«Ανέβα στο τραπέζι μου κούκλα μου γλυκιά/Θέλω πάντα δίπλα μου γυναίκα λαϊκιά»
«Καλά τα γκομενάκια με γούστο και φινέτσα/μα από μπούτι και από στήθος δεν δείχνουν λίγο πέτσα...
... Μα ένα μάτσο οι λαϊκιές στα τουμπερλεκάδικα/από λιμάνι στα Χανιά μέχρι στα Λαδάδικα/Εύκολα τις βρίσκω/Υπάρχουνε Πλειάδα/Είναι το μόνο σίγουρο ζώον εις την Ελλάδα...»
[Ημισκούμπρια : Οι Λαϊκές (Τη Λόλα Από τη Φωτιά Ποιος Θα Τη Βγάλει- 2001)]
Και θα μπορούσα να συνεχίσω επ’ άπειρον την παράθεση των παραπάνω σοφών στίχων (ΟΚ, μέχρι που να τελειώσουν δηλαδή). Και θα το έκανα ίσως, αν δεν είχα τον ενδεχόμενο φόβο ότι κάτι τέτοιο θα εκληφθεί ως νερό στο μύλο της αντίδρασης (τι έκφραση ρε πούστη μου και αυτή, επιτέλους μου ταίριαξε κάπου), που θέλει εντός συνόρων (αλλά και όπου υπάρχει ελληνισμός ανά τον πλανήτη) να αντιμαχόμαστε σώνει και καλά εμείς οι... ροκάδες (χα, χα) τους λαϊκούς, να καταπιεζόμαστε από την κυρίαρχη αισθητική τους (ΟΚ, ίσως και να συμβαίνει αυτό, αλλά δεν είναι δα και λόγος για προαιώνια ψυχικά τραύματα, ειδικά από όσους αιωνίως βαυκαλίζονται για την underground καταγωγή τους), αλλά κυρίως να θεωρείται ότι πρεσβεύουμε μία ανώτερη – και κυρίως απροσπέλαστη στους απ’ έξω- δήθεν κατα-δική μας αισθητική.
Παπάρια μάντολες (για να το πούμε και λαϊκά και ροκ).
Έχουμε ξαναγράψει νομίζω (είμαστε πολλοί και μια μέρα θα κυβερνήσουμε) ότι το πρόβλημα του ροκ στην Ελλάδα δεν είναι αυτοί που ακούνε Βίσση, Βανδή και Καρρά (ΟΚ, ίσως λίγο οι τελευταίοι), αλλά κυρίως αυτοί που τάχα μου παρα-ακούνε ροκ, ειδικά όταν θεωρούν ότι πράττουν και συμπεριφέρονται ως προς κάτι σώνει και καλά αυτόφωτα σημαντικό, και ενώ στην πραγματικότητα έχουν πρώτοι αυτοί την βέβαιη γνώση περί της συντηρητικής τους σχέσης και με το ροκ και με την οποιαδήποτε μουσική, αλλά και παραπέρα όταν τους έρχονται και άλλες ιδέες φαεινές και μεγάλες για το τι πρέπει να κάνει ο καθένας μας με το ροκ και πως πρέπει να το ξεκάνει (βλέπε παρακάτω).
Αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μας εδώ. Εδώ το θέμα είναι γενικώς και αορίστως τα λαϊκά τραγούδια, η ελληνική λαϊκή μουσική κ.λ.π. Ένα θέμα που ο Αντώνης ο Ξαγάς το «παλεύει» να το κάνουμε εδώ και χρόνια (σε βαθμό που είχα ανησυχήσει ότι κάνει μαθήματα τζουρά στα κρυφά) και να που μόλις του δώσαμε λίγη εξουσία, μας το πλάσαρε τεχνηέντως και διπλωματικά ταυτόχρονα.
Ψάχνοντας εδώ κι εκεί για να καταπολεμήσω το writer’s block, να ξεκινήσω κουτσά-στραβά αυτόν τον τελικά ανυπέρβλητο πρόλογο και να το τελειώσω επιτέλους το άρθρο (διότι τα άρθρα είναι σαν το πανεπιστήμιο και το sex, αν τα ξεκινήσεις τα τελειώνεις θες δε θες, σε αντίθεση με τις μουσικές σπουδές κλπ), θυμήθηκα ότι προ πενταετίας και βάλε είχαμε κάνει και αυτό εδώ το ομαδικά ατομικιστικό (ως είθισται) αφιέρωμα (βάζω λινκ στη δική μου σελίδα φυσικά, δεν είμαι δα και κανένα κορόιδο). Εκεί το είχα ρίξει στα μπουζούκια, ακριβώς επειδή είχα θεωρήσει πως ό,τι τέλος πάντων μπορεί να θεωρηθεί ως guilty pleasure σε ένα μικροκλίμα μουσικής πραγματικότητας όπως είναι η ελληνική, δεν έχει παρά να κάνει με τα μπουζούκια, καθώς τι άλλο μπορεί να είναι guilty δηλαδή; Η synth pop ή το hair metal; Αυτά είναι για τους τυχάρπαστους που λέγαμε και παραπάνω που θεωρούν ότι η ακρόαση του Morrison Motel ισοδυναμεί με την ανάγνωση του Οδυσσέα του James Joyce ή πως τέλος πάντων ακούγοντας το Meat Is Murder έχουν καταπιεί και σε χάπι ακρόασης τα άπαντα του Όσκαρ Ουάϊλντ.
Συνεπώς από που να ξεκινήσουμε πριν πάμε στην ουσία, που εκτός φυσικά από την ακολασία με τις λαϊκές γυναίκες, δεν μπορεί παρά να είναι οι επιλογές σε τραγούδια (που δεν είναι δηλαδή αυτή η ουσία, αλλά ας όψεται); Μήπως από τον ορισμό της λαϊκής μουσικής γενικότερα και των λαϊκών τραγουδιών ειδικότερα, την οριοθέτηση τους σε σχέση με το ρεμπέτικο, από όπου προήλθαν κατά την άποψη της πλειοψηφίας των όσων διαβάζω, το έντεχνο, από τα οποία λαϊκά προήλθε με τη σειρά του (ομοίως με παραπάνω για την άποψη) κ.ο.κ. ;
Ή μήπως να χαρτογραφήσουμε χωρικά και χρονικά το σημείο ή τα σημεία εκείνα κατά τα οποία παύουμε να είμαστε υπερήφανοι για το λαϊκό τραγούδι ως μέρος της παράδοσης μας και αυτό διολισθαίνει στα σκυλάδικα, στην μπουζουκοπόπ, τα γαρύφαλλα και όλα αυτά που καλύτερα από τον κάθε λόγιο λεχρίτη έχουν περιγράψει τα Ημισκούμπρια και μόνον στο παραπάνω αξεπέραστο άσμα ασμάτων τους (από έναν ωσαύτως αριστουργηματικό δίσκο, στον οποίο κάποια μέρα πρέπει να σκύψουμε με επιμέλεια);
Ας είμαστε ρεαλιστές (ωραιότατο τραγούδι btw και ας απουσιάζει από τις παρακάτω λίστες, που άλλωστε δεν είναι και τόσο real). Εδώ γράφουμε σχεδόν 20 χρόνια κατά βάση για το post punk και ακόμη να συμφωνήσουμε στο σημείο αφετηρίας του, στα λαϊκά θα την βρούμε την άκρη τώρα;
Οπότε ας αντιστρέψουμε τα αρχικά λεγόμενα μας (καθότι καλό είναι ο άνθρωπος να προχωράει στη ζωή του και να μη μένει στα ίδια και τα ίδια) και ας παραδεχτούμε ότι ναι, στην Ελλάδα υπάρχει όντως μια διαρκώς λανθάνουσα διαμάχη ανάμεσα σε ροκ και λαϊκό (παρότι, ξαναλέμε, πιο γνήσια λαϊκή μουσική από το ροκ, δύσκολα θα βρει κανείς όσο και όπου και αν ψάξει, ειδικά αν λάβει κανείς υπόψη του την οικουμενική- υπερεθνική λαϊκότητα του).
Το ζήτημα είναι ότι αυτή η ‘διαμάχη’, κατά την άποψη του γράφοντος τουλάχιστον (που πάντως τυχαίνει να είναι και η σωστή), εντοπίζεται κυρίως στις πίσω σκέψεις ουκ ολίγων εκπρόσωπων της εγχώριας ροκ θεωρίας, πρακτικής μέχρι και διανόησης, οι οποίοι σε κάποια φάση της όποιας πορείας τους (ασήμαντης ή μη, δεν έχει σημασία) κυριαρχούνται ξαφνικά από την εμμονή ότι το λαϊκό τραγούδι, ή μάλλον καλύτερα το λαϊκό ΜΑΣ τραγούδι (φέτα Π.Ο.Π. και λοιπές εγχώριες αξίες) είναι το σπουδαιότερο πράγμα που έχει γίνει στην κάθε είδους ιστορία του τραγουδιού, της μουσικής, ίσως και όλων των τεχνών –χώρια τε και μαζί- και ότι πράγματι είναι δυνατόν και θα άξιζε να σπουδάσει κανείς Μπαγιαντέρα στη Λυόν. «Ο Τσιτσάνης; Μα γιατί; Τεράστιος ο Τσιτσάνης...» και το πιστεύουμε και εμείς κατά βάση, αλλά από εκεί μέχρι το να αναγορεύουμε το λαϊκό (μας) τραγούδι ως την μόνη αλήθεια και ως το μόνο πράγμα που μπορεί να εκφράσει ό,τι τέλος πάντως είναι αυτό που πρέπει να εκφραστεί σε σχέση με την Ελλάδα και τους Έλληνες, και ενώ παράλληλα ακόμη και αναλύσεις γύρω από το πως οι δυτικοί γράφουν εκφυλιστική μουσική σε σχέση με τους βυζαντινούς κλπ από όπου προέρχεται το λαϊκό (ΜΑΣ) τραγούδι, ευτελίζουν την όλη υπόθεση στα όρια ενός γελοίου, που δεν θα ήταν ενοχλητικό, αν ορισμένες φορές δεν έφτανε στα όρια του να κατακτήσει την κυρίαρχη αισθητική τάση, η οποία εξ αυτού του λόγου και μόνον καταλήγει ανυπόφορα χαμηλή, σε βαθμό που το λαϊκό, το λαϊκίστικο, η μπουζουκοπόπ και το αγίασμα της σκυλάδικης θέωσης καταλήγουν να εκφράζουν την μία και αυτή μπουρδολογία.
Κάπως έτσι ο Τάσος Φαληρέας όταν αποφάσισε (και καλώς έπραξε, ο καθένας αυτά τα αποφασίζει για τον εαυτό του) ότι το ροκ δεν του κάνει, συναισθάνθηκε άμεσα ότι το ροκ γενικά δεν ΜΑΣ κάνει (ως ελληνικό λαό) και στο τέλος αφοριστικά ότι γενικά και αόριστα το Ροκ Δεν Κάνει, έχει ξοφλήσει, έχει πεθάνει κ.ο.κ.. Και τάχθηκε και αυτός με την γυφτιά, η οποία άλλωστε ήδη είχε ετοιμάσει την εκδίκηση της (ερήμην της πραγματικής γυφτιάς ασφαλώς, που εννοείται ότι δεν ασχολείται με τέτοιες χαμερπείς καταστάσεις).
«Μπλέχτηκα με τον Σαββόπουλο και το Ελληνικό Ροκ/Χάσαμε τον αγώνα/Κερδίσαμε τις εντυπώσεις», γράφει κάπου στα τέλη του 1998 ο Φαληρέας, όταν ξανασυναντιέται με τους Rolling Stones στο Ολυμπιακό Στάδιο, και δείχνει να ξανασυναντάει και την ουσία του rock ‘n’ roll. Το ζήτημα είναι όμως αν τέλος πάντων ο αγώνας χάθηκε επειδή όντως τον κέρδισαν κάποιοι άλλοι, ή επειδή τον παράτησαν όσοι (θεωρούν τέλος πάντων ότι) τον έχασαν. Και ασφαλώς καμία υποψία περί του ότι ενδέχεται κάποιοι τρίτοι να πήραν τον αγώνα στα χέρια τους, και στα μέτρα του εφικτού όντως να τον κέρδισαν.
Και στο κάτω- κάτω γιατί το rock ‘n’ roll πρέπει σώνει και καλά να είναι ένας αγώνας κυριαρχίας σε μια χώρα η οποία, ΟΚ το έχουμε καταλάβει ότι δεν το έχει στο DNA της (και μάλλον κάτι γίνεται και όντως δεν γράφεται ούτε και επίκτητα σε αυτό), αλλά τέλος πάντων δεν το αποβάλλει και ως ξένο σώμα όποτε της το μεταμοσχεύουν σωστά. Και αντ’ αυτού φουλ σκυλάδικα, τούρκικα, Ζαγοραίος, Προσευχές, Συναξάρια και Μανώλης Αγγελόπουλος στον Γολγοθά προς τον Λυκαβηττό, και ως δια μαγείας «το ελληνικό τραγούδι, η Ελληνική σκέψη έχει να συγκρουσθεί δημιουργικά για μία ακόμη φορά με τη διεθνή συντήρηση του προτεσταντικού ροκ, με τον κοκαϊνούχο νεοϋορκέζικο σιωνισμό, με το φράγκικο καθολικισμό της Romina Power, με την αλλοτριωμένη γκάσταρμπάιτερ τραγουδιστική αντίληψη που εκφράζει η Μαρινέλλα και ο Νικολάου».
Ο Φαληρέας ήταν ασφαλώς υπερβολικά έξυπνος, διαβασμένος και υποψιασμένος για να διαφωνείς σε όλα μαζί του, όπως δείχνει και η τελευταία αυτή φράση της πρότασης του, αλλά όταν φτάνουμε στο σημείο να μιλάμε για κοκκαϊνούχο νεοϋορκέζικο σιωνισμό, ξέρουμε καλά ότι δεν έχει χαθεί το παιχνίδι, αλλά η μπάλα η ίδια και δικαίως αναρωτιόμαστε με ποιο κόμμα άραγε θα ήταν σήμερα Υπουργός Πολιτισμού, αν ζούσε, ο Φαληρέας. Χίλιες φορές τα κοκαϊνούχα της Δύσης, παρά τα οπιούχα της Ανατολής πάντως, αν τυχόν με ρωτήσετε.
Ανεξάρτητοι ως γνήσιοι Έλληνες και εμείς από όλα τα σχετικά και μη χρειώδη λοιπόν (για να απαντήσουμε και στην κομματική μας επερώτηση παραπάνω), το γυρνάμε σε πρώτο ενικό και κάπως έτσι θέλω να πιστεύω (στην αγάπη, στις ελπίδες του ΠΑΟΚ για πρωτάθλημα και στο reunion Husker Du) ότι μπορούμε να ακούσουμε, ενίοτε να αγαπήσουμε και ακόμη και να υπερασπιζόμαστε (αραιά και που, ας μην το παρακάνουμε) το ελληνικό λαϊκό τραγούδι, χωρίς να χρειάζεται να καταφεύγουμε σε αφοριστικές αρλούμπες προς κάθε άλλη κατεύθυνση που αφελώς θεωρούμε ότι το αντιμάχεται (όπως άλλωστε ως Έλληνες θεωρούμε ότι οι πάντες μας αντιμάχονται για τα πάντα).
Σε μία ιδεατή θέαση των ημεδαπών πραγμάτων, το ελληνικό λαϊκό τραγούδι ολοκληρώνεται (και ολοκληρώνει στα μούτρα μας, ίσως, που λέει και ο Πανούσης) με την περίπτωση του (ίσως όχι και τόσο συγχωρεμένου για κάποια πράγματα) Νίκου Παπάζογλου.
Ο Παπάζογλου – ολοκληρωμένος με τη σειρά του καλλιτέχνης και μουσικός από κάθε άποψη - είναι (δικαιολογημένα μάλλον) η σημαία που κάθε φορά υψώνουν όσοι υποστηρίζουν ότι το νόημα μας ως φυλή καλώς ή κακώς δεν μπορούμε να το βρούμε στο ροκ, αλλά στα «δικά μας» (όποια και αν είναι αυτά).
Την ίδια ώρα που στο στούντιο του επανιδρύονταν μεγάλο μέρος του ελληνικού ροκ, πανκ, μπλουζ κλπ, ο ίδιος τα άφηνε όλα αυτά πέρα του (δεν θα ήταν ακριβές να πούμε πίσω του) και «υποχρέωνε» τον Σωκράτη Μάλαμα να παίζει κιθάρα ενώ δίπλα του εκλεκτά και μη μέλη του κοινού χόρευαν τσιφτετέλια. ΟΚ, σε συναυλίες, όχι σε «μπουζούκια», αλλά και πάλι όλη αυτή η δήθεν απενοχοποίηση του λαϊκού όταν μεταφέρεται από τις πίστες στα διάφορα stages, κρύβει ούτως ή άλλως μία δόση ενοχής, που περισσότερο το καταδικάζει, παρά το δικαιώνει. Ο Νίκος Παπάζογλου κατά τον γράφοντα και πάλι ας μην το κουράζουμε, (και εδώ θα το κλείσω, καθότι σκοπεύω να ασχοληθώ εκτενέστερα στο προσεχές μέλλον) αποτιμάται θετικά ως προς το έργο του, αλλά σφόδρα αρνητικά ως προς την ‘θύελλα εξελίξεων’ την οποία μας επιφύλαξε περισσότερο αυτό, παρά ο ίδιος, είτε καθιστώντας το τσιφτετέλι σε νο.1 ζητούμενο των αναζητήσεων της φοιτητιώσας νεολαίας, πριν καν αυτή περάσει το πρώτο μάθημα, είτε εγκαθιστώντας τις έννοιες του νταλκά και της καψούρας, σε ένα αποδεκτό και θεωρητικά-ιδεοληπτικά πλαίσιο, που ούτε καν το είχαν ανάγκη εδώ που τα λέμε.
Γύρω, αλλά όχι σε ταύτιση ασφαλώς, με την περίπτωση του Παπάζογλου, και ως έσχατη αχρείαστη υπεράσπιση- εναγκαλισμό του λαϊκού τραγουδιού, σε μία αέναη προσπάθεια να βγει αυτό εκτός ορίων, οι κατά καιρούς διανοούμενοι (συνήθως αυτοαποκαλούμενοι έτσι) υπερασπιστές του. Ειδικά ως προς το μέρος που αποτελούν άλλοθι τρίτων (ασφαλώς μη διανοούμενων στην περίπτωση αυτή) στη δική τους σχέση με αυτό. Κάπως έτσι ο οποιοσδήποτε γουστάρει με λίγο Μενιδιάτη ή θέλει να περάσει το βράδυ του στον Μακρόπουλο και όχι στο An Club σώνει και καλά (απόλυτα λογικό αν με ρωτήσετε, βλέπε και τα γκομενάκια με την πέτσα άλλωστε), αρχίζει τις ιστορίες για τον Παπαγιώργη που χόρευε επάνω στα τραπέζια και έπειτα κατεδαφίζονταν κάτω από αυτά, και κάπως έτσι αισθάνεται καλύτερα με την πάρτη του. Και ας μην κατεδαφίζεται ποτέ ο ίδιος.
Όπως συνηθίζω να λέω τα τελευταία πέντε χρόνια, που μου φορτώθηκαν στην πλάτη και με κατέστησαν τόσο μετριοπαθή όσο δεν ήθελα ποτέ να γίνω, η αλήθεια (μπορεί και να) βρίσκεται κάπου στη μέση. Το ελληνικό λαϊκό τραγούδι (όπως και το αμερικάνικο, το ιρλανδικό κλπ με τα οποία κατά καιρούς η κοινότητα των μουσικόφιλων ανακαλύπτει την ‘μία και μοναδική αλήθεια’ της- μέχρι την επόμενη, δες και τα ρεμπέτικα που απασχολούν μέχρι και το παρεάκι του Jack White πρόσφατα) δεν είναι ασφαλώς ούτε η αρχή, ούτε το τέλος του μουσικού κόσμου.
Δεν είναι ασφαλώς το μόνο τραγούδι το οποίο μπορεί να εκφράσει με γνήσιο τρόπο τα βιώματα και τα θέλω, ειδικά μιας γενιάς, η οποία πιστοποιημένα δεν εναρμονίζεται ούτε με τις καταβολές του, ούτε (κυρίως) με την άσχημη κατάληξη του. Αυτά είναι δόγματα, και φύλακες (έως και φυλακές) του μουσικού πνεύματος ασφαλώς, που δεν το αφήνουν να ξεμυτίσει μην τυχόν και μολυνθεί. Πολύ περισσότερο δεν πρόκειται δήθεν για το μόνο γνήσιο τραγούδι, επειδή τάχα μου είναι απαλλαγμένο από οικουμενικά στερεότυπα, τα οποία όψιμα ενοχλούν όσους σε κάποια φάση της συναισθηματικής τους ζωής διαισθάνονται αφελώς ότι είναι πιο υγιές να αισθάνεσαι οικεία με όσα συμβαίνουν όχι τυχόν σε κάποια επαρχία της Αγγλίας, αλλά απαραίτητα σε 100 χλμ πέριξ της Θήβας. Από την άλλη η όποια επαφή με το λαϊκό τραγούδι, ασφαλώς δεν μειώνει ούτε το ροκ, ούτε το tech house, ούτε το freestyle αισθητήριο μας, ώστε είτε να το απορρίπτουμε, είτε όταν το πλησιάζουμε να το απομονώνουμε επιληπτικά είτε σε όρια cult περιθωρίου, είτε σε διαστάσεις υπερβατικής θολούρας.
Καταλήγοντας προβλεπόμενος, θα ισχυριστώ ότι ο Νίκος ο Τριανταφυλλίδης με εξαιρετικό τρόπο τοποθέτησε στην ατίθασα εκλεκτική αισθητική του (και αντίστοιχα στις ταινίες, τις εκδηλώσεις και τις προτάσεις του προς εμάς εν γένει) το λαϊκό τραγούδι δίπλα στο ροκ, το garage ή και το τρομοκρατικό techno ακόμη, χωρίς να χρειάζεται να διακρίνει το ένα από το άλλο, ή να επιχειρηματολογήσει υπέρ του ενός/κατά του άλλου, και κατά περίπτωση προς το εκάστοτε συμφέρον του. Κάπως έτσι η ‘εναλλακτική (-ζουσα) κοινότητα’ δεν αποδέχτηκε απλώς, αλλά με ενθουσιασμό υποδέχτηκε, τον Λευτέρη Μυτιληναίο ως φυσικό αυτουργό μίας ταινίας της οποίας η μουσική ηθική διαμοιράζεται ανάμεσα στον The Boy και τους Yell-O-Yell. Κάπως έτσι και χωρίς πολλές πολλές θολούρες και αοριστολογικές αρλούμπες το λαϊκό τραγούδι τοποθετείται στην φυσική του θέση, ακόμη και εντός πλαισίου που δεν ευνοεί τις φυσικές του διαθέσεις.
Και τώρα λίστα :
Το ελληνικό λαϊκό τραγούδι είναι σαν το punk. Ας ανανεώσουμε και εμείς τα ανόητα κλισέ περί ρεμπέτικου και μπλουζ άλλωστε, καλύτεροι είμαστε μήπως; Περισσότερο από ολοκληρωμένους δίσκους, χαρακτηρίζεται από σπουδαία τραγούδια. Killer 45s δηλαδή. Και επειδή η αλήθεια είναι ότι ούτε τα των άλμπουμ κατέχουμε, ούτε τα των 45s τα καλά κρυμμένα μυστικά, ας το πάμε όντως πάνκικα και προβλεπόμενα ταυτόχρονα και ας δούμε τι κατά καιρούς μας έχει συγκινήσει σύμφωνα με τα παραπάνω, επιφυλασσόμενοι για κάθε επόμενη ημέρα:
1. Στέλιος Καζαντζίδης/Χρήστος Νικολόπουλος : Αισθηματίες
Έστω και χωρίς αξιολογική σειρά εν προκειμένω, η φωνή του Στέλιου υποχρεωτικά και εδώ ηγείται της ιεραρχίας του λαϊκού τραγουδιού. Δεν είμαι ο πρώτος που θα παρατηρήσει νομίζω ότι με τον Καζαντζίδη το ελληνικό τραγούδι περνάει ατόφια στη σφαίρα του λαϊκού, χάνει (σχεδόν και ίσως) κάθε σύνδεσμο με το ρεμπέτικο, και καταλήγει οριστικά και αμετάκλητα (μέχρι τον Παντελίδη και έπεται συνέχεια) αφενός του λαού τα ντέρτια να λέει, και αφετέρου (και το σημαντικότερο) όταν τραγουδάει ΝΑ ΚΛΑΙΕΙ. Και έκτοτε όλοι, όλες (αλλά κυρίως όλοι, εδώ που τα λέμε) τραγουδάνε και κλαίνε, και κάθε φορά βρίσκεται εκείνος που θα κλαίει περισσότερο από τον προηγούμενο.
Εν προκειμένω ο Στέλιος αφήνει για λίγο αφύλαχτο τον σταθμό του Μονάχου, και απασχολείται με την αιώνια συνωμοσία μεταξύ του αντρικού φύλου, που θέλει τις γυναίκες να μας παίζουν χοντρό παιχνίδι, να κλαίμε ο ένας τον άλλον και αιωνίως να ψάχνουμε τις λιγοστές ανάμεσα στις μη κυρίες. Τραγούδι το οποίο σε κατάσταση αισθηματικής νηνεμίας δεν μπορείς παρά έως και να το χλευάσεις, σε κάθε άλλη περίπτωση όμως δύσκολα θα του ξεφύγεις. Τον έκαμε και ταινία ο Νικόλας τον τίτλο, κατά τα γνωστά, οπότε άστα να πάνε.
Παλιό-ιστορίες για πάντα.
2. Στράτος Διονυσίου/Χρήστος Νικολόπουλος : Με σκότωσε γιατί την αγαπούσα
Όσο και αν ο Στέλιος έχει τους τζιχαντιστές πιστούς του, το ποίμνιο του, την εκκλησία του, και όπως το πάει θα σταθεί μία των ημερών και δίπλα στον Άγιο τον Κολτρέην, το ζήτημα είναι ότι το λαϊκό το κράτος το επανίδρυσε μια και καλή ο Στράτος (μας τα είπαν και άλλοι αυτά, ξέρω). Ζοριλίκι, παοκτσηδιλίκι, ατέλειωτοι αστικοί μύθοι και μία κατατομή τόσο αστείρευτα λαϊκή, όσο χρειάζεται για να δημιουργηθεί και η ασυνάρτητη έννοια της λαϊκής αριστοκρατίας. Ο Στράτος συνδέει, χωρίς πολλά πολλά και κυρίως χωρίς παραφιλολογίες, την περιβόητη ‘χρυσή εποχή του λαϊκού τραγουδιού’ με τον Ήχο της Ομόνοιας, και το μεγάλο του κατόρθωμα είναι ότι ο συνεπής ακροατής κάπου στο ξημέρωμα επιλέγει να βρεθεί στην Ομόνοια και να αφήσει στην άκρη τα λαϊκά τσα-τσα (βλέπε και παρακάτω).
Εν προκειμένω, με ένθεη συνείδηση αποφασίζει να τραγουδήσει κάπου ανάμεσα στις 23 και 24 στροφές, και αυτό δεν αλλάζει ακόμη και αν βάλετε το στροφόμετρο του πικάπ στις 45 (don’t try this at home though). Οι στίχοι είναι πολλά παραπάνω από όσα μπορεί να αντέξει ο καθένας μας στην καθημερινότητα του, οπότε ας μην καθόμαστε να τα αναλύουμε τώρα. Ας ακούσουμε λίγο Morrissey καλύτερα για να γεμίσουμε τα επόμενα γραπτά μας.
3. Σωτηρία Μπέλλου/Δήμος Μούτσης : Η Νταλίκα
Out of this world σε οποιοδήποτε επίπεδο, η Σωτηρία Μπέλλου στέλνει τη Marianne Faithfull προς φοίτηση στο πλησιέστερο παρθεναγωγείο, όπου και πράγματι είναι η θέση της, συγκρινόμενη με το ατίθασο attitude της δικιάς μας, το οποίο κατανοεί κανείς απόλυτα ακούγοντας και μόνον τη φωνή της, και χωρίς να χρειάζεται να μπαίνει σε ανόητες λεπτομέρειες για τη ζωή της.
Ασφαλώς και η Μπέλλου έχει τραγουδήσει και σπουδαιότερα και πιο «γνήσια λαϊκά» τραγούδια από αυτό (που ούτως ή άλλως κινείται σε οιονεί λαϊκό πλαίσιο, όχι τόσο λόγω της μουσικής του Μούτση, όσο των λαχανιασμένα καταγγελτικών στίχων του Τριπολίτη), αλλά θα ήμουν ακόμη περισσότερο ψεύτης αν δεν ομολογούσα ότι έχω κοντέψει 3-4 φορές να τρακάρω ακούγοντας τέρμα (πιωμένος και ήχος) αυτό το τραγούδι σε αμάξι sport μοντέλο, χωρίς να ξέρω αν με ειρωνεύομαι ή αν με καμαρώνω κατά βάθος.
4. Πάνος Γαβαλάς : Φύγε και άσε με
Γνωρίζω ότι υπάρχουν πολλοί εκεί έξω που ετοιμάζονται σε θεωρητικό επίπεδο να ανακηρύξουν τον Πάνο Γαβαλά κατά τι σημαντικότερο από τον Leonard Cohen και τον μισό Bob Dylan μαζί, και δεν έχω και καμιά διάθεση να διαφωνήσω εδώ που τα λέμε. Διότι το ζήτημα είναι να γίνονται πράγματα, να μην καθόμαστε με τα χέρια σταυρωμένα και ο καθένας να φωνάζει αυτό που θέλει και πιστεύει. Και στη συνέχεια να πλακωνόμαστε.
Ο Γαβαλάς σε θεωρητικό επίπεδο (και πάλι) αντιπροσωπεύει αυτό που απεχθάνομαι στο λαϊκό τραγούδι. Όλα τα τραγούδια του έχεις την εντύπωση ότι ξεκινάνε με ένα ατέρμονο «ααααα......ααααααα........ ααααααα........ ααααααα» (και τούτο εδώ πρώτο από όλα), στη συνέχεια άγριο παρακαλητό στην γκόμενα, ξεφτιλίκι μέχρι να μην υπάρχει πιο κάτω, και η αρχαιοπρεπής έννοια της λύτρωσης να μην έρχεται ποτέ. Ε, εδώ που τα λέμε όμως, ο Γαβαλάς είναι ένας Nick Cave που το ψυχοδράμα του περισσότερο το ζει, παρά το συνθέτει ο άνθρωπος. Μπορούμε δηλαδή να τον απορρίψουμε τόσο εύκολα;
5. Μιχάλης Μενιδιάτης/Απόστολος Καλδάρας : Και λίγο λίγο θα με συνηθίσεις
Και φτάνουμε αισίως στο άσμα ασμάτων της μουνοδουλοπρέπειας του ελληνικού μας λαϊκού τραγουδιού. Την ύστατη εκείνη στιγμή κατά την οποία παραδίνουμε τα πάντα, αποδεχόμαστε την αλανιάρα γκόμενα, αυτούς που την πηδάνε, ακόμη και στο κρεβάτι μας (ίσως δε και μπροστά μας), δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο, όργια, κτηνοβασίες, χαμένες περιουσίες σε γούνες και χρυσαφικά, ψεύτικη και ιδιοτελή αγάπη, όλα αυτά τέλος πάντων για τα οποία μας πιάνει κρύος ιδρώτας σε συνήθεις περιστάσεις, μόνο και μόνο επειδή έχουμε την υπόνοια ότι λίγο-λίγο όχι τυχόν θα μας γουστάρει ή θα μας αγαπήσει, αλλά απλώς, ΘΑ ΜΑΣ ΣΥΝΗΘΙΣΕΙ. Πιο λούζερ γίνεσαι στίχος του Jeff Buckley, αλλά εκεί δεν μπορείς να χορέψεις, οπότε μείνε εδώ καλύτερα.
Ε, τι άλλο να πούμε μετά από αυτό; Σας τα λένε δηλαδή αυτά οι Joy Division, όταν διαλαλούν πως η ‘η αγάπη θα μας διαλύσει’, αλλά δεν μας επεξηγούν το τι και πώς; Φυσικά και δεν σας τα λένε κύριοι (και κυρίες).
6. Τα Παιδιά Από την Πάτρα/Αποστόλος Καλδάρας/Στράτος Καμενίδης & Γιάννης Σαριδάκης : Λαϊκό Τσα Τσα/Μου λένε να μην κλαίω
Ας κλέψουμε λίγο (εκκλησία είναι άλλωστε η φάση) και ας βάλουμε όχι μόνο διασκευές, αλλά και δύο απανωτές, από το εν λόγω «σύγχρονο λαϊκό σχήμα», που αποτελείωσε την αξεπέραστη έννοια του ‘ποτ πουρί’, μιας και όλη η δισκογραφία τους και η πορεία τους εν γένει φαντάζει σαν ένα ατελείωτο ποτ πουρί, επιτυχιών τε και μη, που σκοπό άλλο δεν έχουν παρά να ανεβάσουν τους πάντες σε ένα τραπέζι. Και εδώ που τα λέμε σχεδόν πάντα το καταφέρνουν.
Στην πορεία των χρόνων με (όχι και τόσο) έκπληξη διαπιστώνουμε ότι Τα Παιδιά Από Την Πάτρα και η εύστοχα κλεψιτυπική τακτική του αχταρμά που ακολουθούν, μεταβάλλεται με πονηρό τρόπο σε ένα διαστρεβλωμένο, όσο και ευμετάβλητο ποιοτικά, fusion, το οποίο πιθανόν να το ακούσετε και σε κάποια από αυτά τα έγκριτα πρόσφατα μπαράκια, με «μουσικές» (ο γνωστός πληθυντικός της αηδίας) cool & collected, που ανακατεύουν τις κότες με τα πίτουρα, τους Free Design με το freestyler, και την ανάγκη για δίμετρες γκόμενες πίσω από τα πλατώ, να καθίσταται ακόμη πιο επιτακτική σε μία αφόρητα streaming εποχή κατά την οποία αναζητούνται ακροατές για τους DJ και όχι το αντίστροφο.
Γενικώς η φάση είναι Παιδιά από την Πάτρα, η δική μας Goa Trance, που σε συνθήκες οριακής ακρόασης, μπορεί να σου διαλύσει μερικά εγκεφαλικά κύτταρα περισσότερα από όσα είχες προβλέψει.
7. Φίλιππος Νικολάου/Αλέξης Παπαδημητρίου : Στο άδειο μου πακέτο
Από τα τραγούδια εκείνα που τριβελίζουν το μυαλό των ηλιθίων και στη συνέχεια μας γεμίζουν με τις ανοησίες που λέγαμε παραπάνω περί του ότι οι γνήσιοι λαϊκοί είναι πραγματικοί ροκάδες, και άλλες τέτοιες αστειότητες.
Το επιτρέπει και το ίδιο το τραγούδι άλλωστε εδώ που τα λέμε. Γεμάτο με βαρείς, προφανείς και κάθε άλλο παρά ιδιόμορφους συμβολισμούς, καθώς συνδέει με τον προβλεπόμενα μάγκικο τρόπο το να έχεις μείνει από τσιγάρα με το να έχεις ξεμείνει από γυναίκα, μιλάει με περισσή άνεση στην ψυχούλα (έβγαλε ψυχούλα που λέμε και τέτοια) του καθενός μας, που ακόμη και αν δεν κάπνιζε ποτέ του, είναι απολύτως σίγουρα ότι έχει μείνει ρέστος από την άλλη την περίπτωση περισσότερες από μία φορές.
Γενικώς η αποθέωση του κλισέ, αλλά με υλικά και τεχνική τέτοια, που για μία ακόμη μια φορά υπενθυμίζει σε όλους ότι καθώς προσπαθεί να ξεφύγει κανείς από τα κλισέ στη μουσική, το πιθανότερο είναι να καταντήσει άνυδρος, παρά εναλλακτικός. Είναι σαν να θέλεις σώνει και καλά να πιστέψεις ότι δεν σου αρέσει το κάθε Paranoid και το κάθε Teen Spirit εκεί έξω επειδή έχει ξεφτίσει από την υπερ-χρήση. Ε, δεν πάει έτσι (και πως πάει δηλαδή;).
8. Κώστας Καφάσης/Κώστας Ψυχογιός : Γέλα Κυρία μου
Συχνά- πυκνά συναντάται στο λαϊκό τραγούδι η περίπτωση της ερμηνείας που αγγίζει τα όρια ενός ιδιότυπου spoken word, πρακτική που θα μπορούσαμε ίσως να την ορίσουμε με αφετηρία και γύρω από τον Σπύρο Ζαγοραίο και κατά περίπτωση τον Γιώργο Ζαμπέτα. Τα τραγούδια που παρακολουθούν το εν λόγω στυλ ενέχουν ασφαλώς ακόμη μεγαλύτερο κίνδυνο να πέσουν 1-2 κατηγορίες ακόμη και να αγγίξουν τα όρια του λούμπεν. Τίποτε δεν πάει χαμένο όμως, και ειδικά στη χαμένη μας ζωή ως γνωστόν και χιλιοτραγουδισμένο, οπότε από το λούμπεν μεταπηδάει εύκολα το οποιοδήποτε τραγούδι στο cult και από εκεί ακόμη πιο πέρα και ως την αιωνιότητα των τραγουδιών εκείνων, των οποίων όσο περισσότερο κατανοεί κανείς την ευτέλεια, τόσο περισσότερο εθίζεται σε αυτά.
Ο Κώστας Καφάσης, συνεπής εκπρόσωπος της σκυλάδικης υποτέλειας στην γυναικεία προσωπικότητα, πηγαίνει το πράγμα ένα βήμα παραπέρα από την θαρραλέα παραίτηση του Μανώλη Αγγελόπουλου ας πούμε (σβήσε με κυρά μου απ’ τα τεφτέρια σου κλπ), προκαλεί το γέλιο και τη θυμηδία ακόμη στην γυναίκα που τον αποτελείωσε, ταπεινώνει τον εαυτό του κατά το σύνηθες και το απεριόριστο που λέγαμε παραπάνω, στο τέλος της νύχτας όμως, αποχωρεί και αυτός επί της ουσίας νικητής και υπερήφανος. Σας τα λέει αυτά άραγε ο Stephen Merritt όταν γράφει 342 τραγούδια αγάπης/λεπτό; Σιγά μη σας τα λέει όταν αναλώνει το πάθος του σε πεταλούδες και καθρέφτες, αντί να μπει στο ψητό.
9. Λευτέρης Μυτιληναίος/Μίμης Χριστόπουλος : Λείπεις Εσύ, Λείπει η Ζωή μου
Ο Λευτέρης Μυτιληναίος παίρνει το λαϊκό τραγούδι από το χέρι, και χωρίς να του αποστερεί τίποτε από τη φυσική του μαγκιά (στην καλώς εννοούμενη μορφή της), του εμποτίζει ένα παράταιρο φλέγμα και σε κάθε επόμενη ακρόαση έχεις την αίσθηση ότι είτε βρεθείς στο Στορκ, στο Καραμπουρνάκι, είτε στο Royal Albert Hall, στο Λονδίνο, για να ικανοποιήσεις τα συναισθηματικά σου κενά, το αποτέλεσμα θα είναι ακριβώς το ίδιο, και τα συμπεράσματα στα οποία θα καταλήξεις ελάχιστα θα διαφέρουν μεταξύ τους.
Πράγμα που είναι και το ζητούμενο δηλαδή. Ο καθένας να την βλέπει όπως θέλει, και καμιά φορά να την βλέπει και αλλιώς. Όλα τα υπόλοιπα είναι συμπλέγματα, με τα οποία –ειδικά στη μουσική- καλό είναι να ξεμπερδεύει κανείς εκεί μέχρι τα 30 (αλλά καλό είναι και να μπερδεύεται με αυτά μέχρι τότε, θα πρόσθετα).
10. Δημήτρης Μητροπάνος/Δημήτρης Παπαδημητρίου : Στης ψυχής το παρακάτω
Όσο (μπορώ και) παρατηρώ ως τρίτος την όποια σχέση μου με τα λαϊκά τραγούδια, καταλήγω κάθε επόμενη φορά στο συμπέρασμα ότι περισσότερο όλων με συγκινούν εκείνα που απασχολούνται με τα προφανή, που δίνουνε το πάθος, το λάθος, το συναίσθημα και το παρασύνθημα στο πιάτο (σε αντίθεση με όλη την υπόλοιπη μουσική που με απασχολεί, σπεύδω να αυτό-παινευτώ). Γκραντιόζες λογικές και εκφράσεις, καταστάσεις υπερβατικές τις οποίες στην πραγματικότητα κανείς δεν τηρεί στην καθημερινότητα του, αλλά ποιος ο λόγος να ισοσκελίζουμε τα τραγούδια, τις ταινίες ή και τα βιβλία που αγαπάμε με μία εκ των πραγμάτων ισοπεδωμένη καθημερινότητα; Κανείς απαντώ, και συνεχίζω τις σοφίες μου.
Αναρωτιέμαι δηλαδή αν έχω τυχόν φίλους που κάνανε στη ζωή μου τη γιορτή τους, και δεν βρίσκω και πολύ πειστική απάντηση, καθώς πάνω κάτω ευχαριστημένος είμαι από τους φίλους μου μέχρι τώρα. Αλλά τι στο καλό να μας τραγουδήσει και ο τεράστιος Μητροπάνος με την εξοντωτικά ένρινη φωνάρα του για να τον πιστέψουμε ακόμη περισσότερο; «This is the end/Beautiful Friend» δηλαδή; Ήμαρτον..., στο κάτω κάτω πιο όμορφα πεθαίνει στον τελευταίο χορό του ο Αστραπόγιαννος-Κούρκουλος με αυτό το οιονεί ζεϊμπέκικο σε ήχους υπερβατικής θρακιώτικης γκάιντας, παρά ο Αμερικάνος αντίστοιχος του, που άλλωστε είχε προλάβει να πιστέψει σε ακόμη πιο αφελή πράγματα όταν πήγαινε υπερήφανος εκεί που τον έστελναν.
Έτσι είναι τα λαϊκά τραγούδια όμως. Σε κάνουν να πιστέψεις μέχρι και στην ανωτερότητα της φυλής προς στιγμή, οπότε βάζεις και ακούς στα καπάκια λίγο Will Oldham αν τυχόν θέλεις κάποιο τεράστια κακόφωνο για να ταυτιστείς, και έρχεσαι στα συγκαλά σου (ή πλησιάζεις προς αυτά).
10 + 1. Βούλα Γεωργούτη/Λάκης Καρνέζης : Μη φεύγεις
Πέρα από όλα τα παραπάνω όμως, και γενικώς πέρα από αρκετά πράγματα, υπάρχει αυτό εδώ το τραγούδι το οποίο (όπως αρκετοί της γενιάς μου) άκουσα για πρώτη φορά από τους Παίδες Εν Τάξει και έπαθα τέτοια πλάκα, που αμφιβάλλω αν τυχόν την είχα πάθει δηλαδή και την πρώτη φορά που άκουσα το Papa Won’t Leave You Henry και δύο τρία τέτοια άλλα, που μέχρι τότε νόμιζα ότι μόνο αυτά θα με στιγματίσουν μια και καλή.
Βασικά είναι σαν να ακούς δύο-τρία τραγούδια μαζί και το ένα να είναι καλύτερο από το άλλο. Η rhythm section σχεδόν τραβάει τον δικό της δρόμο, ξέχωρη και διακρινόμενη από ό,τι συμβαίνει στο υπόλοιπο τραγούδι (το οποίο πάντως υποστηρίζει και δεν παραμελεί). Ο Λάκης Καρνέζης που σκέφτηκε να βάλει την εμβατηριακή γέφυρα στα δύο καίρια σημεία του τραγουδιού, κατά τα οποία επισημαίνεται με αφόρητα δραματικό τρόπο το τι πραγματικά συμβαίνει και το πως καταστρέφεται ο κόσμος όταν κάποιος φεύγει από κάποιον άλλον, και υπεράνω όλων αυτών η φωνή της Βούλας Γεωργούτη, για την οποία αν αρχίσουμε να επαναλαμβάνουμε έννοιες περί δωρικότητας, λιτότητας, τελειότητας κλπ θα καταντήσουμε γελοίοι και θα καταστρέψουμε το ό,τι ζήσαμε στα τρία και κάτι προηγούμενα λεπτά υπό την υποτέλεια αυτού του αριστοτεχνικού τραγουδιού.
Το οποίο τραγούδι το ακούς, σου γίνεται εμμονή και πραγματικότητα και έπειτα, σχεδόν σαν σε αυθυποβολή από τα όσα ορίζει, αδυνατείς εκ των πραγμάτων να φύγεις από οπουδήποτε. Χτυπάς τη μοίρα, φοβάσαι μην τυχόν χρειαστεί να διώξεις την πίκρα και άλλα τέτοια οδυνηρά.
Και έπειτα σου λένε «What came first the Music or the misery…? ”, κάτι αυτοσχέδιοι τύποι από έξω, τύπου Nick Hornby, που έτυχε και ακούσανε λίγο Smiths και λίγο Nick Drake στη ζωή τους. Ας είχαν βρεθεί κατά δω και τα λέγαμε...