Ακραία αναταραχή, θαυμάσια κατάσταση στα όρια
Δηλαδή ακραία μουσική; Ναι.
Μουσική που οδηγεί τον ήχο στα όρια, από την απόλυτη ησυχία στον εκκωφαντικό θόρυβο. Μουσική εκούσιων συμβάντων που μοιάζουν με αθέλητα, με ατυχήματα. Μουσική ανοιχτών σημείων, ελεύθερης μορφής και δομικής αταξίας. Μουσική που δεν συνάδει με τις καλλιτεχνικές συμβάσεις της φόρμας περί συμμετρίας, επανάληψης, ταλάντωσης, αρμονίας και περιοδικότητας. Όχι επειδή τις αποφεύγει εν είδει αυτοσκοπού. Αυτό θα πήγαινε κόντρα στην ίδια την έννοια της αντισυμβατικότητας. Απλώς οι συμβάσεις είναι κάτι αδιάφορο, κάτι που κινείται παράλληλα με αυτή τη μουσική. Είναι αόρατες, δεν την αγγίζουν, οπότε εκ των πραγμάτων δεν μπορούν να την περιορίσουν, να την βάλουν σε πλαίσια.
Απλή ή πολύπλοκη, γρήγορη ή αργή δεν έχει σημασία. Σημασία έχει η ανάδρασή της με τον αποδέκτη. Να ακούει (ναι, η μουσική είναι το υποκείμενο εδώ) τους θορύβους μιας κοινωνίας και να της επιστρέφει αυτό που η ίδια η κοινωνία θα αποφασίσει πώς θέλει να βιώσει. Ως παράδοξη ομορφιά; Ως συνεχή αίσθηση κινδύνου; Ως απροσδιοριστία προς αποσαφήνιση ή άρρητο συναίσθημα; Ως πάθος; Ως κακοφωνία; Ως θόρυβο; Ως δημιουργική ανακατωσούρα; Ως ενόχληση; Ως ποίηση; Ως σαματά;
Μπορώ να συνεχίσω να γράφω μέχρι αύριο, αλλά δεν έχει νόημα. Οι πιθανές αποκρίσεις του αυτιού (ολόκληρου του σώματος στην πραγματικότητα) στην ακραία, απόλυτα ανοιχτή σε ερμηνείες μουσική είναι άπειρες. Ο John Cage έχει πει πως η τέχνη είναι εγκληματική ενέργεια, επειδή δεν συμμορφώνεται με κανέναν κανόνα και ο Oscar Wilde πως μια ιδέα που δεν είναι επικίνδυνη δεν αξίζει καν να λέγεται ιδέα. Μιλάω λοιπόν για μουσική που δημιουργεί κατάσταση απουσίας ελέγχου, που περικλείει το χάος και την τάξη μαζί, ανάλογα με τον τρόπο που εμείς αποφασίζουμε να την οργανώσουμε μέσα μας. Αρκεί αυτό.
Ακραία μουσική σημαίνει αμφισβήτηση ταυτότητας, πολυσημία, ανοιχτοί ορίζοντες και αντιλήψεις. Υπό την έννοια αυτή, για μένα είναι αδιάφορη και η κατηγοριοποίηση σε υποείδη. Noise, microsound, glitch, musique concrète, power electronics, field recordings, industrial, improvisational, free jazz, minimalism, turntablism, avant-garde, extreme metal σε όλες του τις εκφάνσεις, συνδυασμοί αυτών και πάει λέγοντας είναι τα subgenres στα οποία αποδίδει κανείς συνήθως τον χαρακτήρα του πειραματικού ή του προοδευτικού. Διαφωνώ με αυτή την προσέγγιση. Είναι περιοριστική. Όχι επειδή τα εν λόγω υποείδη δεν έχουν στοιχεία πρωτοπορίας, προφανώς μπορεί και να έχουν, αλλά επειδή ακραία ακουστική εμπειρία μπορεί να ζήσει κανείς και με άλλες μουσικές.
Σημασία δεν έχει η κατηγοριοποίηση, αλλά να σε βάζει η μουσική σε κατάσταση συνεχούς αλληλεπίδρασης μαζί της. Να σου ξυπνάει την ανάγκη να εξερευνήσεις τον ήχο ως μορφή τέχνης, αλλά και επικοινωνίας του δημιουργού με εσένα. Να δημιουργεί ψυχή που έλεγε και ο Γιάννης Χρήστου. Να σε βάζει στο κέντρο της, στο μάτι του κυκλώνα. (Ναι, εκεί που επικρατούν συνθήκες νηνεμίας. Αν η εμπειρία είναι στ’ αλήθεια ακραία, τελικά θα ισορροπήσουν τα πάντα μαγικά).
Η ακραία μουσική για μένα γκρεμίζει τις συμβάσεις, σβήνει τη γραμμή μεταξύ ζωής και τέχνης. Μικραίνει την απόσταση ανάμεσα στον δημιουργό και τον ακροατή. Σαν το “Imaginary Landscape No. 4”, στο οποίο ο John Cage δεν χρησιμοποίησε κανένα συμβατικό όργανο, αλλά μόνο ραδιόφωνα, συσκοτίζοντας το όριο μεταξύ μουσικής σύνθεσης και ακρόασης. Σαν την αρχή του κινήματος Fluxus στα 60s και τα 70s πως η τέχνη και η ζωή είναι ένα, αρχή που ο Joseph Beuys τερμάτισε λέγοντας πως κάθε άνθρωπος είναι καλλιτέχνης, συμβολικά προφανώς, για να δηλώσει τη μοναδικότητα της εμπειρίας κατά την επαφή κάθε ανθρώπου με την τέχνη.
Η ακραία μουσική σε αφήνει να ορίσεις τα στοιχεία της όπως θέλεις. Τον ήχο, τις παύσεις, τους συμβολισμούς. Με αυτό ακριβώς το πνεύμα διάλεξα 11 τέτοιες αγαπημένες μου μουσικές, με χρονολογική σειρά από την παλιότερη στην πιο καινούρια, που δεν υπολογίζουν τίποτα και λιώνουν τα μυαλά. Βέβαια, το κακό με τέτοιου είδους επιλογές είναι πως συνειδητοποιείς εκ των υστέρων πόσα σπουδαία πράγματα έμειναν εκτός. Πού είναι ο Biosphere, η Pauline Oliveros, ο Luc Ferrari και ο Oren Ambarchi; Γιατί λείπει η καταπληκτική ιταλική experimental σκηνή με Giuseppe Ielasi, Gianluca Becuzzi, Valerio Cosi και λοιπούς τρελούς; Πώς δεν χώρεσαν τόσα αγαπημένα labels; Ούτε η Entr’acte, ούτε η Ash International, ούτε η Die Stadt, ούτε καν η Touch που την έχω λιώσει. Ας είναι. Καμία τέτοια λίστα δεν θα μπορούσε να είναι εξαντλητική και ούτε είναι αυτός ο σκοπός βέβαια. Σημασία έχει πως διάλεξα ό,τι διάλεξα όσο έκανα αυτές τις σκέψεις και δεν με ενδιαφέρει να αλλάξω το παραμικρό. Δεν είναι οι πλέον αγαπημένοι μου δίσκοι αυτοί. Όμως είναι ένα παράθυρο για μένα προς την αταξία, την περιπλάνηση και την ελευθερία. Δηλαδή προς την ομορφιά.
1. Various - Baku: Symphony Of Sirens (Sound Experiments In The Russian Avant Garde) (ReR Megacorp, 2008)
Η “Συμφωνία των Σειρήνων”, έργο του εξεγερμένου μπολσεβίκου και avant-garde θεωρητικού Arseny Avraamov, παίχτηκε το φθινόπωρο του 1922 στο Baku, για τα πεντάχρονα της Οκτωβριανής Επανάστασης. Εκεί, από την πιο ψηλή ταράτσα, ο Avraamov διηύθυνε μια ανεπανάληπτη ιστορικά ορχήστρα: μονάδες του Κόκκινου Στρατού και του Σοβιετικού Ναυτικού της Κασπίας, εργάτες, χορωδίες κατοίκων της πόλης, φορτηγά, σειρήνες των εργοστασίων και των πλοίων, τρένα, κανόνια, μια αυτοσχέδια σφυρίχτρα. Φαντάζει απίστευτο το ότι αυτή η ΜΑΓΙΚΗ μουσική ακούστηκε στη Σοβιετική Ένωση δεκάδες χρόνια πριν την εξέλιξη της musique concrète και τις “Σπουδές Θορύβου” του Pierre Schaeffer. Και ακόμα πιο τρελό το ότι σήμερα, στην εποχή του ηλεκτρονικού πειραματισμού στο όριο, ο ρηξικέλευθος χαρακτήρας του “Symphony Of Sirens” λάμπει, σαγηνεύει και σοκάρει. Ο μονίμως ανήσυχος Avraamov, αυτός ο πάμφτωχος οραματιστής ανατροπέας, που έλεγε πως δεν διέκρινε καμία αντίφαση ανάμεσα στη μουσική και στο θόρυβο, συνέθεσε τη συμφωνία του μέλλοντος εκατό χρόνια πριν. Σε ένα χρονικό σημείο που η εξεγερμένη Ρωσία πεινούσε και οι μπολσεβίκοι έδιναν την άγρια μάχη της επιβίωσης μέρα με τη μέρα. Ίσως όμως είναι αυτός ακριβώς ο επαναστατικός χαρακτήρας του κράτους που δίνει στους ανθρώπους έμπνευση και δύναμη για τους πιο ριζοσπαστικούς, τους πιο τολμηρούς πειραματισμούς στην τέχνη. Και αυτή είναι η Ρωσική Πρωτοπορία. Η τέχνη του αύριο. Γιατί ακόμα επίκαιρη δεν είναι. Η εποχή μας την αδικεί.
Εκτός της “Συμφωνίας των Σειρήνων”, το αριστουργηματικό διπλό CD της βρετανικής Rer Megacorp περιλαμβάνει ντοκουμέντα και ανασυνθέσεις έργων μουσικής, ποίησης και agitprop της περιόδου 1908 - 1942 (και συνοδεύεται και από εκτενέστατο επεξηγηματικό βιβλίο).
2. Pekka Airaksinen - Buddhas Of Golden Light (O Records, 1984)
Ο Pekka Airaksinen είναι ένας από τους πιο παράξενους και παρεξηγημένους μουσικούς που έχω ακούσει. Ένας τρελός Φινλανδός που από τα 1960s, με την αχεμ.. αμφιλεγόμενη μπάντα του, τους διαβόητους (για τα δεδομένα του φινλανδικού underground, δηλαδή τρέχα γύρευε) Sperm, ξεκίνησε να διαλύει τα όρια ανάμεσα στην πειραματική ηλεκτρονική και τη free jazz σκηνή. Στα 1970s τα παράτησε. Στράφηκε στον βουδισμό. Ευτυχώς στη συνέχεια άλλαξε γνώμη και το 1984 επέστρεψε με τον εκπληκτικό αυτό δίσκο, στον οποίο drum machine, μπάσο, synths και σαξόφωνο δημιουργούν μια μυστήρια και εντελώς υπέροχη electro jazz με έντονα progressive στοιχεία. Απόκοσμα progressive. Μήπως όλα αυτά είναι δουλειά εξωγήινων; Έξω από το παράθυρο φωσφορίζει ένας μωβ ιπτάμενος δίσκος. Τέλεια, ήρθαν να με πάρουν. Εκτόξευση σε 5, 4, 3, 2... άντε γεια, 1.
3. Last Exit - Last Exit (Enemy Records, 1986)
O Peter Brötzmann δεν είναι απλά ένας από τους σπουδαιότερους τζαζίστες στον πλανήτη τα τελευταία 50 χρόνια. Είναι ένας δημιουργικός και ηχητικός αδυσώπητος οδοστρωτήρας. Από το 1968 με το “Machine Gun” (δίσκος όνομα και πράγμα και μουσική αναφοράς για το είδος) μέχρι σήμερα, ο Brötzmann βγάζει μουσική ασταμάτητα χωρίς να έχει πέσει στη μετριότητα ποτέ. Είναι ακραίο το ότι υπάρχει στον κόσμο ένας συνθέτης που βγάζει τόση free jazz και είναι όλη τόσο καλή, αλλά αυτός το κάνει. Με τους Last Exit στα 80s αποφάσισε να μην αφήσει τίποτα όρθιο, καταργώντας τελείως τα σύνορα ανάμεσα στη τζαζ και τη ροκ και εισβάλλοντας στη μέταλ σκηνή. Ο Brötzmann στα φοβερά του σαξόφωνα, o Sonny Sharrock στις κιθάρες, ο Bill Laswell στο μπάσο και ο Ronald Shannon Jackson στα τύμπανα (και ενίοτε φωνητικά), όλοι τεράστιες μορφές στον χώρο τους, έφτιαξαν ένα εκρηκτικό free jazz, heavy metal, noise μείγμα, ένα ασυμβίβαστο free rock κτήνος ασύλληπτου όγκου και βαναυσότητας, που κάνει τα περισσότερα πράγματα εκεί έξω να ακούγονται σαν νανούρισμα. Ατσαλένια ανυποχώρητη μεγαλοπρέπεια που κατεδαφίζει τα πάντα στο πέρασμά της.
4. Various - In Memoriam Gilles Deleuze (Mille Plateaux, 1996)
Ερμηνεύουμε τον κόσμο αντιλαμβανόμενοι όχι τις ταυτότητες, αλλά τις διαφορές μεταξύ των πραγμάτων, που δημιουργούν πολυπλοκότητα. Σ’ αυτή την αρχή βασίζεται το έργο “Καπιταλισμός και Σχιζοφρένεια” του Gilles Deleuze και του ακτιβιστή ψυχαναλυτή Felix Guattari και στα “Χίλια Επίπεδα” (“Mille Plateaux” στα γαλλικά), περιλαμβανόμενο βιβλίο αυτού, βασίζεται η ύπαρξη του αριστουργηματικού λέιμπελ που από το 1993 τσακίζει κόκκαλα στην πειραματική ηλεκτρονική σκηνή. Αυτή η συλλογή κυκλοφόρησε λίγο μετά τον θάνατο του Deleuze και καλύπτει ένα ασυνήθιστα ευρύ μουσικό φάσμα σε σχέση με άλλες κυκλοφορίες του label, οι οποίες συχνά επικεντρώνονται σε συγκεκριμένες ηχητικές φόρμες. Εδώ αντίθετα επιχειρείται μια ελεύθερη εξερεύνηση στον microsound, τον abstract techno και τον ambient χώρο με ένα διάχυτο glitch υπόβαθρο (που είναι άλλωστε χαρακτηριστικό γνώρισμα της Mille Plateaux). Τη μνήμη του Deleuze τιμούν οι Zoviet France, ο Alec Empire, ο Wolfgang Voigt, oι Chris & Cosey, ο Jim O’Rourke και άλλοι γνωστοί παλαίμαχοι του ηλεκτρονικού underground. Δεν ξέρω σε τι βαθμό έχουν επηρεαστεί από το έργο του, πάντως τουλάχιστον χίλια επίπεδα καψίματος εγκεφάλου τα ‘χουμε σίγουρα ακούγοντας τον δίσκο.
5. David Shea - Satyricon (Sub Rosa, 1997)
Πολύ παλιά καραβάνα ο Shea στον χώρο της ηλεκτρονικής avant-garde σκηνής και βέβαια αυτός ο δίσκος του θα έλεγα πως είναι από τους πιο προσβάσιμους με τη συμβατική έννοια του όρου, αλλά γι’ αυτό έγραφα τόση ώρα πως δεν με ενδιαφέρουν οι συμβάσεις και ότι σχετικοποιείται η έννοια του ακραίου στη μουσική. Γιατί στο μυαλό μου είχα περιπτώσεις όπως το “Satyricon”. Πηγή έμπνευσης του μεγαλειώδους αυτού έργου είναι το “Σατυρικόν” του Γάιου Πετρώνιου, μια σκληρή γελοιογραφία της παρακμής της αρχαίας Ρώμης του Νέρωνα. O David Shea εδώ έχει φτιάξει ένα απίστευτο κολλάζ διαθέσεων και ρυθμών, που ακούγεται σαν αλλοπρόσαλλη συμφωνία για πιάνο, sampler, πλήκτρα και γλιστράει με αφοπλιστική άνεση από την ambient, την techno και την πειραματική ηλεκτροακουστική σκηνή σε jungle ήχους, περίτεχνες αρπέζ φόρμες, free jazz εμπρηστικές μελωδίες, afro-tribal και drum‘n’bass υπέροχες καταστάσεις. Και όχι, δεν είναι αχταρμάς όλα αυτά. Είναι ένα ιδιοφυές μουσικό έπος στο οποίο όλα δένουν με έναν τρόπο ανεξήγητο αλλά αδιαμφισβήτητο. Το “Satyricon” κρύβει μέσα του δεκαπέντε κολασμένες ψυχές, όσα και τα κομμάτια του δίσκου και δεν ξέρεις ποια απ’ όλες θα σε κατασπαράξει πρώτη. Τι πιο ακραίο από αυτό;
6. Muslimgauze - Mort Aux Vaches (Mort Aux Vaches, 1998)
Συνεχίζω αναρχικά, γιατί αυτός είναι μάλλον ο λιγότερο αντιπροσωπευτικός δίσκος της εκλεκτής σειράς Mort Aux Vaches (“θάνατος στους μπάτσους” στη γαλλική αργκό), παιδιού της θρυλικής Staalplaat. Είναι dub! Αν και πόσο λίγος ο όρος για να περιγράψει τη μουσική του Bryn Jones, αυτού του περίεργου Άγγλου από το Manchester, που στη σύντομη ζωή του υποστήριξε με τόσο πάθος το παλαιστινιακό απελευθερωτικό κίνημα. Δεν ήταν μουσουλμάνος, δεν είχε ταξιδέψει καν στη Μέση Ανατολή. Κι όμως, έγραφε μουσική μόνο για την Παλαιστίνη. Εδώ βάζουν ένα χεράκι ο Ryan Moore (τέως μπασίστας των Legendary Pink Dots μεταξύ άλλων) στο μπάσο, τα τύμπανα και τη θερεμίνη και ο συνθέτης Werner Durand στα πνευστά. Το αποτέλεσμα είναι μια ακραία εθιστική, καταστροφική ωριαία (σχεδόν) σύνθεση. Που αφού σε υπνωτίσει καλά καλά με τις μαγευτικές της αραβικές λούπες, σε αρπάζει από το λαιμό και σε πετάει σε έναν experimental dub στρόβιλο με μπάσα με μ κεφαλαίο, που οι σημερινοί dubsteppers, ghetto juke producers και πάει λέγοντας δεν έχουν δει ούτε όνειρο. Όνειρο είναι αυτός ο δίσκος. Η μουσική του πείσματος, του θρήνου και της αντίστασης.
7. Pimmon - Kinetica ((K-RAA-K)³, 2000)
Αν ο Brian Eno, ο Pole και οι Oval μπαίνουν σε ένα μπαρ, στην άκρη της μπάρας κάθεται ο Pimmon, δεν τίθεται θέμα. Η μουσική του είναι ένα κράμα glitch, ambient, microsound θαυμάσιων και ενίοτε νοσηρών καταστάσεων. Δεν ξέρω πού ακριβώς στην Αυστραλία συντελέστηκε αυτό το ευτυχές (για εμάς) κάψιμο όλων των λαμπακίων του εγκεφάλου του. Στην άνυδρη κόκκινη έρημο; Στα τροπικά δάση; Σε χώρο αστικό; Πάντως η μουσική του φέρει εικόνες κι από τα τρία περιβάλλοντα. Ο Pimmon δεν είναι κανένας τυχαίος εξπεριμενταλάς της σειράς. Η πρώτη του (home recorded) κασέτα ανιχνεύεται στο μακρινό 1981 και από τα τέλη των 90s έχει βγάλει μουσικές σε μερικά από τα πιο ενδιαφέροντα και πειραματικά labels και για τα δεδομένα του experimental ακόμα. Στη γιαπωνέζικη Meme, την βορειο-ιρλανδική Fällt, τη Mort Aux Vaches που ανέφερα νωρίτερα, την πορτογαλική Crónica και βέβαια εδώ την θρυλική βελγική (K-RAA-K)³. Το “Kinetika” είναι σύνθετο, πολύ δυναμικό και διατρέχει το glitch ambient φάσμα με noise και abstract πινελιές που είναι σαν να πλέκουν ένα πυκνό δίχτυ από το οποίο κρέμονται bleeps, clicks, καμπανούλες, σκρατσαρίσματα και τα βραχέα κύματα του ραδιοφώνου. Φαντάσματα μελωδιών σε τρελή κίνηση.
8. Max Tundra - Some Best Friend You Turned Out To Be (Domino Records, 2000)
Όταν έλεγα πριν πως ακραία ακουστική εμπειρία υπάρχει και εκτός του experimental φάσματος (όπως νοείται συνήθως δηλαδή, γιατί για μένα είναι κάτι ευρύτερο), σκεφτόμουν την παλαβή sui generis ποπ του Max Tundra. Ο οποίος μας συστήθηκε το 1998 με ένα φανταστικό abstract IDM, drum’n’bass δωδεκάιντσο στη Warp και δύο χρόνια μετά εμφάνισε αυτόν τον απερίγραπτο avant pop δίσκο. Που είναι και ηλεκτρονικός. Και με στοιχεία calypso. Και chiptune. Και γενικώς τον λες αριστούργημα (εγώ σίγουρα), ή σκέτο ανέκδοτο, αλλά πάντως δεν τον περνάς ντούκου. Φλάουτα, drum machines, παρεμβολές από κινητά τηλέφωνα που χτυπάνε, lo-fi electronica, ξυλόφωνα, κιθάρες, ένας σαματάς ηλεκτρονικός αλλά και με πλήθος ακουστικών οργάνων, το “Some Best Friend You Turned Out To Be” είναι το πιο πολύχρωμο, groovy και συνεκτικό ποπ άλμπουμ που έχω ακούσει. Σε μια εποχή που όλοι επιδιώκουν την ταύτιση με τον μινιμαλισμό (λες και σημαίνει κάτι ο όρος, λες και είναι εχέγγυο ποιότητας), ο πολυοργανίστας Max Tundra βγάζει ακραία μαξιμαλιστική και γνήσια εκκεντρική, experimental μουσική και στέλνει όλους τους “μινιμαλιστές” στα σπίτια τους. 30 (άντε να πω 40) άνθρωποι μαζευτήκαμε όλοι κι όλοι γι’ αυτόν στο Bios το 2011 κι εκείνος έριξε κοπάνημα επιπέδου Wembley Arena. Στον πάγκο με τα CD του είπα μεταξύ άλλων πως θα πάρω το “Parallax Error Beheads You” που δεν το έχω και μου απάντησε “Really, δηλαδή έχεις άλλα δικά μου; Please άσε με να σου υπογράψω το Parallax. Δεν έχω φανς!” Είναι τρελοί αυτοί οι Βρετανοί!
9. Kevin Drumm - Sheer Hellish Miasma (Mego, 2002)
Έτσι λεγόταν τότε. Σκέτο Mego. Το Editions ήρθε αργότερα. Και μάλλον ταιριάζει περισσότερο και με το κλίμα αυτού του δίσκου που είναι σκέτο ξύλο. Πρόκειται βέβαια για άλμπουμ αναφοράς της noise σκηνής, αλλά η μοναδικότητα του “Sheer Hellish Miasma” έγκειται στο ότι σε ρίχνει στο πεζοδρόμιο (όπως ευθέως προοιωνίζει και το κομμάτι “Hitting The Pavement”) χωρίς να είναι ένας harsh noise δίσκος της σειράς. Το τονίζω, γιατί πραγματικά τέτοια άλμπουμ βγαίνουν με το κιλό και αρκετά εξ’ αυτών είναι όντως αξιόλογα. Εδώ όμως ο σπουδαίος βετεράνος της improv κοινότητας του Σικάγο Kevin Drumm ανεβαίνει σε δυσθεώρητα επίπεδα έμπνευσης και διατρέχει όλη την κουλτούρα του noise ήχου, χωρίς να επικεντρώνεται στη βαναυσότητα, στο να ακούγεται τυπικά “σκληρός” εν είδει αυτοσκοπού. Ταλαντωτές και αδιαπέραστα στρώματα white noise αλληλεπιδρούν δημιουργώντας μια μοναδική κατακλυσμιαία ατμόσφαιρα, στην οποία αν αφεθείς βρίσκεις μουσικότητα, κρυμμένες μελωδίες. Ναι, ήταν παραπλανητικός ο χαρακτηρισμός “σκέτο ξύλο” λίγο νωρίτερα, γιατί δεν αναφερόμουν στην ωμότητα του ήχου, αλλά στο ότι ο δίσκος βιώνεται σαν διαχρονική αξία στον χώρο του από την πρώτη ακρόαση. Τι πιο ακραίο και από αυτό;
10. Pomassl - Spare Parts (Raster-Noton, 2007)
Τη Raster-Noton πολλοί αγάπησαν (εγώ σίγουρα), τον Franz Pomassl ουδείς. Όχι επειδή δεν αρέσει. Επειδή δεν έχει ακουστεί. Αν και αφανής ήρωας του ηλεκτρονικού underground, αυτός ο ακριβοθώρητος Αυστριακός experimentalist είναι από τους πλέον πρωτοπόρους εξερευνητές του ακραίου ήχου. Παλιός στα κόλπα, συνιδιοκτήτης και του εξαιρετικού λέιμπελ Laton, ο Pomassl το ‘χει ρίξει στην αποδόμηση από τα 1990s (Στην αποδόμηση στ’ αλήθεια. Όχι με την καταχρηστική έννοια του όρου πως επειδή έχεις ένα λάπτοπ γίνεσαι ινστρούχτορας του experimental). Το “Spare Parts”, ίσως η πιο δημιουργική του στιγμή, είναι από αυτούς τους δίσκους που θέλουν ακουστικά. Δεν είναι πως ακούγεται καλύτερα. Είναι πως γίνεται άλλη μουσική. Με ακουστικά εμφανίζονται οι κρίσιμες λεπτομέρειες που αλλιώς χάνονται στο microsound πυκνό υφαντό. Το αξίζει ο Pomassl, γιατί είναι μερακλής. Εδώ χρησιμοποιεί από ψηφιακά μέσα και πειραγμένα synthesizers μέχρι σοβιετικού τύπου γεννήτριες σήματος για να στήσει ένα στιβαρό οικοδόμημα, άλλοτε τεντωμένο, συχνά μαλακό, ενίοτε επιθετικό, συνήθως στακάτο, καμιά φορά λεγκάτο, πάντως abstract glitch. Θα πάθεις χειρότερο ίλιγγο απ’ ό,τι χαζεύοντας το εξώφυλλο και θα πεις κι ευχαριστώ. Είναι για όλους; Αυτό θα ήταν πραγματικά ακραίο, αλλά όχι.
11. Fenn O'Berg - In Hell (Editions Mego, 2012)
Ξανά Mego (εδώ στη νέα εποχή, των “Εκδόσεων”) κι ας άφησα τόσα αγαπημένα πράγματα εκτός, γιατί η αναρχία στη λίστα μου είναι φαίνεται ενδογενής. Όμως μερικούς δίσκους τους ερωτεύεσαι ακαριαία. Σπάνιο, αλλά άμα συμβεί, it’s magic. “The Magic Sound And Return Of..”, που λένε κι αυτοί αυτοαναφορικά σε προηγούμενη δουλειά τους. Ακούγεται υπερφίαλο, αλλά μιλάμε για Fenn for Christian Fennesz, νούμερο ένα για μένα στην ηλεκτροακουστική σκηνή, O’ for Jim O’Rourke, κολοσσό της underground, improv αλλά και indie rock και Berg for Peter Rehberg, που τρέχει εδώ και χρόνια τη Mego και δισκογραφεί από τα 90s ως Pita μεταξύ άλλων. Τους παίρνει να λένε ό,τι θέλουν. Το “In Hell” σε στέλνει στον καιάδα κατευθείαν. Μονολιθικά drones, μουσική δωματίου, εξωγήινα electronics, noise για σεμινάριο, ambient ομορφιά, power electronics που σου πίνουν το αίμα, ροκ ξεσπάσματα από άλλο πλανήτη, όλα συνυπάρχουν σουρεαλιστικά και φυσικά, ταυτόχρονα. Σαν να έπρεπε να είναι από πάντα εδώ. Σ’ αυτή τη χρονική στιγμή, σ’ αυτή τη συγκυρία, σ’ αυτόν τον ανεπανάληπτο δίσκο, που το 2012 έφερε ακαταμάχητη κόλαση στα ηχεία μας και εφιάλτες (ναι, ζήλιας εννοώ) στις κονσόλες όλων των άλλων. Γιατί μια χαρά είναι τα διάφορα μπλιμπλίκια που ακούμε, αλλά όταν βγάζουν δίσκο οι Fenn O’Berg καταλαβαίνεις πως οι τύποι κινούνται σε άλλα επίπεδα. Δεν μιλάω απλώς για πειραματική μουσική, αλλά για ολοκληρωμένη εμπειρία τέχνης. More than a feeling. Και ναι - MAJOR SPOILER ALERT - έχουν σαμπλάρει και Boston. Κατάσταση ΑΚΡΑΙΑ.