3 ακόμη λόγοι για να με κάνεις block
Είναι γνωστό το κλισέ που λέει ότι τα σκουπίδια του ενός είναι ο θησαυρός του άλλου. Κι όλοι όσοι ασχολούμαστε με τη μουσική – είτε επί σειρά ετών, είτε όσοι έχουν ξεκινήσει λόγω ηλικίας ή άλλων λόγων τα τελευταία χρόνια – έχουμε διαμορφώσει μια άποψη σχετικά με το τι αξίζει να περάσει στο πάνθεο των αθάνατων ηχογραφημάτων, εκείνων που πάντοτε μπορεί κανείς να ανατρέξει ώστε να ακούσει μουσική που έχει αποδείξει την αξία της στο πέρασμα των χρόνων, των δεκαετιών, των αιώνων αν θέλουμε να είμαστε πιο τολμηροί. Προς αυτή την κατεύθυνση, έχουν βοηθήσει ασφαλώς και διάφορες λίστες που έχουν κατά καιρούς δημοσιευτεί, από έντυπα σε πρώτη φάση και ιστότοπους στη συνέχεια, που έχουν καθιερώσει κάποια απ’ αυτά τα ηχογραφήματα ως αληθινά σημαντικά κι εμβληματικά για το χώρο τους ή και γενικότερα, εκμεταλλευόμενα την αγάπη του αναγνωστικού κοινού για κάποιου είδους καθοδήγηση αφενός, μα και για λίστες εν γένει (μαζί ασφαλώς με τη συνεπακόλουθη κουβέντα που τις ακολουθεί, πολιτισμένη ή και μη. Όπως και την αγανάκτηση που τη συνοδεύει «για τον κάθε άσχετο που πήρε ένα πληκτρολόγιο στα χέρια και νομίζει ότι μπορεί να φτύνει τη χολή του για τον τάδε ή τον δείνα, χώρια που ξέχασε να βάλει το έπος των μούμπλε μούμπλε, όχι απλά στη λίστα, αλλά στην κορυφή»).
Καλώς ή κακώς λοιπόν, όλοι έχουν ισχυρή κι ακλόνητη άποψη σχετικά με το ποιοι δίσκοι είναι οι καλύτεροι της δεκαετίας του ’90, ποιοι έγραψαν την αληθινή ιστορία στο χώρο του shoegaze, ποιοι διαμόρφωσαν το κλίμα στη σκηνή του UK Garage, και η λίστα δεν έχει τελειωμό. Ας μην μιλήσουμε καλύτερα για τους 10 καλύτερους μπασίστες στην ιστορία γιατί θα βγουν μαχαίρια, ή μάλλον θα στραγγαλιστεί κόσμος με κάποια από τις τέσσερις χορδές του εν λόγω οργάνου… Γυρίζουμε λοιπόν στις λίστες με τους κλασικούς δίσκους, για να πούμε εδώ ότι, ενώ όλοι έχουν μια άποψη – ή και αποψάρα – για το ποιοι είναι τελικά αυτοί και γιατί βρίσκονται στη συγκεκριμένη θέση, δε σημαίνει παράλληλα ότι όλοι αυτοί έχουν και δίκιο για να τους κατατάσσουν εκεί. Κι αν βρωμάει ελιτισμό αυτή η δήλωση, πολλές φορές δε βρίσκεται καθόλου μακριά από την αλήθεια, μιας που ειδικά τα τελευταία χρόνια έχουμε δει άλμπουμ που, παρότι ούτε καν στην εποχή τους δεν είχαν κατορθώσει να αποδείξουν την αξία τους, το έκαναν πολλά χρόνια αργότερα πλασματικά, όταν ήρθε ο χρόνος να λειτουργήσει προσθετικά υπέρ τους, με τη βοήθεια μιας αίγλης που ένας Θεός ξέρει πώς πασπαλίστηκε επάνω τους, και με έναν θρύλο να τα συνοδεύει που όσοι έζησαν την περίοδο που τα γέννησε δεν αντιλήφθηκαν να τον δικαιολογεί. Χωρίς πολλά πολλά λοιπόν, αποκαθηλώνω στη συνέχεια δίσκους που δεν θα έπρεπε να βρίσκονται στις λίστες με τους καλύτερους δίσκους όλων των εποχών, γιατί έτσι πιστεύω και δε θα το συζητήσουμε κιόλας!
(Eννοείται ότι δεν συμπεριέλαβα δίσκους από καλλιτέχνες που δε μου αρέσουν γενικότερα, κανένας Tom Waits ή Pearl Jam ως εκ τούτου, από μουσικά είδη που δεν ακούω, αν και το ‘Lateralus’ με έβαλε σε πειρασμό είναι η αλήθεια, όπως και το ‘Bitches Brew’ για παράδειγμα, τους φανς του οποίου θαυμάζω που μπορούν και το ακούν ολόκληρο).
Primal Scream - Screamadelica
(Creation, 1991)
Θεωρώ τον Bobby Gillespie ιδιαίτερα ταλαντούχο άνθρωπο. Ταυτόχρονα, τον θεωρώ σπουδαίο απατεώνα! Κι αν έχει βγάλει ορισμένους φοβερούς δίσκους με το συγκρότημά του, το οφείλει στο γεγονός ότι είχε πάντα τη διορατικότητα και τη μαγκιά αν θέλετε, να διαλέγει εξαιρετικούς συνεργάτες που να πραγματώσουν το (θέλω να πιστεύω) δικό του όραμα. Οι δίσκοι του είναι διαφορετικοί μεταξύ τους επειδή έχουν διαφορετικούς παραγωγούς πίσω τους, καθένας δε απ’ αυτούς καταπληκτικός στον ήχο που πραγματεύεται. Ξεκινάμε επομένως με το ότι τα καλύτερα στοιχεία του ‘Screamadelica’ είναι προϊόντα της ιδιοφυίας του πρόσφατα εκλιπόντα Andrew Weatherall, μα ακόμη κι αυτά δεν είναι αρκετά για να χαρακτηρίσουν ΟΛΟΚΛΗΡΟ το άλμπουμ ιστορικό. Βγάλτε από εδώ μέσα τα τρία σινγκλς και μένετε με το υπόλοιπο διπλό βινύλιο που απλά με δυσκολία κρατάει το ίδιο επίπεδο, που είναι και το ζητούμενο σε έργα τέτοιου επιπέδου που συζητάμε. Καθόλου τυχαία, το «αριστούργημα» αυτό διαδέχτηκε ένας δίσκος που τους παρουσίασε σαν τους τριτοκλασάτους Rolling Stones που πιθανότατα είναι με τις πραγματικές τους δυνάμεις.
DJ Shadow - Endtroducing
(Mo’Wax, 1996)
Πριν προλάβετε να κραυγάσετε από τα βάθη των σωθικών σας «μα τι λες ρε άσχετε, ξέρεις για ποιο δίσκο μιλάς; Εδώ άρχισε να φαίνεται τι μπορεί να κάνει ένας dj μονάχα με τους καλά ψαγμένους δίσκους του κι ένα sampler», σκεφτείτε αυτό: αν εξαιρέσει κανείς και πάλι τα δύο τρία φοβερά κομμάτια που βγήκαν σαν σινγκλ από τον δίσκο αυτό, ο υπόλοιπος δίσκος είναι βαρετός. Και το λέω όχι μόνο επειδή εδώ και κάποιες δεκαετίες δε μου έχει έρθει καμία ανάγκη να τον ακούσω ξανά, μα κι επειδή και τώρα που το ξανακούω πιστεύω ότι δεν έχω κάνει λάθος όλα αυτά τα χρόνια (το ίδιο θυμάμαι να ισχύει και για πολλά από τα mix cds του τότε κολλητού του James Lavelle, αλλά δε θα μπω στον κόπο να τσεκάρω επί της παρούσης). Δε θα αμφισβητήσω σε καμία περίπτωση το έπος που ονομάζεται ‘Organ Donor’ ή την επιβλητική ατμόσφαιρα του ‘Midnight In A Perfect World’, από εντυπωσιακά breakbeats δεν πάσχει ο δίσκος επίσης, αλλά έχω την αίσθηση ότι το «κλασικό» αυτό άλμπουμ θα μπορούσε να το βγάζει μία φορά την εβδομάδα κάποιος σαν τον Madlib για παράδειγμα. Και ασφαλώς, η συνέχειά του έδειξε ότι και οι υπόλοιποι δίσκοι του Josh Davis ήταν εξαιρετικά άνισοι, που με κάποιο τρόπο επιβεβαιώνει τους παραπάνω ισχυρισμούς μου.
Captain Beefheart & His Magic Band - Trout Mask Replica
(Straight, 1969)
Ας καταπιαστούμε και με μία αληθινά κολοσσιαία ιερή αγελάδα, έναν δίσκο που πραγματικά δε μπορείς να αγγίξεις – και ήθελα οπωσδήποτε να πραγματευτώ κάποιον αυτής της κατηγορίας. Περιδιαβαίνοντας λοιπόν το παρελθόν της ροκ μουσικής, θεώρησα ότι είχε έρθει η ώρα να ακούσω κι έναν από τους δίσκους που δεν έλειπε ποτέ από τις λίστες με τους σπουδαιότερους δίσκους της ροκ μουσικής. Τον αγόρασα και τον άκουσα για πρώτη φορά στο σπίτι μου. Ήταν και η τελευταία. Γιατί ενώ κατάλαβα αμέσως γιατί έχει καταλάβει τη θέση αυτή, και δεν είχα την παραμικρή αντίρρηση για το τρόπαιό του αυτό – ήταν προφανές πόσα πράγματα απ’ όσα άκουγα και μου άρεσαν εκείνη την εποχή είχαν κλέψει ιδέες και τη συνολική αναρχική μουσική θεώρησή τους ακόμα από το άλμπουμ αυτό – από την άλλη συνειδητοποίησα ότι αν δε χρειαστεί να τον ακούσω ξανά στη ζωή μου δε θα χάσω, ούτε θα μου λείψει κάτι. Όπως κι έχει γίνει εδώ και κάποιες δεκαετίες. Κι όσο κι αν όλοι μας (ή σχεδόν) αρεσκόμαστε σε ολίγη από avant garde μεταποίηση των blues και ροκ φορμών, για κάποιο λόγο ο καθένας μας έχει ορισμένα χωράφια στα οποία έχει επιλέξει να μη μπαίνει. Ε, αυτό είναι το δικό μου…