρωποι και οι εκκλησίες και όλα). Τα ίδια πάνω-κάτω μπορούμε να ισχυριστούμε και για ένα μεγάλο κομμάτι της εγχώριας σκοτεινής σκηνής, σε όλη την ιστορική της διάσταση όπως την γνωρίζουμε μέχρι σήμερα, τα ίδια μας λένε και οι προγκρεσιβοψυχεδελάδες πλέον για το δικό τους μετερίζι, συνεπώς προς τι η γκρίνια και ο αλληλοσπαραγμός (και που τα είδες όλα αυτά, θα μου πεις;);
Ας πούμε ορθά κοφτά όμως ότι παρότι όχι ποσοτική, η εγχώρια μουσική παραγωγή μέσα στο 2016 παρουσίασε όντως μία κάποια κρίση ως προς το ύψος στο οποίο στάθηκαν (ή καλύτερα δεν στάθηκαν) είτε οι νέες κυκλοφορίες καθιερωμένων (λιγότερο ή περισσότερο) ονομάτων, είτε πολύ περισσότερο ως προς τα όποια πρωτοεμφανιζόμενα ονόματα, με τις συνήθεις εξαιρέσεις, σαφώς λιγότερες για φέτος, και ας υποχρεωθούμε αντί να χωρίσουμε τη λίστα μας σε ελληνόφωνα και μη, να την διακρίνουμε σε νέες κυκλοφορίες και σε επανακυκλοφορίες, χαράσσοντας και εδώ τον δρόμο της μη επιστροφής από το παρελθόν. Οι επανακυκλοφορίες ασφαλώς όχι εδώ, αλλά σε μία επόμενη συνάντηση μας μαζί με το διεθνές κομμάτι της εν λόγω νέας μανίας (πρώτα ο θεός, όπως πάντοτε). Με αφορμή τον δίσκο του Γιάννη Αγγελάκα, υπήρξε και μία σκέψη για τους χειρότερους ελληνικούς δίσκους της χρονιάς, αλλά ας τα αφήσουμε καλύτερα αυτά (προς το παρόν).
11. BAZOOKA: ΑΧΡΗΣΤΗ ΓΕΝΙΑ
Αμφιλέγομαι εδώ και καιρό ανάμεσα στο αν δεν με έχουν πιάσει οι Bazooka ή αν εγώ δεν έχω πιάσει τους Bazooka. Έχω ένα κάρο επιχειρήματα (κυρίως στιχουργικά, αλλά και μουσικά) για την πρώτη επιλογή, αλλά θα σταθώ τελικά στην δεύτερη. Και μόνο ο τίτλος του άλμπουμ υπαγορεύει ότι αν οι Bazooka είχαν ‘πιάσει’ και αφήσει χωρίς τις συνήθεις ενστάσεις-αντιρρήσεις ακροατές γύρω στα 40, τουλάχιστον στο βαθμό που μπορούν και πρέπει να πιάσουν τους συνομηλίκους τους και μέλη αυτής της γενιάς την οποία επιχειρούν και αυτοί με τη σειρά τους να προσδιορίσουν, κάτι θα είχαν κάνει λάθος. Ή διαφορετικά, κάτι θα είχαν κάνει τόσο σωστά, που δεν θα εναρμονίζονταν με την βασική αρχή που θέλει το punk να γοητεύει κυρίως μέσα από τα λάθη του. Συνεπώς, έστω και από αυτή την τιμητική θέση το άλμπουμ των Bazooka είναι προφανώς λάθος να απουσιάσει από οποιαδήποτε αναφορά, έστω και συλλήβδην, στην ελληνική σκηνή του 2016.
10. ΟΔΟΣ 55 : ΟΔΟΣ 55
Δεύτερο άλμπουμ και διαπιστώνω ήδη από την πρώτη ακρόαση ότι ο ενθουσιασμός σε σχέση με τους Οδός 55 έχει υποχωρήσει. Αρκετούς μήνες μετά την κυκλοφορία του δίσκου όμως, ψύχραιμα διακρίνω ότι μεγάλο μέρος αυτής της υποχώρησης ανάγεται όχι απαραίτητα στο ίδιο το περιεχόμενο του δίσκου, αλλά στην γενικότερη ‘αναρχικά ορθή’ και εν γένει υπέρ το δέον ‘σοβαροπρεπή’ στάση, που διέπει την γενικότερη προς τα έξω εικόνα τόσο του ίδιου του σχήματος, όσο και του label Ειρκτή, που κυκλοφορεί τους δίσκους του (βλέπε γλώσσα-ύφος στα δελτία τύπου κ.λ.π.). Για να είμαστε δίκαιοι όμως, πρέπει να παραδεχτούμε ότι οι Οδός 55 δεν κάνουν βήμα πίσω (ούτε και μπροστά βέβαια) στα ζητήματα της αισθητικής τους, αλλά και της ικανότατης αποτύπωσης της στα τραγούδια τους. Η θεματολογία παραμένει αυτή που γνωρίσαμε από το πρώτο άλμπουμ (εφιαλτικές μεγαλουπόλεις, δυστοπία, ρημαγμένα τοπία και άνθρωποι κλπ), δεδομένου όμως ότι κάπως έτσι παραμένει και η πραγματικότητα, ποιος είναι αυτός που μπορεί να έχει ουσιαστικές ενστάσεις και αντιρρήσεις και στην δική τους περίπτωση (όπως ακριβώς εκ του αντιστρόφου αμέσως πριν και με τους Bazοoka, γιατί δηλαδή το δικό τους λιγότερο ενήλικο punk να μην είναι ερωτικό έως ατομικιστικό και να πρέπει να είναι σώνει και καλά πολιτικό;). Αν προσθέσει κανείς και τραγούδια όπως το Ισταμπούλ, που έστω και δειλά προϊδεάζουν για το ότι οι Οδός μπορεί να είναι τελικά και μία καθ’ ημάς εκδοχή των Ιταλών CCCP, στα χέρια των οποίων το ηλεκτρονικό πανκ χαράζει μία θεμιτή εθνική πορεία (έστω και μίσους) έως ότου καθίσταται οριστικά υπερεθνικό. Και είναι και το απολύτως εύστοχο soundtrack για τα όσα συνέβησαν (και συνεχίζουν να συμβαίνουν) στην Πόλη το 2016.
9. WE SINK: FLAME PRINCESS
Εδώ ίσως και να εμφιλοχωρεί το στοιχείο της εντοπιότητας, που λέγαμε και παραπάνω, που καθιστά στα δικά μου τουλάχιστον αυτιά πιο ενδιαφέρον το άλμπουμ του ντουέτου από την Αθήνα, από κάθε επόμενη κυκλοφορία του Weeknd (από τον οποίο ασφαλώς και αντλούν πράγματα). Συνεχίζω να θεωρώ ότι αυτού του είδους η εξαναγκασμένα χαμηλότονη ελεκτρόνικα, με κάπως από soul και με samples, που περισσότερο θέλγουν παρά μπερδεύουν τον ακροατή, θα πρέπει να αναμετρηθεί αρκετά παραπάνω με την πάρτη της, ώστε να μην καθίσταται απλώς μουσικό χαλί στις τετριμμένες φλυαρίες παραγωγών των και καλά eclectic μουσικών ραδιοφώνων. Οι We Sink από την άλλη, έστω και με μετρημένη την παρουσία τους και με περισσότερο από όσο θα έπρεπε ίσως προσεχτική την τοποθέτηση τους, επιφυλάσσουν αρκετό χώρο σε εκείνα τα κάπως ανατρεπτικά, κυρίως τευτονικής καταγωγής, clicks & cuts, στα οποία είχαμε υπογείως εθιστεί ήδη από τα τέλη 90s-αρχές 00s και τα οποία, παρά την γενική εντύπωση για το αντίθετο, ποτέ ουσιαστικά δεν πέρασαν στο προσκήνιο.
8. VAGINA LIPS: ATHANASIA
Εδώ να δεις (και να ακούσεις) ενστάσεις και αντιρρήσεις, σε θεωρητικό-καταστασιακό επίπεδο τουλάχιστον. Οι Vagina Lips είναι σίγουρα αυτοί που ακούνε δέκα δίσκους και σε καμία περίπτωση δεν γράφουν τον ενδέκατο. Και με τίτλους όπως ‘New Wave Girl’ και ‘Skygazer’ προκαλούν μάλλον υπερβολικά το κοινό περί δικαίου αίσθημα, που θέλει τη νοσταλγία να βρίσκεται πάντα ένα τουλάχιστον σκαλί πιο κάτω από την όποια –έστω και οιονεί- νέα περί των πραγμάτων άποψη. Και δη περί των πραγμάτων γύρω από το new wave, την dream pop, τους Cure και τους Joy Division και ό,τι άλλο τέλος πάντων μας ταλαιπώρησε και μας ταλαιπωρεί ίσως περισσότερο από ότι τελικά είχαν ταλαιπωρήσει τις προηγούμενες από εμάς γενιές οι Pink Floyd και οι Deep Purple (και ενώ ακόμη περιμένουμε τον Μαλαθρώνα του σήμερα, να στείλει στο πυρ το εξώτερον τους Joy Division, και να αποκατασταθούν κάπως έτσι και εις βάρος μας και αυτές οι ισορροπίες). Συνεπώς θεωρώ ότι το Athanasia (όπως και η περίπτωση των Vagina Lips) δεν χρήζει κάποιες περαιτέρω ακροθιγούς ανάλυσης και αξιολόγησης πέραν των ανωτέρω. Η ακρόαση των δίσκων τους όμως, και κυρίως η επί σκηνής παρουσία τους, κάθε άλλο παρά προσβάλλει το θυμικό όσων ακόμη είμαστε εξαρτημένοι σε όλες τις παραπάνω (και σε άλλες τόσες) αναφορές. Συνεπώς ας είμαστε ειλικρινείς. Τουλάχιστον με τους εαυτούς μας.
7. KAWIR: ΠΑΤΕΡ ΗΛΙΕ, ΜΗΤΕΡ ΣΕΛΑΝΑ
Έχοντας ήδη τοποθετήσει την περίπτωση των Hail Spirit Noir στις ‘διεθνείς λίστες’, η πρόταξη των Kawir έναντι της υπόλοιπης παραγωγής από την εγχώρια black (και όχι μόνο) metal σκηνή για φέτος ήταν μάλλον μονόδρομος, σε μια χρονιά κατά την οποία ασφαλώς και απουσίασαν τα επιτεύγματα της προηγούμενης πενταετίας (Dead Congregation, Acherontas, Varathron κ.λ.π.). Γνωρίζω ότι όσοι είτε δεν απασχολούνται με το είδος, είτε πολύ περισσότερο δεν έχουν προηγούμενη σχέση (έστω και άρνησης) με τους ίδιους τους Kawir, έχουν να ξεπεράσουν αρκετά ‘ιδιόμορφα’ δεδομένα όχι τυχόν για να αποδεχτούν την ποιότητα της μουσικής τους, αλλά απλώς και για να αφιερώσουν λίγη ώρα στο να την ακούσουν. Πέρα από τη θεματολογία, τη χρήση της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, την επί σκηνής παρουσία που ίσως και να προκαλεί γέλιο σε κάποιους (πάντως αν ήταν συμβατικά ντυμένοι, μάλλον θα «έχανε» η μουσική τους στα live), οι Kawir εδώ και πάνω από 20 χρόνια και για 6 φουλ άλμπουμ πλέον (υπάρχει άπειρο υλικό σε EP, 7’’, split κ.λ.π.), είναι όσο folk θέλει να έχει κανείς στο black metal του και όσο black metal πρέπει να βάζει κανείς στο folk του για να μην χασμουριέται όπως στο πρόσφατο live των Hexvessel. Με συντριπτικά νέα σύνθεση, και με ανελέητη εμμονή στα ριφ αυτή τη φορά, οι Kawir είναι όσο ακραίοι θέλουμε να είναι, όσοι δεν βολευόμαστε και τόσο με την εγχώρια επική διάσταση τους.
6. ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣ ΚΙΤΣΟΣ ΣΕΞΤΕΤΟ : ΠΟΛΕΜΟΣ
Δεν είναι ότι έχω ακούσει κάθε ελληνικό jazz που κυκλοφόρησε μέσα στο 2016 . Ούτε το 2015 είχε γίνει κάτι τέτοιο, ούτε φέτος θα γίνει κατά βεβαιότητα. Αυτή η προβληματική όμως του να μην αποτιμούμε πράγματα με τα οποία δεν έχουμε συνολική θεώρηση του περιβάλλοντος τους, με βρίσκει αντίθετο για λόγους που κάποτε θα εξηγηθούν. Εν προκειμένω και καθώς όλο και κάτι ακούμε και όλο και κάτι καταλαβαίνουμε, θεωρώ, δεν βρίσκω τα παραπάνω επαρκή λόγο για να μείνει το εν λόγω άλμπουμ εκτός αυτής της λίστας. Ήδη από την πρώτη ακρόαση του μου έκανε εντύπωση η παντελής απουσία του οτιδήποτε με είχε ενοχλήσει μέχρι πρόσφατα στην μουσική των Momo Trio (από τους οποίους και προέρχεται ο Π. Κίτσος), την οποία πάντοτε έβρισκα – ίσως και αυθαίρετα βέβαια- κάπως ανεπαίσθητη για τα δικά μου γούστα. Το ότι ως leader εδώ εμφανίζεται ο ίδιος ο κοντραμπασίστας δεν θα το θεωρήσω τυχαίο ασφαλώς. Εμείς κατά βάση post punk ακούμε άλλωστε, μη σου πω και μόνο Public Image Ltd, και από το μπάσο οδηγούνται και ερμηνεύονται κατά βάση οι επιθυμίες μας. Χωρισμένο σε έξι μέρη, σαν μία σύγχρονη αλλά και ταυτόχρονα αειθαλώς ελληνική jazz τραγωδία (δανείζω και τσιτάτα σε μουσικογραφιάδες εφημερίδων, άμα λάχει), το άλμπουμ είναι κάτι πολύ περισσότερο από μία παράλληλη συνήθεια για να περνάει η ώρα του συνήθως μονομανούς ροκ ακροατή (για να παραφράσουμε και λίγο Πίσσα και Πούπουλα).
5. REGRESSVEBORT : MUSIC FOR ORDINARY LIFE MACHINES
Ισχυρή, ποιητική και αισθητικά ξεχωριστή προοπτική και από τη Θεσσαλονίκη πλέον, στον κατάλογο της Fabrika Records, με την συνήθη ετήσια παρουσία της στην κορυφή της παρούσας λίστας, όπως θα δούμε και παρακάτω. Οι Regressvebort είτε συνεχίζουν να υπάρχουν ως ενεργό σχήμα, είτε όχι, το ζητούμενο είναι ότι παρέδωσαν έναν δίσκο που όχι απλώς επιβεβαιώνει την ιστορική συνέχεια της εγχώριας synth dark σκηνής, αλλά δίνει λόγο ύπαρξης και στην αντίστοιχη διεθνή. Προκειμένου αμφότερες να επιβιώσουν τελικά όχι μόνο μέσω σκοτεινών αναθυμιάσεων από τα παρελθόντα, αλλά κύρια μέσω σκοτεινιασμένων τριγμών στα παρόντα. Τριγμών που ειδικά στα καθ’ ημάς είναι απαραίτητοι ενάντια στο παρόν μιας εγχώριας δήθεν εναλλακτικής μουσικής πραγματικότητας, που χαριεντίζεται πλέον επικίνδυνα με αφελώς τσακισμένες γυναικείες φωνούλες, χωρίς επώνυμο πάντοτε και με άλλοθι χρήσης της αγγλικής γλώσσας, μέχρι να ξεντραπούν και να ψελλίσουν τις σαχλαμάρες τους στα ελληνικά. Μία προσεχτική περιήγηση στο bandcamp του σχήματος αποκαλύπτει ακόμη περισσότερους λόγους για να εθιστεί κανείς μαζί τους (και ναι, ακόμη και ελληνόφωνους, χωρίς σαχλαμάρες πάντως).
4. ION: UNSOUND
Το Unsound είναι και δεν είναι η συνέχεια του ‘Μαύρη Συχνότητα’, του περσινού ομοίως εξαιρετικού solo άλμπουμ του Γιάννη Παπαϊωάννου (των Mechanimal, μπορούμε εύλογα να λέμε πλέον). Δεν είναι καθότι «οπισθοχωρεί» ο ατόφια ambient και φύσει πιο ενδοστροφικός χαρακτήρας εκείνης της δουλειάς, δίνοντας το χώρο ακόμη και σε radio friendly τραγούδια, που αν πραγματικά τα πλησίαζαν με φιλικό τρόπο τα διάφορα ραδιόφωνα θα ήταν η ζωή τους καλύτερη. Έξοχο παράδειγμα το ‘Αnd then we will become a cloud’ με dream pop φωνητικά από την Heather Haley και ακουστικές κιθάρες τέτοιες, που προς στιγμήν ξεγελιέσαι για ενδεχόμενη επιστροφή των Telstar Ponies στη δισκογραφία. Αποτελεί όμως παράλληλα το Unsound όχι τυχόν απλώς την εύλογη συνέχεια της αμέσως προηγούμενης δουλειάς του δημιουργού του, αλλά μία περίτεχνη τοποθέτηση της πολυετούς διαδρομής του στον αμιγώς ηλεκτρονικό ήχο, καθώς αποπνέει μία ουσιαστική κυριαρχία του χειριστή επί των μηχανημάτων και των δυνατοτήτων τους, όπως ακριβώς με εκείνους τους λιτά σοφούς κιθαρίστες, που ξέρουν τι και πώς ακριβώς πρέπει να παίξουν και δεν παρασύρονται από τις γνωστικές ή τεχνικές τους ικανότητες. Είναι σαφές πλέον ότι η ηλεκτρονικότητα της μουσικής του ΙΟΝ διαπερνάει, χωρίς να προσπερνάει, κάθε εποχή από την οποία είτε άντλησε έμπνευση, είτε και πράγματι έδρασε εκεί, διακρίνει τη σημασία των 70s, χωρίς να αγνοεί την κορύφωση των 90s και εμφανίζεται όσο ψυχωμένη απαιτείται να εμφανίζεται η οποιαδήποτε μουσική για να έχει όχι απλά λόγο ύπαρξης, αλλά και ουσιαστικούς λόγους επιστροφής του ακροατή σε αυτήν. To άλμπουμ κυκλοφόρησε αρχικά μόνο σε κασέτα και με υποχρέωσε πλέον (μαζί με 2-3 άλλες περιπτώσεις κυκλοφοριών στο εν λόγω format) να κουβαλήσω από τη Θεσσαλονίκη ένα διπλό deck εικοσαετίας (ακόμη να το συνδέσω στο στερεοφωνικό...), ενώ πλέον υπάρχει και η κυκλοφορία σε CD μέσα από τη σχετική σελίδα στο bandcamp. Δεν ξέρω αν χρειαζόμαστε και βινύλιο τελικά, έχω μπερδευτεί πλέον.
3. ΑΡΗΣ ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ: ΓΙΟΣ ΤΗΣ ΑΦΗΣ
Ακόμη ένας σπουδαίος δίσκος, που (μέχρι στιγμής τουλάχιστον) δεν φτάνει στα χέρια μας σε φυσική μορφή. Εκεί που έχουν βουλιάξει πολύ σύντομα μετά την πρώτη θριαμβική μας συνάντηση τα Κτίρια Τη Νύχτα, εκεί που στην περίπτωση του The Boy έχουμε σκαλώσει στα ειωθότα, εκεί που στην περίπτωση των Κόρε Ύδρο και των διαδόχων τους δόθηκε περισσότερη σημασία στην υπονόμευση, παρά στην εξέλιξη των πραγμάτων, ακούει κανείς το ιδεατό αυτό mainstream του Άρη Διαμαντή και αναρωτιέται εύλογα γιατί δεν είναι άραγε αυτός ο ήχος και αυτή η αισθητική που καθοδηγεί τα μουσικά μας πράγματα αυτή τη στιγμή (σιγά και μην ήταν θα μου πεις). Δηλαδή τις κυρίως μάζες των μουσικών μας πραγμάτων, γιατί τέτοια ποιότητα και ισχύ έχουν τραγούδια όπως τα ‘Να ρωτάς’ και ‘ Τα Πράσινα Μάτια’. Ενώ ασφαλώς υπάρχουν και τραγούδια με πιο σύνθετη επεξεργασία και εξέλιξη (‘Είσαι Από Ένα Μέρος’), που επιβεβαιώνουν το ότι τόσο ο κυρίως δημιουργός εδώ, όσο και όσοι συμπράττουν μαζί του, συνειδητά επιλέγουν να μην παρασυρθούν από την βεβαιωμένη ικανότητα τους να πετύχουν ακόμη και το μισητά πολυπόθητο singalong των δύο εβδομάδων.
2. SELOFAN: ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ
Και στην περίπτωση των Selofan, όπως και σε αυτή του Anenon, τα έχουμε πει ήδη τα πράγματα εξαντλητικά. Εν προκειμένω μάλιστα όχι μόνο για το τρίτο δισκογραφικό τους επίτευγμα (ήδη έχω αλλάξει τέσσερις γνώμες και το θεωρώ εν τέλει το καλύτερο τους- μέχρι στιγμής), αλλά και για την on stage παρουσία τους που και αυτή είναι ήδη σε εντυπωσιακά επίπεδα, σε σχέση με την όποια τυχόν αμηχανία των πρώτων ημερών. Θα προσθέσω μόνο το εξής (που σιγά μην δεν είχα να προσθέσω κάτι δηλαδή) :
Έστω και υπό τις συνθήκες των –κάθε φορά και λιγότερο πάντως- οριοθετημένων αναφορών του ήχου και της παρουσίας τους εν γένει, οι Selofan δημιουργούν ολοένα και περισσότερο την αίσθηση – ίσως και την βεβαιότητα για κάποιους σαν και μένα - ότι έχουν καταφέρει να δημιουργήσουν ένα καλώς εννοούμενο εσώκλειστο δικό τους αισθητικό σύμπαν, που ανάλογο του ίσως μόνο οι Στέρεο Νόβα έχουν πετύχει στην εγχώρια σκηνή. Κάτι τέτοιο δεν είναι δεδομένο, παρότι ίσως θα το ευνοούσαν οι περιορισμένες underground συνθήκες στις οποίες συνειδητά δημιουργούν. Αντίθετα, σε τέτοια κλειστά περιβάλλοντα είναι που κρύβεται τελικά η παγίδα του να πετύχεις μια τρύπα στο υπόγειο νερό. Η Ιωάννα και ο Δημήτρης έχουν πετύχει το ακριβώς αντίθετο. Έχουν φτιάξει τον δικό τους συγκλονιστικό κόσμο, εντός ενός κόσμου για τον οποίο είχαμε από χρόνια την εντύπωση ότι έχει κορεστεί από κάθε πλευρά.
1. RUINED FAMILIES: EDUCATION
Για τους Ruined Families και τα σχεδόν 18, αλλά πάντως με σοφία χαώδη λεπτά, με τα οποία επέστρεψαν μετά από τέσσερα χρόνια κάπου στα τέλη του 2016, αφήνοντας μας και πάλι στον συνήθη τόπο που μας είχαν αφήσει την προηγούμενη φορά, θα τα πούμε ασφαλώς εκτενέστερα και –όσο γίνεται για κάτι τέτοιες περιπτώσεις- αναλυτικότερα. Επί του παρόντος δεν βλέπω κανέναν ιδιαίτερο λόγο για να μην ακούμε τουλάχιστον 2-3 φορές την ημέρα αυτό το δίσκο.