Από την τζαζ στην soul και την Motown
- Έχεις διαβάσει κανα καλό βιβλίο τώρα τελευταία;
- Ναι, το τάδε.
- Α, για πες...
- Ωραίο ήταν, αλλά δεν λέμε καλύτερα τίποτε άλλο;
Στους περισσότερους ανθρώπους που διαβάζουν βιβλία, τους αρέσει και να μιλάνε γι’ αυτά. Πόσο όμορφο και ρομαντικό, θα πει κανείς, να αλληλεπιδράμε με βάση την αναγνωστική μας καθημερινότητα... Υπάρχουν όμως και ορισμένοι που έχουν περάσει την μισή τους ζωή κουτσομπολεύοντάς τα, κουβαλώντας τα, πουλώντας τα, λέγοντας διάφορες αρλούμπες γι’ αυτά προκειμένου να κοντρολάρουν τις ορδές πελατών που τους πολιορκούν «Ααα, αυτός; Καταπληκτικός συγγραφέας! (ούτε που τον ξέρω)!» Αυτά μπορεί να φαντάζουν υπερβολικά σε όποιον δεν έχει ζήσει τον χώρο του βιβλίου εκ των έσω και τον βλέπει ρομαντικά. Αλλά δεν πειράζει, καλό είναι να υπάρχουν και ρομαντικοί ανάμεσά μας, κρατούνται οι ισορροπίες. Αλλά από κάποια στιγμή και μετά (γύρω στα 40 παρά) αρχίζεις και χάνεις σταδιακά τον ρομαντισμό που είχες ως νέος, την όποια λαχτάρα να μοιραστείς με κάποιον την γνώμη σου για το τελευταίο βιβλίο που διάβασες. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια πως παύεις πια να αγαπάς τα βιβλία, ίσα-ίσα, προσπαθείς να είσαι πιο επιλεκτικός και λιγότερο φλύαρος γι’ αυτά.
Τα μουσικά βιβλία συγκεκριμένα είθισται να είναι αντικείμενο συζητήσεων και αναλύσεων που ξεφεύγουν από τις συνηθισμένες νόρμες μιας βιβλιοφιλικής συζήτησης μιας και ο «αντικειμενικότατος» παράγοντας του μουσικού γούστου και της αντίστοιχης γνώσης καραδοκούν. Η γνώμη για το βιβλίο ως έργο έρχεται σε δεύτερη μοίρα, οι απόψεις του καθενός για το πώς έγιναν τα πράγματα ή για το πως θα έπρεπε να είχαν γίνει περισσεύουν. Το αποτέλεσμα είναι ένας ατελείωτος βομβαρδισμός γνώσεων και διαφωνιών μαζί με ένα ακατάσχετο namedropping προς εντυπωσιασμό του κοινού που φέρνουν χασμουρητά. Εδώ θα προσπαθήσουμε να μην αραδιάσουμε (πάρα πολλή) γκρίνια και ονόματα με το κιλό και θα προτείνουμε 3 από δαύτα:
«Κι όμως, όμορφα… Ένα βιβλίο για την Jazz – Geoff Dyer» (Εκδόσεις Πάπυρος, μετάφραση Δανάη Στεφάνου)
Πριν μερικά χρόνια, στις μέρες του πρώτου μνημονίου, θέλησα να εκμεταλλευτώ τον ελεύθερο χρόνο που μου προσέφερε η τότε ανεργία μου και να μάθω καινούρια πράματα, ένα από αυτά ήταν και η jazz. Είχα μόλις δει το “Bird” του Clint Eastwood και είχα «ντοπαριστεί». Πριν αυτή την ταινία, η jazz μου ακουγόταν σαν αλαμπουρνέζικα, δεν μπορούσα να καταλάβω την λογική και την δομή της. Έκτοτε αντιλήφθηκα πως δεν χρειάζεται να προσπαθείς να την καταλάβεις… Το συναίσθημα που σου βγάζει έχει σημασία, όχι η κατανόηση της όπως έλεγε ο Coltrane. Τότε ήταν που διάβασα το βιβλίο του Geoff Dyer, ενός συγγραφέα που έχει γράψει βιβλία για ό,τι του την δίνει, από μουσική, μέχρι δοκίμια για λογοτεχνία, για φωτογραφία, για την καθημερινότητα μέσα σε ένα πολεμικό ναυτικό σκάφος των ΗΠΑ επί George Bush Jr., για ταξιδιωτική λογοτεχνία αλλά και μερικά μυθιστορήματα.
Στο «Κι όμως όμορφα…» μέσα από (κάτι σαν) διηγήματα εξερευνά, με λογοτεχνική άδεια, τις σκοτεινές ψυχές των Charles Mingus, Duke Ellington, Lester Young, Bud Powell, Ben Webster, Art Pepper, Chet Baker και Thelonious Monk. Αν δεν γνωρίζετε τους περισσότερους ή δεν ξέρετε κανέναν από αυτούς, ή δεν έχετε ιδέα στην τελική από jazz, δεν έχει καμία απολύτως σημασία. Δεν χρειάζεται να σου αρέσει η jazz για να σου αρέσει αυτό το βιβλίο (όπως δεν χρειάζεται να είσαι θρήσκος για να σε συγκινήσουν τα βιβλία της Marilynne Robinson, λέω εγώ τώρα). Αρκεί να είσαι άνθρωπος με συμπόνια για τους απλούς και ευθραύστους χαρακτήρες, όπως είναι οι τζαζίστες αυτού του βιβλίου.
Η γραφή του Dyer είναι απλή, λυρική αλλά όχι επιτηδευμένη, μεταφορική χωρίς αμπελοφιλοσοφίες, δεν προσπαθεί να σου εκμαιεύσει κανένα συναίσθημα, ούτε να σου μάθει τίποτα. Ό,τι πάρεις θα το έχεις πάρεις μόνος σου, δεν θα στο έχει σερβίρει κανείς στον συναισθηματικό δίσκο σου. Χρησιμοποιώντας κάποιες κλασικές φωτογραφίες των Milt Hinton, Herman Leonard, Dennis Stock και μερικών άλλων αυτοσχεδιάζει πάνω σε αυτές, όπως περίπου κάνουν οι μουσικοί ήρωες των ιστοριών του όταν βρίσκονται εκτεθειμένοι πάνω στην σκηνή.
Ο Brian de Palma είχε πει πως ο κινηματογράφος λέει ψέματα 24 φορές το δευτερόλεπτο (διαφωνεί δηλαδή με τον Godard που έλεγε το αντίστροφο), η φωτογραφία όμως ψεύδεται χωρίς τα ενδιάμεσα διαλείμματα. Για παράδειγμα, στην κλασσική φωτογραφία του Chet Baker από τον Carol Reiff στην Birdland του 1955 δεν «ακούμε» μόνο τον ήχο της θλιμμένης τρομπέτας του Chet και των πνευστών που βρίσκονται στριμωγμένα στο βάθος. «Ακούμε» και το τσούγκρισμα των ποτηριών από το κοινό, «ακούμε» την βαβούρα που δημιουργούν οι κουβέντες στο βάθος, «μυρίζουμε» την καπνίλα του νυχτερινού κέντρου. Αλλά δεν τα ακούμε-βλέπουμε όλα. Μόνο κάποιες εικασίες μπορούμε να κάνουμε για ό,τι είναι μέσα στα στενά πλαίσια του κάδρου. Έτσι, πάνω σε αυτές τις αλήθειες και σε αυτά τα ψέματα μπορεί να χτιστεί ένα υπέροχο και πρωτότυπο αφήγημα για το τι μπορεί να προηγήθηκε και το τι μπορεί να ακολούθησε εκείνη την βραδιά... Πάνω σε τέτοιες εικασίες, βασισμένες και σε πραγματικά περιστατικά ή φήμες, αφήνεται η φαντασία του Dyer να οργιάσει, σε γοητεύει και σε προσκαλεί σαν λογοτεχνική Σειρήνα στην σκοτεινή πλευρά αυτής της μουσικής.
Λίγα χρόνια πιο μετά, κάπου στο δεύτερο μνημόνιο, μια αδερφή ψυχή μου είπε: «Μην ακούς πολλή jazz. Θα πεθάνεις μόνος σου.» Έτσι κι εγώ την έκοψα και το γύρισα στο hip-hop.
Sweet Soul Music: Rhythm and Blues and the Southern Dream of Freedom – Peter Guralnick (Canongate)
There's an old saying
That goes like so
Keep trying
And you'll get where you want to go
When things get rough
Buckle down
Don't give up
You can conquer the world with your original sound.
They knocked at the front door
And couldn't get in
They heard a sound and went to the back door
Thus the sound let them in.
- ποίημα Ανώνυμου σε παλιό προσπέκτους της Stax
Τι κοινό έχει ο David Bowie με τον χαρακτήρα του Rob στο “High Fidelity” του Nick Hornby; Φαντάζομαι πολλά, αλλά συγκεκριμένα αναφέρουν και οι δυο (ο πρώτος σε συνέντευξή του και δεύτερος στις πρώτες σελίδες του βιβλίου) πως το πόνημα του Peter Guralnick για την έκρηξη της soul την δεκαετία του ‘60 είναι από τα αγαπημένα τους βιβλία (και το κείμενο για το βιβλίο θα έπρεπε να τελειώνει εδώ).
O Peter Guralnick είναι μάλλον ο σημαντικότερος συγγραφέας που ασχολείται με την μουσική του Αμερικάνικου Νότου. Από την περίφημη δίτομη βιογραφία για την άνοδο και την πτώση του Elvis, στις βιογραφίες του Sam Cooke, του Robert Johnson και του Sam Phillips, στα “Feel Like Going Home” και “Lost Highway” για τα blues, την country και την επανάσταση του rock and roll στην Αμερική, όλα του τα έργα είναι κλασσικά σημεία μουσικής αναφοράς.
Αναπόσπαστο χαρακτηριστικό κομμάτι της soul του νότου και ακολούθως του βιβλίου είναι και η ιστορία της Αμερικής εκείνη την περίοδο, με το Βιετνάμ, την οικονομική ανέχεια και ανεργία, τα σκάνδαλα, τους κοινωνικούς αγώνες των μαύρων και τις κρατικές δολοφονίες των ηγετών τους, τις δράσεις της K.K.K. και την σεξουαλική απελευθέρωση.
Η αφήγηση ξεκινάει από τα τέλη των 50s με τον Sam Cooke και τον Ray Charles, όταν δηλαδή κάποιοι μερακλήδες θαμώνες των εκκλησιών πάντρεψαν τα rhythm and blues με τα gospel και εγένετο η soul. Συνεχίζει με την αποκατάσταση της φήμης του βασιλιά Solomon Burke, το άναμμα του φυτιλιού της εκρηκτικής Stax του Jim Stuart και της Estelle Axton στο Memphis και του φαινομένου που λεγόταν Otis Redding, και την τελική κυριαρχία του soul ήχου στα λευκά ακροατήρια της εποχής. Ύστερα περνάει στις θρυλικές ηχογραφήσεις στα στούντιο της Muscle Shoals, στην προσγείωση στον πλανήτη μας του εξωγήινου James Brown, στην άνοδο των Jackie Wilson, Joe Tex, Wilson Pickett, Don Covay, και καταλήγει στην συναρπαστική ιστορία του Al Green και της υπόλοιπης παρέας της Hi Records (O.V. Wright, Otis Clay, Ann Peebles και άλλων) και την έλευση της Aretha. Κι εκεί που η φήμη της soul έφτασε στο peak της με την στέψη της Queen Aretha, ήρθε το τέλος του soul ονείρου: Ο τραγικός θάνατος του Otis και η δολοφονία του Martin Luther King Jr. στο Memphis. Από τότε η soul δεν ήταν ποτέ ξανά η ίδια.
Είναι αδύνατον να μην συγκινηθείς παρακολουθ… διαβάζοντας για τον Isaac Hayes, τον David Porter και τους Booker T. & The MG’s να κάνουν χαβαλέ στα στούντιο της Stax, συνθέτοντας και ηχογραφώντας μερικές από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της εταιρίας. Είναι αδύνατον να μην γελάσεις με τις συνεντεύξεις του συγγραφέα με τους διάφορους πρωταγωνιστές και ειδικά με τον Solomon Burke, που είναι και το καλύτερο κεφάλαιο του βιβλίου. O σοφός Solomon ακόμα κι όταν βρισκόταν στο ζενίθ της καριέρας του ήξερε πως όλη αυτή η δόξα δεν θα διαρκέσει πολύ. Έτσι λοιπόν, στα διαλείμματα των συναυλιών του πήγαινε ο ίδιος στο κοινό και πούλαγε τα σουβενίρ και τα δισκάκια του. Και όταν λέμε πούλαγε, εννοούμε πούλαγε κανονικά, εισέπραττε, έδινε ρέστα ο ίδιος. Μια νύχτα έφτασε στο Apollo για να τραγουδήσει έχοντας γεμίσει το φορτηγό του με ποπ-κορν για να πουλήσει στο κοινό και με μια ψησταριά και μπόλικες χοιρινές μπριζόλες για να πουλήσει στους εργαζόμενους του θεάτρου backstage. Αναρωτιέστε γιατί και πως έγινε αυτό; Πηγαίνετε στην σελίδα 88 του βιβλίου, δεν έχω το χιούμορ και την αφηγηματικότητα του Solomon Burke για να σας το πω εγώ…
Αυτή η «Βίβλος της soul» μου ζέστανε την καρδιά και την ψυχή όταν ήμουν φαντάρος και ήταν κάτι παραπάνω από βάλσαμο. Γι’ αυτό κι εγώ, σαν τον David και τον Rob, την έχω εκεί ψηλά που της αξίζει.
Dancing in the Street: Motown and the Cultural Politics of Detroit – Suzanne E. Smith (Harvard)
Σαν βιβλιοπώλης ακούς καθημερινά διάφορα μαργαριτάρια που σου ανεβάζουν την πίεση, από τον «Θάνατο του Ίλια Ίβιτς» μέχρι την απαίτηση να βρεις ένα φωτογραφικό λεύκωμα με τα παιδικά χρόνια του Λόρδου Βύρωνα… Όταν λοιπόν σου ζητάνε κάποιο βιβλίο που αγαπάς ή σε ρωτάνε για ένα θέμα που έχεις αδυναμία, τότε όλα λάμπουν. Μια τέτοια περίπτωση ήταν όταν λίγο πριν τα Χριστούγεννα του 2006 μου ήρθε ένας κύριος γύρω στα 50 και με ρώτησε αν έχουμε βιβλία για την soul.
Πάντα φρόντιζα να έχουμε τουλάχιστον 2-3 αλλά εκείνη την στιγμή, τύχαινε να έχει μείνει μόνο ένα, το “Dancing In the Street”. Όταν του το έδειξα και του είπα πως έχουμε αυτό για την Motown και τις πολιτικές προεκτάσεις της μουσικής της, γέλασε και μου απάντησε ευγενικά: «Μας κοροϊδεύουν; Δεν υπήρχε τίποτα πολιτικό στην μουσική της Motown! Απολιτίκ χαζοχαρούμενη μουσική για τις μάζες ήταν. Και μη μου πεις για το “What’s Going On”, αυτό δεν ήταν Motown!» είπε βάζοντας εικονικά εισαγωγικά με τα δάχτυλα των χεριών του στην τελευταία πρόταση. Συμφώνησα εν μέρει και γέλασα κι εγώ με τον αφορισμό του, κι έτσι πιάσαμε μια πολύ όμορφη κουβέντα παρότι ο ίδιος δήλωνε «σοουλάς» που σιχαίνεται δύο πράγματα: την Motown και τους Blues Brothers. Πάντα αγαπούσα την πρώτη, για τους δεύτερους δεν τρελαινόμουν ποτέ κι επειδή ήταν πολύ εντάξει τύπος, προσπάθησα να του εξηγήσω πως δεν ήταν έτσι ακριβώς τα πράγματα…
Ένα ζεστό βράδυ του Ιουλίου του ’67 σε ένα θέατρο του Detroit, η Martha Reeves, έχοντας ήδη εκτελέσει ζωντανά στο κοινό μερικές επιτυχίες των Vandellas, άρχισε να μπαίνει δυναμικά στην εισαγωγή του "Dancing In The Street”. Ξαφνικά, ο μάνατζερ του χώρου είδε τον κόσμο να αποχωρεί αλαφιασμένος και της έκανε νεύμα με τα χέρια να σταματήσει με συνοπτικές διαδικασίες την συναυλία. Αυτή αφού ψευτοτέλειωσε το τραγούδι, πήγε να ρωτήσει τον λόγο. Της είπαν πως στην πόλη είχαν ξεσπάσει ταραχές, λεηλασίες και εμπρησμοί, πως νέοι και νέες μάχονταν με την αστυνομία «χορεύοντας ανάμεσα στις φλόγες». Λίγες ώρες πριν, η αστυνομία είχε μπουκάρει σε ένα παράνομο μπαρ όπου Αφροαμερικανοί γιόρταζαν την επιστροφή δύο αδελφών τους από το Βιετνάμ. Οι συλλήψεις ήταν μαζικές. Μαζική όμως ήταν και η συσπείρωση της Αφροαμερικανικής κοινότητας που μαζεύτηκε στον χώρο να διαμαρτυρηθεί. Μέσα σε λίγες ώρες, η αυτοκινητούπολη είχε πάρει φωτιά, όπως τραγούδησαν o John Lee Hooker και οι MC5, και η ιστορική κοινωνική εξέγερση του Detroit ’67, η μαζικότερη για δεκαετίες στην Αμερική, ήταν γεγονός. Αργότερα διάφοροι Αφροαμερικανοί ακτιβιστές είχαν το τραγούδι της Reeves μονίμως στο repeat στις μικροφωνικές των διαμαρτυριών τους και Βρετανοί δημοσιογράφοι την ρώτησαν αργότερα αν η ίδια ήταν ηγέτης αυτού του κινήματος, καθώς και κατά πόσο το τραγούδι ήταν επαναστατικό κάλεσμα. Η Martha αρνήθηκε κατηγορηματικά: "My Lord, it was a party song!". Και ήταν σαν να τους έλεγε «παιδιά όταν λέμε: calling out around the world, are you ready for a brand new beat? Summer's here and the time is right for dancing in the street… δεν εννοούμε, προλετάριοι όλου του Detroit ενωθείτε…»
Αυτό ήταν ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της απολιτίκ στάσης που κράταγε η Motown. Ο ιδρυτής της Berry Gordy, μια μεγαλοφυΐα που ήταν κάτι ανάμεσα στον Phil Spector, τον Scrooge McDuck και τον Μπαρμπα-Θωμά, ήθελε να τα έχει πάντα καλά με το «Λευκό Κεφάλαιο», δεν ήθελε να συνδεθεί το καμάρι του με το Αφροαμερικανικό ζήτημα και τους ηγέτες του, τι κι αν όλοι σχεδόν οι μουσικοί του ήταν Αφροαμερικανοί, όπως και ο ίδιος; Όμως ο λαός και η ιστορία είχαν διαφορετική άποψη. Κανείς δεν μπορεί να απαγορέψει σε κανέναν να ερμηνεύσει την τέχνη όπως επιθυμεί. Έτσι, τραγούδια όπως το “Dancing In The Street”, το “Shotgun” ή το “Money, That’s What I Want”, άσματα που δεν είχαν καμία πολιτική υπόνοια (χμμμ, εκτός από το “Shotgun”, εντάξει), έγιναν συνθήματα στα στόματα της εξεγερμένης Αφροαμερικανικής κοινότητας του Detroit, έγιναν κάλεσμα για αντίσταση ενάντια στην κρατική καταστολή και τον ρατσισμό, έγιναν συνθήματα στα στόματα των απολυμένων Αφροαμερικανών εργατών των εργοστασίων αυτοκινήτων της πόλης, όταν τα εργοδοτικά σωματεία τους απέκλειαν από τις θέσεις εργασίας επειδή ήταν μαύροι.
Η Suzanne E. Smith εξιστορεί χωρίς ακαδημαϊσμούς την πορεία της Motown και της πόλης του Detroit τις μέρες της εξέγερσης, τις κοινωνικές ζυμώσεις που οδήγησαν εκεί, της στάσης που κράτησαν οι μουσικοί της, μέχρι τον θάνατο του soul ονείρου (που είδαμε και στο προηγούμενο βιβλίο), τον φαινομενικό συμβιβασμό του ιδρυτή της με τους «καιρούς που αλλάζουν» και τα οράματα των Marvin Gaye και Stevie Wonder, καθώς και πώς μια μουσική κατ’ εξοχήν λαϊκή αλλά όχι πολιτική έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη ριζοσπαστικοποίηση της κοινωνικής και πολιτικής ατζέντας της εργατικής τάξης του Detroit, παρότι αυτή η στάση αποδείχθηκε ιστορικά πως ήταν μέρος του επιχειρησιακού πλάνου του ιδρυτή της για περισσότερο παραδάκι.
Στο τέλος της κουβέντας μας που κράτησε κανά μισάωρο, ο τύπος πείστηκε, πήρε το βιβλίο και με ρώτησε αν ξέρω ένα συγκεκριμένο δισκάδικο. Του απάντησα «φυσικά και το ξέρω, δεν έχω πάει ποτέ μου βέβαια, αλλά το ξέρω». Μου απάντησε «Να πας και να βρεις τον ιδιοκτήτη και να του πεις είσαι ο Μ. που μου πούλησες το βιβλίο για την Motown. Θα σου δώσει έναν δίσκο δώρο από ‘μένα». Εγώ φυσικά απάντησα «Μα, όχι, δεν χρειάζεται…» και τα λοιπά, αυτός επέμεινε, και φεύγοντας με ρώτησε αν έχω διαβάσει το Sweet Soul Music του Guralnick - του αποκρίθηκα πως «πρώτη φορά το ακούω, θα το ψάξω…». Μετά από κανα μήνα πήγα στο δισκάδικο. Όταν μπήκα άκουσα τον ιδιοκτήτη να λέει κάτι ακαταλαβίστικα για jazz με έναν πελάτη, ντράπηκα, αγόρασα ένα CD του Gainsbourg κι έφυγα.