[Ανθρώπου] αστοχία σε θλίψη
Γύρω στο 1927, ένα αγόρι και ένα κορίτσι δραπέτευσαν με τρένο στο διάστημα, στο παραμύθι “Night On The Galactic Railroad” του ποιητή Kenji Miyazawa. Την ιστορία αυτή αφηγήθηκε το 2007 ο Kashiwa Daisuke στο αγαπημένο μου “Stella”, αληθινό κόσμημα στην ηλεκτροακουστική σκηνή. Είναι instrumental. Κι όμως, μετά το τσαφ τσουφ στις ράγες του γαλαξία και το παιδικό γέλιο, υπάρχει στο 4:58 μισό μαγικό δευτερόλεπτο που μέσα σε μια παύση πέφτει η κομμένη ανάσα μιας κοπέλας και για μένα κάνει το κομμάτι τραγούδι. Χάρη σε μια εύθραυστη ανθρώπινη παρουσία, μια σπασμένη αναπνοή, η ιαπωνική θλίψη γίνεται διάχυτη κι εγώ ξέρω πως η “Stella” θα είναι συνεχώς μετέωρη, αναποφάσιστη ανάμεσα στον αισθησιασμό και την παιδικότητα. Αυτό μου είπε μισό δευτερόλεπτο άμεσου ανθρώπινου παράγοντα μέσα σε 36 λεπτά οργανικής μουσικής. Αυτό μου είπε η φωνή.
Η φωνή που εκπλήσσεται, που συγκινεί, μου δαγκώνει το λαιμό ή μου σπάει τα νεύρα. Που (μπορεί να) είναι ο πιο ευαίσθητος φορέας του ανθρώπινου μυαλού και συναισθήματος. Να μεταφέρει πάθος, πικρία, ελπίδα για την κοινωνία, τον έρωτα, τον θεό, το περιβάλλον, για χίλια δυο πράγματα και ιδέες.
Όχι όμως κάθε φωνή. Κάποιοι φέρουν λόγο χωρίς λέξεις. Πχ. στο “The Sad Mafioso” των Godspeed You! Black Emperor (δεν άλλαξε ξανά το θαυμαστικό ε;) η απελπισία για την ανθρώπινη αποκτήνωση και την αναλγησία του σύγχρονου καπιταλισμού δεν χρειάζεται λόγια. Σε πνίγει το φορτίο της μουσικής. Συμβαίνει όμως και το αντίθετο. Ερμηνευτές που λένε πολλά, αλλά δεν μου μιλάνε προσωπικά. Δεν μπορώ να περιγράψω ακριβώς το είδος της αδιάφορης για μένα φωνής, ενστικτωδώς πάντως την λέω “τέλεια”. Δηλαδή φωνή χωρίς αυτές τις μικρές αστοχίες και διακυμάνσεις στον τόνο, την κλίμακα, την ένταση, που δηλώνουν άνθρωπο φθαρτό, επιρρεπή στο συναίσθημα, άνθρωπο αν όχι τσαλακωμένο, τουλάχιστον καταστρέψιμο. Που εκδηλώνει αστοχία σε θλίψη, που λέμε εμείς οι Πολιτικοί Μηχανικοί.
Κι επειδή με τα ιερά τέρατα παθιαζόμαστε ή συγχυζόμαστε (ή και τα δύο), θα το πω. Κρίμα το διπλό cd της Janis Joplin που αγόρασα μικρή στην “πενταήμερη” στο δισκάδικο στη Ρόδο (pathetic). Δεν αντέχω τη φωνή της, τι να γίνει. Κι αν βασική επιρροή της Janis ήταν η υπέροχη Billie Holiday, ποιος θα μου πει πως I'm a fool to want her; (τη Billie). Έχει και συναισθηματικό προβάδισμα βέβαια η Billie, γιατί είναι μία από τις πρώτες φωνές που άκουσα ποτέ, λόγω του πατέρα μου, από χρόνια συλλέκτη δίσκων κλασικής, τζαζ και progressive rock. Όμως τα αυτιά μου θέλουν και την ονειρεμένη Liz Fraser, που από το “Garlands” των Cocteau Twins, μέχρι το δικό της “Underwater”, είναι για μένα ο ήχος των ξωτικών (Καθόλου παράξενη η συμμετοχή της στο soundtrack του “Lord Of The Rings”). Εν ολίγοις, σε ζητήματα αυτιού, δεν χωράει λογική. Και Billie και Liz. Και Beth (Gibbons). Ό,τι θέλουμε θα θέλουμε.
Σε αυτή τη μη λογική, ακολουθούν φωνές που νιώθω δικές μου, ξεχωριστές. Άλλες είναι πολύ αγαπημένες, άλλες μπορεί να μου έχουν μιλήσει και 2-3 φορές μόνο. Δεν έχει σημασία. Και η κομμένη ανάσα του παραμυθιού μισό δευτερόλεπτο κράτησε, αλλά ήταν αρκετό.
David Bowie
Με μεγάλωσε. Πρώτη φορά τον άκουσα παιδάκι στο Μουσικόραμα και τελευταία προχθές, γιατί το “Station To Station”(1976) και το “Low” (1977) δεν βγαίνουν από το mp3 player, αν και αλλάζω συχνά τις μουσικές του δρόμου. Ο Bowie ήταν τόσο ολοκληρωμένος καλλιτέχνης, που ακόμα δεν μπορώ να αποφασίσω αν υπερέχει στη μουσική σύνθεση, στη στιχουργία ή ως ερμηνευτής. Στο “Five Years” πάντως, ο χρόνος μετράει αντίστροφα, “a cop knelt and kissed the feet of a priest and a queer threw up at the sight of that” και αν αυτό το ερμήνευε άλλος, το αποτέλεσμα θα ήταν απρόβλεπτα γελοίο. Ο Bowie όμως εδώ έχει φωνή από τον Άρη, που απηχεί ένα μουσικό σύμπαν τελεολογικό, όπου τα πράγματα έχουν συγκεκριμένο σκοπό και μ’ αυτή την εξωγήινη, παράξενα αμφισεξουαλική φωνή δεν αναμετράσαι καν. 23 χρόνια αργότερα, στο “Strangers When We Meet” από το “Outside” (1995) (που ας αρέσει μόνο στον Brian Eno και σε εμένα, επιμένω ότι είναι τεράστιο δημιουργικό ορόσημο στη δισκογραφία του), το queerness στέκεται στη σκιά. Σ’ αυτή τη δεύτερη εκδοχή του κομματιού (η πρώτη βρίσκεται στο “The Buddha of Suburbia” (1993) και δεν μ’ αρέσει τόσο ομολογώ), η βαθιά φωνή του εκτίθεται απογυμνωμένη στην ένταση του πόνου, της ψευδαίσθησης και της πικρίας για έναν έρωτα δύσκολο. Ο εξωγήινος γίνεται άνθρωπος πεπερασμένος, μα τελικά είναι πάντα αυτός. Η 22χρονη διάνοια πίσω από το “Cygnet Committee”, ο 69χρονος μαύρος κύκνος πίσω από το “Blackstar”. I kiss you, you’re beautiful, αλλά my brain hurts a lot, David. Τόσα cheat references έγραψα, ας πάμε σε μια κλασική επιλογή κομματιού, άντε και μια αντιδημοφιλή:
Επιλογή κομματιού: “Five Years” / “Strangers When We Meet”
Δίσκος: “The Rise And Fall Of Ziggy Stardust And The Spiders From Mars” (1972) / “Outside” (1995) (αντίστοιχα)
Johnny Cash
Διασκευές ανώτερες από το πρωτότυπο υπάρχουν. Το “Hurt” του Johnny Cash όμως είναι ουράνιο. Σαν να υπήρχε από την αρχή του κόσμου. Και είναι όλο μια ζεστή, θλιμμένη φωνή που βλέπει το τέλος. Δεν φοβάται, γιατί κάτω από τη λύπη υπάρχει μακαριότητα για τη ζωή που πέρασε, μα είναι ένα αντίο. Αυτό το “everyone I know goes away in the end” δεν ξεπερνιέται ποτέ. Κανείς δεν έχει τραγουδήσει ξανά τη θλίψη και τη θνητότητα με τέτοια θέρμη λυσιμελή, που κόβει γόνατα (τα δικά μου). Όταν έχασε τη δεύτερη γυναίκα του, τον έρωτα της ζωής του, ο Cash είπε ότι μόνο η μουσική τον κρατούσε πλέον στη ζωή. Από τα τέλη των 1950s ακολούθησε έναν μακρύ δρόμο στη δισκογραφία, τον εθισμό στα χάπια, τα μπες βγες στις φυλακές και τον ακτιβισμό για τα δικαιώματα των ιθαγενών της Αμερικής. Μετά αρρώστησε. Στο τέλος της ζωής του έβγαλε αληθινά αριστουργηματική μουσική. Το “Hurt” δεν είναι δικό του, αλλά ανήκει σ’ αυτή την περίοδο. Ίσως κάνω λάθος και φοβόταν τον θάνατο. Πάντως, η ερμηνεία του εκπέμπει περηφάνια, γαλήνη, ειλικρίνεια προθέσεων. Ο άνθρωπος με τα μαύρα ακούγεται θρυμματισμένος, αλλά συμφιλιωμένος με την άκρη του δρόμου. Πέθανε τέσσερις μήνες μετά τη June Carter.
Επιλογή κομματιού: “Hurt”
Δίσκος: “American IV: The Man Comes Around” (2002)
Scott Walker
Άνετα έμπαινε και πρώτος. Άλλωστε ποιος ξέρει πώς θα ακουγόταν ο Bowie χωρίς τον 30 Century Man; Και δεν μπορώ να μην αναφερθώ τώρα στο ομώνυμο ντοκιμαντέρ. Όχι μόνο επειδή είναι καταπληκτικό και πολύτιμη πηγή πληροφόρησης για έναν σπουδαίο μουσικό που δεν πλησιάζει ψυχή ζώσα - αν και υπάρχουν και εξαιρετικά βιβλία, πχ το “No Regrets” (2012) από το Wire και τις εκδόσεις Orion - αλλά και γιατί την εκτέλεση παραγωγής του “Scott Walker: 30 Century Man” (2006) ανέβαλε ο ίδιος ο Bowie, δηλωμένος θαυμαστής αυτού του μυστήριου Αμερικανού που έγινε Βρετανός και από (με το ζόρι) ποπ είδωλο στα 1960s μεταμορφώθηκε σταδιακά σε δυσπρόσιτο ερημίτη του avant-garde. Ο Walker είναι βαρύτονος. Οι ερμηνείες του είναι οπερατικές, αλλά ειδικά στην όψιμη περίοδο της διαδρομής του, ας πούμε από το “Tilt” (1995) (γιατί το “Climate Of Hunter” (1983) είναι νομίζω μη ταξινομήσιμο υφολογικά), τραγουδάει σαν μέσα από τις πύλες του κάτω κόσμου. Γιατί πέρασε όντως από εκεί κι αυτό ακούγεται ξεκάθαρα πλέον στη φωνή του. Το ακούς στο “Farmer In The City”, στο 3o - 4ο λεπτό του “Cue”, σε κάθε “bump the beaky” του “Bull”. Παρόλα αυτά, δεν μπορώ να αντισταθώ στο “The Seventh Seal” του 1969, το σκάκι του ιππότη με τον Θάνατο του Bergman, που ο Walker αναπαριστά με αδιανόητο ερμηνευτικό βάθος, χάρη και ευαισθησία. Αυτό το “the town I've left behind was burned to the ground” εμένα με διαλύει κάθε φορά, σκέφτομαι πως το “Scott 4” (1969) δεν το άκουσε τότε κανένας και ξέρω πως το όμορφο ξανθό αγόρι ίσως να κατάλαβε από τότε πως οι πύλες του κάτω κόσμου ήταν μονόδρομος. Άλλωστε ο Άδης έχασε την παρτίδα σε τρεις κινήσεις.
Επιλογή κομματιού: “The Seventh Seal”
Δίσκος: “Scott 4” (1969)
Mahalia Jackson
Δεν είναι λίγο να παλεύεις για τα πολιτικά δικαιώματα των αφροαμερικανών στην Αμερική το 1950 και μάλιστα black (magic) woman ούσα. Μιλάμε για εποχές που σε ορισμένες πολιτείες απαγόρευαν την πρόσβαση των μαύρων στα λεωφορεία. Η Mahalia Jackson όμως και το έκανε και ενέπνευσε τον Martin Luther King και έγινε βασίλισσα της gospel. Τα blues είναι στενάχωρα, ενώ τα gospel τα τραγούδια της ελπίδας, έλεγε η τεράστια αυτή χρυσή φωνή, που τραγουδούσε “τη μουσική του θεού” γιατί έτσι ένιωθε ελεύθερη. Οι ιερείς δεν την ήθελαν στις εκκλησίες, γιατί έδινε ρυθμό στο τραγούδι και ξεσήκωνε τους πιστούς. Εκείνη έβγαλε την εκκλησιαστική μουσική στον δρόμο κι εγώ βγάζω τώρα για λίγο τη γέννηση του Χριστού στο φθινόπωρο. Γιατί το “Go Tell It On the Mountain”, που από τότε που γεννήθηκα δεν έχει λείψει ποτέ από το πικάπ ανήμερα των Χριστουγέννων, γίνεται ο ήχος της αγάπης και της αλληλεγγύης. Κάθε φορά που καλεί “go tell it on the mountain that Jesus Christ is born, hallelujah!” και νιώθω τη συγκίνηση και τη χαρά της, σκέφτομαι ότι είναι σπάνιο μια φωνή να απηχεί τόση απλότητα και μεγαλείο ταυτόχρονα. Δεν έχει σημασία αν πιστεύεις ή όχι. Αν υπάρχει θεός, έχει τη φωνή της Mahalia Jackson.
Επιλογή κομματιού: “Go Tell It On The Mountain”
Δίσκος: “Silent Night: Songs For Christmas” (1962)
Roger Daltrey
Ο Daltrey είχε πάντα ζητήματα αυτοπεποίθησης. Έχει παράξενη χροιά και το ξέρει, βγαίνει συχνά εκτός τόνου και ακούς τις αστάθειες που εμένα προσωπικά μου θυμίζουν λίγο και προέφηβο που περιμένει να στρώσει η φάση. Πάνω απ’ όλα όμως, εγώ ακούω τις μικρές αστοχίες που έλεγα πριν κι αυτό σε συνδυασμό με την ιδιαίτερη προσωδία του κάνουν τη φωνή του γοητευτική. Η ερμηνεία του στο “Love, Reign O'er Me” από το “Quadrophenia” (1973) των Who μάλλον θεωρείται η κορυφαία του. Συμφωνώ. Αλλά δεν με ενδιαφέρει αυτό. Με ενδιαφέρει ότι εδώ ακούω τη γραμμική πορεία μιας αγριεμένης παιδικής και ανδρικής μαζί φωνής, που ξεκινάει δειλά και βρίσκει σιγά σιγά τα πατήματά της έως σημείου αδιανόητου μεγαλείου. Έχω ακούσει το τραγούδι αμέτρητες φορές και πάντα κλείνω τα μάτια μου στο “only love can bring the rain that falls like tears from on high” στο 2:13 (αυτόματα στο “tears”), γιατί εδώ το έχει πιστέψει ότι μπορεί. Λίγο πιο μετά, στην κραυγή “love” του 2:38 (προσοχή, όχι αυτή του 2:26) η φωνή σαρώνει πλέον τα πάντα, δαμάζει και την πιο ατίθαση θάλασσα. Ο Roger Daltrey ακούγεται όμορφος γιατί είναι ελεύθερος και ο πιο αληθινός.
Επιλογή κομματιού: “Love, Reign O'er Me”
Δίσκος: “The Who - Quadrophenia” (1973)
David Sylvian
“When the poets dreamed of angels, what did they see?”. Μια και ρωτάς από το “Secrets Of The Beehive” (1987) ακόμα David, να σου πω. Δεν ξέρω τι είδαν οι ποιητές, πάντως ονειρεύτηκαν τη φωνή σου. Και όντως, τον Sylvian με μια λέξη θα τον έλεγα ονειρικό. Γιατί τραγουδάει τόσο αισθαντικά, κατεβάζει έναν τέτοιο καταρράκτη ωμών συναισθημάτων, που αναρωτιέμαι καμιά φορά αν τον φαντάστηκα σε όνειρο. Στο “Damage” (1994), δίνει πιστεύω μία από τις πιο αφοπλιστικές ερμηνείες του στο ομώνυμο κομμάτι. Σίγουρα συμβάλλει σε αυτό και η συνεργασία με τον Robert Fripp βέβαια. Ο Sylvian είναι προσωπικότητα χαμηλών τόνων και αυτό νομίζω δένει αρμονικά με το αυστηρό μουσικό ύφος του Fripp. “You gave me songs to sing, shadow and sun, earthbound, starblind, tied to someone”. Το κομμάτι τελειώνει κι ο Sylvian αφήνει πίσω του πληρότητα με αυτή την ανεπανάληπτη φωνή που φέρνει χειμώνα και καλοκαίρι μαζί, απλότητα αλλά και όγκο. Το υποψιάζεσαι από τις πρώτες μελαγχολικές νότες, το παίρνεις απόφαση στο 0:43. “I found the way by the sound of your voice”.
Επιλογή κομματιού: “Damage”
Δίσκος: “David Sylvian & Robert Fripp - Damage” (1994)
Julianne Regan
Τι; Για τη Julianne Regan αφήνεις εκτός τη Liz Fraser; Που δεν είναι απλά ανώτερη φωνή, έχει ερμηνεύσει και πολύ ωραιότερα κομμάτια. Σιγά τη μπάντα, τους All About Eve. Έτσι είναι, αλλά θα το κάνω, γιατί η Regan έχει ένα πανσπάνιο ηχόχρωμα άγουρου ethereal, ενώ της Fraser είναι το κατασταλαγμένο από τη σοφία χιλιάδων χρόνων, ανίκητο ethereal. Δηλαδή η Fraser έχει τη δύναμη της Galadriel, αλλά και η Regan έχει την τόλμη των Χόμπιτ. Το άκουγα σε κάθε “give me a sign in your direction” του “Road To Your Soul” μαθήτρια. Έβλεπα 120 Minutes στο MTV και διάβαζα Ποπ & Ροκ, Melody Maker (και λίγο Metal Hammer και Ήχο). Κάπως έτσι μπήκε το “Scarlet And Other Stories” (1989) στο πικάπ. Μα πιο πολύ το άκουσα στο “D For Desire” (1985), πρώτο single των All About Eve. Εδώ η Regan μου ακούγεται σαν μια εξαγνισμένη Siouxsie Sioux (Ariane των Excès Nocturne θα έλεγα, αλλά ήταν μεταγενέστερη) και επαναστατημένη Liz Fraser μαζί, όμως αυτά υποχωρούν υπό την αίσθηση του παιδικού φόβου για το σκοτάδι που αποπνέει η χροιά της. Μένει η αθωότητα, η Julianne μιλάει και τραγουδάει μαζί σχεδόν άτσαλα, φοβάσαι πως θα ξεμείνει από αναπνοή, όπως παθαίνουν τα μικρά παιδιά όταν απαγγέλουν ποιήματα. Δεν το παθαίνει φυσικά, είναι εξαιρετική ερμηνεύτρια, μα σε αυτή ακριβώς την ευθραυστότητα έγκειται η γοητεία της. “Severed roses drawn, in their vases, decay away”, η φωνή της Julianne Regan είναι ένα μουσικό κουτί από φίλντισι κρυμμένο στις ρίζες ενός στοιχειωμένου δέντρου.
Επιλογή κομματιού: “D For Desire”
Δίσκος: “All About Eve - D For Desire” (12’’) (1985)
Mark Burgess
Είμαστε και ό,τι έχουμε υπάρξει, ευτυχώς, ιδίως εκείνα τα μικρά κομμάτια μας (που εμείς όμως ξέρουμε πόσο βαριά είναι) στα οποία επιστρέφουμε. Το “Monkeyland” δεν είναι το πιο αγαπημένο μου τραγούδι των Chameleons. Όμως αυτό το κομμάτι, με τον τρόπο που το ερμηνεύει ο Mark Burgess, που αναδύει ψυχικό άδειασμα, είναι η κορύφωση στη ζωή που έρχεται; μήπως τελικά δεν έρχεται.. ή μήπως έρχεται κι εσύ απλά περίμενες κάτι άλλο; Τικ τοκ, είναι η κιθάρα, τικ τοκ, του χρόνου που άφησες πίσω σου, εγώ αυτό ακούω, είναι η φωνή του Burgess σε τέλεια ισορροπία ψυχρότητας και απόγνωσης μαζί, όσο off-key πρέπει για να τη νιώσεις και λίγο δική σου, απόκοσμη αλλά δίπλα σου. Το 1981, στο “The Fan And The Bellows”, τσατίζεται που “somehow love must bring me down”. Στο “Script Of The Bridge” (1983) έχει λυγίσει λίγο μπροστά στα συναισθήματά του. Και τώρα είναι 2018, η εποχή του ψυχρού ρεαλισμού - πού καιρός για τέτοιες σκέψεις - και “it's just a trick of the light”, αλλά δεν πειράζει, γιατί χρειάζεται κι αυτό.
Επιλογή κομματιού: “Monkeyland”
Δίσκος: “The Chameleons - Script Of The Bridge” (1983)
Luigi Tenco
Πόσο τραγικό και πικρά ειρωνικό το πρόωρο τέλος αυτής της μοναδικής φωνής... Ο Luigi Tenco αυτοκτόνησε 28 χρονών, αφού κόπηκε από τον τελικό του φεστιβάλ του San Remo, αφήνοντας πίσω τη σύντροφό του, Dalida. Έγραψε και σημείωμα, διαμαρτυρόμενος για το κακό αισθητικό κριτήριο του ιταλικού κοινού. “Ελπίζω να έγινα ξεκάθαρος σε κάποιους. Ciao. Luigi”. Έτσι έκλεισε. Λίγο καιρό πριν είχε πει πως ένιωθε σαν τραγουδοποιός σε λάθος εποχή, σε καιρούς που δεν του ανήκουν. Ήταν ένας ευαίσθητος, ρομαντικός, ενοχικός, συναισθηματικά κομματιασμένος μουσικός, με απόλυτη επίγνωση της καλλιτεχνικής ανωτερότητάς του σε σχέση με πολλούς και αυτή την αίσθηση μου μεταδίδει και ως ερμηνευτής. Μήπως όμως πίσω από το γοητευτικό προφίλ κρυβόταν κι ένα είδος ελιτισμού; Γιατί αυτά λίγο με ξενερώνουν. Ο διάλογος με τον προβληματισμένο εαυτό πάει περίπατο νωρίς νωρίς, στο 0.54 του “Mi Sono Inamorato Di Te”. La notte το πιάνο σταματά και το μεταξένιο “parlare d’ amore” με αφήνει ανήμπορη να ασχοληθώ με τέτοια επουσιώδη ζητήματα. Κι αυτό δεν είναι τίποτα μπροστά σε ό,τι συμβαίνει ένα λεπτό αργότερα, στον τελευταίο στίχο. “Ti vengo a cercare” και λήξις. Δεν ξέρω σε ποια γυναίκα το είπε πως θα έρθει να την ψάξει, μα είναι τυχερή. Της το ψιθύρισε φωνή διαχρονική. Και η φράση έμεινε για πάντα. Ciao Luigi.
Επιλογή κομματιού: “Mi Sono Inamorato Di Te”
Δίσκος: “Luigi Tenco” (1962)
Sarah Vaughan
Ή Ella Fitzgerald; Το γνωστό ερώτημα, μια και η Billie Holiday που κλείνει το τοπ 3, εμπίπτει ερμηνευτικά σε άλλη κατηγορία και δεν θα προβληματιστούμε περισσότερο. Που εγώ βέβαια διαλέγω και τις τρεις, απλώς αφού πρόκειται για φωνές που μπήκαν στα αυτιά μου από τότε που γεννήθηκα, ας πούμε τη Sarah, την “Divine One”, όπως τη λένε. Ίσως με συγκινεί λίγο περισσότερο. Η Sarah Vaughan είχε μια πραγματικά σπάνιας ομορφιάς κοντράλτο φωνή, ευρύτατων ορίων, με ένα χαρακτηριστικό βιμπράτο, ικανά δυνατό ώστε να σε ακινητοποιεί, αλλά όχι υπέρμετρα ώστε να γίνεται μια βαρετή τεχνικούρα. Η φωνή της ήταν απίστευτα εύπλαστη, δηλαδή περνούσε από τις πιο swinging φόρμες στις μπαλάντες στο φτερό, σαν να είναι κάτι αυτονόητο. Αυτό ακριβώς συμβαίνει στο “Swingin' Easy” (1957) με τη μετάβαση από το “Shulie A Bop” στο “Lover Man”. Φαντάζει ασύλληπτο ότι όσα συμβαίνουν σ’ αυτό τον δίσκο τα κάνει μία φωνή, όμως η μαγεία της Sarah είναι πως είχε απόλυτο έλεγχο των δυνατοτήτων και της ευελιξίας της. Στο “Lover Man” (που είναι γραμμένο για τη Billie, αλλά εγώ το προτιμώ από τη Sarah), η υφή της φωνής της είναι μεταξένια, η εκφορά του λόγου μελετημένη, το λεγκάτο τέλειο και η ερμηνεία της πεντακάθαρη, αλλά ρέει αβίαστα, σαν να μην χρειάζεται να προσπαθεί. Δεν τολμώ να ξεχωρίσω κανένα σημείο του κομματιού.
Επιλογή κομματιού: “Lover Man”
Δίσκος: “Swingin' Easy” (1957)
Klaus Nomi
Καταρχάς και μόνο αν ντυνόμασταν όλοι σαν τον Klaus Nomi ο κόσμος θα ήταν καλύτερος, πόσο μάλλον αν είχαμε έστω κλάσμα του ασύλληπτου ταλέντου του. Δυστυχώς η πραγματικότητα είναι σκληρή όμως και μας τον πήρε μακριά, πολύ νωρίς. Κόντρα τενόρος, με σοκ-διαδώστε φωνητικό εύρος, ξεκίνησε να τραγουδά όπερα κρυφά, εκεί όπου δούλευε ως ταξιθέτης στο Δυτικό Βερολίνο, μέχρι να αναδειχθεί σε avant-garde μάγο performer στη Νέα Υόρκη. Έλεγε πως ήταν επηρεασμένος από τη Μαρία Κάλλας και τον Elvis Presley. Τους ακούω πράγματι αμφότερους στις ερμηνείες του. Και τη Marlene Dietrich ακούω προσωπικά. Και πάντως είναι μεγάλη υπόθεση να καταφέρνει μια φωνή να σε μεταφέρει πάντα σε σκηνή θεάτρου, όπου κι αν βρίσκεσαι εκείνη την ώρα, ό,τι διάθεση κι αν έχεις. Μια φωνή παράξενη, τελείως απόκοσμη, ανδρόγυνη, απίστευτα προικισμένη και τόσο ισχυρή που σχεδόν δεν παρατηρείς το κατάλευκο βαμμένο πρόσωπο και το πλαστικό φράκο του. Μου αρέσει τρομερά το “Falling In Love Again” και το “Lightning Strikes” (που είχα την τύχη να ακούσω διασκευασμένο και σε live set του Felix Kubin πέρυσι), αλλά δεν θα πρωτοτυπήσω. Θεωρώ το “Total Eclipse”, στη γνωστή ζωντανή εκτέλεσή του από το φιλμ “Urgh! A Music War” (1982), ασυναγώνιστο. Το μόνο που ήθελε ο Klaus Nomi ήταν να τραγουδάει όπερα και φαίνεται.
Επιλογή κομματιού: “Total Eclipse”
Δίσκος: “Various - URGH! A Music War” (1982)
Έντεκα φωνές, κρυφές σπασμένες ανάσες, ένα παζλ όλο μικρά κομμάτια αγάπης. “Love Is A Voice”. Το είπαν ο Xela με τον Jefre Cantu-Ledesma. Χωρίς φωνή.
ΥΓ. Μόλις δυο μήνες πριν, έγραψα ένα κείμενο για την ύστερη δισκογραφία των Iron Maiden που θεωρώ ότι ήταν αρκετό λιβανιστήρι για τον Bruce Dickinson. Διαφορετικά αυτός θα βρισκόταν εδώ μέσα. Να είμαι εξηγημένη.