Αλλιώτικα αστυνομικά - Murder, (is not all) they wrote.
“Κλειστά παράθυρα ζέστη, ανοιχτά παράθυρα κουνούπια”, ξέχασες να φτιάξεις παγάκια πάλι, δεν πειράζει μωρέ βάζουμε το μπουκάλι στην κατάψυξη, πού είναι το βιβλίο; Αστυνομικό εννοείται, του πάει καλοκαιριάτικα, κι εγώ άλλο που δεν θέλω να σπαζοκεφαλιάζω με μυστήρια, νουάρ, whodunnit, να βάζω τέλος πάντων σφήνα στα άλλα διαβάσματα γρίφους προς επίλυση πού και πού. Αλήθεια κλείδωσα; Ας ξαναδώ μια τρίτη φορά, αλλά λίγο γρήγορα, γιατί εδώ κανείς δεν έχει άλλοθι και όλοι έχουν κίνητρο.
.. Η δασκάλα του χωριού σαν πολύ υπεράνω υποψίας δεν είναι; Προκάτ καλό κορίτσι, για να την τσεκάρω, γιατί μου φαίνεται μας περνάει για χάπατα ο συγγραφέας. Ωπ! Τώρα ξαφνικά μας την εμφανίζει ύποπτη. Ξέρει τις επικρατέστερες νοητικές διαδρομές του αναγνώστη και έτρεξε να διορθώσει. Εντάξει καταλάβαμε, αντιπερισπασμός λέγεται, θα είναι σίγουρα αθώα.
.. Κάτι δεν κολλάει σε αυτή την έπαυλη. Δεν βλέπω να κρύβεται ο δολοφόνος στους καλεσμένους, τζάμπα κουράζεσαι Πουαρό. Μήπως τα έχει σκηνοθετήσει όλα το θύμα;
.. Τον κηπουρό πρόσεχε. Σε κάθε σημαντική σκηνή όλως τυχαίως περνάει ο κηπουρός από δίπλα, τι σύμπτωση βρε παιδί μου. Elementary, my dear Watson.
Όλες αγαπημένες στερεοτυπικές εικόνες της τελετουργίας διαβάσματος ενός καλού αστυνομικού, στις οποίες πάντα επιστρέφω. Πώς να εξηγείται αλήθεια η έλξη μας για τόση νοσηρότητα; Ίσως σε ένα πλαίσιο αναζήτησης της αιώνιας πάλης του Καλού με το Κακό. Ακόμα πάντως κι αν το είδος έχει λοιδορηθεί ως “παραλογοτεχνία” (ξεπερασμένη αντίληψη βέβαια πια, ωστόσο πόσο λάθος ήταν ακόμα και η αφετηρία αυτής της σκέψης), ακόμα κι αν η επέλαση των Σκανδιναβών έχει αποπροσανατολίσει τελευταία από την αναζήτηση του δολοφόνου προς χάριν των daddy issues και των παθών του πρωταγωνιστή (συγγνώμη κύριε Χάρι Χόλε, μήπως έχετε ένα λεπτό να ασχοληθούμε και με έναν serial killer που μας ενοχλεί κάπως;), ακόμα κι αν ο κίνδυνος της μανιέρας καραδοκεί σε κάθε σελίδα, οι αιματοβαμμένες ιστορίες είναι πάντα μια ευκαιρία να δούμε τον κόσμο από μια οπτική αιρετική, να τρυπώσουμε σε μια άλλη ψυχοσύνθεση, σε μια άλλη ηθική, να επανεξετάσουμε έννοιες όπως η παρανομία, η μισαλλοδοξία και η βία.
Κόντρα στις λέξεις - κλειδιά της προηγούμενης παραγράφου, δηλαδή το στερεότυπο και τη μανιέρα, επέλεξα εννιά αστυνομικά λογοτεχνήματα με λ κεφαλαίο, που εκφεύγουν του αναμενόμενου:
- γιατί μπορεί η γράφουσα να ηγεμονεύει στο whodunnit, αλλά συνήθως μας τα λέει αλλιώς,
- γιατί ωραία τα σπίτια στην εξοχή, αλλά θέλουμε και λίγο σκληρό, βρώμικο αστυνομικό του δρόμου, από τον πρώτο διδάξαντα· σκληρός ιδεολόγος και ιδιωτικός ντετέκτιβ κι ο ίδιος,
- γιατί το μυστήριο υφαίνεται γύρω από ένα εντελώς παράξενο θέμα, που όσο συχνά συναντάς σε εκκλησία τόσο σπάνια βλέπεις στη λογοτεχνία γενικά,
- γιατί ο συγγραφέας ξεμπροστιάζει την υποκρισία του δυτικού αστισμού τοποθετώντας τον εαυτό του σε κόντρα ρόλο ιδεολογικά,
- γιατί όταν ξέρεις εξ αρχής τον δολοφόνο, το θύμα, το κίνητρο, τον τόπο και τον χρόνο του εγκλήματος, προφανώς το θέμα είναι άλλο,
- γιατί όταν βρίσκεις τέτοιο ξεχωριστό αφηγητή που μετράει κόκκινα αυτοκίνητα για να ορίσει τη μέρα του, κάθεσαι, δεν φεύγεις,
- γιατί αυτή η ιστορία δεν έχει γραφτεί μόνο με λέξεις· είναι κι ένα διαχρονικό αριστούργημα ιμπρεσιονιστικής ζωγραφικής, με χρώμα και αίμα,
- γιατί η φάση είναι inception και μπαίνουμε όλο και πιο βαθιά στο μυστήριο μέσα στο μυστήριο, στο βιβλίο μέσα στο βιβλίο,
- γιατί όταν αλλάζουν εκ βάθρων οι κανόνες του παιχνιδιού, δεν ψάχνεις πια για απαντήσεις· αρχίζεις να ασχολείσαι με τους ίδιους τους κανόνες.
Παραθέτω τα βιβλία με χρονολογική σειρά πρωτότυπης έκδοσης, αλλά η έκδοση στην οποία αναφέρομαι και αναγράφω κάθε φορά είναι αυτή που έχω διαβάσει εγώ, στα ελληνικά ή στα αγγλικά, γιατί όλα έχουν σημασία. Η γλώσσα, ο μεταφραστής, η γραμματοσειρά, το μέγεθος της σελίδας, προφανώς το εξώφυλλο, όλα.
Murder, is not all they wrote.
Agatha Christie – Τα Επτά Ρολόγια (1929)
(Λυχνάρι, 1982)
Αφιέρωμα σε αστυνομικά χωρίς θεία Άγκαθα ούτε στον εαυτό μας δεν το λέμε. Άλλωστε ποιος έχει διαβάσει το “Seven Dials Mystery”; Δεν έχει Πουαρό, ούτε Μις Μαρπλ και θεωρείται “ελαφρύ”, “υπερβολικά χιουμοριστικό”, κλπ.
Καλά, θα σας ειδοποιήσουμε. Εγώ πάντως για πάντα θα θυμάμαι που βρήκα μικρή, στο σπίτι μας των καλοκαιρινών διακοπών, δύο εμφανώς χιλιοδιαβασμένες εκδόσεις. Το “Junkie” του Burroughs (στα 13 μου δεν με έψηνε) και “Τα Επτά Ρολόγια” (εδώ είμαστε). Από τις Εκδόσεις Λυχνάρι βέβαια, όλοι με ΠΑΣΟΚ μεγαλώσαμε, να μην έχω κι εγώ μια ρομαντική ανάμνηση ενός ψιλοσκισμένου βιβλίου τσέπης (η προέλευση του οποίου ακόμα δεν έχει ιχνηλατηθεί) από το θέρος της παιδικής ηλικίας; Και για να προλάβω τις εύλογες ενστάσεις, όχι δεν έχω μείνει στην εξιδανικευμένη εικόνα του χθες. Το ξαναδιάβασα πρόσφατα το βιβλίο. Στα ελληνικά και στα αγγλικά.
Στην εξοχική κατοικία το πρωινό σερβίρεται στις 8:45πμ, αλλά ο χουζούρης Τζέραλντ Γουέιντ δεν ξυπνά ούτε με τα οκτώ ρολόγια στο δωμάτιό του, τρολάρισμα των καλεσμένων του Σερ Όσβαλντ και της Λαίδης Μαρία Κουτ. Γιατί ο Τζέραλντ βρέθηκε νεκρός και το ένα ρολόι λείπει. Τον δολοφόνο ψάχνουν η Μπαντλ Μπρεντ με τη βοήθεια του Τζίμυ Θέσιγκερ και τον Επιθεωρητή της Σκότλαντ Γιαρντ, Μπατλ.
Οι χαρακτήρες, αν και σχετικά στερεοτυπικοί, σκιαγραφούνται με μεγαλύτερο βάθος από ό,τι μας έχει συνηθίσει η συγγραφέας στα επόμενα και πιο γνωστά της διηγήματα. Επίσης πρωταγωνιστούν νέοι και τα ηνία της πλοκής κρατάει ένα κορίτσι, πράγμα ιδιαίτερα πρωτοποριακό για βιβλίο των 1920s. Πραγματικά, εδώ αξίζει να σταθεί κανείς όχι μόνο στην αστυνομική επίλυση, αλλά και στις εκφραστικές και αφηγηματικές επιλογές της Christie, καθώς το “Seven Dials Mystery” είναι από τις πρώτες της προσεγγίσεις στο whodunnit, ένα είδος στο οποίο τελικά κυριάρχησε ως απόλυτη βασίλισσα του εγκλήματος. Δίνεται λοιπόν ένα μίνι προβάδισμα στους χαρακτήρες, ίσως λίγο εις βάρος την πλοκής αν θέλω να είμαι ακριβοδίκαιη, το φλεγματικό αγγλικό χιούμορ διαλύει κρανία, υπάρχει μια απολαυστική πνευματώδης ελαφρότητα στο ύφος του P. G. Wodehouse και φυσικά παράλληλα τρέχει ένα σύνθετο μυστήριο, γεμάτο αινίγματα, το σταδιακό ξετύλιγμα των στοιχείων, αγωνία μέχρι τέλους και το αδιανόητο τουίστ που μόνο η Κρίστι ξέρει να φτιάχνει, τι να λέμε. Ένα συναρπαστικό θρίλερ, με φοβερή τάπα σε mansplaining, before it was cool. Από τη Λαίδη Κουτ στον σύζυγό της με αγάπη (και από μνήμης):
- Αγαπητή μου Μαρία, δεν θα μάθεις ποτέ καλό μπριτζ. Προσπαθείς, αλλά σου λείπει το χάρισμα να νιώθεις το χαρτί.
- Το ξέρω αγαπημένε μου σύζυγε, πάντα μου το λες. Αλήθεια όμως Όσβαλντ, μου οφείλεις δέκα σελίνια ακόμα.
Dashiell Hammett - Η κατάρα των Ντέην (1929)
(Άγρα, 1986)
Μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος των ΗΠΑ και ενεργός μαχητής της Αριστεράς, ο Ντάσιελ Χάμετ έγινε σύμβολο της ιδεολογικής αξιοπρέπειας απέναντι στο σκοταδισμό του μακαρθισμού. Πλήρωσε ακριβά τη στάση του με φυλάκιση, απόσυρση των βιβλίων του και γενικότερη κοινωνική απομόνωση μέχρι το θάνατό του, αλλά ποτέ δεν λύγισε. Σκληρά ιδεολόγος - σκληρή, “hard-boiled” και η αστυνομική λογοτεχνία την οποία σημάδεψε όσο λίγοι. Όπως σημειώνει και ο Ανδρέας Αποστολίδης στη συμπληρωματική μελέτη της έκδοσης, το έργο του Χάμετ σηματοδότησε το πέρασμα από την κλασική περίοδο του διηγήματος μυστηρίου στο σύγχρονο θρίλερ. Ακόμα πιο παραστατικά το έθεσε ο Ρέιμοντ Τσάντλερ: “Πήρε το έγκλημα από τα χωριά της επαρχίας και τις κυριούλες που πλέκουν και το απέδωσε εκεί όπου όντως ανήκει: στις πόλεις και τους πραγματικούς εγκληματίες”.
Η εικοσάχρονη παμπλουτίδου Γκαμπριέλα Ντέιν Λέγκετ είναι εθισμένη στη μορφίνη, δώδεκα φόνοι διαπράττονται στο όνομά της και τα διαμάντια έχουν κάνει φτερά. Σαν να μη φτάνουν αυτά, ο ιδιωτικός ντετέκτιβ πρέπει να βάλει στην εξίσωση θρησκευτικές αιρέσεις και μια δοξασία περί οικογενειακής κατάρας που θέλει τη Γκαμπριέλα θύμα των περιστάσεων. Είναι όμως θύμα; Το μυθιστόρημα χωρίζεται σε τρία φαινομενικά ασύνδετα μεταξύ τους μέρη, βρέχει δράση και ανατροπές και ο ρεαλισμός υπονομεύεται σκόπιμα από το στοιχείο του φανταστικού, καθώς ο αναγνώστης διακρίνει μεν την αλήθεια από τον μύθο, αλλά βρίσκεται και σε μια συνεχή εγρήγορση για το ενδεχόμενο να συμβεί το αδύνατο. Μια τεχνική που ο Χάμετ εμπνεύστηκε από το “Στρίψιμο της Βίδας” του Χένρι Τζέιμς.
Έξοχο, πυκνογραμμένο νουάρ, που μοιάζει σύγχρονο και μυρίζει αλκοόλ και τσιγάρο. Στην έκδοση περιλαμβάνεται απόσπασμα “Από τις Αναμνήσεις ενός Ιδιωτικού Ντετέκτιβ”, που είναι οι σημειώσεις του Χάμετ από την περίοδο που δούλεψε ο ίδιος ως ντετέκτιβ, όπου μεταξύ άλλων λέει ότι από όλες τις εθνικότητες που τραβιούνται στα δικαστήρια, οι πιο δύσκολο να καταδικαστούν είναι οι Έλληνες, γιατί άσχετα από το ακλόνητο των αποδείξεων, ο Έλληνας αρνείται πεισματικά τα πάντα και αυτό πείθει τους ενόρκους περισσότερο κι από τα πιο τρανταχτά στοιχεία περί του αντιθέτου (ουπς!)
Dorothy Sayers - Οι Εννέα Τενόροι (1934)
(Πάπυρος, σειρά ΒΙΠΕΡ, 1975)
“200 σελίδες, 25 δραχμές” έγραφε στο εξώφυλλο. Ακόμα ένα άγνωστης προέλευσης βιβλίο τσέπης, αυτή τη φορά σε ενοικιαζόμενο δωμάτιο κάπου στις Κυκλάδες στα τέλη 90s. Η Sayers, από τις πρώτες γυναίκες αποφοίτους του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, δεν είναι απλώς ευφυής. Είναι πανούργα. Οι Εννέα Τενόροι (που μάλλον θα βρείτε με τίτλο “Τα Εννέα Πένθιμα Χτυπήματα” από τις εκδόσεις Άγρα) θα μπορούσαν να είναι ένα δυνατό θεατρικό έργο. Στους απόμερους βάλτους της ανατολικής Αγγλίας του μεσοπολέμου η ατμόσφαιρα είναι ζοφερή, αποπνικτική και η πλοκή στριφογυρίζει με φινέτσα, λογοτεχνική πρόζα και μερακλίδικη λεπτομέρεια γύρω από την παράδοση της... κωδωνοκρουσίας.
“Ένιωσε ξαφνικά μια παράξενη ζάλη έτσι όπως είδε πάνω του να χάσκουν τα πελώρια μαύρα στόματα κι είχε την εντύπωση ότι οι καμπάνες κατέβαιναν όλο και πιο κοντά του και ότι από στιγμή σε στιγμή θα τον συμπίεζαν”. Ω ναι! Ακόμα και όταν ανακαλύπτεται το άγνωστο πτώμα που ταράζει την τοπική κοινωνία, ακόμα και όταν γνωρίζεις πως ο δολοφόνος είναι εκεί έξω, οι καμπάνες στον καθεδρικό ναό του Φέντσερτς Σαιντ Πωλ επισκιάζουν τα πάντα. Τόσο σατανικό σχέδιο έχει ετοιμάσει η Sayers. Η πένα της σε σέρνει στο σκοτεινό πύργο της εκκλησίας και σε αφήνει εκεί, να ακούς συνεχώς τους μεταλλικούς χτύπους των εννέα τενόρων, μέχρι την τελευταία σελίδα.
Την ίδια στιγμή, ο Λόρδος Πήτερ Ουίμζυ, διάσημος ερασιτέχνης ντετέκτιβ, συνδράμει στην επίλυση του μυστηρίου, που εξελίσσεται σε ένα θαυμάσιο procedural αστυνομικό. Είναι χαρακτηριστική η τεχνική της Sayers για να οργανώσει την έρευνα και να μας καθησυχάσει εγκαίρως ότι όλα είναι μελετημένα και δεν κινδυνεύουμε με plot holes που φαίνονται από τον Άρη. Αφού μας βομβαρδίσει με ονόματα, γεγονότα, ερωτηματικά και πιθανούς υπόπτους, ο Ουίμζυ παραθέτει πλήρη λίστα με τα διαθέσιμα στοιχεία ταξινομημένα ανά θεματική, πχ την πιθανή ταυτότητα του θύματος, την αιτία του θανάτου, τον χρόνο, τον τόπο και τα ευρήματα κλπ. Τι σχέση έχουν οι κρυπτογραφημένες συνθέσεις κωδωνοκρουσιών, οι παλμικές ηχητικές δονήσεις και οι φράσεις ψαλμών της αγγλικανικής παράδοσης με όλα αυτά; Για ποιον χτυπά η καμπάνα;
Frédéric H. Fajardie - Φονιάδες Μπάτσων (1979)
(Εκδόσεις των Συναδέλφων, 2014)
Ο Φαζαρντί (κατά κόσμον Ronald Moreau), πέρα από θεμελιωτής του νεοπολάρ, του γαλλικού δηλαδή αστυνομικού, είναι κι από τους πρώτους που χρησιμοποίησαν το είδος ως όπλο κοινωνικής κριτικής. Αναρχομπολσεβίκος δήλωνε, στον Μάη του ‘68 συμμετείχε, ε τι θα έγραφε αν όχι για φονιάδες μπάτσων; Ναι, αλλά έλα που εδώ ο μπάτσος είναι πρωτοπρόσωπος πρωταγωνιστής. Αυτό δεν το περίμενα. Δεν είναι κανένας συνηθισμένος αστυνόμος βέβαια. Ασυγκίνητος με τις τυπικούρες και τις κομιλφό ευγένειες, ο Τόνιο Παντοβάνι την έχει γραμμένη την εξουσία, να παραιτηθεί θέλει, αλλά πρώτα θα τσακώσει και θα στείλει στο διάολο τους αλήτες που σκοτώνουν τους συναδέλφους του. Ωραίος τύπος. Ο Ταραντίνο πολύ θα τον ήθελε για ένα αναρχικό sequel του “Jackie Brown” (να πω με την ευκαιρία ότι η Jackie είναι ο καλύτερος Quentin έβερ για μένα, αν και δυστυχώς έκτοτε το σενάριο μπήκε στο συρτάρι και άρχισαν τα γνωστά μαρθαβουρτσικά ξυλίκια· τέλος πάντων).
Αυτό λοιπόν είναι το πρώτο μυθιστόρημα του Φαζαρντί και απηχεί την οργισμένη Αριστερά μετά το ‘68 με ένα κρεσέντο εξωφρενικής αντιμπατσικής βίας, η οποία κατακτά απάτητες κορυφές σε ευρηματικότητα και χιούμορ. Ήδη στη δεύτερη σελίδα ο πρώτος δράστης εισβάλλει σε κάποιον παρισινό Κωτσόβολο μεταμφιεσμένος σε κουτί απορρυπαντικού για πλυντήρια, πιάνει ομήρους και δεν διαπραγματεύεται, παρά μόνο μιλάει στα πλυντήρια. Να σε δω να συνεννοείσαι με τους μπλε και πράσινους κόκκους κύριε μπάτσε μου.
Προφανώς ο Φαζαρντί έφτιαξε σκόπιμα ένα τόσο ωμό νουάρ, με διάθεση για αδυσώπητο χαβαλέ και ξεμπρόστιασμα της υποκρισίας του δυτικού αστισμού. Το βιβλίο περνάει κόσκινο το κοινωνικοπολιτικό σύστημα και τις αυταπάτες της μεταπολεμικής Γαλλίας, ρίχνοντας μια σαρκαστική ματιά στη μιζέρια, το γραφειοκρατικό τέλμα και τη διαφθορά στους θεσμούς ξεκινώντας από το αστυνομικό σώμα.
“Τα μάτια σας είναι καθρέφτες που κουράστηκαν να αντανακλούν γερανούς, το μπετόν των πύργων και τα εργοστάσια. Γλιστρήστε, θνητοί, στην ολισθηρή κατηφόρα του μόχθου-πόνου! Γλιστρήστε προς τα υπερκατοικημένα λαϊκά νεκροταφεία! Γλιστρήστε πάνω στα λιωμένα όνειρά σας - ροδόχρυσο μάγμα του πάντα ερχόμενου λαμπρού μέλλοντος”. Χωρίς φιοριτούρες, αλλά με τρόπο μεστό και εκφραστικό οι “Φονιάδες Μπάτσων” κρύβουν ένα πολιτικό μανιφέστο μέσα σε ένα καταιγιστικό νουάρ.
Gabriel García Márquez, - Το Χρονικό ενός Προαναγγελθέντος Θανάτου (1981)
(Vintage International, 2003)
“On the day they were going to kill him, Santiago Nasar got up at five-thirty in the morning to wait for the boat the bishop was coming on”. Αυτή είναι η πρώτη πρόταση του βιβλίου και ποτέ ένα έγκλημα δεν ήταν περισσότερο προαναγγελθέν. Εκείνη τη μέρα, ο Σαντιάγο Νασάρ σηκώθηκε, ντύθηκε στολίστηκε - στα λευκά - και βγήκε από το σπίτι του γυρεύοντας το θάνατο. Γιατί όλοι περίμεναν το φονικό και ήξεραν ότι οι δολοφόνοι θα ήταν τα αδέρφια της Άνχελα Βικάριο.
Με βάση μια αληθινή βεντέτα στην Κολομβία στα 1950s, o Μάρκες εκτελεί αριστοτεχνικά την ανατομία ενός εγκλήματος με δημοσιογραφικό ύφος και αντικειμενική γραφή, κρατώντας αποστάσεις από τον μαγικό ρεαλισμό στον οποίο έχει διαπρέψει, αν και δεν παύει να είναι στα σημεία λυρικός.
Το βασικό θέμα εδώ είναι η εξοικείωση της κοινωνίας με την αυτοδικία και η απάθεια, αν όχι ο εθισμός, στην ιδέα και τη θέα της βίας. Το βιβλίο ασκεί κοινωνική κριτική και βάζει στο στόχαστρο όχι μόνο τους φυσικούς αυτουργούς, αλλά και μια ολόκληρη κοινότητα που γνωρίζει εξ αρχής τους δολοφόνους, το θύμα, τον χρόνο, τον τόπο και το κίνητρο του εγκλήματος αλλά δεν φαίνεται να αντιδρά. Την ίδια στάση, αλλά από άλλη ηθική αφετηρία, τηρεί και ο Σαντιάγο, που έχει αντιληφθεί τον κίνδυνο, αλλά ξεκινά τη μέρα του ανενόχλητος. Ίσως ο λόγος που ο Νασάρ αψηφά τα δυσοίωνα σημάδια να είναι η αλαζονεία, η αίσθηση πως βρίσκεται στο απυρόβλητο λόγω της οικονομικής και κοινωνικής του ισχύος. Από την άλλη, τα αδέρφια της Άνχελα Βικάριο διακηρύττουν δημόσια πως ζητούν εκδίκηση για την ατίμαση της οικογένειας, αλλά στην πραγματικότητα διστάζουν. Παιδιά είναι και ο φόνος είναι βαριά πράξη.
Πέρα από το κοινωνικό σχόλιο για την κανονικοποίηση της βίας, ο Μάρκες χτίζει ένα εξαιρετικό ιδιότυπο αστυνομικό, παραθέτοντας συνεχώς νέα στοιχεία σε μορφή ρεπορτάζ. Και ενώ από την πρώτη γραμμή σε έχει προετοιμάσει για τη συνέχεια, σε κρατά σε αγωνία μέχρι το τέλος, καθώς ελπίζεις διαρκώς ότι κάποια εξωτερική δύναμη θα αλλάξει τη ροή των γεγονότων. Δεν θα αποκαλύψω αν αυτό συμβαίνει. Κλείνω μόνο με ένα υπερ-παράξενο και γοητευτικό στοιχείο ηθογραφίας, την τοπική δοξασία της μικρής κολομβιανής παράκτιας πόλης πως τα κορίτσια δεν πρέπει να χτενίζουν τα μαλλιά τους τη νύχτα, γιατί καθυστερούν τα ταξίδια των ναυτικών.
Mark Haddon - Ποιος Σκότωσε το Σκύλο τα Μεσάνυχτα (2003)
(Jonathan Cape, 2003)
Ο δεκαπεντάχρονος Κρίστοφερ είναι αυτιστικός, συναισθηματικά αποσπασμένος, εξαιρετικά λογικός και ξέρει ότι αν δει πέντε κόκκινα αυτοκίνητα στη σειρά θα έχει μια σούπερ μέρα. Και τρία κόκκινα δεν είναι άσχημα, αλλά αν δει μόνο κίτρινα, δεν τρώει, δεν μιλάει στους άλλους και γενικά δεν παίρνει ρίσκα. Γιατί αυτή θα είναι μια χάλια μέρα.
The plot thickens όταν θα βρει τον σκύλο της γειτόνισσας καρφωμένο στον κήπο με μια τσουγκράνα για το μάζεμα των φύλλων. Ποιος σκότωσε τον Ουέλινγκτον τα μεσάνυχτα; Με τον Κρίστοφερ πρωτοπρόσωπο αφηγητή (ω ναι) και αυτοχρισθέντα ερασιτέχνη ντετέκτιβ, ο Χάντον ξετυλίγει το μυστήριο και μας δείχνει τον κόσμο από την οπτική του εφήβου που δεν θέλει να τον αγγίζουν, που ξέρει όλες τις χώρες και τις πρωτεύουσές τους, όπως και όλους τους πρώτους αριθμούς μέχρι το 7.507.
Έχουμε φόνο, έρευνα για τη διαλεύκανση του εγκλήματος και παράλληλα, ένα διήγημα συγκινητικό, με πολύ χιούμορ, και την αθωότητα της νεότητας μαζί με τις θαυμαστές δεξιότητες του Κρίστοφερ στα μαθηματικά στο προσκήνιο. Ξεκαρδίζεσαι και κλαις και δεν σου πάει να κατηγορήσεις τον Χάντον για συναισθηματικό εκβιασμό και ευκολίες. Έλα τώρα, το ξέρεις ότι έχει κάνει εκπληκτική δουλειά. (Σε σημείο που του έχουν κολλήσει την ταμπέλα του ειδικού στις αναπτυξιακές διαταραχές και τρέχει ο άνθρωπος κάθε τρεις και λίγο να αποσαφηνίζει ότι απλώς μελέτησε όσο μπόρεσε το θέμα πριν τη συγγραφή, αλλά ειδικός δεν είναι).
Φυσικά ο μικρός μας ήρωας θα εξιχνιάσει την υπόθεση, αλλά το κεφάλαιο Ουέλινγκτον ανοίγει τον ασκό του Αιόλου, καθώς δεν είναι παρά μια πρόβα τζενεράλε για το πραγματικά μεγάλο μυστήριο. Ο Κρίστοφερ λοιπόν αποφασίζει να αφήσει την ασφάλεια του σπιτιού του στο Σουίντον και να αναμετρηθεί με τον κόσμο των μεγάλων στο Λονδίνο, για να λύσει και αυτό το μυστήριο.
And eventually there is no one left in the world except people who don't look at other people's faces and who don't know what these pictures mean
and these people are all special people like me.
Michel Bussi - Τρία Μαύρα Νούφαρα (2011)
(Κέδρος, 2016)
Εκπληκτικό βιβλίο μυστηρίου, με πανέξυπνη πλοκή και απίστευτη εξέλιξη, σε σημείο που μόλις το τελείωσα το ξαναδιάβασα back-to-back.
Η ιστορία εκτυλίσσεται στο Ζιβερνί, το χωριό όπου έζησε ο Κλωντ Μονέ και είναι βουτηγμένη στον ιμπρεσιονισμό. Αφενός, βρίθει πραγματολογικών στοιχείων για την τέχνη. Ο Μπισί έχει μελετήσει σε βάθος τον Μονέ, τη φιλοσοφία και τις τεχνικές του, όπως και άλλους ιμπρεσιονιστές της περιόδου, ιδίως τον Theodore Robinson και τον Eugène Murer. Αφετέρου, ο συγγραφέας γράφει κάθε σκηνή σαν να προσθέτει μια πινελιά σε έναν πίνακα ζωγραφικής. Σαν να φτιάχνει ένα ονειρικό, ιμπρεσιονιστικό τοπίο όπου όμως ελλοχεύει το κακό. Κάτω από κάθε χρώμα κρύβονται τα μαύρα νούφαρα, σαν ένα άσχημο παιχνίδι της μοίρας.
Είναι συγκλονιστική η αποτύπωση του Ζιβερνί, το οποίο ο Μπισί ζωγραφίζει με πινέλα βουτηγμένα σε χρώμα και αίμα. Όποιος γνωρίζει το έργο του Μονέ, ιδίως τη σειρά με τα νούφαρα στη λίμνη ή στο χαρακτηριστικό γεφυράκι, καταλαβαίνει πόσο υπέροχη και ακριβής είναι η περιγραφή. Λόγω της σύνδεσής του με τον ζωγράφο, το Ζιβερνί έχει γίνει πια ειδυλλιακή τουριστική ατραξιόν, αλλά και φυλακή για τους κατοίκους του, που εν αγνοία τους οδηγούνται στη δίνη του κακού. Υπάρχει δηλαδή μια συνεχής εναλλαγή του ονειρικού με το νοσηρό και αυτό είναι που κάνει το βιβλίο τόσο ξεχωριστό, γιατί το να κλιμακώνεις το σασπένς με συνεχείς σκηνές βίας είναι μάλλον εύκολο και συνηθισμένο πράγμα στο crime / mystery fiction, αλλά το χτίσιμο του τρόμου σε ένα τοπίο φαινομενικής ευτυχίας θέλει έναν πραγματικά ικανό συγγραφέα. Εκτός από διαθέσεις, ο αναγνώστης καλείται να αλλάζει και ρόλους, καθώς ο Μπισί γράφει πότε στο πρώτο και πότε στο τρίτο πρόσωπο, με αποτέλεσμα να μπαίνεις στη θέση των ηρώων, αλλά και να βγαίνεις τελείως έξω από τον πίνακα.
Ως whodunnit λειτουργεί άψογα, όλα δένουν αριστοτεχνικά, ενώ κάθε φορά που νόμιζα ότι πλησίαζα στη λύση, πεταγόταν ένα σωστά τοποθετημένο στοιχείο και μου τα ανέτρεπε όλα. Σε πολλά αστυνομικά / μυστηρίου μπορεί να ξεχνάω το τέλος μετά από χρόνια, αλλά εδώ ξέρω ότι αυτό αποκλείεται να συμβεί.
Anthony Horowitz - Οι Φόνοι της Κίσσας (2016)
(Διόπτρα, 2018)
Αν είστε φαν της θείας Άγκαθα όπως εγώ (και πώς να μην είναι κανείς), μία στάση εδώ είναι επιβεβλημένη, γιατί ο Χόροβιτς συνεχίζει την παράδοση του whodunnit με τον πιο υπέροχα βρετανικό τρόπο που θα ήταν ποτέ δυνατόν. Η γραφή έχει τη στόφα του κλασικού ντετεκτιβίστικου χωρίς να χάνει την επαφή με το παρόν, ένα υβριδικό στυλ που απογειώνεται και λόγω θέματος.
Η υπεύθυνη έκδοσης Σούζαν Ράιλαντ διαβάζει το χειρόγραφο “Άγριες Κίσσες” του συγγραφέα Άλαν Κόνγουεϊ με κεντρικό ήρωα τον επιθεωρητή Άττικους Πυντ. Η φάση όμως δεν είναι καθόλου business as usual, καθώς λείπουν οι τελευταίες σελίδες της ιστορίας και σκάει και η είδηση πως ο συγγραφέας αυτοκτόνησε. Εδώ λοιπόν, με την τεχνική του εγκιβωτισμού ενός βιβλίου μέσα σε ένα άλλο, έχουμε δύο μυστήρια προς επίλυση. Η ιστορία της Σούζαν και η αυτοκτονία του Κόνγουεϊ εκτυλίσσονται στο σημερινό Λονδίνο, ενώ ο Άττικους Πυντ σπαζοκεφαλιάζει στο Σόμερσετ στα 1950s.
Με την τεχνική του book in a book ο Χόροβιτς εξερευνά τη σχέση του συγγραφέα με τον ήρωά του, μια ιδέα που έχει εμπνευστεί από τις ιστορίες του Σέρλοκ Χολμς, και παράλληλα μας παραδίδει ένα χορταστικό διπλό μυστήριο, όπου τα κακώς κείμενα του σύγχρονου εκδοτικού τοπίου από τη μία και η σκιαγράφηση της μεταπολεμικής βρετανικής κοινωνίας από την άλλη έχουν την τιμητική τους, με έντονη σαρκαστική διάθεση και χωρίς να μένει τίποτα αναπάντητο στο τέλος.
Και επειδή ο Χόροβιτς είναι μεγάλο γατόνι, μέσα σε όλα αυτά κατάφερε αβάδιστα - αβασάνιστα να χωρέσει και αναλυτικό σχολιασμό για την ουσία της αστυνομικής λογοτεχνίας και την αιώνια (και άχαρη θα προσθέσω εγώ) αντιπαραβολή της “ποιοτικής” με την “εμπορική” γραφή. Κλείνω με ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα:
“Τα αστυνομικά μυστήρια πραγματεύονται αποκλειστικά την αλήθεια τίποτα παραπάνω, τίποτα λιγότερο. Σ' έναν κόσμο γεμάτο αβεβαιότητες, δεν είναι αμιγής ικανοποίηση να φτάνεις στην τελευταία σελίδα, όπου τα πάντα είναι στη θέση τους, με σχολαστική ακρίβεια; Οι ιστορίες μιμούνται την εμπειρία μας στον κόσμο. Περιβαλλόμαστε από εντάσεις και αμφισημίες, τις οποίες παλεύουμε τη μισή μας ζωή να λύσουμε, και πιθανότατα θα είμαστε πια στο νεκροκρέβατό μας, όταν φτάσουμε στη στιγμή εκείνη που το καθετί βγάζει νόημα. Σχεδόν κάθε αστυνομικό μυστήριο παρέχει αυτή την υπερβατική ικανοποίηση. Είναι η αιτία της ύπαρξής τους.”
Ανδρέας Ζαβιτσάνος - Ήταν Σίγουρα Τουρίστας (2017)
(ΟΥΑΠΙΤΙ, 2017)
Ο Ανδρέας Ζαβιτσάνος επιχειρεί οκτώ θερινές ιστορίες θανάτου μέσα σε λιγότερες από 44 σελίδες, ασφαλώς αδιαφορώντας για την έκβαση και την πληρότητά τους. Δεν έχουμε ολοκληρωμένα διηγήματα εδώ, δεν ψάχνουμε όλες τις απαντήσεις, αντίθετα παρακολουθούμε μια υφολογική άσκηση πάνω στο νουάρ. Όχι στο βρετανικό κυριλέ αστυνομικό, αλλά σε ένα ‘παρακατιανό’ είδος που εμφανίστηκε στην Αμερική του μεσοπολέμου – όπως σημειώνει ο συγγραφέας στο μίνι επίμετρο - και που βάζει στο μικροσκόπιο τα πιο σκοτεινά ανθρώπινα πάθη, όπως την απληστία, τη δολοπλοκία κλπ.
Ωστόσο, ακόμα και μέσα σε αυτή την αναρχική αφηγηματική τεχνική, υπάρχει σχέδιο. Δεν είναι ο αναγνώστης έρμαιο του ύφους ή της ατμόσφαιρας. Τα στερεοτυπικά εκφραστικά σχήματα του νουάρ είναι εδώ και η έννομη τάξη, έστω και μέσω μιας γραφειοκρατικής λογικής, επιβεβαιώνει την κυριαρχία της με την κατανομή και λειτουργία των ρόλων. Κάποιος θα πεθάνει, κάποιος θα σκοτώσει, ένας μπάτσος αναλαμβάνει να εξιχνιάσει το μυστήριο, ένας ιατροδικαστής προσφέρει την επιστημονική οπτική και στο επίκεντρο ο αναγνώστης είναι ο μόνος αμέτοχος, που μπορεί να παρατηρεί χωρίς ενοχή το νοσηρό παιχνίδι με τον χρόνο. Γιατί η διάρκεια ανάμεσα στα γεγονότα είναι δεσπόζουσα εδώ. Υπάρχει ένα άγνωστο πτώμα, ή κινδυνεύει μια ανθρώπινη ζωή. Μεταξύ των διαδοχικών συμβάντων και καθώς η μία ιστορία διαδέχεται και συμπληρώνει εν μέρει την άλλη, ο θεατής αναπτύσσει μια αστυνομικού τύπου ματιά και αρχίζει να εξοικειώνεται με τα δρώμενα. Πόσο οικείος όμως μπορεί να γίνει ένας φόνος; Και τελικά πόσο αμέτοχοι είμαστε στη φετιχοποίηση της ιδέας του θανάτου σε ένα καπιταλιστικό περιβάλλον που προσπαθεί να κάνει τα πάντα κοινότοπα; Τι διάολο συμβαίνει με την ανθρώπινη ψυχή;
Δεν ρωτάω για να πάρω απαντήσεις, όμως τέτοια ερωτήματα που επανατοποθετούν την ανθρωπιά στο κέντρο, ποτέ δεν περισσεύουν και με αυτό το βιβλιαράκι από την εκδοτική ομάδα Ουαπίτι ανακύπτουν αβίαστα μέσα σε μισό απόγευμα. “Κυκλοφόρησε σε 313 αντίτυπα στην Αθήνα τον υγρό Σεπτέμβρη του 2017” και αξίζει να διαβαστεί.