Ανασκόπηση 2024: 27 (+1) δίσκοι από την διεθνή παραγωγή
Καλώς τους, καλώς τες … μήπως όμως αργήσατε; Ή μήπως βιαστήκατε κιόλας; Γιατί ασφαλώς όποιος και όποια παρακολουθεί τούτες τις σελίδες από το όλο και πιο μακρινό 2000 που πρωτοείδαν το διαδικτυακό φως, θα γνωρίζει ότι παραδοσιακά είχαμε την… ιδιοτροπία να περιμένουμε να ολοκληρωθεί το ανασκοπούμενο διάστημα πριν καταλήξουμε στη λίστα μας (όχι ότι αυτό μας δίνει κάποιο παραπάνω εχέγγυο αντικειμενικότητας και πληρότητας -αν και γλυτώνουμε τουλάχιστον από ανόητες εκ των υστέρων δικαιολογίες). Και τούτο συνέβαινε πριν κιόλας ξεσπάσει ο αγχώδης ανταγωνισμός και το άγχος που έχει καταλάβει όχι μόνο τα κατεστημένα μέσα του χώρου αλλά έχει επεκταθεί ψυχαναγκαστικά και στις ‘απλές’ αφεντιές των μέσων κοινωνικής επίδειξης, είναι που το μάρκετινγκ (εταιρικό και ατομικό) επιτάσσει πλέον «πιο νωρίς, πιο γρήγορα». Η δική μας συνειδητή επιλογή από την άλλη είναι εδώ και χρόνια η ακριβώς αντίθετη, να είμαστε δηλαδή εν επιγνώσει και εκ προθέσεως ανεπίκαιροι και ανεπίκαιρες, διεκδικώντας την πολυτέλεια της βραδύτητας, των ρυθμών μας και κυρίως των επιλογών μας (με τις εμμονές και τις υπερβολές τους), δεν αισθανόμαστε την ανάγκη να τρέχουμε πίσω από κάθε κόκκαλο που πετιέται στην δημόσια αρένα. Και που εξίσου γρήγορα ξεχνιέται μέχρι να έρθει το επόμενο.
Για μία ακόμη χρονιά λοιπόν κοιτάμε προς τα πίσω. Σε μια ακόμη πλούσια-υπερπληθωρική μουσικά και δισκογραφικά παραγωγή - και έχοντας πάντα υπ’ όψιν την δυσκολία διαχωρισμού της ήρας από το στάρι, ειδικά εν μέσω του καθημερινού πλέον κυκεώνα μουσικών κυκλοφοριών. Χωρίς αξιολογική σειρά, χωρίς μεγαλόστομα ακατέβατα κατεβατά και παραθέσεις ονομάτων (όλο και πιο εξωτικών και άγνωστων και ανομοιογενών). Και με το βάρος της απολύτως ελεύθερης επιλογής του ενός και μοναδικού δίσκου, όχι απαραίτητα «αγαπημένου» ή «καλύτερου» (έννοιες έτσι κι αλλιώς ασαφώς οριζόμενες και αναπόφευκτα συγχεόμενες). Και πάνω από όλα, με την απολύτως ερασιτεχνικά επαγγελματική αντιμετώπιση των επιλογών μας - επαγγελματική με την έννοια της σοβαρότητας και της αγάπης με την οποία τις αντιμετωπίζουμε. Όχι ως αντικείμενο συναλλαγής με εταιρίες παραγωγής/δισκογραφίας/δημοσίων σχέσεων, αλλά καθαρά και μόνο ως μέσο έκφρασης συναισθημάτων και σκέψεων.
Και του χρόνου να είμαστε όλες και όλοι εδώ…
Εκ της αρχισυνταξίας, Α.Ξ. & Μ.Β.
Adrián de Alfonso - Viator (Maple Death)
Στα tags της σελίδας παρουσίασης του άλμπουμ στο bandcamp περιλαμβάνονται οι λέξεις-κλειδιά experimental, ambient, flamenco, folk, industrial, noise, post-punk, psych οι οποίες δίνουν μια γενική εικόνα της μουσικής του Viator. Ο Adrián de Alfonso (επιπλέον πληροφορίες στην ιστοσελίδα του) κατά κάποιο τρόπο τραγουδάει και παίζει unplugged midi guitar ενώ στο άλμπουμ συμμετέχει ακόμη ένα διπλό μπάσο, μερικά κρουστά και κλακέτες, μια μμμμμμμμμμμμμμινιμαλιστική χορωδία και διάφορα ηλεκτρονικά πειράγματα. Το αν η τελική αίσθηση είναι αυτή του φλαμένκο ή του πειράματος είναι απόφαση του εκάστοτε ακροατή. Το δε ‘Postrer Ciclón’ συγκαταλέγεται στα πιο αγαπημένα μου φετινά κομμάτια.
Βασίλης Παυλίδης
Barry Adamson – Cut to black (Mute)
Στο αλησμόνητο Μουντιάλ του ‘94 που συμμετείχε και η Εθνική μας με γενικό απολογισμό τρεις ήττες, έχοντας φάει δέκα γκολ και μην έχοντας σκοράρει, οι προσδοκίες μας είχαν πάει περίπατο πριν την έναρξη της διοργάνωσης όταν οι διεθνείς είχαν ερωτηθεί για τις μουσικές τους προτιμήσεις. Οι απαντήσεις ήταν μια καταγραφή του σκυλάδικου της εποχής εκτός από τον Σάββα Κωφίδη και τον Μηνά Χατζίδη που είχαν απαντήσει στο ερώτημα με δύο συγκροτήματα heavy metal. Μετά από δέκα χρόνια κατακτούσαμε το Euro 2004 κι αν είχαν ερωτηθεί οι διεθνείς –κανείς δεν τόλμησε – οι απαντήσεις θα ήταν χειρότερες από το 1994. Οι δύο χεβιματαλάδες στέρησαν τη συνοχή από την ομάδα του Αλκέτα Παναγούλια. Υπήρχε και ένας τρίτος τότε που θεωρώ πως έδωσε την πιο μοντερνίστικη απάντηση αντίστοιχη με τα φάουλ μπανάνα που άφηνε αγάλματα τους πορτιέρο του Ολυμπιακού. Ο Δημήτρης Σαραβάκος απάντησε πως δεν ακούει μουσική. Άψογος σε όλα του.
Θέλοντας να τιμήσω τον μεγάλο δεξιό εξτρέμ ήθελα να στείλω στον αρχισυντάκτη ένα λιτό κείμενο όπου θα έλεγε ορθά κοφτά πως δεν αγάπησα κανένα άλμπουμ το 2024. Γιατί η αγάπη φίλοι μου… Ας το αφήσουμε γιατί τελειώνει το περιθώριο των λέξεων. Πολύ βιαστικά λοιπόν. Ένα άλμπουμ με δέκα τραγούδια που τα ξεχωρίζεις κι ανακαλύπτεις με κάθε ακρόαση. Που σε κάνει να αναπολείς την εποχή του Σαραβάκου και των βινυλίων κι όταν κουνάς το κεφάλι σου στο μπαρ παρατηρώντας τον κολλητό που δε βάζει γλώσσα μέσα «σταμάτα λίγο ρε να ακούσουμε, τι είναι αυτό ρε φίλε;» o δισκοθέτης σου απαντάει.
Αυτός φίλε μου είναι ο Barry Adamson από το τελευταίο του άλμπουμ ‘Cut To Black'.
Μιχάλης Βαρνάς
Beth Gibbons - Lives outgrown (Domino)
Ο Εμπενίζερ Σκρουτζ εκείνα τα Χριστούγεννα δέχτηκε την επίσκεψη διαφόρων φαντασμάτων από το παρελθόν το παρόν και το μέλλον. Το κάλεσμα του αρχισυντάκτη για την φετινή ανασκόπηση με έβαλε σε σκρουτζική θέση καθώς στο πληκτρολόγιο σπρώχνονταν αίφνης φαντάσματα παρελθόντων δεκαετιών που διεκδικούν το παρόν και πιθανά ακόμα και το μέλλον. Ο Cave, οι Cure και η Beth Gibbons ήταν τα πιο επίμονα, με αυτό της Gibbons να κερδίζει. Θες το ακριβοθώρητο (ή ακριβοάκουστο;) που πρέπει να φάμε δεκαετίες για να διαβάσει η βελόνα μας το χαρακτηριστικό της vibrato, θες ο χρόνος που έχει τραυματίσει τους στίχους της με απώλειες, απογοητεύσεις μέχρι τελικού ζόφου (για αυτό δεν την αγαπάμε άλλωστε;), θες οι συνθέσεις που ζυγίζουν τις συναισθηματικές σου αντιστάσεις και τις βγάζουν νοκ άουτ στον πρώτο γύρο- για όλα αυτά και άλλα πολλά, το 'Lives Outgrown' είναι η δική μου κατάθεση σε αυτή την κοινή αποτίμηση του 2024.
Ελεάνα Γαρίνη
Bill Ryder-Jones – Iechyd Da (Domino)
"Στην υγειά μας!" Αυτό σημαίνει η πρόποση "lechyd da" στα ουαλικά και ταιριάζει με τις μέρες ευχών που διανύουμε, ολοκληρώνοντας έτσι τον κύκλο των ωραίων ακουσμάτων του '24, αφού ο Bill Ryder-Jones ήταν από τους πρώτους που μας ευχήθηκαν μουσικά πέρυσι.
Το υπέροχο εξώφυλλο, έργο του Σκωτσέζου Dale Brissland "Texture and Light, Crail" αφήνει το γλυκό φως του πίνακα να διαχέεται σα βουβή μελωδία στα 13 κομμάτια του άλμπουμ και το ροδακινί να διαπερνάει με τη ζεστασιά του τους στίχους των τραγουδιών.
Ο κοραλλιογενής μπασίστας μας δίνει την πιο συναρπαστική μέχρι σήμερα δουλειά του, συνταιριάζοντας θαυμάσια λαμπερές κιθάρες και τρυφερά έγχορδα, παιδικές χορωδίες και σιωπηλούς τόνους, κόρνα και υποψίες ντίσκο, μεστές και εμπνευσμένες μελωδίες με μελαγχολικούς στίχους, βαλς και απαγγελία Τζόυς.
Το αποτέλεσμα είναι καθηλωτικό, το άλμπουμ σε τραβάει αργά κι απλώνεται μέσα σου χωρίς να σε πνίγει, καταστροφικό και λυτρωτικό συνάμα. Βαθιά εξομολογητικός, ο καλλιτεχνης παλεύει με τους προσωπικούς του δαίμονες και με αφετηρία την αγάπη, την απώλεια και το βαθύ σκοτάδι φτάνει στην ελπίδα και το φως, φτιάχνοντας "θετική μουσική" σ' αυτό το άλμπουμ (όπως λέει ο ίδιος), όπου το ταλέντο ξεχειλίζει.
Αν όλα αυτά δεν ήταν αλήθεια, και μόνο για το "This can't go on", που είναι το εμβληματικό τραγούδι του δίσκου, αξίζει να τον ακούσεις. Ζεσταίνει την καρδιά και δεν έχει και χρεώσεις.
Nos da, λοιπόν, και αποσύρομαι.
Βασούλα Τσιμινάκη
Billie Eilish – Hit Me Hard and Soft (Darkroom)
Η φετινή χρονιά ανήκει δικαιωματικά στη Billie Eilish από πλευράς μου καθώς ήρθε το πλήρωμα του χρόνου και για τις δυο μας να τη γνωρίσω επιτέλους μουσικά και να της αναγνωρίσω το υπέρτατο ταλέντο της μέσα από ένα ποπ άλμπουμ με φρεσκάδα, έχοντας η ίδια κατασταλάξει σε έναν ήχο νεανικό και ώριμο μαζί, αποχαιρετώντας ελπίζω μία και καλή την καταθλιπτική έφηβη του παρελθόντος.
Πέρασα πολύ καλά ακούγοντας το “Hit Me Hard and Soft” και είμαι σίγουρη ότι θα με συντροφεύει και του χρόνου σε καλές μόνο στιγμές.
Νάνσυ Σταυρίδου
Charles Lloyd - The Sky Will Be Still There Tomorrow (Blue Note)
O 86χρονος σήμερα Charles Lloyd είναι ο μόνος απ’ τους 50s/60s αναμορφωτές της αμερικάνικης τζαζ που συνεχίζει ακόμα -οι περισσότεροι έφυγαν, κάποιοι πολύ πρόωρα. Το ταξιδιάρικο, απρόβλεπτο αλλά πάντα ευγενικό και λεπτεπίλεπτο παίξιμό του, σε οποιοδήποτε πνευστό διαλέγει, συνήθως τενόρο σαξόφωνο, όρισε μια εντελώς ιδιοσυγκρασιακή διαδρομή εδώ και σχεδόν επτά δεκαετίες. Δυo στάσεις της είχαμε την ευκαιρία να ζήσουμε κι εδώ, τελευταία φορά τον Ιούλιο στο Ηρώδειο.
Στη χρονιά που το νέο αίμα πολλές φορές με απογοήτεψε ή με πρόλαβαν άλλοι mic-εργάτες, το "The Sky Will Still Be There Tomorrow" έδωσε ακέραιο νόημα στη μουσική ακρόαση, τη συγκίνηση, τη μέθεξη κι έναν συναισθηματικό πλούτο που σας προτείνω να μοιραστούμε.
Ήδη με το ψαρωτικό "Defiant, Tender Warrior" που ανοίγει την πρώτη πλευρά μας συστήνεται ως bop, post bop, αλλά ο τρόπος που εκφέρεται ακούγεται απολύτως σημερινός. Και για διπλό δίσκο, αισθάνομαι "κάπως" που θα χρησιμοποιήσω τη λέξη "οικονομία" για να τον περιγράψω -δεν περισσεύει νότα όμως, δεν χάνεις στιγμή και τι νότες είναι αυτές που παίζουν και πλέκουν απέριττα οι μουσικοί μεταξύ τους, παίζουν 20 χρόνια μαζί κι εδώ λες κι ακούμε το απόσταγμά τους.
Το τελευταίο φύσημά του Lloyd στο σαξόφωνο, όταν το κατανυκτικό φινάλε "Defiant, reprise" τρεμοσβήνει, θα ήταν η καταλληλότερη ακροτελεύτεια εκπνοή ενός απολαυστικού, σπουδαίου μουσικού.
Αν και μπορεί να τα ‘χει συμφωνήσει ήδη με τον Κολτρέην και τα άλλα παιδιά που φύγανε νωρίς και να ‘χει γίνει κανα μεταφυσικό παρανόρμαλ ντηλ, να ‘χει βρυκολακιάσει η bop μέσα του. Να μας θάψει όλους.
Γιάννης Πλόχωρας
Cumgirl8 - The 8th Cumming (4AD)
Τέσσερις ψωνισμένες κόρες μεσοαστών που καβλαντίζουν με πρότζεκτς στο Μανχάταν έχουν φτιάξει μια κοριτσίστικη μετα-ράιοτ γκερλ κολεκτίβα που το παίζει ιστορία αλλά ξέρει ότι είναι για τον κουβά, οπότε το ρίχνει στην παλαβή και στο μεταμοντέρνο. Μέχρι και την Σούζαν Σόνταγκ έβαλαν από πλάνα αρχείου σε ένα βιντεοκλίπ τους να τους δίνει κρέντιτ. Πού είναι ο εισαγγελέας, οεο;
Τις τσίμπησε όμως η 4AD, διάσημη για τα κατά καιρούς άκυρα που κυκλοφορεί, αμαυρώνοντας το ρόστερ της στα δακρυσμένα μάτια των καθαρολόγων μυστών της, και φέτος έτυχε να ‘ναι το ντεμπούτο LP τους "The 8th Cumming", σαφώς χειρότερο απ’ το προπέρσινο EP τους "Phantasea pharm" που ήταν ένα ηλεκτροκίτς ανοσιούργημα.
Δεν ξέρουν να παίζουν, δεν ξέρουν να τραγουδάνε, δεν ξέρουν να γράφουν κομμάτια, δεν ξέρουν να ντύνονται, δεν ξέρουν να κουνάνε τον κώλο τους, δεν ξέρω γιατί το έχει βγάλει δίσκο της χρονιάς ο ...
Σεραφείμ Διακουράκης
Defacement - Duality (Avantgarde Music)
Σε μια χρονιά κατά την οποία οι Blood Incantation, άλλαξαν πίστα και πεδίο στόχευσης, επαναπροσδιορίζοντας τις αντοχές των ακροατών extreme μουσικής στις άνευ ετέρου πολυδαίδαλες συνθέσεις, κυκλοφορώντας το υπερφιλόδοξο ‘Absolute Elsewhere’, που (λογικά) κάποτε θα αναγνωριστεί ως το OK Computer του είδους του (ή καλύτερα: των ειδών του), ένα γνήσια underground ισοδύναμο ήταν απαραίτητο για να έρθουμε στα ίσα μας. Και μας το έδωσαν χωρίς πολλά–πολλά, στο τρίτο τους άλμπουμ, οι «πολιτογραφημένοι» Ολλανδοί Defacement, που όμως στην πράξη είναι ένας Ολλανδός, δύο Λιβανέζοι και ένας Ιταλός.
Τέσσερις κύριες συνθέσεις με διάρκεια από 5 έως 16 και κάτι λεπτά, και ενδιάμεσα τέσσερις οιονεί οιωνοί αυτών, διάρκειας δυόμιση λεπτών περίπου, περισσότερο για να επανακωδικοποιείται, παρά για να ανασαίνει ο ακροατής (αυτό που δεν έκαναν οι Blood Incantation δηλαδή, εγκλωβιζόμενοι σε δύο εξαντλητικά ημίωρα), σφραγίζουν το αμετάκλητο σπάσιμο των συνόρων ανάμεσα σε death και black metal (πράγμα που δεν είχε καταφέρει το blackened death metal), αναγορεύοντας την κάθε είδους παραφωνία και δυσαρμονία όχι σε ζητούμενο, αλλά σε προαπαιτούμενο.
Σε συμβολικό επίπεδο, οι Defacement συνεχίζουν να αποστρέφονται την τάση του black metal να κρύβει το πρόσωπο του πίσω από διαφόρων υφών προσωπεία, προτάσσοντας μία κατά βάση απρόσωπη μουσική, όχι όμως τόσο απροσπέλαστη όσο θα θεωρήσει την πρώτη φορά ακόμη και ο πιο έμπειρος ακροατής του είδους. Το ‘Duality’ είναι μεν σε όλη τη διάρκεια του ένας απροσπέλαστα συναισθηματικός δίσκος, αλλά τελικά μόνο υπό το δεύτερο συνθετικό του μπορεί να ακουστεί σωστά, δηλαδή με το να καταφέρει κανείς να προσπελάσει την κρούστα συναισθηματικής ανεπάρκειας που προτάσσεται επ’ αυτού.
Είναι παραπάνω από ευχής έργον το ότι στις 21 του ερχόμενου Φλεβάρη θα έχουμε την ευκαιρία να τα δούμε και να τα ακούσουμε όλα αυτά (απρόσωπα και μη) επί της σκηνής του An Club, σε μία ακόμη συναυλία της Ten Out Of Ten Production, που αν συνεχίσει με αυτό τον ρυθμό, έστω και για μια πενταετία, θεωρώ ότι θα δικαιούται κάποτε να επαίρεται περί του ότι «σφυρηλάτησε μια γενιά ακροατών στο zeitgeist του ουσιαστικού ακραίου ήχου».
Σαν επίλογο ας κρατήσουμε το ότι η ωφέλιμα ελιτίστικη Avantgarde Music, από την Ιταλία, κυκλοφορώντας φέτος και το –ομοίως τρίτο άλμπουμ- Buonanotte Berlinguer του αμιγώς Ιταλού μουσικού/κιθαρίστα Cigno θέτει σοβαρή υποψηφιότητα και για τη θέση του underground label της χρονιάς. Αλλά επ’ αυτού θα πρέπει να τα πούμε εκτενέστερα.
Άρης Καραμπεάζης
DIIV – Frog in Boiling Water (Fantasy Records)
Τελειώνει ακόμη μία απογοητευτική χρονιά για την ανθρωπότητα και ευτυχώς έχουμε ακόμη μουσική από ανθρώπους που παραμένουν ‘in tune’ με την σύγχρονή τους/μας πραγματικότητα και βρίσκουν τους ήχους και τις λέξεις που την κάνουν λίγο πιο υποφερτή.
Συνήθως αναγνωρίζω τον ‘δίσκο της χρονιάς’ μου από το πρώτο άκουσμα, έτσι και φέτος, την χρονιά που κυκλοφόρησαν καινούρια και υπέροχα άλμπουμ, εκτός όλων των άλλων, το αγαπημένο μου αλλά και το καλύτερο συγκρότημα του κόσμου (μου). Παραδόξως δεν με προβλημάτισε αυτό ιδιαίτερα, εξάλλου αν δεν υπήρχαν Ride δεν θα υπήρχαν DIIV, αν δεν υπήρχαν Cure δεν θα υπήρχαν ούτε Ride ούτε τίποτα. Και με αυτή την σκέψη-σύνδεση προχωράω χωρίς τύψεις στη επιλογή μου για το ’24.
Το ‘Frog in Boiling Water’ είναι άλλο ένα άλμα στη εξέλιξη των DIIV, μουσικά, στιχουργικά, αισθητικά και είναι το άλμπουμ που με γέμισε χαρά και μία περίεργη αισιοδοξία μέσα στο δυστοπικό του concept γιατί είναι απόδειξη πως η μουσική μπορεί να είναι ταυτόχρονα μελωδία και θόρυβος, έξυπνη και σκεπτόμενη, και φυσικά μέσα σε όλα αυτά πολιτική.
Μαρία Φλέδου
Fontaines D.C. - Romance (XL Recordings)
Το "Romance" των Fontaines D.C. είναι από εκείνους τους δίσκους που σε κάνουν να σκέφτεσαι: «Πού ήμουν εγώ τόσο καιρό;». Η φωνή του τραγουδιστή με την ξεχωριστή χροιά της και ο ρυθμός που σε σπρώχνει να σηκωθείς, ακόμα κι αν έχεις βολευτεί στον καναπέ της (σχεδόν) πέμπτης δεκαετίας της ζωής σου, δημιουργούν μια ατμόσφαιρα που σε τραβάει αβίαστα σε έναν κόσμο γεμάτο ιστορίες. Σε σχέση με τους προηγούμενους δίσκους τους, το 'Romance' φαίνεται αυθεντικά και αβίαστα σημαντικό, χωρίς να προσπαθεί υπερβολικά να εντυπωσιάσει ή να πειραματιστεί για χάρη της καινοτομίας. Είναι ένα post-punk ταξίδι που σου υπενθυμίζει ότι η μουσική μπορεί πάντα να σε εκπλήξει. Αν ψάχνεις έναν ακόμα λόγο να αγαπήσεις το indie, μόλις τον βρήκες!
Κωνσταντίνα Σιούντρη
Future Islands - People Who Aren't There Anymore (4AD)
Τον Samuel T. Herring τον πρωτοπέτυχα το 2014 τελείως κατά τύχη σε ένα αδέσποτο βιντεάκι στο Twitter (σιγά μην το αποκαλέσω ποτέ Χ), στο οποίο τον είδα για πρώτη φορά να χορεύει με την ψυχή του στην εκπομπή του David Letterman ερμηνεύοντας με τους λοιπούς Future Islands το "Seasons (Waiting Οn You)". Ποιος ήταν αυτός ο συμπαθέστατος ατσούμπαλος τύπος που φαινόταν να προσπαθεί να φτύσει το κουβάρι των σκέψεών του στα τραγούδια του και να μιλάει για μένα χωρίς να με ξέρει; Έπρεπε να το μάθω – κι έμαθα ότι με με τον Sam ζούμε ζωές παράλληλες, εκείνος στην Αμερική κι εγώ στην Ευρώπη: γεννηθήκαμε την ίδια χρονιά, το 1984, μόλις με μία μέρα διαφορά (εκείνος στις 13 κι εγώ στις 14 Απριλίου), χορεύουμε με την ψυχή μας χωρίς να μας νοιάζει αν γελάνε μαζί μας, αγαπήσαμε ανθρώπους πιο πολύ από τη ζωή μας και ζήσαμε την απόλυτη ευτυχία μαζί τους – κι ας μην είμαστε πια μαζί τους. Το “People Who Aren't There Anymore” είναι ακόμα ένα κεφάλαιο των παράλληλων ζωών μας: εκείνος τις τραγουδάει κι εγώ τις ακούω – γι’ αυτό και τον αγαπώ τόσο μα τόσο πολύ.
Μαριάννα Βασιλείου
Gewalt – Doppeldenk (Clouds Hill)
Αυτά που θα διαβάσετε στις επόμενες γραμμές ίσως να σας ακουστούν υπερβολικά. Δεν πειράζει. Συνεχίστε να διαβάζετε, ακούστε τουλάχιστον και μετά κρίνετε και για τον εαυτό σας.
Για μένα το “Doppeldenk” των εκ Βερολίνου ορμώμενων δεν είναι απλά ο δίσκος της χρονιάς. Είναι ο δίσκος της δεκαετίας, του 21ου αιώνα και βάλε. Εφάμιλλος στην σπουδαιότητα του με τα ‘Never mind the bollocks’ των Sex Pistols, ‘Unknown Pleasures’ των Joy Division, ‘Pornography’ των Cure, ‘A Secret Wish’ των Propaganda, ‘Passover’ των Black Angels. Και όπως πάντα η σωτηρία έρχεται από το χιλιοακουσμένο, μυριάκις αντεγραμμένο και παρά τις εκάστοτε κοιλιές, επί της ουσίας απέθαντο post punk. Αυτό θα μας σώσει τελικά. Τελεία και παύλα.
Οι Gewalt με το ‘Doppeldenk’ και το Wut Wave τους στιχουργικά, ηχητικά, επί σκηνής εκφράζουν το Zeitgeist των καιρών μας, που θα γίνει πολύ ζόρικο δυστυχώς πιστεύω σύντομα. Το καζάνι βράζει εδώ και καιρό. Όποιος το συνειδητοποιήσει τώρα, το συνειδητοποίησε.
Ραντεβού στο δεξί ηχείο στο επόμενο live των Gewalt στην Ελλάδα.
ΥΓ: Παραπάνω απο ευγνώμων στον Ralf Dörper των Propaganda που μου τους πρότεινε. Δίσκος της χρονιάς και για αυτόν.
Απόστολος Βαρνάς
Gordan - Gordan (Glitterbeat)
Ο Μεσαίωνας των Σλάβων και η πολιτισμική του δυναμική, η οποία κατέκλυσε (και) τη βαλκανική μας γειτονιά κατά τη διάρκεια των βυζαντινών αιώνων, τρέφει την έμπνευση αυτού του πολυεθνικού τρίο, το οποίο αρθρώνεται γύρω από την κεντρική φιγούρα της τραγουδίστριας και συνθέτριας Svetlana Spajić. Όσα προκύπτουν, πάντως, υπερβαίνουν τον ορίζοντα άλλης μίας διαπραγμάτευσης πάνω σε ό,τι λέμε «ρίζες», γιατί οι παραδόσεις της Σερβίας –που κατά βάση χρησιμοποιούνται εδώ– φιλτράρονται μέσω μιας αυτοσχεδιαστικής μουσικής, που κρατάει τα πράγματα λιτά και στοχεύει στην οικοδόμηση μιας τελετουργίας με ταυτότητα πειραματική (experimental, αν θέλετε και τη διεθνή ετικέτα). Η οποία δείχνει παράξενα οικεία εδώ στην Ελλάδα (ακούστε το "Šara", λ.χ.), μαγνητίζοντας με έναν τρόπο μη συνηθισμένο, που μπορεί, υπό όρους, ν' αγγίξει ακόμα και τα «σκοτεινά» παιδιά της πόλης. Θα είναι χάρμα, αν τους φέρουν στο Borderline Fest 2025.
Χάρης Συμβουλίδης
Keelay Forsyth – The Hollow (130701)
Το ‘Hollow’ είναι ένα έργο που κάπως το κρατάς για ειδικές περιπτώσεις. Άπαξ και έρθεις σε επαφή μαζί του και κολλήσεις, μετά δεν ενδίδεις αλόγιστα. Σαν γλυκόπικρο φαρμάκι που σε χαλάει αλλά το πίνεις για να νιώσεις καλύτερα. Και μπορεί να καταλαβαίνεις εξαρχής το μικρό εκτόπισμα του δίσκου όσον αφορά την ποπ κουλτούρα –γι’ αυτό και δεν φάνηκε σχεδόν σε καμία λίστα, πουθενά- αλλά συνάμα έρχεσαι αντιμέτωπος κατάμουτρα με το ειδικό βάρος και την ουσία του σχεδόν ακαριαία από την πρώτη νότα του και εκεί είναι που παθαίνεις το σοκ. Παραδίνεσαι μπροστά σε αυτό το αλλόκοτο σκοτεινό μονόπρακτο ιδιαίτερης ιδιοσυγκρασίας και αισθητικής και αυτό με την σειρά του σε ανταμείβει κρατώντας σου συντροφιά σε μια χρονιά αλλοπρόσαλλη, ισοπεδωτικά γρήγορη και συναισθηματικά απαιτητική.
Τα απροσπέλαστα σκοτάδια του, η απροσάρμοστη θεατρικότητα της φωνής της Forsyth, μια εγγενής δυστοπία σχεδόν σαν καμμένος τόπος να σχηματίζεται εικονοκλαστικά κάτω απο τα κλειστά μάτια σου κατά την διάρκεια της ακρόασης είναι μερικά από τα στοιχεία που κάνουν αυτό τον δίσκο ένα πραγματικό αριστούργημα. Ή για να το πούμε πιο προσγειωμένα κάνουν το “Hollow” τον δίσκο-λάφυρο, τον πιο αγαπημένο. Εκείνον που ζήσαμε παρέα την χρονιά που φεύγει.
Γιώργος Παπαδόπουλος
Maruja - Connla’s Well (Αυτοέκδοση)
Ένα (ακόμα) Ε.Ρ. από μια μπάντα παλαιάς νοοτροπίας, αλλά με ολόφρεσκο ήχο. Μια μπάντα που ίσως κάνει κάποιους ηλικιακά νεότερους να ανατρέξουν στη βοήθεια του «θείου» google για να πληροφορηθούν τι σημαίνει το “word of mouth” στα μουσικά, που αφήνει τους άλλους να την αποκαλούν psychedelic jazz-punk και κάνει το hip hop να μην μοιάζει κακόηχο ή άμουσο στα αυτιά των περισσότερων που έχουν ξεπεράσει τα δεύτερα -άντα. Τέσσερις τύπους που νιώθουν άβολα όταν τραγουδώντας διαπιστώνουν ότι “The truth/It hides” κι έχουν βάλει σκοπό της ζωής τους να την ανακαλύψουν μέσα από μια σύγχρονη και συχνά οργισμένη πρωτόγονη ποιητική ματιά. Που δε διστάζουν να έχουν το σαξόφωνο στη θέση της κιθάρας και τη rhythm section έξω από τα στεγανά της.
Παναγιώτης Αναστασόπουλος
Mary Halvorson – Cloudward (Nonesuch Records)
Όσο περνάνε τα χρόνια όλο και περισσότερο βλέπει κανείς πόσο εξελίσσεται η Mary Halvorson και η μουσική της. Μουσικός που όταν ξεκίναγε την καριέρα της λόγω του ιδιαίτερου παιξίματος της δεν ήταν λίγοι εκείνοι που την παρομοίαζαν με θηλυκό Derek Bailey.
Θα μπορούσε κανείς να απαριθμεί αρκετές συνεργασίες της, γκρουπ που έχει συμμετάσχει ή δημιουργήσει ή ακόμα και ντουέτα που παραμένουν ενεργά για χρόνια, όπως το πολύ δυνατό με την Sylive Courvoisier.
Δεν θα ήταν ψέμα να πω ότι σε διάφορες εκφάνσεις της (συνεργασίες, διάφορα γκρουπ με ονομασίες που αλλάζουν συνέχεια από άλμπουμ σε άλμπουμ, κ.ά.) πιάνω τον εαυτό μου ο ήχος της να ανακαλεί αρκετά από αγαπημένα μου γκρουπ και καλλιτέχνες. Δεν ήταν λίγες οι φορές που δίσκοι της σε κάποια σημεία μου θύμισαν συνειρμικά τον ήχο των Henry Cow (εύλογα θα ανέφερε κανείς εδώ έναν άλλο φοβερό κιθαρίστα του οποίου το στυλ επηρέασε πολύ κόσμο, τον Fred Frith, από τα ιδρυτικά μέλη του γκρουπ) και συναφών γκρουπ που φλέρταραν με τον ήχο αυτό (εν μέρει κάποιος θα τον έλεγε και ήχο της Recommended, αναφερόμενος στον τρόπο που εξελίχθηκαν αρκετά από τα μέλη και συνεργάτες από όλη τη φάση των Henry Cow (Tim Hodgkinson, Chris Cutler, Slapp Happy, Art Bears, κ.ά.) ή τον ήχο της Carla Bley, που ούτως ή άλλως όλα τα προαναφερθέντα ονόματα έχουν να κάνουν με αυτό που -ας μου επιτραπεί να πω- αποκαλούμε σύγχρονη τζαζ (δεν θα ήθελα να μπλέξω εδώ με κατηγορίες, υποκατηγορίες, κ.λπ.)
Η συνθετική της εξέλιξη ήδη είχε φανεί από το απίστευτο ‘Artessly Falling’ του 2018, όπου πλαισιωμένη από ένα γκρουπ φοβερών μουσικών μας χάρισε ένα μικρό διαμάντι, το οποίο οδήγησε σε δύο πολύ αγαπημένα μου άλμπουμ για αυτή τη δεκαετία που έσκασαν ταυτόχρονα το 2022 σχεδόν αμέσως μετά την πανδημία, αναφέρομαι στα ‘Belladonna‘ και ‘Amaryllis’, τα οποία έλιωσα κυριολεκτικά να παίζω τόσο ψηφιακά όσο και σε φυσική μορφή.
Και το 2024 μας χάρισε το νέο λυρικό της διαμάντι το ‘Cloudward’, όπου πλέον οι μουσικοί που την πλαισίωναν για να δημιουργήσει τον ηχητικό της κόσμο εμφανίζονται ως Amarryllis Sextet. Εδώ βρίσκουμε οκτώ μαγευτικές συνθέσεις που σε απογειώνουν με την ευρηματικότητα και τη δημιουργικότητα τους, από το ‘The Gate’ ή το πιο ροκ ‘Desiderata’ μέχρι το τέλος, αυτός ο δίσκος είναι ένα ακόμα μαγικό ταξίδι όπως το κατέγραψε και μας το δώρισε η Halvorson, χωρίς φυσικά να αγνοώ ή να υποτιμώ τους υπόλοιπους μουσικούς που συμμετέχουν στη δημιουργία αυτού του μικρού διαμαντιού, το οποίο μας θυμίζει τι ακριβώς σημαίνει να παίζεις δημιουργική μουσική.
Νικόλας Μαλεβίτσης
Nick Cave – Wild God (PIAS)
Από τα άγρια χρόνια του ακόμα, ο Nick Cave είχε μια αμφίσημη σχέση με τη θρησκεία, μια σχέση που είχε τις ρίζες της, παραδόξως για έναν λευκό, μικροαστό Αυστραλό, στα blues και τα gospel. Τότε ήταν απλώς η θεματολογία των στίχων, σήμερα πια ολοκληρώθηκε σ’ αυτή τη gospel λειτουργία που είναι το τελευταίο του άλμπουμ. Και σαν ταλαντούχος και λιγάκι πομπώδης ιερέας κάποιας μικρής εκκλησίας του (αμερικανικού) Νότου, διακηρύσσει το μήνυμά του: η θλίψη κι ο πόνος είναι η καθημερινότητά μας, αλλά παρά το βάρος τους, μπορούμε να ζήσουμε τη χαρά της ζωής. Ακόμα και τα βατραχάκια στα ρείθρα του πεζοδρόμιου νιώθουν την ευτυχία της βροχής –γιατί όχι εμείς;
Το σφιχτό ηχητικό σύμπαν των μουσικών του, με προεξάρχοντα τον Warren Ellis, συνοδεύει αυτό τον ύμνο στη χαρά, στη ζωή, στην ελπίδα - Oh we’re wild gods, baby, we’re wild gods. Δεν μπορείς να διανοηθείς πόσο το χρειαζόμασταν αυτό το καθαρτικό κλάμα, φίλε Nick. Ή μάλλον μπορείς, γι’ αυτό μας βλέπεις να κλαίμε τις συναυλίες σου.
Χίλντα Παπαδημητρίου
Nonpareils - Rhetoric & Terror (Mute)
Το νέο πόνημα του σόλο πρότζεκτ του Aaron Hemphill (πρώην Liars) που αυτή τη φορά τον συνοδεύουν η σύζυγός του (Angelika Kaswalder) στα φωνητικά και ο πολυ-instrumentalist Morgan Henderson. Σημείο εκκίνησης της έμπνευσης αυτή τη φορά μαθαίνουμε πως είναι το βιβλίο του Ιταλού φιλοσόφου Giorgio Agamben "The Man Without Content". Είναι το τελικό αποτέλεσμα το σουρεαλιστικό, απόκοσμο καλειδοσκόπιο που ίσως φαντάζεται ο δημιουργός ή απλά μια ανώτερη βερσιόν των Animal Collective που ίσως ακούσει ένα κακόπιστο αφτί;
Τίποτε από τα δύο. Στην επαρκή του εκδοχή μια αξιοπρεπής καταγραφή ψυχεδελικής ποπ, στις καλές του στιγμές μια συνάντηση του Eno των 70s με λίγο γερμανοπρεπές new wave και στις κορυφώσεις του ένας πομπός οργανωμένου χάους, ο δίσκος καταφέρνει να περάσει από όλες τις γειτονιές στις οποίες έπαιξε μπάλα το post-rock χωρίς να συναντήσει τα κλισέ του είδους πουθενά. Με λίγη καλή διαστροφική διάθεση φαντάζεσαι τον Hemphill να παρατάει τα ημίμετρα, να το ρίχνει στον κανονικό μινιμαλισμό και το 2028 είτε να παραδίδει το αριστούργημα της δεκαετίας είτε να πηγαίνει σπίτι του.
Γιώργος Λεβέντης
Noor - Mother's Guilty Pleasure Part One (Αυτοέκδοση)
Φυσικά Noor, δεν τέθηκε καν ζήτημα για μένα. Μπορώ να σκεφτώ κι άλλους δίσκους που ελπίζω ότι θα ακούω μελλοντικά με την ίδια ευχαρίστηση, αλλά κανείς δεν με ενοχλεί και συναρπάζει (ειλικρινέστερα, μάλλον με ενοχλεί που με συναρπάζει) όπως το “Mother's Guilty Pleasure Part One”. Αρχής γενομένης από το οριακής αισθητικής εξώφυλλο όπου η όμορφη - creepy μαμά με τα καρτουνίστικα χείλη και τις τεράστιες βλεφαρίδες με καρφώνει με ικανοποίηση όσο την καρφώνει εξίσου καρτουνίστικα το μαχαίρι, αλλά και το πολύσημο έρπειν του αρχικού βασανιστικού riff στο κατώφλι οποιασδήποτε περιοχής του σκληρού ήχου πριν πάρουν τα πράγματα τον δρόμο τους, το ντεμπούτο των Καναδών μου δημιούργησε αναστάτωση κατευθείαν.
Ποιοι είναι οι πιτσιρικάδες με τον τραγουδιστή - φαινόμενο που δεν τους ξέρει η μάνα τους, έβγαλαν μόνοι τους δίσκο και αψηφούν όλους τους κανόνες του ταλαίπωρου prog / USPM που συνήθως ακούγεται σαν φτωχός συγγενής του prog rock / metal; Πώς έρχεστε κύριοι από το πουθενά και βγάζετε τέτοια δισκάρα, βουτηγμένη στη Μέση Ανατολή (δύο μέλη του συγκροτήματος είναι μετανάστες από τη Συρία και τον Λίβανο), με γνώριμα prog / power εργαλεία μεν, χωρίς την αναμενόμενη αμπαλίαση δε; Εν αντιθέσει προς τον απάλευτο φανφαρονισμό και την τεχνικότητα του USPM, εδώ έχουμε στιβαρές συνθέσεις καταιγιστικής έμπνευσης και ιδεών που σχεδόν δεν χωράνε στα τραγούδια. Ακούμε riff και μελωδικά μέρη τόσο ευφυή που θα περίμενε κανείς να επαναλαμβάνονται ad nauseam, αλλά οι Noor μας τα κερνάνε για δυο γύρους και τα αποσύρουν για πάντα. Γιατί; Γιατί θα συνεχίσουν με άλλα. Οι αλλεπάλληλες ιδέες κάνουν κάθε δευτερόλεπτο σημαντικό. Το έχω ακούσει να χαρακτηρίζεται και “κουραστικό” αυτό και απαντώ πρακτικά: Όποιος είναι “κουρασμένος” να βάλει Opeth και Leprous για ύπνο και ξεκούραση. Οι Noor ήρθαν για να μας ξεβολέψουν με έναν δίσκο - ορόσημο που πέρα από βαθμολογίες (εγώ έβαλα ακατέβατο 10 στο αναλυτικό review μου) και ανασκοπήσεις, εισαγάγει μία νέα αντίληψη για την αισθητική μιας απαξιωμένης περιοχής του metal σε πολλούς από εμάς. Δεν βολεύει κανέναν αλλά ήταν αναγκαίο. Και τόσο σημαντικό που σχεδόν δεν έχει σημασία πια η πορεία των Noor από εδώ και πέρα.
Ελένη Φουντή
Skee Mask – Resort (Ilian Tape)
Πάνε πλέον πάνω από δέκα χρόνια που ο Γερμανός Bryan Müller, αρχικά ως SCNTST και μετέπειτα ως Skee Mask, ξεκίνησε το τόσο πλουραλιστικό του ταξίδι στο χώρο της ηλεκτρονικής μουσικής. Πολυγραφότατος, περιπετειώδης και φανερά απρόθυμος να ενταχτεί κάτω από οποιοδήποτε πλαίσιο, έφτασε με τις σημερινές βέβαια πυκνές ταχύτητες να θεωρείται - ήδη - ένας μικρός καλτ ήρωας των ηλεκτρονικών, γεγονός που αποδεικνύεται περίτρανα και από το πολύ πρόσφατο κεντρικό αφιέρωμα στο Resident Advisor. Πέρα από ένα EP και δύο ανεπίσημα άλμπουμ, το “Resort” αποτέλεσε το επίσημο LP του για τη χρονιά που πέρασε και είναι ένας ηχητικός παράδεισος για νεόκοπους αλλά και βετεράνους θιασώτες των μπλιμπλικίων, όπως έλεγαν παλιότερα καθετί ηλεκτρονικό. Ατμόσφαιρες που θα λάτρευαν οι Boards Of Canada αλλά λιγάκι πιο ηλιόλουστες και ανοιχτόκαρδες από το μουντό γκριζομπλέ των θρυλικών Σκωτσέζων, breakbeats, ambient και techno που κοιτάνε ισόποσα προς τη Warp και τη Rephlex των 90s αλλά και τα πιο σύγχρονα footwork και juke μονοπάτια. Ζεστά συνθεσάιζερ, idm φυσικά, τριπαριστές λούπες και ακανόνιστο drum n’ bass. Ένα πανέμορφο άλμπουμ που μπορεί να συντροφεύσει τον ακροατή στο ταξίδι που αυτός επιθυμεί χωρίς manual και οδηγίες χρήσεως. Πριν το κλαμπ, μετά το κλαμπ, στην εξοχή, οδηγώντας, κοιτώντας το ταβάνι. Με βροχή, ήλιο, χιόνι, στο βορρά ή στο νότο, με έναν μαγικό τρόπο το “Resort” βγάζει μια ισορροπία που όχι τόσο συχνά πετυχαίνεις πια σε άλμπουμ και ακούγοντάς το, πιστέψτε με, κάπως πηγαίνει και πειράζει τις ρυθμίσεις στο equalizer αυτού που το ακούει και στο τέλος σου μένει ένα πλατύ χαμόγελο, όχι όμως γεμάτο εξάρσεις και χαχανητά, το άλλο, το ήρεμο και γαλήνιο. Δεν ακούγεται καθόλου άσχημο ως αποτέλεσμα εδώ που τα λέμε. Αααα, περιέχει και το κομμάτι με το πιο ωραίο όνομα, σίγουρα για το 2024: “Nostaglitch”. Μία λέξη χίλιες εικόνες, για να παραφράσουμε τη γνωστή έκφραση.
Θάνος Σιόντορος
Smote – A Grand Stream (Rocket Recordings)
Το ‘A Grand Stream’ των Smote καλύτερος δίσκος της χρονιάς; Μάλλον δεν είμαστε αντικειμενικοί. Αν είμασταν, θα διαλέγαμε κάποιον από όσους μας άρεσαν, ο οποίος διείσδυσε σε μεγαλύτερα ακροατήρια, έχει προοπτικές για το μέλλον, ή ένα ένδοξο παρελθόν. Βγήκαν κάποια τέτοια μέσα στο 2024, αλλά δεν μας συντάραξαν κιόλας. Η χρονιά ήταν αρκούντως μέτρια για να ταραχθούμε. Οπότε διαλέξαμε αυτό που μας άρεσε περισσότερο από την καθ’ ομολογία φετινή πολύ καλή σοδειά της Rocket Recordings, αυτής της αγγλικής εταιρίας που αγαπά την ψυχεδέλεια, τον σκληρό ήχο, το kraut, το folk, και έχει καλό γούστο τόσο ώστε οι δίσκοι της να φιγουράρουν στους πρώτους κάθε χρονιάς στο The Quietus. O Daniel Foggin από το άσημο Newcastle της Βρετανίας, μας παραδίδει τον τέταρτο δίσκο των Smote, συνέχεια του περσινού ‘Genog’. Έναν δίσκο χωρίς αρχή ή τέλος, παρά μια συνεχή επανάληψη μουσικών μοτίβων. Τίποτε δεν είναι καινούριο, όλα έχουν ξαναειπωθεί, αλλά κάθε φορά είναι διαφορετική. Κι εκεί που ακούς ευχάριστα και λες ας να μην τέλειωνε ποτέ, ξάφνου πετιέται ένα riff, ακόμη κι ένας μουσικός τόνος και σε πάει παραπέρα. Δεν υπάρχει λύτρωση, αλλά τουλάχιστον ο ηχητικός κόσμος των Smote είναι όμορφος για να χαθείς μέσα του.
Βασίλης Παπαδόπουλος
Sprints – Letter to self (City Slang)
Η ανερχόμενη τραγουδίστρια Κατερίνα Λιόλιου, παρουσιάστηκε το 2014 στο ευρύ κοινό μέσα από το Ελληνικό “The Voice”, λέγοντας ροκ τραγούδια και τα επόμενα χρόνια το γύρισε στα μπουζούκια! Με τους Sprints έγινε μια διαφορετική μετάλλαξη. Η τραγουδίστριά τους Karla Chubb εμφανίστηκε το 2015 στο ιρλανδικό “The Voice” ερμηνεύοντας μπαλάντες με μια κιθάρα και στη συνέχεια το γύρισε στο πανκ!
Δίχως στιχουργικές ντρίπλες, με ευκολοχώνευτους στίχους που μιλούν για ψυχικά αδιέξοδα, κλειστοφοβικές καταστάσεις και έρωτες, οι Ιρλανδοί Sprints, χωρίς να προωθούνται ως το επόμενο «μεγάλο όνομα», χωρίς εξώφυλλα σε ιλουστρασιόν περιοδικά, δημιουργούν ένα πάρα πολύ καλό σύγχρονο πανκ-ροκ δίσκο που θεωρώ ότι δεν θα ξεχαστεί με το σβήσιμο του έτους.
Τυχεροί όσοι θα τους δουν το καλοκαίρι στην Αθήνα.
ΥΓ. Δεν ξέρω αν το κατάλαβε ή πέρασε κάτω από τη μύτη του αρχισυντάκτη, αλλά οι Sprints μπήκαν φέτος δύο φορές ως επιλογή στο «Κάτι καλό να ακούσω;». Αρχικά από τον Ηρακλή Κοκοζίδη (τον Φεβρουάριο) και στη συνέχεια από τον Βασίλη Παπαδόπουλο (τον Απρίλιο).
Τάσος Βαφειάδης
Teho Teardo and Blixa Bargeld - Christian and Mauro (Specula)
Σε μια εποχή που η συμπεριληπτικότητα ως λέξη-πιπίλα μπορεί να κυριαρχεί (ακόμη και σε σκληροπυρηνικά καπιταλιστικά πλαίσια), η …αποκλειστικότητα ωστόσο καλά κυριαρχεί, ειδικά αν το κριτήριο είναι ταξικό ή ηλικιακό. Οι μεν πτωχοί δεν φτάνει που είναι πτωχοί και δεν κάνουν πρότζεκτ και περφόρμανσιζ χρηματοδοτούμενες από Ιδρύματα, ψηφίζουν και λάθος και ακούν τα λάθος πράγματα. Όσο δεν για τους γηραιότερους, κι ευχαριστημένοι να είναι με τον χαρακτηρισμό boomers. Αμ πως; Δεν έχουν ακούσει τα περί διαρκούς κινητικότητας και εξέλιξης…
Τέτοιοι και ακόμη παλαιότεροι είναι αυτοί οι δύο «παλιοί σάκοι» (για να χρησιμοποιήσω και μια γερμανική έκφραση), ο Ιταλός με το κινηματογραφικό παρελθόν, ο Γερμανός με το θορυβολάγνο. Σην τρίτη τους αυτή συνεργασία είναι συναρπαστικό να παρακολουθείς το πώς από όλη αυτή η συσσωρευμένη εμπειρία και η εμπεδωμένη εκφραστική άποψη των δυο τους αποστάζεται και μεταβολίζεται (μπορεί και να ανακυκυκλώνεται) υπό το βλέμμα του χρόνου που περνά (υπό την υπενθύμιση ενός αναπόφευκτου bisogna morire) σε μια κατάθεση υποβλητική, λεπταίσθητη, στοχαστική, υπαρξιακή, ειρωνική αλλά και παιγνιώδης ταυτόχρονα (και πολύ πιο ενδιαφέρουσα και προσωπική από το περσινό -ένα ακόμη- ασφαλές πόνημα των Neubauten).
Αντώνης Ξαγάς
The Smile - Wall Of Eyes / Cutouts (XL Recordings)
Φαντάζομαι τι σκέφτεστε, αλλά τι να κάνω κι εγώ που για τον άνθρωπο αυτόν πρέπει να έχει ειπωθεί το ιστορικό “you are on fire, my man”! Ακατάπαυστη δημιουργική μηχανή ο Thom o Yorke, τον τελευταίο καιρό ρολάρει με τους The Smile παρέα με δύο ακόμη θαυμαστούς μουσικούς που κάνουν παπάδες για όσους είναι πρόθυμοι να δανείσουν τα αυτιά τους σε ήχους, αν όχι πρωτόγνωρους, σίγουρα όμως εξαιρετικά δουλεμένους και βολεμένους σε συνθέσεις με μια πολύ χαρακτηριστική στάμπα, που είτε σου κάνει, είτε όχι (γνωστά πράγματα αυτά εξάλλου). Δεν του είναι τίποτα λοιπόν να γράψει δύο άλμπουμ νέου υλικού, και να κάνει κι ένα διάλειμμα για ένα σάουντρακ, μέσα σε έναν χρόνο αυτά και πριν τα επόμενα. Κι όχι μόνο αυτό: η ποιότητα του υλικού αυτού είναι αδιανόητη! Δεκαοκτώ κομμάτια που σε παίρνουν από το χέρι και σε ταξιδεύουν σε μια γκάμα μουσικών υφών και συναισθηματικών εκτάσεων που λίγους ισάξιους συναγωνιστές έχουν στο σύγχρονο προσκήνιο. Αν σκεφτεί δε κανείς ότι σήμερα, περισσότερο από ποτέ, ο κόσμος είναι έτοιμος να δεχθεί άνευ αξιολόγησης τη νέα δουλειά κάθε αγαπημένου του καλλιτέχνη ως σπουδαία και «επιστροφή στη φόρμα», δεν θα το κάνουμε εμείς που στο κάτω – κάτω έχουμε κάθε «αντικειμενικό» δικαίωμα να το κάνουμε;
Μάνος Μπούρας
The Zawose Queens - Maisha (Real World)
Ο όποιος επαναπροσδιορισμός της παράδοσης αποκτά αξία κυρίως όταν ταράζεται και ανασυγκροτείται –όχι στους ήχους του τώρα, αλλά μέσα από τις ανάγκες των ανθρώπων. Και είναι ακριβώς αυτό που κάνει σπουδαίο και τούτο το άλμπουμ από την Αφρική, ως πρώτη απόπειρα δύο γυναικών να βγουν μπροστά στο στερέωμα σαν πρωταγωνίστριες, όχι σαν συνοδοί. Μεγάλη στιγμή, λοιπόν, για τις Zawose Queens, Pendo και Leah, και την καλλιτεχνική τους ελευθερία. Η οποία και πνέει στο ‘Maisha’, γενόμενη το συστατικό του εκείνο που αναζωπυρώνει τους ρυθμούς της Τανζανίας, άλλοτε χαϊδεύοντας κι άλλοτε πυρπολώντας τους μύες του σώματος, όσο ακούς τελετουργικά φωνητικά να συναντούν ήπια τον μοντερνισμό. Τραγούδια για την καθημερινότητα, την πάλη για ένα καλύτερο αύριο, για τη φύση, την αγάπη για τη μουσική και τη μνήμη, για τη μητρότητα. Τραγούδια που στην απλότητά τους συνθέτουν μια μορφή γιορτής, σαγηνευτική όχι τόσο για τον εξωτισμό της, αλλά για την αυθεντικότητα την οποία κουβαλά.
Χριστίνα Κουτρουλού
Udo Schindler/Rieko Okuda/Eric Zwang Eriksson – Disturbed Terrains (Creative Sources)
Κάπου άκουσα πρόσφατα ότι η τζαζ είναι ξανά της μόδας. Δεν είμαι και τόσο σίγουρος γι’ αυτό. Ίσως να είναι της μόδας μια συγκεκριμένη μορφή της που να μπορεί να γίνει αποδεκτή από το mainstream. Να είναι δηλαδή εύπεπτη. Δεν παραγνωρίζω ότι από παντού μπορούν να εμφανιστούν εξαιρετικά πράγματα ακόμα και διαμάντια. Οπότε, και στο mainstream. Όμως ας μη γελιόμαστε. Ο στόχος της τζαζ είναι αφαιρετικός. Μιλάει τη γλώσσα των ήχων. Και οτιδήποτε μιλά αποκλειστικά αυτή τη γλώσσα δεν περνάει στο mainstream. Στο ‘Disturbed Terrains’ μιλιέται λοιπόν αποκλειστικά αυτή η γλώσσα. Και αυτό που λέγεται είναι μια μεγάλη μουσική, μια τζαζ αφαιρετική που δυστυχώς ή ευτυχώς δεν θα αποκωδικοποιήσουν ποτέ οι μάζες. Γιατί υπάρχει άρνηση για διάφορους καθόλου αθώους λόγους. Είναι σαν να έχουμε στα χέρια μας μια πινακίδα με γραφή των Σουμερίων ή άλλων άγνωστων και ακόμα παλαιότερων. Ξέρουμε ότι λέει πράγματα που αφορούν την ανθρωπότητα αλλά χρειάζεται να κοπιάσουμε πολύ για να τα μάθουμε. Καλώς. Τίποτα πολύ σπουδαίο δεν γίνεται χωρίς κόπο.
Αναστάσιος Μπαμπατζιάς
Volker Bertelmann - Conclave OST (Mutant/Back Lot Music)
Στακάτα έγχορδα θέματα που ακολουθούν τον ψυχισμό του διαχειριστή της εκλογής πάπα, καρδινάλιου Λόρενς [Ρέιφ Φάινς], την αγωνία, τις αμφιβολίες, τις ίντριγκες, τα κρυμμένα μυστικά, τις αδυναμίες, τον κρύο του ιδρώτα και τα δάκρυα, τα αναπάντεχα σκαμπανεβάσματα και την αποφασιστικότητα που χρειάζεται ένας μάνατζερ πολλών καρδιναλίων. Ο Hauschka οσκαρούχος Μπέρτελμαν [κέρδισε πρόπερσι ένα από τα τέσσερα Όσκαρ κι ένα από τα επτά BAFTA του ρεμέικ ‘Ουδέν νεώτερον από το δυτικό μέτωπο’] έχει μακρά ιστορία συνεργασίας με τον σκηνοθέτη Edward Berger, από το 2018 και έπεται συνέχεια κατά πως φαίνεται.
Τα τσέλα του και τα υπόλοιπα έγχορδα δοξαριάζουν λιγάκι περίεργα γιατί ανάμεσα στις χορδές τους έβαλε χαρτιά ο συνθέτης. Ξεπροβάλλουν από τις σιωπές και δεν προκαλούν φτηνιάρικα απότομα σοκ αλλά κλιμακώνουν την αγωνία, την ανατροπή, σιγοντάρουν ανάμεσα στις παύσεις την άφατη θριλεριά της επαναλαμβανόμενης διαδικασίας και δίνουν ρυθμό και σασπένς σε μια ταινία που δέχεται την επιφοίτηση του μουσικού πνεύματος. Θα ήταν πολύ φτωχότερη χωρίς την μουσική της διάσταση, που περνά ίσως απαρατήρητη [μπράβο της όπου το καταφέρνει] αλλά βγάζει λαγούς από την κάμαρη με τα μυστικά. Και εκπλήσσει ευχάριστα.
Κώστας Καρδερίνης
(Η εικόνα του εξωφύλλου είναι του Paul Klee)