Ανασκόπηση 2022: 25 (+2) δίσκοι από την διεθνή παραγωγή
Μία ακόμη χρονιά πέταξε με την ελαφρύτητα και την ταχύτητα των φύλλων από εκείνα τα παλιομοδίτικα ημερολόγια του τοίχου (όπως εικονοποιούνταν πολλές φορές το πέρασμα του χρόνου στις παλιές ελληνικές ταινίες), αλλά και με την βαρύτητα των απωλειών και μαζί του αριθμού που προστίθεται στην χρονολογική πορεία του περιοδικού αυτού. Η ώρα της καθιερωμένης ματιάς προς τα πίσω σήμανε, με τον δικό μας καθιερωμένο τρόπο, που αντικατοπτρίζει μεν την ανομοιογένεια των ακουσμάτων μας αλλά ταυτόχρονα προσπαθεί να υπερβεί την ενίοτε κακόφωνη πολυφωνία των ατελείωτων λιστών και την επίδειξη ευρυακοϊας (sic!) -το μόνο εύκολο μέσα στην υπερπληθώρα της προσφοράς. Όπως σημειώνει και ο Μάνος Μπούρας, πρόκειται μια «αποτίμηση των στιγμών που μας έδωσαν ηχητική ευχαρίστηση» χωρίς ωστόσο να γίνεται η ακρόαση της νέας μουσικής ψυχαναγκασμός. Το αποτέλεσμα όπως πάντα είναι μια λίαν ποικιλόμορφη συλλογή δίσκων. Θα χαρακτηρίσουν άραγε τη χρονιά που πέρασε; Ίσως ναι, πιθανότατα όχι! Η ιστορικός του μέλλοντος αλλού θα στρέψει το βλέμμα της, το ίδιο ίσως κάνουν και τα μέλλοντα Εγώ μας. Δεν έχει όμως σημασία, ας κάνουν ότι θέλουν. Προς το παρόν μόνο τούτο το… παρόν έχουμε. Και τούτη τη ζωή.
Και του χρόνου να είμαστε όλες και όλοι εδώ…
A. Ξ.
Adrian Quesada - Boleros Psicodélicos (ΑΤΟ Records)
Στη καλύτερη μου φάση φέτος τον Ιούλιο, συνέβη το παρακάτω επεισόδιο. Κάθε μέρα θάλασσα, διαβάσματα στη παραλία και σε καφέ με ζεστό εσπρέσο. Είχα κόψει τη ζάχαρη δύο μήνες και τα αποτελέσματα ήταν εμφανή. Τρία κιλά λιγότερα, περισσότερη ενέργεια, καλή διάθεση. Σε μια περίοδο με βεβαρημένο πρόγραμμα ένιωθα πως έκανα διακοπές. Και να μην ένιωθα ακριβώς έτσι, τώρα στη μνήμη μου αυτή η αίσθηση υπάρχει. Εκείνο το απόγευμα έχω πάει στο πάρκο να περπατήσω και να τρέξω όσο το επιτρέπει το ταλαιπωρημένο μου γόνατο.
Ακούω μουσική στα ακουστικά. Ανακατεμένα τραγούδια, από τζαζ έως λάτιν και Bob Dylan της δεκαετίας του ογδόντα. Εκεί που περπατώ κάποιος με ακουμπάει στην πλάτη. Ο φίλος μου ο Μήτσος από το Mr. Coffee. Μου κάνει νόημα να τρέξουμε. Κανονικά δεν θα έπρεπε να επιβαρύνω το γόνατο μου κι άλλο. Ήθελα όμως να τρέξω. Κι αρχίζουμε. Τρέχαμε δίπλα δίπλα. Εκείνος στα ακουστικά του υποψιάζομαι πως άκουγε ελληνικό hip hop. Εγώ τα δικά μου. Κι εκείνη τη στιγμή μπαίνει το ‘El Muchacho De Los Ojos Tristes’. Η στιγμή γίνεται κωμική με δύο μαντραχαλέους να τρέχουν παρέα, εκ των οποίων ο ένας ακούει μια λάτιν μπαλάντα και νομίζει πως παίζει σε νεανική ταινία της δεκαετίας του ογδόντα.
Αυτή είναι η ιστορία του αγαπημένου μου άλμπουμ το 2022.
Καλή Χρονιά.
Μιχάλης Βαρνάς
Anadol – Felicita (Pingipung)
Αν γύριζε σήμερα εκείνη την θαυμάσια του ταινία «Crossing the bridge: The Sound of Istanbul» ο Φατίχ Ακίν ίσως να ξεκινούσε από εδώ. Ή –καλύτερα- θα κατέληγε εδώ; Γιατί αυτό που κάνει σε αυτόν τον τρίτο πια δίσκο της η εκ Βερολίνου ορμώμενη Anadol (η Gözen Atila, που την πρωτογνωρίσαμε από τούτες τις σελίδες, αλλά κι ένα συννεφιασμένο απόγευμα στα Εξάρχεια κάπου το 2017) δεν είναι το κτίσιμο μιας γέφυρας με αφετηρία την πρώτη της πατρίδα -μία από τις πλέον παλιές και αυθεντικά κοσμοπολίτικες μητροπόλεις του κόσμου- αλλά η υπέρβασή της. Ναι μεν η βάση της είναι και πάλι η ρετρό lo-fi ηλεκτρονική και οι ανατολίτικοι δρόμοι, πάνω εκεί όμως δόθηκε το ελεύθερο σε μια πλειάδα μουσικών ποικίλων αναφορών να αυτοσχεδιάσουν ελεύθερα έναν ιστό από κάθε λογής ετερόκλητες αναφορές που θα μας έπαιρναν πολλές λεξεις να τις αναφέρουμε (και δεν θα είχε και κανένα νόημα σε μια ποστ-genre διασυνδεδεμένη πραγματικότητα). Καταλήγοντας σε ένα αποτέλεσμα «κοσμικό» με τον τρόπο που ορίστηκε κάποτε στα kraut χρόνια: ως μια σύμπηξη όλων των παραδόσεων σε μια πανανθρώπινη, υπερβατική των κάθε είδους ταυτοτήτων, εθνικών τε και μη, ενότητα.
Αντώνης Ξαγάς
Avalanche Kaito - Avalanche Kaito (Glitterbeat)
Μπορεί να δίνουν και να παίρνουν από τότε που έπεσαν τα παλιά «τείχη» μεταξύ των ειδών, γενικά, όμως, τα μουσικά ανακατέματα υπόκεινται σε μια αλάνθαστη μαγειρική φιλοσοφία: μη βάζεις πολλά, ώστε να μην καπελώνεις τις «γεύσεις». Εδώ, πάντως, εντοπίζεται μια εξαρχής τόλμη όσον αφορά τον συνδυασμό, αφού ένας τραγουδιστής και πολυοργανίστας από τη Μπουρκίνα Φάσο (ο Kaito Winse) βρίσκεται σε στούντιο των Βρυξελλών παρέα με δύο Βέλγους μουσικούς (τον ντράμερ Benjamin Chaval και τον κιθαρίστα Nico Gitto, αμφότεροι από τους Le Jour Du Seigneur). Αυτός με τις δυτικοαφρικανικές griot παραδόσεις των προγόνων του, εκείνοι με τα noise rock γούστα τους, τα οποία δείχνουν να κρατάνε από Fugazi μεριά –με μερικές ακόμα προσμείξεις. Το αποτέλεσμα προκύπτει και ισορροπημένο, μα και «νόστιμο». Είναι αναφανδόν εξερευνητικό, ευπρόσδεκτα λοξό και αναμενόμενα πολυδιάστατο, ενώ διαθέτει και γκρούβες που ίσως φέρουν κατά νου τα κατορθώματα των Ολλανδών The Ex, μπολιασμένα βέβαια με μια ζωηρή αίσθηση Αφρικής.
Χάρης Συμβουλίδης
Benzamine Clementine – And I have been (Preserve Artists)
Μετά από το εντυπωσιακό ντεμπούτο του το 2014 (το οποίο του χάρισε και το βραβείο Mercury) και ένα χλιαρό δεύτερο άλμπουμ το 2017, ο Benjamin Clementine επέστρεψε πέντε χρόνια μετά, μ’ έναν εξαιρετικό δίσκο. Υπογράφοντας το σύνολο των συνθέσεων και κάνοντας μόνος του την παραγωγή και τη μίξη, ο Άγγλος καλλιτέχνης δημιούργησε ένα δίσκο που μας μιλά απ’ ευθείας στην καρδιά, με τις μελωδίες, τα έγχορδα και φυσικά και τη φωνή του. Ας ελπίσουμε ότι θα συνεχίσει να μας προσφέρει υπέροχα άλμπουμ, μια που έχει υπονοήσει ότι αυτός θα είναι ο τελευταίος δίσκος του, για ν’ αφιερωθεί πλήρως στην ηθοποιία.
Τάσος Βαφειάδης
Βilly Woods - Aethiopes (Backwoodz Studioz)
Τα beats του είναι λιτά, μίνιμαλ. Ένας υπόγειος ρυθμός διατρέχει και τα 39 λεπτά του δίσκου, σαν τρυγμός κουπιών σε αμπάρι πλοίου. Κάπως σα να πήρε κάποιος τον El-P (που εμφανίζεται στις συμμετοχές του δίσκου) και να τον έγδυσε απ' το industrial. Κάπως σα να βάλθηκε κάποιος να εκδώσει τους ήχους του Ghost Dog (του RZA) με στίχο, πολιτικό. Intellectual hip hop, στο εξώφυλλο οι Δύο Νέγροι του Rembrandt από το 1661, στους τίτλους κομματιών το Haarlem, σκλαβοπάζαρο με τη σφραγίδα των Κάτω Χωρών. Το πιάνετε το νόημα. Είναι ο ένας δίσκος του 2022, ο μοναδικός που έπαιξε και κέρδισε το ενδιαφέρον απ' την αρχή μέχρι το τέλος (του).
Σταύρος Σταυρόπουλος
Cecil Taylor – The Complete, Legendary, Live Return Concert at the Town Hall NYC November 4, 1973 (Oblivion Records)
Η Oblivion Records αναστήθηκε μετά από 50 χρόνια μόνο και μόνο για να εκδοθεί αυτή η ηχογράφηση. Από αυτό και μόνο μπορούμε να καταλάβουμε για τι μουσική πρόκειται. Ο Cecil Taylor δεν χρειάζεται συστάσεις, οι φίλοι της τζαζ τον γνωρίζουν πολύ καλά. Για τους υπόλοιπους απλώς να πούμε ότι είναι ένας από τους σημαντικότερους πιανίστες όλων των εποχών. Και αυτή είναι μια από τις κορυφαίες του ηχογραφήσεις που περιέχει την ανέκδοτη, μιας ώρας και μισής, live performance (εκτός από το “Spring of Two Blue-J’s” που έχει ξαναεκδοθεί) “Autumn/Parade” όπου ακούμε τον Cecil Taylor μαζί με τον Jimmy Lyons, τον Andrew Cyrille και τον Sirone να ανοίγουν τρύπες στο χωροχρόνο.
Αναστάσιος Μπαμπατζιάς
Colin Stetson - the MENU (Milan Records)
Ο τρίτος άνθρωπος σ’ αυτό το παιχνίδι του πανκ ξεμπροστιάσματος είναι ένας μπάσος σαξοφωνίστας Κόλιν Στέτσον. Έγραψε και μαγείρεψε με νου και γνώση το πιο αθόρυβο και υπαινικτικό σάουντρακ, αυτό που το ακούς σα να μην υπάρχει, αλλά υπάρχει για να δένει Το μενού. Βλέπω και ακούω έναν άνθρωπο τρομερά ανήσυχο, τρομερά αθόρυβο και αυτοσχέδια θορυβώδη συνάμα. Έναν μουσικοσυνθέτη που ξέχασε όλα όσα έμαθε με υποτροφίες και αριστεία για να κάνει τη δική του επανάστα [ρίχτε ματιά στο περί αυτού λήμμα στη βικιπέδεια].
Ισορροπία και εκτροπή/ανατροπή, στίξη και αντίστιξη/μετάστιξη, παραξενιές του Μενού που έλκουν και απωθούν ταυτόχρονα. Ένα μ’ αυτούς; Ή ένα μ’ εμάς; Αριστοτελική λογική και οπερετικά τελετουργικά λειτουργικά φωνητικά. Όνειρο θερινής νυκτός/δοχείο νυκτός ή εφιάλτης που εντέλει θα διαβεί; Αναμονές που μαζεύουν τα νεύρα στο στομάχι, εκεί ακριβώς που ξεκινάει ο έρωτας. Σας ζάλισα τον έρωτα, θα πείτε, αλλά η μουσική είναι φευγάτη, στέκει και μοναχή της.
Κώστας Καρδερίνης
Danger Mouse & Black Thought - Cheat Codes (BMG)
Ανοιχτό πρότζεκτ από το 2006 του πενηντάρη πλέον Black Thought, που από βαποράκι του Μπρονξ εξελίχθηκε με τα χρόνια στον φιλόσοφο ράππερ των Roots, της πιο καταξιωμένης αμερικάνικης χιπ χοπ κολλεκτίβας. Ο τότε μάβερικ, τώρα μέγκα παραγωγός Danger Mouse έκλεισε στο μεταξύ κι αυτός τα σαρανταπέντε μέχρι να κατορθώσει να ξεπεράσει έναν εντυπωσιακό σωρό μικρών καθυστερήσεων που συνεχώς ανέβαλαν το πρότζεκτ, το οποίο από την αρχική ονομασία "Dangerous Thoughts" τελικά ολοκληρώθηκε φέτος, ως "Cheat Codes".
Κι είναι το άτιμο ευκολόπιοτο σαν ολντ σκουλ κρασί, με την γλυκόπικρη επίγευση της σόουλ και του μπλουζ να κάθεται όμορφα στο λαιμό μετά από κάθε τρακ, ενώ έχει ήδη ξεκινήσει το επόμενο πανέμορφο 60s/70s σαμπλ να στρώνει ατμόσφαιρα στον πιο σοβαρό ραπ λόγο, βασανισμένο και καθηλωτικό, που αρθρώθηκε τα τελευταία πολλά χρόνια στην αμερικάνικη χιπ χοπ σκηνή.
Στο τέλος αναπόφευκτα λειτουργεί σαν υπενθύμιση του πόσο πειστικό, πόσο ειλικρινές ήταν παλιά αυτό το άκουσμα. Κι άθελά του καταδεικνύει επίσης πόσο κρύο, φαφλατάδικο, επιδερμικό, δήθεν ή και ψεύτικο είναι πλέον το καινούργιο κι ας λογίζεται για σημαντικό και σημερινό κι ας κάνει πρωτοσέλιδα -δεν θα μείνει, κανείς δεν θα γράψει για κάτι μοδάτο δεκαπέντε χρόνια μετά με τόση θέρμη όπως με διαβάζετε τώρα να γράφω για το "Cheat Codes", γιατί η μουσική δεν είναι μόδα, κι η αλήθεια δεν έχει χρονιά.
Γι αυτό και μάλλον δεν πειράζει που το "Cheat Codes" μπορεί να άργησε τόσο πολύ. Και σε άλλα τόσα χρόνια να ‘βγαινε, το ίδιο θα έθελγε, εξίσου θα πετσόκοβε.
Γιάννης Πλόχωρας
Gaerea - Mirage (Season Of Mist)
Omertà: Collection Particullière
Και οι δύο κυκλοφορίες θεωρώ ότι είναι ένα βήμα πριν το ατόφιο 10άρι. Αλλά και μισό βήμα πίσω από αυτή των Ashenspire, για την οποία όμως τα είπαμε εκτενέστερα από όσο μπορούμε να αντέξουμε. Συνεπώς γιατί προτείνονται στο βάθρο αυτοί οι Πορτογάλοι/Γάλλοι στη θέση των Σκωτσέζων; Τα είπαμε. Οι Ashenspire είναι δύσβατοι και δεν οδηγούν πουθενά. Οι Gaerea που οδηγούν δηλαδή; Που εδώ που τα λέμε δεν έκαναν και κάποιο τεράστιο βήμα από το ‘Limbo’ του 2020. Ίσως οδηγήσουν στο επόμενο μεγάλο mainstream διάβημα του black metal. Ίσως και όχι. Δεν το έχω λίγο. Με πιο προσεγμένες κουκούλες, γάντια και ένδυση εν γένει από ότι ο ανταγωνισμός, με μία εσχατολογική διάθεση που όμως ακόμη βρίσκει αδιέξοδα σε όλες τους τις συνθέσεις, με κιθάρες ορθά ελεγχόμενες και μη, παρά την συνεχή φρενίτιδα, και με το καλύτερο τραγούδι στο είδος από τότε που μεγαλουργούσαν οι Watain (‘Deluge’).
Οι Πορτογάλοι, δεν κάνουν σχεδόν κανένα λάθος, και όταν βρουν και την παραγωγή εκείνη που θα τους αναδείξει σε αυτό που πραγματικά είναι, δηλαδή μία ογκώδης black metal μπάντα, τότε σίγουρα το τελικό βήμα θα έχει γίνει. Και από εκεί και πέρα βλέπουμε, εκ νέου.
Σε έναν υποτιθέμενο αντίποδα της Μεσογείου, οι Omerta γράφουν μουσική που φαινομενικά μπορεί (και πρέπει) να ακουστεί από όλους, και υπό οποιοδήποτε κλίμα και καθεστώς, χωρίς αυτό όμως να σημαίνει ότι καταλήγουν σε ένα βολικό αποτέλεσμα. Δεν μπορώ να εξηγήσω γιατί ακριβώς ένας δίσκος που εμπεριέχει όλα τα χαρακτηριστικά με τα οποία συνήθως χασμουριέμαι πριν τον ακούσω (cinematique αισθητική, ορχηστρική απόληξη, γαλλικά φωνητικά κ.λ.π.), ακούγεται ως το ιδανικό pop προϊόν, σε μία μουσική εποχή κατά την οποία οτιδήποτε πλασάρεται ως pop κατά κανόνα είναι μία ηλιθιότητα (μέχρι και οι Sault, δηλαδή). Κάπου ανάμεσα στους Art Of Noise και τον… Perry Blake (see what I did there, on track 6), με ένα εξώφυλλο για το οποίο θα ‘σκότωνε’ η χρυσά σκουριασμένη εποχή της 4AD, αλλά και -με την σειρά τους- με ηλεκτρισμένες, μολονότι θαμμένες ή και αντίστροφα καθαρές, κιθάρες που έρχονται να υπενθυμίσουν ότι το σημαντικότερο όργανο του 20ου αιώνα θα αρνείται να πεθάνει, παρά τις αντιρρήσεις μας, οι Γάλλοι ακούγονται σχεδόν αλάνθαστοι και αυτοί. Στήνουν έναν δίσκο που δεν μπορείς να σταματήσεις να τον βλέπεις και να τον ξαναβλέπεις. Και καθώς το βινύλιο έχει εξαντληθεί (καλά οι τύποι είναι λίγο ‘αρπαγμένοι’ με τα limited σκευάσματα), αυτό τα τονισμένα a και e, θα σας κάνουν την ζωή δύσκολη στο Spotify αν δεν το προσθέσετε στα αγαπημένα (αν βέβαια το βρείτε…). Εδώ τις διορθώσεις, τις αφήνω στους αρχισυντάκτες.
Άρης Καραμπεάζης
Kae Tempest – The line is a curve (American Recordings)
@ Kae Tempest πάλεψε τόσα χρόνια μέσα από την κοινωνική και πολιτική διαμαρτυρία με την ποίησή τ@ για ένα καλύτερο κόσμο. Χρειάστηκε όμως να κοιτάξει βαθιά μέσα τ@ και να παλέψει με τα σωθικά τ@, για να φτάσει στη φετινή κορύφωση της προσωπικής τ@ δημιουργίας. Μέσα στην πανδημία βγήκε προς τα έξω δηλώνοντας μη δυαδικό (non binary) πρόσωπο. Πλέον γράφει για τον εσώτερο εαυτό τ@, για τον έρωτα και την αγάπη. Μπορεί να τ@ έχει λείψει, μπορεί να την έχει χάσει, αλλά δεν παύει να την αναζητά. Let me give love, receive love, and be nothing but love, In love and for love and with love. Χρειαζόμαστε επειγόντως μια νέα Γραμματική, αλλά εκείνο που μας παροτρύνει περισσότερο @ Kae Tempest είναι να μην χάσουμε την πίστη μας για αυτή την όμορφη ζωή, για την οποία τραγουδά. Μας παροτρύνει να παλέψουμε με τον εαυτό μας, όπως πάλεψε αυτ@. Κλείνει τον δίσκο με το επιβλητικό Grace, εκφράζοντας την ευγνωμοσύνη τ@ για καθετί που τ@ σημάδεψε, για καθετί που έζησε, για καθετί που αξίζει να ζήσει. Μαζί τ@ κι εμείς για κάθε στίχο, κάθε ρίμα, κάθε γλυκιά φωνή και μελωδία που συνοδεύει αυτό το εκπληκτικό come out – δήλωση ζωής.
Βασίλης Παπαδόπουλος
King Hannah- I’m Not Sorry, I Was Just Being Me
Το μόνο Αγγλικό σε αυτή την μπάντα από το Λίβερπουλ είναι η αναφορά της μοναρχίας στο όνομά τους. Το King εξάλλου, αν παραπέμπει κάπου δεν είναι στον Κάρολο[1], αλλά μάλλον στον King Ink[2]. Οι King Hannah είναι ένα ντουέτο για εμάς που στη φρουτόκρεμα τους ρίξαν σκοτεινές κιθάρες και ψιθυριστές μπλαζέ φωνές. Κάπου στο βάθος θα ψάχναμε το πτώμα και ο Χάρης Νικολόπουλος[3] το δολοφόνο, αν δεν προσέχαμε ότι στους στίχους τους μαύρο είναι μόνο το χιούμορ και οι παιδικές αναμνήσεις. Το ντουέτο των πρώην μπαρτέντερς, στο πρώτο τους μεγάλο άλμπουμ, σκαλίζει τα μπλουζ και την Αμερικάνα από δεύτερο χέρι- το πρώτο περασμένο από πρωτομάστορες όπως οι Mazzy Star και η PJ JHarvey. Η νοσταλγία άτιμο είναι πράγμα και εθιστικό. Γι αυτό και δίχως περαιτέρω ενοχές, επαναλαμβάνω τον τίτλο του άλμπουμ «I’m Not Sorry, I Was Just Being Me» και τους ψηφίζω.
[1].Κάρολος: Ζωντανό παράδειγμα ότι δεν μπορούν πάντα οι Βρετανοί να μετατρέπουν τους αναχρονισμούς τους σε εξαγώγιμη ποπ κουλτούρα. Και μετά είδαμε το Crown…
[2]. King Ink: Έτσι λέγαμε το βασιλιά όταν ακόμα δάγκωνε. Τώρα αν και σοφότερος και μαγικότερος, ντεν νταγκώνει.
[3]. Χάρης Νικολόπουλος: Καλός αστυνομικός, προϊόν φυσικά λογοτεχνικής φαντασίας της Χίλντας. Αν και ακούει Beatles (Λίβερπουλ again) οι χαρακτήρες γύρω του έχουν ευρύτερα μουσικά γούστα και πέφτουν ενίοτε νεκροί.
Ελεάνα Γαρίνη
Lucrecia Dalt - ¡Ay! (Rvng Intl.)
Μια γρήγορη αναζήτηση στο jukebox μου, έδειξε πως η Lucrecia Dalt, από το 2013 και μετά, τραβούσε την προσοχή μου με κάθε νέο άλμπουμ της αλλά ποτέ δεν με ανάγκαζε να την τοποθετήσω στις πρώτες θέσεις της προτίμησής μου. Πιθανολογώ ότι σε κάθε περίπτωση το έχανε στο τσακ. Να όπως που το φετινό της πόνημα πετυχαίνει να συνδυάσει με απόλυτη αρμονία την αβάντ-γκαρντ και το πείραμα με την παραδοσιακή τραγουδοποιία της γενέτειράς της Κολομβίας. Κλαρινέτο, τρομπέτα, όρθιο μπάσο και πολλά κρουστά συναντούν την τέλεια μοντέρνα στούντιο παραγωγή με αποτέλεσμα μια μουσική παγκόσμια, έξω από τα είδη, προκλητική και συναρπαστική.
Βασίλης Παυλίδης
Mary Halvorson - Amaryllis / Belladonna (Nonesuch Records)
Είναι δίδυμοι οι δίσκοι, πώς να τους χωρίσω; Πρώτα ακούς το ας πούμε jazzy “Amaryllis”, γραμμένο για ένα σεξτέτο καταξιωμένων αυτοσχεδιαστών συν το κουαρτέτο εγχόρδων Mivos και μετά το πιο αταξινόμητο “Belladonna”, όπου φεύγει το σεξτέτο και ακούμε μόνο τη Halvorson και τους Mivos. Ή ανάποδα, δεν θα τσακωθούμε τώρα. Είναι δίσκοι - καλειδοσκόπια και κάθε τρόπος ακρόασης ανοίγει νέους ακουστικούς δέκτες. Όλα τα έχει σκεφτεί η Mary. Έχει ξεφύγει πια από το status της μορφής - αναφοράς για τη σύγχρονη jazz (επιεικώς παιδιά) και έχει φτάσει σε άλλες σφαίρες. Δημιουργεί, παίζει, αυτοσχεδιάζει και εμβαθύνει και στην εμπειρία της δικής μας ακρόασης ακόμα. Με χαρακτηριστική άνεση να εναλλάσσει τους ρόλους ανάμεσα στα κεντρικά και περιφερειακά μελωδικά θέματα, η Halvorson κάνει και τα πιο δύσκολα αυτοσχεδιαστικά περάσματα να μοιάζουν με τραγούδι. Εδώ έχουμε μια πολύ μεγάλη καλλιτέχνιδα της εποχής μας στην πλήρη ακμή της. Μια Mary Halvorson badass μέχρι το κόκκαλο.
Ελένη Φουντή
Osees - A Foul Form (Castle Face)
Μια χρονιά γεμάτη με καλούς και καλύτερους δίσκους ήταν το είκοσι δύο. Με υλικό εμπνευσμένο και συγκεντρωμένο από τους μήνες της απομόνωσης, σύγχρονοι πειραματιστές όπως οι Oren Ambarchi και Keiji Haino κλασικοί συνθέτες όπως οι Terry Riley και Steve Reich και ροκ (αλτέρνατιβ) τιτάνες σαν τον Ryan Adams και τους King Gizzard & the Lizard Wizard βομβάρδισαν με πάνω από 4-5-6 άλμπουμ έκαστος (!) τα αυτιά μας ανάμεσα από πιο πειραματικούς κι ακραίους ήχους. Ο δίσκος της χρονιάς συνήθως είναι μια επιλογή, λίγο στην τύχη και λίγο στο συναίσθημα, που αν γυρίσεις πίσω δεν μπορείς εύκολα να δικαιολογήσεις ή και να θυμηθείς κάποιες φορές όσο περνάνε τα χρόνια (σου). Το μόνο σίγουρο είναι ότι εγώ, ανάμεσα στις πολύωρες ακροάσεις drone συνθέσεων και αυτοσχεδιαστικών θορυβωδών ηχογραφήσεων βρήκα αρκετές φορές διέξοδο στο απλό garage rock του John Dwyer με την πιο πρόσφατη ορθογραφία των Thee Oh Sees ως Osees και τον εικοσάλεπτο καταιγισμό ‘A Foul Form’. Αν πρέπει να κάνεις ένα τσεκ στην κατηγορία punk/hardcore αλλά που να ψάχνεις τώρα, εδώ βρίσκεται η λύση για σένα! Βγαλμένο από ένα υπόγειο, ηχογραφημένο με συμβατικό τρόπο, θυμωμένο, χιουμοριστικό και απολαυστικό. Είναι το νούμερο 26 σ' έναν απολαυστικό κατάλογο ενός πολυμήχανου καλλιτέχνη. Απλά πράγματα για να μπορείς να παίρνεις τις ανάσες σου και να προχωράς στα πιο έντονα, στα πιο απαιτητικά, στα επόμενα.
Δημήτρης Τσιρώνης
rRoxymore – Perpetual Now (Smalltown Supersound)
Η Γαλλίδα παραγωγός Hermione Frank, κάτοικος Βερολίνου τα τελευταία χρόνια και κατευθυνόμενη προς Μέξικο Σίτι μεριά όπως διάβασα κάπου, κατάφερε -για άλλη μια φορά- στο τελευταίο της EP με τον τόσο εύστοχο για την εποχή τίτλο, “Perpetual Now”, να κάνει πράξη αυτό που με τις λέξεις έχει δηλώσει ότι πρεσβεύει. Ποιο είναι αυτό; Να προσπαθεί να μην μπαίνει σε κανενός είδους κουτί ή αν αυτό γίνει να διευρύνει όσο είναι εφικτό τα όρια του κουτιού.
Leftfield techno, free jazz, ambient, ψυχεδέλεια, house, dub, UK bass, αυτοσχεδιασμός. Υπνωτικοί και tribal ρυθμοί, μινιμαλιστικές μελωδίες, ξεκούδουνα σαξόφωνα, reverbs και echoes, χαμηλές υποχθόνιες συχνότητες, κοσμικά (όχι σαν το Ζάχο Χατζηφωτίου, τα άλλα τα κοσμικά) synths που ανοίγουν συζήτηση μεταξύ τους, ο αναλογικός και ο ψηφιακός κόσμος σε μια γαλήνια ισορροπία.
Πετυχαίνοντας τον πλουραλισμό μέσα από την τόσο αναγκαία πια less is more προσέγγιση, το ‘Perpetual Now’, θα έκανε τον Miles και τον Sun Ra να κοιταχτούν γεμάτοι νόημα και τους Laurel Halo και Shackleton να ανακαλύψουν μία νέα (…και ωραία) μουσική συγγένεια.
Θάνος Σιόντορος
Širom - Utekočinjeni Prestol Preprostih = The Liquified Throne Of Simplicity (Tak:til)
Ένα σλοβένικο σχήμα που περισσότερο σε αυτοοργανωμένη κολεκτίβα φέρνει, μετουσιώνει την ενέργεια που δονεί την ύπαιθρο της πατρίδας του καθώς και τις πολιτιστικές και κοινωνικές ζυμώσεις αιώνων εντός αυτής σε διαλογιστικά σπειροειδή mantra. Στο σταυροδρόμι πολιτισμών της χώρας της πρώην Γιουγκοσλαβίας, τελετουργικά κάθαρσης με απόκοσμες φωνές και έγχορδα και κρουστά από διάφορες γωνιές του πλανήτη, «περνούν» από δασικές εκτάσεις πυκνής βλάστησης, επιβλητικά βουνά, διαβρωμένα από την ροή του νερού πετρώματα και ορμητικά ποτάμια, για να εκβάλουν στο επέκεινα. Γήινο μα και μεταφυσικό συγχρόνως, με μελωδική και βομβώδη αυτάρκεια παρά τις δεκάδες αναφορές του, το βουκολικών αποχρώσεων τέταρτο άλμπουμ των Širom αναπνέει την καθημερινότητα μέσα από το όνειρο, ατενίζει το μέλλον μέσα από τα πηγαινέλα μεταξύ παρελθόντος και παρόντος, επουλώνει πληγές ξύνοντάς τες. Στα επαναλαμβανόμενα ρουστίκ, ψυχεδελοφολκ μοτίβα του, με έντονο το αποτύπωμα μιας ηχητικής βιοποικιλότητας, δεν είναι το ζητούμενο η λύτρωση, αλλά η απόλυτη ελευθερία που θα φέρει την όποια θετική εξέλιξη.
Η υπόγεια και αυτοσχεδιαστική ισχύς του συνόλου ανακαλεί εκείνη των σπουδαίων και καταχωνιασμένων Pärson Sound. Και το κάνει με μια καθόλα ιδιοσυγκρασιακή εκφραστικότητα, σαν μια διέξοδο από οποιοδήποτε περιορισμό μας «φοράει» η σύγχρονη πραγματικότητα.
Παναγιώτης Σταθόπουλος
Suede - Autofiction (BMG)
Το 2022 για μένα ήταν πολύ ωραία χρονιά μουσικά και αν κάναμε ακόμη 11άδες θα δυσκολευόμουν πολύ να αποφασίσω τι να αφήσω ‘απ’ έξω’. Επειδή όμως το άλμπουμ της χρονιάς είναι μόνο ένα, η επιλογή μου είναι εύκολη και προβλέψιμη, την είχα ανακοινώσει με απόλυτη σιγουριά τον Οκτώβριο, λίγο μετά την κυκλοφορία του ‘Autofiction’.
Και όπως έγραφα και τότε, φαίνεται πως από την επανασύνδεσή τους και μετά, ‘κάθε άλμπουμ των Suede είναι το καλύτερο τους’. Το συγκεκριμένο ίσως είναι και το πιο πανκ τους, με λίγο πιο ροκ μέσα στο glam τους, με τις γνωστές όμως ευαισθησίες που μας παρασύρουν βαθιά μέσα στον Suede-ό-κοσμο εδώ και 30 χρόνια, από το ακόμη ένα μικρό αφιέρωμα στην μητέρα του Brett Anderson, μέχρι την αγάπη που είναι πόνος και όλα αυτά που απασχολούν εμάς τα kindred spirits που έχει αγκαλιάσει: ‘Αυτό το τραγούδι είναι για σας, γιατί δεν θα ήμουν τίποτα χωρίς εσάς’ μας έλεγε ο Brett στο μικρό secret gig/showcase του άλμπουμ τον Σεπτέμβριο, λίγο πριν ξεκινήσουν το ‘What am I without you’.
Ευχαριστούμε και ανταποδίδουμε.
Μαρία Φλέδου
Sumerlands – Dreamkiller (Relapse Records)
Αν και κονταροχτυπήθηκε στα ίσια με το ‘Hiss’ των Wormrot ο μόνος λόγος που υπερίσχυσε του Asian grindcore είναι η διάρκεια στο χρόνο. Δηλαδή πρόκειται για ένα έργο κλάσικ χέβι μέταλ τόσο καλοδουλεμένο και συνάμα γνώριμο που θα το αναζητήσω πιο συχνά από τα 32 λεπτά του ‘Hiss’. Είναι περίεργο πως το 2022 δυο μισάωρα άλμπουμ συναγωνίζονται για την πρωτιά αν σκεφτείτε ότι οι Red Hot Chilli Peppers κυκλοφόρησαν 2 διπλούς δίσκους γεμάτους ανούσιο σχεδόν υλικό. Keep digging λοιπόν γιατί η αλήθεια βρίσκεται στο underground, ότι είδος μουσικής κι αν ακούτε, ακόμη και το ελληνικό πανκ πλέον παρουσιάζει ιδιαίτερα ενδιαφέροντα πράγματα αλλά αυτό θα το συζητήσουμε στο επόμενο κειμενάκι. Αν θα ήθελα να συνοψίσω, το ‘Dreamkiller’ είναι πολύ εύκολο, φοβερή παραγωγή, τρομαχτικά καλοί οργανοπαίχτες και απίστευτα καλοδουλεμένα φωνητικά. Ιδανικά μέσα στο 2023 θα τους θέλαμε σε μια συναυλία.
Χρήστος Αναγνώστου
The Afghan Whigs - How Do You Burn? (Royal Cream/BMG)
Δέχομαι ότι δεν μπορώ να είμαι αντικειμενική όταν ο Άντρας Της Ζωής Μου βγάζει καινούρια δουλειά, πλην όμως για άλλη μια φορά διαπιστώνεται αναπόδραστα ότι κανείς δεν μπορεί να τραγουδήσει τη λέξη “baby” σαν τον Greg MΟΥ, ότι ο αληθινός έρωτας αιωρείται μέσα στο μυαλό μας σαν ζωντανό φάντασμα ακόμα και 29 χρόνια μετά το “My Curse”, ότι ο μακαρίτης ο Mark Lanegan έδωσε στο δίσκο όχι μόνο τον τίτλο του αλλά και το πνεύμα του (με την ερώτηση “how do you burn?” εννοούσε “τι σε κάνει να φλέγεσαι για ζωή;”). Και ότι η μουσική του Greg Dulli θα είναι για πάντα - για μένα τουλάχιστον - η απάντηση σε όποια απορία και σε όποια ερώτηση έχει η καρδιά μου για τον Έρωτα, τους Άντρες, τη Ζωή, το Σύμπαν και τα Πάντα.
Μαριάννα Βασιλείου
The Soundcarriers – Wilds (Phosphonic)
Οι Βρετανοί Soundcarriers, όπως και οι Broadcast, δεν έχουν κυκλοφορήσει μέτριο δίσκο, και οι τέσσερις τους είναι (λίγοι μεν αλλά) υπέροχοι. Ο φετινός μπορεί να μην ήταν τόσο «τροπικός» ή «ηλιόλουστος» όπως οι προηγούμενοι τρεις αλλά η οχτάχρονη ανάπαυλα φαίνεται να τους έκανε πιο σοφούς και ώριμους. Άλλωστε αν δεν έχεις κάτι ουσιαστικό να πεις, είναι σοφότερο να μην λες τίποτα όπως είχε πει κάποτε και ο José Saramago - ή να μην βγάζεις μέτριους δίσκους κάθε τρεις και λίγο, λέω εγώ... Το 'Wilds' μπορεί να κυκλοφόρησε τον περασμένο Γενάρη αλλά δεν ξεχάστηκε ποτέ από τα ακουστικά μας. Φέτος πήραν τον mod ψυχεδέλεια (που έχει καταντήσει καραμέλα σήμερα) των Human Expression, Electric Prunes και West Coast Pop Art κτλ… και την εκσυγχρόνισαν με έναν ήπιο pop, παλιομοδίτικο αλλά ειλικρινή φουτουριστικό τρόπο, όπως έκαναν οι προκάτοχοί τους Stereolab, οι Broadcast, οι Pram ή και οι Coral κάποτε. «Ηχοκουβαλητές» στον μύλο της ψυχεδέλειας ένα πράμα.
Μάριος Καρύδης
Thus Love - Memorial (Captured Tracks)
Ποια χρονιά θα σκεφτόσασταν, αν σας έλεγα ότι τα τρία μέλη μιας μπάντας ζουν, συνθέτουν και ηχογραφούν κάτω από την ίδια στέγη στο γραφικό Brattleboro του Vermont; Σωστά! Το 2022, αφού όσοι έκαναν κάτι ανάλογο στα 60s και στα 70s κατά κανόνα διάλεγαν ησυχαστήρια σε δάση. Οι Lu Racine, Nathaniel van Osdol και Echo Mars, έτσι όπως προκύπτει από το ηχογραφημένο αποσπασματικά για να μην ενοχλεί τους γείτονες ντεμπούτο τους, μοιάζουν να είναι μια εξαιρετική post-punk μπάντα. Μπορώ άνετα να φανταστώ τον Mark Burgess να ακούει το “Memorial” και να χαμογελά με ικανοποίηση, τόσο για την επιρροή του, όσο και για το πώς αυτή κατέληξε να ακούγεται σήμερα. Κι αν οι Thus Love δηλώνουν ότι στο άλμπουμ είναι διάχυτος ο πόνος και η αίσθηση της απώλειας, σπεύδοντας όμως να συμπληρώσουν ότι αυτές είναι οι προϋποθέσεις της θεραπείας, μην τους παρεξηγείτε. Δεν έχουν καλά - καλά προλάβει να συνειδητοποιήσουν τι εστί post-punk.
Παναγιώτης Αναστασόπουλος
Various Artists - Wild At Heart & Weird On Top (Industrial Coast)
Η απρόσμενη συνάντησή μου με την Industrial Coast έγινε κάπου τέτοιον καιρό, με την ανακοίνωση μιας κασέτας που θα περιλάμβανε/αναμείγνυε πειραματισμό με Nicolas Cage. Τι άλλο να ζητήσεις δηλαδή από το σύμπαν για τη μουσική χρονιά, πέρα από αυτήν την ανακάλυψη; Το Wild Αt Heart & Weird Οn Top στέκεται λοιπόν σε 12 ατάκες ή/και περσόνες του αγαπημένου ηθοποιού, με τους/ες καλλιτέχνες/ιδες να έχουν την ελευθερία να δημιουργήσουν πάνω τους. Οι 14 συνθέσεις που προέκυψαν αφήνουν πάσης φύσεως και παρά φύσιν ανθρώπινο, ζωώδες, μηχανικό συναίσθημα που κινείται από μελωδικούς, εσωστρεφείς, πομπώδεις, πότε-πότε σαγηνευτικούς ήχους και καταλήγουν σε σμάρια θορύβων και αυτοσχεδιαστικών industrial αποδοχών γεμάτων με την υπόνοια του κινδύνου, του υπερφυσικού, του σουρεαλιστικού. Μια κασέτα σαν φιλμάκι μικρού μήκους, το οποίο δεν θα μπορούσε να κουμαντάρει κανείς πέρα από τον Nicolas Cage. Τόσο με το τελετουργικό τσουνάμι έντασης του σώματός του, όσο και με την προσπάθειά του να εξανθρωπίσει το παράλογο μέσω των εξπρεσιονιστικών τρόπων της ερμηνείας του.
Χριστίνα Κουτρουλού
Vieux Farka Touré & Khruagbin – Ali (Dead Oceans)
Έμαθα τα blues της ερήμου από τον μακαρίτη πατέρα Ali Farka Touré (και τον Ry Cooder), τον γιο όμως τον έχασα κάπου στη διαδρομή, παρότι η δεκαπενταετής πορεία του είναι γεμάτη διαμάντια. Φέτος, κουρασμένη από την οχλοβοή της δυτικής μουσικής και του Πρώτου Κόσμου γενικότερα, ξέπλυνα την ψυχή και τα αυτιά μου με το άλμπουμ που έγραψε ο Vieux Farka μαζί με το τρίο των παιδιών-θαυμάτων από το Χιούστον. Διάβασα στον Guardian την αναφορά του Alexis Petridis στον τρομπετίστα John Hassell και στην έννοια της μουσικής του «Τέταρτου Κόσμου», (την ενοποίηση πρωτόγονων και φουτουριστικών ήχων ή πιο απλά την επεξεργασία στοιχείων από πολλές μουσικές παραδόσεις με ηλεκτρονικές τεχνικές). Το άλμπουμ Ali, φόρος τιμής στον πατέρα του Vieux Touré, είναι το ιδανικό παράδειγμα αυτής της έννοιας. Διασκευάζοντας τις συνθέσεις των ανοιχτών οριζόντων του Ali Farka Touré, οι Khruagibin κράτησαν τον μινιμαλισμό του μαλινέζικου Songhay (του blues της Δυτικής Αφρικής), τονίζοντας διακριτικά τη μεταφορά του στις ΗΠΑ και την εξέλιξή του στην κλασική αμερικανική blues παράδοση.
Χίλντα Παπαδημητρίου
Wiegedood - There's Always Blood At The End Of The Road (Century Media)
Αμείλικτο, φρενήρες, παρανοϊκό, επιθετικό, άμεσο, σκισμένο black metal. Σε πιάνει από το πρώτο δευτερόλεπτο από τον λαιμό και σε βουτάει σε έναν ακουστικό βούρκο απύθμενης σκοτεινής ενέργειας και σε χτυπά αλύπητα με όλα του τα μουσικά όπλα. Χάνεσαι σε αυτό τον μασίφ, πηχτό όγκο παράνοιας που βιώνεις. Και ενώ έχεις ξανακούσει πολύ παρόμοια πράγματα, οι Wiegedood το κάνουν κάπως αλλιώς. Κάπως πιο αληθινά. Κοφτεροί και αιχμηροί ακούγονται και είναι πράγματι επικίνδυνοι έτσι ακριβώς δηλαδή όπως θα έπρεπε να ακούγεται το μέταλ σήμερα. Χωρίς ανούσιες γραφικότητες, χωρίς μακιγιάζ και μάσκες. Απλά με γνήσια, αληθινά επικίνδυνη επιθετική απαισιόδοξη μουσική.
Με τεράστια riffs, blastbeats και τελείως παρανοϊκά ουρλιαχτά ενστερνίζονται το παρελθόν του ήχου και χωρίς ιδιαίτερες πρωτοτυπίες γράφουν τον καλύτερο δίσκο της μέχρι τώρα καριέρας τους. Αιφνίδιος και ισοπεδωτικός, τούτος ο δίσκος διδάσκει σε όλα τα “σκληρά αλάνια” εκεί έξω πως πρέπει να ακούγεται το μέταλ στην δύσκολη και σκληρή εποχή που ζούμε. Θέλει κότσια μάνα μου. Και ο δίσκος. Και σαφώς η εποχή μας.
Γιώργος Παπαδόπουλος