Αυτοπροσωπογραφία με Μπάμπη
To: rollin@internet.gr
From: Antoine X <antonx@ hol.gr >
Message-Id: <5.1.0.14.0.20030717124124.00b35aa0 @mail demokritos.gr>
X-Persona: <Hol Mail>
Subject: Χαίρετε.
Date: Thu, 17 Jul 2003 12:45:52
Content-type: text/plain; charset=windows-1253; format=flowed
MIME-Version: 1.0
Content-transfer-encoding: 8bit
Γεια σου Μπάμπη.
Όπως θα σου είπε ο Γιώργος σου στέλνω μια "χτενισμένη" και επικαιροποιημένη" εκδοχή του θέματος για Neubauten. Αν θες κάτι άλλο επ αυτού πες μου.
Ελπίζω να καταφέρνω που και που να συνεισφέρω τίποτις αν έχω καμια ιδέα, ας μην υποσχεθώ κάτι που δεν θα μπορώ να τηρήσω
Να σαι καλά
Α.
From: “MiC” rollin@internet.gr
To: "Antoine X" <antonx @hol.gr>
Date: Fri, 18 Jul 2003 01:54:32 +0300
Subject: Re: Χαίρετε.
MIME-Version: 1.0
Content-Type: text/html; charset=windows-1253
X-Mailer: Microsoft Outlook Express 6.00.2800.1158
X-MailScanner: Found to be clean
Content-transfer-encoding: 8bit
geia.
pira to afieroma, tha to dimosieyso stin epomeni ananeosi.
opos ki opote mporeis.
Kalos irthes.
Ήταν η πρώτη φορά που μπήκε στη ζωή μου, σε μια πολύ δύσκολή της στιγμή μάλιστα, το όνομα Μπάμπης…
«Αν δε σε ξέρει, σ' εμπιστεύεται τόσο όσο μια ζέβρα το λιοντάρι στη σαβάνα. Σαν πρώτη συνάντηση λες ότι έχεις να κάνεις μ' έναν σκληροπυρηνικό της ρήσης 'το λακωνίζειν’...»
Περνάνε κάτι ώρες που σκαλίζω αμήχανα τα πλήκτρα. Πρέπει, λέει, να γράψεις κάτι, πρέπει, ήσουν φίλος χρόνια και συνεργάτης, εδώ έγραψε ο κάθε λογής σχετικός και άσχετος, γράφτηκαν ανοησίες κι ανακρίβειες και ανούσιες RIP κοινοτυπίες, όμως «μην κρίνεις τους ανθρώπους» μου είπε απαλά ένας φίλος τις ώρες τις πρώτες όταν η θλίψη ήταν χαρμάνι με τον θυμό. Άλλος θα πει πολλά, άλλη λίγα, άλλη τίποτα. Από τότε που έγραψε ο Καμύ τον Ξένο και δημιούργησε τον Μερσώ, ο καθείς και η καθεμιά δικαιούται να πενθήσει όπως θέλει και αισθάνεται…
Κάτι γράφω, κάτι σβήνω πατώντας με μανία το πλήκτρο της διαγραφής. Μένει ξανά και ξανά η απελπιστική λευκότητα της σελίδας. Το κενό και ο τρόμος του κενού. Που όμως δεν είναι κενό απόλυτο ποτέ, δεν μπορεί να είναι, είναι σαν το κβαντικό χάος όπου διαρκώς σε μια ατέρμονη διαδικασία δημιουργούνται και χάνονται (πεθαίνουν;) κάθε λογής σωματίδια, μνήμες, σκέψεις. Κοιτάζω το πρώτο μήνυμα, από εκεί που «ξεκίνησαν όλα». Κατά λάθος πατάω το reply, ένα κενό μήνυμα φεύγει… Για που;
Κι αυτή η ανθρώπινη ανάγκη να βρίσκει πάντα την αρχή. Σε τι αποσκοπεί; Να ανακαλύψει ή/και να επινοήσει έναν μίτο της Αριάδνης που να μπορεί να τον ακολουθήσει για να φτάσει εκεί που «ξεκίνησαν όλα», που σαν το αρχέγονο κοσμικό ωάριο εμπεριείχε όλες τις πιθανότητες, όλα τα μελλούμενα; Όλα; Όλα ποια όλα; Από το σοκ της πρώτης εκ του σύνεγγυς επαφής με την νόσο και την αναπηρία (ο Μπάμπης μισούσε τους ευφημισμούς τύπου οι «ειδικές ανάγκες» και ούτε την πρόβαλε, μια στάση μάλλον παράταιρη σε εποχές όπου κάθε ‘τραυματίδιο’ και ‘πληγούλα’ εκτίθεται, γίνεται δημόσιο μπαϊράκι και επιθετικά θυματοποιημένη ταυτότητα). Μέχρι… κρυφά μηνύματα στα linear, «πόσες φορές θα ξαναδώ τους φίλους από Αθήνα;», ταξίδια με το ΚΤΕΛ, απόψε τα μεσάνυχτα θα ‘ρθω Θεσσαλονίκη, ολονύχτιες κουβέντες, μηνύματα, τηλέφωνα, τρίγωνα Πανοράματος, κοντοσούβλια από την Άθωνος, διαφωνίες, γκρίνιες, κείμενα, γραπτά, τραγούδια, και ξανά τραγούδια και ιστορίες από παλιά και πολύ παλιά και ξανά διαφωνίες και γκρίνιες, κι ένα διαρκές ανικανοποίητο που τον οδηγούσε να βάζει πολλές φορές ασύμβατους με τον underground ηθικό του κώδικα στόχους, πολύ μακριά όμως από την διάχυτη τοξική αρρενωπότητα του 'χώρου'. Και ξανά κουβέντες από αυτές που δεν θυμάσαι πια αλλά είναι αυτές που σε φέρνουν τελικά κοντά με τον άλλο. Μαζί θρυμματισμένες εικόνες, αναμνήσεις που μπαίνουν η μία στην άλλη και συμφύονται σε ένα αξεδιάλυτο κουβάρι. Και εκείνο το μουδιασμένο αίσθημα όταν έκλεινα την πόρτα στον σπίτι στο 1ο όροφο της πολυκατοικίας της οδού Γούναρη, όταν έπαιρνα τον δρόμο της επιστροφής, «μήπως να είναι η τελευταία φορά;» Ποτέ δεν το ξέρεις… Μπορώ άραγε να μεταδώσω τίποτε απ’ όλα αυτά; Έχουν μήπως κάποιο νόημα για έναν τρίτο; Delete.
Κάπως έτσι λοιπόν βρέθηκα εδώ σήμερα, που είναι πια χτες, αλλά είναι σαν σήμερα; Μια μέρα λαμπερή και φωτεινή, η ατμόσφαιρα καθαρή με παγερή κρυσταλλάδα και κρύο, πολύ κρύο, δεν έχω πρόχειρη καμία ποιητική/ποιητικοφανή διατύπωση, παρά μόνο αυτή, ‘πολύ κρύο’, και η πόλη όμορφη όπως μόνο η άσχημη Θεσσαλονίκη μπορεί να είναι, και στο Ναυαρίνο το γνωστό πλήθος σε αέναη κίνηση, ανθρώπινες ζωές να διασταυρώνονται διαρκώς στις κλειστές τους διαδρομές στην πόλη, στο χωρίς ανάσα rat race που έχουμε βαφτίσει ζωή (ή απλά επιβίωση;). Και κάπου εκεί το παράθυρο από το οποίο ο Μπάμπης παρατηρούσε τις ζωές των άλλων (που και αυτές όμως πολλές σε ένα παράθυρο παρατήρησης κατέληγαν, κάνοντας ζάπινγκ σε μια μικρή ή μεγάλη οθόνη). Μόνο που ο Μπάμπης δεν έμεινε εκεί. Έκανε την ζωή του δράση και δημιουργία, και μια διαρκή έμπνευση για τους γύρω του να αναζητήσουν και να αξιοποιήσουν μέσα τους το δικό τους μετάλλευμα. Αποφεύγω να στρέψω το βλέμμα προς τα εκεί… Μήπως όμως ξεπέφτω σε φτηνό αισθηματισμό; Delete.
Λέξεις... I know the power of words όπως το είχαν μελοποιήσει οι αγαπημένοι μας Mecano είναι αυτός τελικά ο καλύτερος τρόπος να κρυφτείς, να δημιουργήσεις μια δική σου πραγματικότητα, ένα ασφαλές κουκούλι, τόσα χρόνια έχω μάθει πλέον κι εγώ να κρύβομαι πίσω τους εναλλάξ με in a manner of speaking σιωπές. Δεν λέγονται όλα. Μήπως όμως είναι και μια εύκολη η επίκληση αμφοτέρων; Delete κι εδώ.
Ενοχές… «Πήγαινε να τον δεις, νομίζω αυτό είναι τελικά το πιο απάνθρωπο στην όλη κοβιντοϊστορία, ότι αφήνουμε τους ανθρώπους να πεθαίνουν μόνοι τους ανάμεσα σε πολλά μηχανήματα. Δεν ξέρω, εμένα νομίζω θα μου έδινε κουράγιο να ξέρω γιατί ζω» μου έγραφε αγαπημένος φίλος από πολύ μακριά. Πώς όμως; Τις απάλυνε (πάλι) κάπως ο Κύριος Ρύκιος με αυτά που έγραψε εκείνο το βράδυ της 12ης του Γενάρη: «το τέλος, είμαι σίγουρος, τον βρήκε ήρεμο κι ευτυχισμένο στη σκέψη της θαλπωρής της καλής του. Δεν μάσησε μοναξιά στο νοσοκομείο, το πιστεύω, ήξερε ότι τον περιμένει η αγάπη. Που μπορείς να πεις ότι άργησε κάπως κι αυτή, αλλά εντάξει, δεν πειράζει, πρόλαβε.»
Μετά από λίγο καιρό γυρίσαμε και πάλι στα απέραντα χωράφια του κάμπου από τον οποίο κάποτε είχε δραπετεύσει ο Μπάμπης και όπου του έμελλε να επιστρέψει. Δεν είχαμε βρει τίποτε, παρά μόνο πολύ λάσπη, χορτάρια, έναν άδειο τενεκέ φέτα πεταμένο λίγο παραδίπλα, τίποτε άλλο.
«Καλά κάνουν οι λαοί και τιμούν τις σωρούς των νεκρών τους, αλλά εγώ δεν νιώθω τέτοια ανάγκη... Να με πετούσαν σαν χαλασμένο cd που δεν παίζει. Δε χρειάζομαι φέρετρο, μάρμαρα και σταυρούς. Η Κάλλας δεν έχει τάφο και είναι παντού˙ ούτε εγώ χρειάζομαι˙ ας μην είμαι πουθενά».
Και τώρα που υπάρχει το μνήμα με τα ονόματα της διπλής υπόστασής τους χαραγμένα επάνω, αλλάζει κάτι; Τουλάχιστον μπορούμε να αφήνουμε οι θαυμάστριες πάνω στο μάρμαρο CD, όπως εκείνη από το βιβλίο, που την αγάπησε όταν την ρώτησε αν της αρέσουν οι Wipers κι αυτή απάντησε «έχω όλους τους δίσκους τους». Τα μνήματα όμως είναι για τους ζωντανούς. Όπως και η απεχθής μου λέξη «επικήδειος». Το πένθος είναι εγωιστικό συναίσθημα, εύκολα γίνεται μαυσωλείο και ναρκισσιστική μαύρη τρύπα. Για μένα πάλι μιλάω τόση ώρα σε αυτό το κείμενο, συνειδητοποιώ… Delete με μανία.
Για ποιον όμως να μιλήσω; Ποιος ήταν ο Μπάμπης; Ποιον ενδιαφέρει πια; Ότι ήταν, ήταν, και θα… ήταν. Κομμάτια ενός παζλ που αγνοούμε την εικόνα. Πόσες ξέρουμε καν τον εαυτό μας για να μιλήσουμε για άλλες;
Κι έτσι, τι μας μένει; Τίποτα δεν πάει χαμένο στην χαμένη σου ζωή, ερμηνεύει συγκλονιστικά η Χαρούλα σε αυτό το οξύμωρο του στίχου που σε τσακίζει. Γιατί κατά βάθος όλα χαμένα πάνε, τίποτε δεν μένει, παρά στην καλύτερη κάποιες γραφειοκρατικές λεπτομέρειες, «συχνά οι μόνες μαρτυρίες για το πέρασμα ενός όντος από τη Γη» γράφει κάπου ο Μοντιανό. Μαζί ίσως και λέξεις, κείμενα, βιβλία, να κυκλοφορούν σαν διαστημικά σκουπίδια στον χαοτικό γαλαξία του ιντερνέτ, να ακτινοβολούν στη μοναξιά και την αδιαφορία του σύμπαντος σαν ξεθυμασμένες ραδιενεργές πηγές.
Στο μεταξύ με ξαφνιάζει ο ήχος του εισερχόμενου μηνύματος, με επαναφέρει στην πραγματικότητα.
«Η απόκριση από τον απομακρυσμένο διακομιστή ήταν: 550 5.1.1 <rollin@internet.gr>: Recipient address rejected:
User unknown in virtual mailbox table»
Αυτό ήταν…
Θέλω να τα σβήσω όλα… Όλα όμως…