Αντίο Μπάμπη
Πάνε 4 χρόνια που έφυγα από την Ελλάδα. Οι πρώτοι μήνες με βρήκαν σ’ ένα χωριό στη μέση του πουθενά στη Γερμανία και η συνέχεια στο Μπρίστολ της νοτιοδυτικής Αγγλίας. Εδώ και μερικούς μήνες ο βορράς με κάλεσε ακόμα πιο βαθιά μέσα του κι είμαι πλέον κάτοικος Εδιμβούργου.
Η τελευταία ουσιαστική επικοινωνία που είχα με το Μπάμπη ήταν στην πρώτη μεγάλη καραντίνα πριν περίπου δυο χρόνια. Για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό δεν χρειαζόταν να τρέχω σαν παλαβός, να βαράνε ξυπνητήρια και να τρέχουν χρονοδιαγράμματα. Τότε βρήκα και το χρόνο να διαβάσω το τελευταίο του βιβλίο, το «Άλμπουμ διασκευών». Μου το είχε ταχυδρομήσει στο Μπρίστολ αρκετά πιο πριν και παρόλο που το είχα πάρει πολλές φορές στα χέρια μου δεν κατάφερνα να συντονιστώ μαζί του κι όλο το παράταγα. Κάτι είχε αυτό το βιβλίο και παράλληλα και η ζωή μου που δεν μπορούσαν να συμβαδίσουν.
Στην καραντίνα, κλεισμένος για ένα περίπου μήνα αυστηρά μέσα σ’ ένα σπίτι και με την αίσθηση του χώρου και του χρόνου να αλλάζουν ραγδαία, κατάλαβα το γιατί. Γιατί αυτό που για την πλειοψηφία από εμάς ήταν ένα σοκ, μία στέρηση ελευθερίας και το κλόνισμα όλων αυτών που θεωρούσαμε δεδομένα, για τον Μπάμπη ήταν η ζωή του. Εξαιτίας της μυϊκής δυστροφίας που τον τυραννούσε από πολύ νέο και που χειροτέρευε ραγδαία με το πέρασμα του χρόνου, το δωμάτιο του ήταν όλο το σύμπαν του. Αυτό είχε περάσει και στο βιβλίο. Ο όγκος των πληροφοριών και των περιγραφών ήταν πυκνός και στριφνά απαιτητικός και απαιτούσε προσήλωση και άχρονη χαλάρωση τη στιγμή που εγώ έτρεχα σαν παλαβός και η ένταση δεν έπεφτε σχεδόν ποτέ.
Θυμάμαι που του το είχα πει, δε θυμάμαι αν ήταν στο τηλέφωνο ή στο messenger. Του το περιέγραψα με έναν τρόπο που κατάλαβα ότι τον άγγιξε. Νομίζω ότι αυτή ήταν και η στιγμή που πραγματικά ήρθαμε ουσιαστικά πολύ κοντά χωρίς όμως κανένας να αφεθεί σε συναισθηματισμούς και να το σχολιάσει παραπέρα. Πολύ σκληροί πανκς και οι δύο τρομάρα μας.
To MiC ήταν κάτι σαν το πατρικό μου. Ο Μπάμπης άτυπος πατέρας στα μουσικογραφιάδικα κι αργότερα η Χίλντα (Παπαδημητρίου) άτυπη μητέρα. Στη ζωή πέρα από τους βιολογικούς μας γονείς μπορεί να συναντήσουμε και ανθρώπους που ίσως να τα καταφέρνουν διαφορετικά σε κάποιους τομείς (δε θα πω καλύτερα γιατί δε μου αρέσουν αυτού του τύπου οι συγκρίσεις) και να εντοπίζουν σ’ εμάς δεξιότητες και ιδιότητες που υπό άλλες συνθήκες θα έμεναν θαμμένες. Ο Μπάμπης κατάφερε ν’ αναγνωρίσει σ’ εμένα το ταλέντο να εκφράζω με λέξεις την αγάπη μου για τη μουσική και προσπάθησε με κάθε τρόπο να με κάνει να το καλλιεργήσω. Μαζί με τον Πάνο Πανότα, για να μην αδικήσω κανέναν. Το έκανα όσο καλύτερα μπορούσα ελπίζω και συνεχίζω όσο και όταν μπορώ.
Και παρόλο που δεν είμαι από αυτούς που μένουν για πάντα στο πατρικό τους (βλ. MiC.gr στην προκειμένη) και που ανακάλυψα συμβάσεις και περιβάλλοντα που με αντιπροσώπευαν περισσότερο σαν άνθρωπο, ξέρω καλά πως αυτό δεν άλλαξε ποτέ την ποιότητα της σχέσης μας και αγαπήσαμε αρκετά ο ένας τον άλλον. Με τον τρόπο μας.
Σχετικά με την προσφορά του, τα ιστορικά δεδομένα και το έργο που άφησε πίσω του δε νομίζω ότι χρειάζεται να γράψω κάτι. Όποιος πραγματικά ενδιαφέρεται μπορεί πολύ εύκολα να γκουγκλάρει και να μάθει ανά πάσα στιγμή, συνειδητοποιώντας ότι αυτό που λέμε χονδρικά εναλλακτική/ανεξάρτητη σκηνή στην Ελλάδα, δεν υπήρχε περίπτωση να ήταν το ίδιο χωρίς τον Μπάμπη. Ελάχιστοι κατάφεραν όσα κατάφερε, υπό τις συνθήκες που τα κατάφερε και στα χρόνια που τα έπραξε.
Μπάμπη σ’ ευχαριστώ για όλα. Θα μου λείψεις.