Αχ Eurovision, εσύ μας μάρανες…*
Μπινγκ ε μπονγκ ε μπινγκ ε μπονγκ, μπουμ μπανγκ α μπανγκ, ντινγκ ντανγκ ντονγκ, μπουμ μπουμ μπουμεράνγκ, κανγκαρού, μπουγκαλού, α μπα νι μπι ε μπε, ντίγκι λου ντίγκι λέι, χούπα χούλε χούλε χούπα, ζίμπεν ζίμπεν αλουλού, λα λα λα, τα τα τα, τα τα τα…
Ένα τυχαίο medley από στίχους τραγουδιών που σταδιοδρόμησαν (ή φιλοδοξούν να…) στον διαβόητο διαγωνισμό τραγουδιού που οργανώνεται από την Ευρωπαϊκή Ραδιοτηλεοπτική Ένωση, ήτοι μια κοινοπραξία δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών φορέων (όταν αναφερόμαστε σε βραβεία, καλό είναι να έχουμε κατά νουν ποιος τα απονέμει). Ωστόσο ας μην βιαστούμε να αρπάξουμε το εύκολο καταγγελτικό σανίδι, τα κομμάτια με άνευ νοήματος/ανόητους στίχους είναι συστατικό στοιχείο της ποπ κουλτίρ εκ γενετής, κοτζάμ Beatles ξεκίνησαν με γιε γιε και κατέληξαν σε ομπλα ντι ομπλα ντα, για να μην φτάσουμε στις επινοημένες γλώσσες κάποιων Cocteau Twins ή Sigur Rós. Πόσο μάλλον εδώ, όταν έχουμε να κάνουμε με έναν εμπορικό διαγωνισμό ο οποίος θέλει να έχει και μια ευρεία απεύθυνση σε όλο το εύρος αισθητικών και νοητικών διαμετρημάτων και καναπέδων. Παλιότερα μάλιστα, πριν αρθούν οι περιορισμοί και πέσουμε στην αγγλοσαξονική μονοκαλλιέργεια, αυτή η μέθοδος στιχουργικής ήταν κι ένας ξυπνιτζίδικος τρόπος να παρακαμφθεί ο κανονισμός και το εμπόδιο της γλώσσας.
Περί Γιουροβίζιον λοιπόν το κείμενο, που τις περισσότερες από εμάς τις παλιές σχεδόν… παβλοφικά μας στέλνει σε οικεία κι ασφαλή περιβάλλοντα παιδικών αναμνήσεων, ήδη από τα πρώτα σαλπίσματα του μουσικού της θέματος, το οποίο το είχε γράψει πριν αιώνες ο ανυποψίαστος Γάλλος συνθέτης του μπαρόκ Marc-Antoine Charpentier, που του ‘μελλε η όποια υστεροφημία του εκτός των μουσικοακαδημαϊκών κύκλων να είναι αυτό το κομμάτι που λέγεται «Te Deum (Laudamus)» («Εσένα Θεέ (υμνούμε)», και το οποίο λέγεται ότι είχε γράψει για να υμνήσει την νίκη που έστεψε τα γαλλικά όπλα στη Μάχη του Στίνκερκ, κόντρα σε μια συμμαχία Άγγλων Ολλανδών και Αψβουργιανών στον ξεχασμένο πια Εννεαετή Πόλεμο (από την άλλη, τα γαλλικά μουσικά ‘όπλα’ έχουν κι αυτά κάμποσο καιρό να στεφθούν με δάφνες νίκης στα πεδία της Eurovision, από το μακρινό 1969 πια, με την υποσημείωση βέβαια ότι δύο από τα ωραιότερα γαλλόφωνα άσματα που κέρδισαν έκτοτε το ελαφρύτιμο τρόπαιο κατακτήθηκαν από το ηρωικό Λουξεμβούργο ερμηνευμένα όμως από ‘γνήσιες’ γαλλοπούλες όπως η Anne-Marie David (με το υπέροχο δραματικής έξαρσης «Tu te reconnaîtras») ή ακόμη… χειρότερα η France Gall, κάτι που στην μαμά Γαλλία ξεσήκωσε καταγγελίες ακόμη και για… προδοσία του έθνους.
Κατά βάση όσα θέλουμε(;) να γνωρίζουμε για την Eurovision, υπάρχουν ήδη στα συνθετικά στοιχεία του όνοματός της. Από την μία έχουμε «Ευρώ-», κι ας απλώνεται πλέον η διοργάνωση σε πολλές γωνιές του κόσμου, με μια διεσταλμένη έννοια του όρου «Ευρώπη» πέραν του όποιου (όχι πάντα σαφώς οριζόμενου) γεωγραφικού προσδιορισμού. Κι αν κατά καιρούς εγείρονται ενστάσεις (ενίοτε κρυπτορατσιστικές) για το αν ανήκει στην Ευρώπη το Ισραήλ, η Ρωσία, το Αζερμπαϊτζάν, η… Αυστραλία, ή παλαιότερα ο «κουμμουνιστικός κόσμος», στην πραγματικότητα όλα τούτα ‘Ευρώπη είναι’, ειδικά αν ενστερνιστεί κανείς την μπροντελιανή άποψη της ιστορίας, ο οποίος έβλεπε την Ευρώπη και την Μέση Ανατολή σε ιστορικό βάθος, από τα χρόνια των Μηδικών Πολέμων, ως ένα αξεδιάλυτο πολιτισμικό συνεχές σε διαρκή αλληλεπίδραση, άλλοτε συγκρουσιακή και άλλοτε συνεργιστική. Κι από την άλλη έχουμε το παλαιολατινικό video, βλέπω, όλα για το μάτι, να χορτάσει ο οφθαλμός θέαμα, φώτα, σκηνικά κόλπα, καπνούς, ρούχα, χρώματα, προκλητική σάρκα (εξού και κάποιοι γράφανε κάποτε σε σεφερλίδεια γραμμή «Γιουροβύζιον»), όλα για το φιλο-θεάμον κοινό. Κι αν οι εικόνες των πρώτων ασπρόμαυρων χρόνων της, με τους τραγουδιστές και τις τραγουδίστριες να παίζουν αγαλματάκια ακούνητα, φαντάζουν στο σημερινό μάτι «αθώες», η όποια αθωότητα μάλλον εκπορεύεται από τα ακόμη ατελή μέσα παρά από τις προθέσεις. Ποπ μουσική χωρίς show δεν νοείται άλλωστε, και δεν χρειάζεται να καταφύγουμε σε κανέναν Ντεμπόρ για επιβεβαίωση.
Ξανακούγοντας για τους σκοπούς του παρόντος του κειμένου ολόκληρη την λίστα των τροπαιούχων του διαγωνισμού, βγαίνοντας από το ροζ συννεφάκι της (όποιας) νοσταλγίας και παραμερίζοντας τις (όποιες) ενοχικές απολαύσεις (ζούμε σε μέρες άλλωστε όπου πάσα απόλαυση οφείλει να συνοδεύεται από μια ενοχή, από μια τύψη και από μια καταγγελία), μπορεί να παρακολουθήσει κανείς, έστω και μέσα από αυτό το «εμπορικό πανηγυράκι», την πορεία του κύριου ρεύματος της ποπ μουσικής και πως αυτή μεταλλάσσεται από εποχή σε εποχή, από τα πρώτα χρόνια του μπελκάντο μέχρι τα σημερινά των εκκωφαντικών προηχογραφημένων παραγωγών. Σταθερές μέσα σε αυτά τα χρόνια από την άλλη έχουν μείνει οι συνήθεις κατηγόριες για την κιτς και τρας διάσταση του διαγωνισμού, οι οποίες ναι μεν εκκινούν ενίοτε από ένα ελιτίστικο (και μεταξύ μας, ταξικό) βάθρο και ακούγονται τόσο βαρετά στερεότυπες, έχουν ωστόσο μια βάση, η οποία όμως αγνοεί, φρονώ, το γεγονός ότι το κιτς είναι (ιδιο)συστατικό στοιχείο της ‘ποπ κουλτούρας’, δεν νοείται ποπ χωρίς το κιτς. Μάλλον νεφελώδους ορισμού έννοια, ωστόσο μπορεί να σκιαγραφηθεί ως μια κακόγουστη σύνθεση ετερόκλητων και ξεριζωμένων από το κόντεξτ τους, ‘οικειοποιημένων’ δηλαδή (για να χρησιμοποιήσω και ακαδημαϊκά μοδάτη ορολογία) στοιχείων. Επιπλέον, δεν νοείται και ‘ποπ κουλτούρα΄ χωρίς σύνδεση με την συγχρονία της, η ποπ αφορά την εποχή της, ζει μαζί της, σπανίως την υπερβαίνει, και συνήθως ακολουθεί τον κύκλο ζωής των συγκαιρινών της υποκειμένων, έτσι μπορεί να καταγγέλλεται καταφρονετικά ως «σκουπίδι», όταν περνάν τα χρόνια πέφτει επάνω το νοσταλγικό εξωραϊστικό πέπλο και μετατρέπεται σε ‘καλτ’ και μετά επέρχεται ο θάνατος και η λήθη, κάτι ξέφτια απομένουν μονάχα για τις επόμενες γενιές να τα κοιτάζουν και να λεν’ «αχ πόσο ρομαντικά και αθώα ήταν τότε το… 2024». Είναι μια παράξενα άβολη αυτή η σκέψη αυτή, σε κάνει να βλέπεις με μεγαλύτερη συγκατάβαση και ανοχή το παρόν, ακόμη κι αν τούτο σε απωθεί, ακόμη κι αν το θεωρείς «σκουπίδι» (ειρήσθω εν παρόδω, να σημειώσω ότι έχω μια βαθιά αγάπη για τα ευκόλως αποκαλούμενα «σκουπίδια», αρκεί όμως τούτα να είναι πονήματα μιας κάποιας γνήσιας δημιουργικής πρόθεσης και προσπάθειας και βασάνου, τότε μπορεί και να ανακαλύψεις εκεί κάτι που μπορεί να σε συγκινήσει, ένα γύρισμα μιας φωνής, μια μικρομελωδία, μια novelty ιδέα, έναν πειραματισμό που απέτυχε ή που έμεινε ατελής λόγω έλλειψης μέσων ή «ταλέντου» -στην μεταφυσική λατρεία του οποίου ποτέ δεν πίστεψα. Κάτι που καθίσταται ολοένα και σπανιότερο στο πλαίσιο της διοργάνωσης αυτής, με τα τραγούδια να είναι περισσότερο προϊόντα επιτροπών που προσπαθούν να πιάσουν το «μέσο γούστο» της αγοράς παρά προσωπικής έκφρασης).
Οι διαγωνισμοί πάντως τραγουδιού είναι φαινόμενο πανάρχαιο, προνεωτερικό και προκαπιταλιστικό, πολύ πριν την Eurovision, τα διάφορα Battle of the Bands, τα φεστιβάλ ποικίλης ‘πχιότητας’ ή τις αλήστου μνήμης Ολυμπιάδες Τραγουδιού. Το νήμα μπορούμε να πιάσουμε από τα αρχαία Πύθια τα οποία ήταν διοργανώσεις προς τιμή του Απόλλωνα, ελάχιστα ονόματα νικητών έχουν φτάσει στο σήμερα, τα περισσότερα - πλην του Πινδάρου- δεν λένε τίποτα σε κανέναν (Τιμόθεος ο Μιλήσιος; Πυθόκριτος από την Σικυώνα;). Ίσως βέβαια όλα να ξεκίνησαν μυθολογικά όταν εκείνος ο Σάτυρος ο Μαρσύας προκάλεσε τον θεό Απόλλωνα σε μονομαχία σύγκρισης της μουσικής τους τέχνης. Τελικά φυσικά ο θεός νίκησε, ο Μαρσύας κατέληξε γδαρμένος (με το αίμα του να γίνεται το ομώνυμο ποτάμι), μια μοίρα μάλλον σκληρή που σε κάνει να σκέφτεσαι που ευτυχώς δεν ζει πια ο θεός Φοίβος (ο Απόλλωνας, για να μην παρεξηγούμαστε), πολλοί και πολλές γαρ απ’ όσες ανεβαίνουν στο πάλκο της Eurovision δεν θα είχαν γλυτώσει από την μήνιν του, ειδικά έτσι όπως αιτιολογούν στην πράξη την ετυμολογική προέλευση του «τραγουδιού» από την… ωδή του τράγου.
Αν ωστόσο κάτι με ‘στριντζώνει’ στην όλη φάση, δεν είναι τόσο η απροκάλυπτη ‘εμπορικότητα’ του… πανηγυρακίου (κατά βάση εντελώς άτοπη έως και γελοία η κατηγόρια, σε καιρούς μάλιστα που οι μουσικόφιλοι τρέχουν και σκάνε διόλου αντιεμπορικά κατοστάευρα σε άλλα διόλου αντιεμπορικά ‘πανηγυράκια’). Είναι περισσότερο τούτη η ανενδοίαστη ένταξη της Τέχνης σε ένα άγρια ανταγωνιστικό πλαίσιο. Κι ας μην είναι τούτο διόλου ασύμβατο με το γενικότερο πλαίσιο μιας κοινωνίας η οποία καθίσταται διαρκώς πιο ανταγωνιστική κι ανθρωποφαγική, σε κάθε επίπεδο μάλιστα, από το προσωπικό μέχρι το εργασιακό, από το αισθητικό μέχρι (εσχάτως) το ηθικό (ή να ακριβολογήσουμε λέγοντας «ηθικολογικό»;). Βάζοντας και στην εξίσωση τον προφανή ‘εθνικό’ (ή ‘εθνικιστικό’;) χαρακτήρα που κι αυτός, σε φαινομενικά παράδοξη αντίθεση με μοντέρνο διαπλεκόμενο κόσμο, όλο και φουντώνει. Και μπορεί τα σειόμενα σημαιάκια σε queer χέρια να υπονομεύουν ευπρόσδεκτα την κάθε εθνο(μ)πατριωτική τεστοστερόνη, ωστόσο στο τέλος της γραφής μια χαρά μπορεί να ενταχθεί και η queerness στο εκάστοτε εθνικό αφήγημα.
Όσον αφορά δε τον ηθικολογικό ανταγωνισμό, ο φετινός διαγωνισμός του ’24 (σε αγαστή συνέχεια των προηγούμενων), κατέδειξε ότι τα πράγματα είναι άγρια και σκληρά, παρά το λίγο-φιλάνθρωπο-πολύ new age σύνθημά του «United by music», αναδείχθηκε η πραγματικότητα στην οποία η μουσική πιο συχνά χωρίζει παρά ενώνει, η όποια διακηρυσσόμενη συμπεριληπτικότητα θα συμπεριλαμβάνει μόνο όσες είναι «μαζί μας» στην «σωστή πλευρά της ιστορίας», όσους διάλεξαν την σωστή ομάδα ή το σωστό Τέρας (συνήθως εκ του ασφαλούς, χωρίς κανένα πραγματικό ‘skin in the game’ που λέει και ο Taleb), εκείνο που βολεύει και που ταιριάζει στην ιδεολογία, στην δημόσια (αυτο)εικόνα, στις προκαταλήψεις με τις οποίες έχει ανατραφεί το Εγώ της καθεμιάς. Όταν όμως κάθε κίνηση, κάθε άποψη (πάντα μαχητική), ακόμη κι ένα απλό τραγούδι, αποκτά ένα συμβολικό, ταυτοτικό, πολιτικό και ηθικό βάρος, τότε πολύ εύκολα μπορεί να καταλήξει καταπλακωμένο από αυτό. Και να μείνουμε κι εμείς έκθετες, γιατί κανείς δεν είναι πια απρόσβλητος σε αντιφάσεις, σε αδύναμες πλευρές και στα δηλητηριώδη βέλη του καραδοκούντος whataboutism, έτοιμου να καταγγείλει την 'αγκίδα’ στο μάτι του Άλλου. Τα πολλά μέτρα και τα πολλά σταθμά είναι ο τρόπος μέτρησης της εποχής, πιάνει από διεθνείς οργανισμούς μέχρι τον καθημερινό κυρ-Αντώνη.
Εδώ είναι λοιπόν τώρα που ή πρέπει να δηλώσω μια «πόσο δεν με νοιάζει» ανωτερότητα απέναντι στο «πανηγυράκι» οικτίροντας συγχρόνως όσες πολλές έσπευσαν να πουν την άποψή τους (κι ας έχω εγώ ξοδέψει ήδη μια χιλιάδα λέξεις για την δική Μου) ή να εξάρω τα «προσωπικά αγαπημένα». Αγαπημένα; Ας μην υπερβάλλουμε πια με τις αγάπες . Αλλά και τις καταφρόνιες. Εντέλει δε, live and let live…. and sing and hear.
Κι επειδή κατά το νικολαΐδειο αξίωμα, ο χαμένος τα παίρνει όλα, θα προτιμήσω να εστιάσω σε χαμένους. Οπότε, έξω οι Lordi, τα τέρατα που έφεραν σε αμηχανία το ελληνικό κατεστημενάτο και τα τηλεοπτικά σαπρόφυτά του, οι μοναδικοί νικητές Eurovision που αξιώθηκαν κριτικής παρουσίασης εδώ στο MiC (ομολογώ κι η μοναδική φορά που έδωσα ψήφο στο televoting). Έξω και η France Gall και ο Serge Gainsbourg με το θρυλικό τους άσμα που σηματοδότησε την είσοδο των πραγματικών 60s στον διαγωνισμό. Έξω και η θεά Dana International που μοίρασε εγκεφαλικά στους πολύ ορθόδοξους συμπατριώτες της. Έξω και το συμπαθές το φετινό Ελβετό Nemo με την ωραία φωνή και με το ωραίο φουστανάκι που μια χαρά θα ταίριαζε και στην Celine Dion του 1988 (μένει να δούμε αν θα καταφέρει να χτίσει μια κάποια αξιόλογη καλλιτεχνική καριέρα ή θα καταλήξει εκεί όπου κατέληξε η τεράστια πλειονότητα των παλιών νικητών).
Μια ιδιαίτερη κατηγορία χαμένων θα μπορούσαν να αποτελέσουν όσοι δεν κατάφεραν να φτάσουν καν στον τελικό ή τους ημιτελικούς, που ξέμειναν στα εθνικά προκριματικά, μια κατηγορία που μπορεί να περιλαμβάνει ονόματα όπως τον πρώιμο Elton John (ο οποίος αποκλείστηκε με ένα τιμητικό μηδέν το 1969) μέχρι την ωραία ντίσκο μπαλάντα των Ισραηλινών Chedva Amrani and Pilpel Lavan «Belev Echad» με το φιλειρηνικό μήνυμα σε αραβικά και εβραϊκά (που δεν προκρίθηκε για χάρη του «A-ba-ni-bi»), και στα δικά μας, από τον Κώστα Τουρνά που για άλλη φορά εξέφρασε την αγάπη του για τις (εξω)αστρικές αναζητήσεις με το πολύ ωραίο «UFO» ή την ντίβα παρουσιάστρια της καρδιάς μας Δάφνη Μπόκοτα η οποία αποκλείστηκε σε μια τρυφερά ερασιτεχνική κωμικοτραγική βραδιά τραγουδώντας την συμπαθητική σύνθεση του Δημήτρη Λέκκα «Ιουλιέτα» (μιλώντας πάντως για παρουσιαστές κανείς νομίζω δεν θα φτάσει ποτέ τα κατορθώματα του ‘Ιταλιάνου βερού» Toto Cutugno στην Ρώμη το 1991).
Πάμε χρονολογικά σε άλλους χαμένους λοιπόν:
Nunzio Gallo - Corde Della Mia Chitarra (1957)
Πεντάλεπτο λυρικό κομμάτι, ξεκινάει με σόλο κιθάρας το οποίο διαρκεί σχεδόν λεπτό, μετά από αυτό ήταν που επιβλήθηκε κι ο περίφημος περιορισμός των αρχικά τρεισήμισι και μετά τριών λεπτών, που ευτυχώς κρατάει μέχρι σήμερα (αν και θα υποστήριζα αναφανδόν μια πρόταση να κατέβαινε ο χρόνος στο ένα λεπτό, άλλωστε όπως είχαν πει και οι Residents στο «Commercial album», αν θέλετε να το μετατρέψετε σε ποπ τραγούδι, απλά επαναλάβετε το τρεις φορές.
Françoise Hardy - L'amour s'en va (1963)
Μόλις πέμπτη κατέληξε η Φρανσουάζ, η οποία κατέβηκε να τραγούδησε για το Μονακό, μύλος ήταν εκείνη η χρονιά, με την Μούσχουρη να εκπροσωπεί το δυνατό στις μεταγραφές Λουξεμβούργο και η Ισραηλινή Esther Ofarim την Ελβετία.
Domenico Montugno - Dio comme ti amo (1966)
Ναι, ο …Κυριάκος του «βολάρε ω ω» είναι αυτός, του θρυλικού καντσόνε που μπορεί να κέρδισε μεν με τη μάχη του χρόνου, ωστόσο το 1958 είχε βγει μόλις τρίτο (στα δέκα). Λίγα χρόνια μετά το ξαναπροσπάθησε με αυτό το υπέροχο συναισθηματικό σχεδόν σπαρακτικό τραγούδι, αλλά οι ασυγκίνητες επιτροπές τον φιλοδώρησαν με έναν ολοστρόγγυλο (αν και ελλειπτικό δεν είναι;) μηδέν. Σίγουρα το καλύτερο κομμάτι με 0 ψήφους στην ιστορία του διαγωνισμού (υπάρχει και βιβλίο ειδικά για αυτή την κατηγορία, το «Nul points» του Tim Moore), κι ας έμεινε τελικά στην συλλογική μνήμη περισσότερο με την μετέπειτα συγκλονιστική ερμηνεία της Gigliola Cinquetti.
Åse Kleveland - Intet Er Nytt Under Solen (1966)
Ίσως η πιο αγαπημένη μου γιουροβιζιονική μελωδία, από την νορβηγοπούλα με τα παντελόνια (πρώτη φορά στα χρονικά) και την κιθάρα, η οποία μπορεί να μην σταδιοδρόμησε τελικά στη μουσική, έγινε όμως υπουργός Πολιτισμού στην χώρα της.
Claude Lombard - Quand Tu Reviendras (1968)
Μια θαυμάσια άχρονη μελωδία, με αύρα σχεδόν μεσαιωνική. Αξίζει να αναζητήσει κανείς τον ομώνυμο δίσκο της Βελγίδας με κάμποσα ακόμη φολκ διαμάντια στο πνεύμα της εποχής (μεταξύ αυτών δεν ξεχνώ το «L'arbre et l'oiseau»)
Korni Groupa - Generacija ’42 (1974)
Από τότε που ο Τίτο τα είχε σπάσει με τον Σήφη, η Γιουγκοσλαβία ήταν η μόνη αποδεκτή χώρα του ανατολικού μπλοκ στην «ελεύθερη» Ευρώπη, εξού και έφτασε στην σκηνή της Eurovision κι ένα από τα πιο γνωστά γιουγκοσλαβικά ροκ (με απολήξεις μέχρι το progressive) συγκροτήματα, τραγουδώντας και μιλώντας για την γενιά του, εκείνη που γεννήθηκε μέσα στην φωτιά του πολέμου.
Telex – Euro-vision (1980)
Τελευταίοι φιλοδοξούσαν να βγουν οι Βέλγοι αυτοί ακόλουθοι των Kraftwerk, με το παιχνιδιάρικο σχεδόν μετα-ειρωνικό τους κομμάτι, «αλλά εμφανίστηκε η Πορτογαλία και μας έδωσε 10 βαθμούς» δήλωσαν μετά απογοητευμένο.
Lena Valaitis - Johnny Blue (1981)
H Γερμανία έχει φροντίσει να κάνει κατά καιρούς το ‘κιτσόμετρο’ του διαγωνισμού να χτυπήσει τιλτ (σε άτυπο ανταγωνισμό με την μητρίδα της ποπ, την Βρετανία), αυτή η σύνθεση όμως του κορυφαίου schlager συνθέτη Ralph Siegel έχει μια λυρικότητα που μες στην υπερβολή της μπορεί να σε αγγίξει.
Urban Trad - Sanomi (2003)
Τι λέγαμε στον πρόλογο για τις επινοημένες γλώσσες; Όλο το κομμάτι του βέλγικου αυτού σχήματος στηρίζεται σε μια τέτοια, ενταγμένη σε ένα ψευδοέθνικ πλαίσιο που εκείνα τα χρόνια ήταν του συρμού (με την καλή και την κακή έννοια, πιάνοντας από Dead Can Dance μέχρι Delerium)
LT United - We are the winners (2006)
Οι πιο συμπαθείς losers του θεσμού. Είδαν κι απόειδαν οι Λιθουανοί, όλοι οι γείτονες είχαν κατακτήσει το τρόπαιο, και η Εσθονία και η Λεττονία, οπότε αυτοί είπαν να το απονείμουν οι ίδιοι στον εαυτό τους.
Hatari - Hatrið mun sigra (2019)
Όταν κάτι φτάνει στα πλατώ της Eurovision είναι πια mainstream (με την καλή και την κακή έννοια). Εδώ οι Ισλανδοί «αντικαπιταλίστα» σε δρόμους industrial electro.
………………………….
Αρχικά είχα σκεφτεί και μια ανθολόγηση των χειρότερων εκ των χειροτέρων στιγμών, ωστόσο γρήγορα συνειδητοποίησα το ματαιόπονον του εγχειρήματος, δύσκολη γαρ η επιλογή, μεγάλος ο ανταγωνισμός. Αν τυχόν υπάρχουν ενδιαφερόμενες, παραπέμπονται στο διασκεδαστικό και λίαν ιοβόλο βιβλίο του Geoff Tibbals «The Good the Bad and the Wurst», με πολλές σπαρταριστές ιστορίες, έτσι ενδεικτικά να θυμηθώ τους ξεχασμένους Σουηδούς Nova (που λέγονταν Malta αλλά αναγκάστηκαν ν’ αλλάξουν όνομα) που είχαν αποκλείσει μια χρονιά πριν το Βατερλώ κοτζάμ ABBA με στίχους όπως… «το στήθος σου είναι σαν χελιδόνια που φωλιάζουν» ή τον Dustin την Γαλοπούλα, τις ιστορικές παραφωνίες της Ισπανίδας Remedios Amaya αλλά και το μνημειώδες φάλτσο του σαξοφωνίστα που χαντάκωσε την μικρούτσικη «Άνοιξη».
Κλείνοντας, θα ήταν φρονώ… τουκανισμός να μην εμπεριέχει το παρόν κείμενο τη λέξη ‘Ζάρι’, ωστόσο δεν έχω πολλά να πω επί αυτού (χασμουρητό….), πέραν ίσως της παρατήρησης ότι σπανίως συναντάμε μια τέτοια σύναξη διπλωμάτων, συνθετών, στιχουργών, λόγιων υπεραναλύσεων, υπερβολών και ακατάσχετου μιντιακού σμπρωξίματος (ή ‘μαριναρίσματος’ κατά το ευφυές λογοπαίγνιο του Αντώνη Λιβιεράτου), ένα τέτοιο κοτζάμ «όρος», το οποίο μετά από τόσες πολλές ωδίνες (ημών των ακροατριών κυρίως) να… έτεκεν (sic) έναν τόσο ευτελή μυν.
Αυτάααα. Κι αν μου διέφυγε κάτι, αιτούμαι συγχώρεση, δεν είμαι άλλωστε και τόσο eurofan όσο αποδεικνύεται ο… σύντροφος Μάο, ο οποίος σε ένα σπαρταριστό σκετς των Monty Python κατατροπώνει τον Λένιν, τον Μαρξ και τον Τσε μαζί.
(*Στίχος παραφρασμένος, κατά το «Αχ Ευρώπη» του Τζίμη Πανούση)