Bye bye 2017 (Folk or jazz? That’s the question)
…ελπίζω να είναι λίγοι αυτοί που θα συμπλήρωναν, και μην μας ξαναέρθεις. Προσωπικά έχοντας εδώ και χρόνια αλλάξει ρότα (λέμε τώρα) από τον αγαπημένο, συναισθηματικό ολοκληρωτισμό, του πεσιμισμού της δεκαετίας του 80, θέλω να λέω, κάθε χρόνο και καλύτερα. Αν είναι να γκρεμιστεί το παλιό από το καινούργιο, μάλλον για καλό θα είναι. Το μόνο όπλο που δέχομαι στην ζωή, είναι η γνώση και ο δρόμος της περνάει από την θέληση, την τριβή, τον κόπο, την αποδοχή και την ετοιμότητα για κατανόηση. Η πορεία προς την γνώση είναι ατελείωτη και παρατηρώ σε συνανθρώπους μου ότι το πρόβλημα αρχίζει όταν κάποιος πιστεύει ότι την κατέχει.
Μέσα στα μουσικά, βρήκα φέτος καθαρές αντανακλάσεις στους ευρύτερους προβληματισμούς που αναπτύσσονται παγκόσμια σε κοινωνικό (και όχι μόνο) επίπεδο. Δύο είναι οι κύριες παρατηρήσεις που μπορεί να κάνει κάποιος μουσικόφιλος για την διαμόρφωση των μουσικών (και ευρύτερα καλλιτεχνικών) έργων στην εποχή μας. Ένα, ανάφερα λίγο παραπάνω ένα πιθανό σχήμα που προκύπτει από την αλληλεπίδραση του παλιού με το νέο και δύο του μέσα με το έξω. Για το δεύτερο βλέπε την αλληλεπίδραση της ατομικής κατανόησης (σαφώς και αν ακόμη περνάει μέσα από συλλογικές συνήθειες) σε σχέση με τις ξένες, αλλότριες, επιθυμίες των άλλων.
Κάνοντας μια μικρή παύση στην παραπάνω διαπίστωση μου για το έτος, αλλά διατηρώντας μια συνάφεια θέματος, επανέρχομαι στο κύριο αντικείμενο του άρθρου, την λίστα με τα καλύτερα της χρονιάς, που εδώ και καιρό έχει διαμορφωθεί μια νέα σχέση, επίδραση ή αντίκτυπο της σε όλους εμάς. Τέρμα οι λίστες με την μορφή που είχαν στην γέννηση τους. Δεν θα τα λέμε κάθε χρόνο αυτά. Τώρα υπάρχουν πολλαπλές επιλογές και αυτό το λαμβάνω ως επίτευγμα, έτσι για να παραμεριστούν οι συνεχόμενες γκρίνιες για το The Wire και οι επικριτές του. Όπως ανάφερε κάπου ο Χρήστος Μίχος (blog Το Σπίτι με τα Παράξενα), ίσως η τελική λίστα είναι αυτή που γεννιέται από όλες τις λίστες παγκοσμίως, από όλες τις μουσικές φυλές, ομάδες, άτομα. Ψάξε και βρες τους. Με έχουν κουράσει όλοι αυτοί με τις απόψεις τους, που είναι πιο σωστές από των άλλων.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι οι νέοι άνθρωποι (είτε ως δημιουργοί, είτε ως καταναλωτές, είτε ως συμμετέχοντες) δεν χρωστάνε αλλά μάλλον τους χρωστάμε οι παλιότεροι και δεν έχουν πολιτισμικά γραμμάτια να εξοφλήσουν (αυτή η τάση, να τους αφήνουν οι προηγούμενοι χρέη). Είπαμε το κλειδί είναι η γνώση και προς τα εμπρός και προς τα πίσω. Είναι μια επιλογή κάποιος να μην ακολουθήσε την αστική κουλτούρα του Punk ή να μην ανεχόταν τις φόρμες του Metal ή να μην μπορούσε να είναι παρόν στα Rave ή να ξεπεράσει την κουλτούρα του για το HipHop. Δες τι άλλο συμβαίνει σήμερα. Ούτε ένα μουσικό είδος, σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη, δεν έχει πάψει να υφίσταται, έστω και σε ελάχιστο βαθμό και όχι μόνο ως παλαιές αντανακλάσεις αλλά και ως καινούργια έργα. Είναι παντού ανοιγμένα τα μηχανήματα και βγαίνουν από τα ηχεία ήχοι από Swing και Big Bands Jazz μέχρι Sludge Metal, από Romanticism μέχρι Sound Collage, από EAI μέχρι J-Pop, από Zolo μέχρι Contemporary R&B, από Hard Rock μέχρι Southeast Asian Folk Music και ο κατάλογος είναι ατελείωτος indeed.
Δεν θα συνεχίσω παραπέρα, εδώ είμαστε. Απλά να αναφέρω ότι το κλειδί για όλα αυτά και τόσα άλλα είναι ένα, το internet που λειτουργεί με ανοικτά σύνορα. Εξ ου και κατά την ταπεινή μου γνώμη, η κουβέντα περί ενός αναγκαίου απομονωτισμού ενάντια στην απελευθέρωση και εισχώρηση των πολιτισμικών ιδεών των άλλων, ως επικίνδυνες για την αλλοίωση «καθαρών» ταυτοτήτων. Το παλιό μισογεμάτο ή μισοάδειο με την μορφή ανοιχτό ή κλειστό. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι στο αφιέρωμα της χρονιάς στο περιοδικό The Wire αρχίζει με άρθρο του Joe Muggs, Borderingon Chaos και η πρώτη παράγραφος λέει:
Οι καλλιτέχνες και οι ετικέτες (labels) υπονομεύουν τις προκαταλήψεις του εθνικού κράτους λειτουργώντας πάνω ή πέρα από τα γεωγραφικά όρια.
3. Chino Amobi – Paradiso (NON Worldwide)
Για παράδειγμα η περίπτωση του Νιγηριανού μετανάστη στην Ανατολική Ακτή των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, συνιδρυτή μιας κολεκτίβας Αφρικανών καλλιτεχνών της διασποράς, που αρχίζει το έργο του Paradiso με μια κουβανέζικη ηχητική φράση και λεπτό το λεπτό ξετυλίγει με περίσσια θράσους και ενστικτώδους κατανόησης, μια ηχητική έκθεση στο μέλλον του παρελθόντος μας, ως Δυτικός πολιτισμός. Έχοντας όλα τα παρακάτω στην ψυχή του, ξεπερνάει τον πολιτισμό της πατρίδα των γονιών του, το αναπόφευκτο hiphop της γειτονιάς του, τις electropop καραμέλες που όλοι εμείς (και εδώ Ελλάδα) μεγαλώσαμε πιτσιρίκια, το industrial post-punk που βρήκαμε ως καταφύγιο στην βίωση του παραλόγου, απαιτεί τον αναπροσδιορισμό της ταυτοτικής, εθνοτικής διαδικασίας και τον σεβασμό στην ελευθερία του ατόμου να προσδιορίζει την ύπαρξη, την μεταφορά και τα έργα του, δίνοντας στο έργο του διαστάσεις πολιτικής θέσης. Ακατάλληλος για όσους έχουν συνηθίσει τον μαύρο τους στα πολιτιστικά κλισέ που έχει (καλώς βέβαια και επίσης σημαντικά) διαπρέψει.
2. Richard Dawson – Peasant (Weird World)
Το φλουρί της περσινής βασιλόπιτας λοιπόν που είχε το κεφάλι του μαύρου Chino στην μια πλευρά, είχε στην άλλη όχι γράμματα αλλά την κορόνα του λευκού Richard από το Newcastle (το οποίο δεν βγάζει στις μέρες μας, μόνο πολλά κιλά από καθαρό ψυχεδελικό rock). Το The Ville Stuff του μερικά χρόνια πριν, είναι από τα αγαπημένα μου τραγούδια της δεκαετίας και μάλλον δεν ξεπεράστηκε από κανένα άλλο καινούργιο του, αλλά η χαρά ήταν μεγάλη για αυτό το συμπαγές έργο, κάλεσμα, ταξίδι στα μεσαιωνικά χρόνια. Αν και το μυαλό πάντα κολλάει, στην αρχική μελωδική γραμμή του Orge, στους Χειμερινούς Κολυμβητές, αυτό μόνο σαν για μία ακόμη απόδειξη το εκλαμβάνω του μεγαλείου της κοινής folk μουσικής των ανθρώπων, μιας folk όμως εδώ με άκρατη προσωπική νότα, που ο όρος παράξενη (weird) είναι λίγος και που ξεπερνάει εν’ τέλη τον χαρακτηρισμό και απλά αφήνει στην ιστορία ένα δίσκο που θα ξεχωρίζει για πολλά χρόνια και θα είναι παράδειγμα για το πως κάποιος νέος καλλιτέχνης μπορεί να μην αναμασάει (έστω και καλά) απλά το παρελθόν (ακούς νεοψυχεδελικό rock του Newcastle;).
8. Širom – I Can Be a Clay Snapper (Glitterbeat / Tak:til)
Προσωπικότητα και αλήθεια έχουν και αυτά τα δύο αγόρια και ένα κορίτσι από την Σλοβενία, στο δεύτερο άλμπουμ τους, παράλληλη δημιουργία με το film (Memoryscapes) που γύρισαν ενώ ταξίδεψαν για έμπνευση στα βουνά του τόπου όπου είχαν μεγαλώσει, έζησαν μέρες εκεί φτιάχνοντας όργανα που χρησιμοποίησαν στον αυτοσχεδιασμό και ηχογράφησαν ζωντανά ένα folk έργο το οποίο δεν είναι σλοβένικη μουσική αλλά ένα άνοιγμα της έμπνευσης στους κοινούς ήχους του κόσμου και συμφιλίωσης της μνήμης στις φαντάζομαι jazz, classical, punk και improvisation σπουδές τους στο άστυ. Δισκογραφικά φιλοξενήθηκαν από δύο εταιρείες (Glitterbeat / Tak:til) κοινού label που εκτός των άλλων κυκλοφόρησαν το πολύ ενδιαφέρον δίσκο των Γαλλομαροκινών Ifriqiyya Electrique, τη φανταστική για τα γούστα μου (neo-kraut θα τόλμαγα να πω) δουλειά του Joshua Abrams καθώς και ιστορικές tribal ambient επανεκδόσεις (John Hassell, Laraaji). Η μουσική (ακόμη και παρέα με το film) των τριών συνοδοιπόρων έχει ακουστεί ξανά προφανώς και δεν δικαιολογώ ακριβώς την επιλογή μου στην λίστα, πέρα από το ότι άφησα να μπει μέσα μου και η απόλαυση ήταν λυτρωτική στους χρόνους της άγνοιας και της αχαριστίας.
5. The Heliocentrics – A World of Masks (Soundway)
Μετά τα 40 λοιπόν ή αν θες λίγο πριν τα 50, δεν είναι μόνο η εντοπιότητα (πάντα ανοιχτή και απελευθερωμένη είπαμε) που καλεί ως χρήζουσα στοργής μνήμη αλλά και η jazz χτυπάει την πόρτα. Εδώ έχουμε κάτι, κάπως 2 σε 1. Επ’ ουδενί δεν είμαι ο τύπος που θα λικνιστεί χαμένος στην πανδαισία των Αφρικανικών κρουστών, ούτε η Αιθιοπική Jazz δεν άλλαξε την ζωή μου, πέρα από το ότι την βρήκα πριν αρκετά χρόνια απαραίτητη ανασκαφή. Προτιμάω πιο δυνατές εκπλήξεις, όπως εδώ. Αλλά η αλήθεια είναι ότι πρώτη φορά που είδα με ανοιχτά μάτια σαξόφωνο, σε ένα πάλαι ποτέ Sync ήταν με αυτούς. Για εμάς του κοινούς θνητούς που δεν σπουδάσαμε μουσική για να ακούμε jazz από το σχολείο και ακούμε πέρα από ψυχεδέλεια, post-punk και techno, οι Heliocentrics είναι καλό που έπαιζαν σε φεστιβάλ ηλεκτρονικής και μοντέρνας μουσικής να μας θυμίσουν το μέλλον μας. Χωρίς να υπάρχει κανενός είδους φόρος τιμής, η επιλογή της ιδέας να ντυθούν οι ήχοι τους με τα φωνητικά της νεαρής Σλοβάκας Patkova είθε να φέρει μεγάλες εκπλήξεις από και για αυτούς στο μέλλον.
6. The Necks – Unfold (Ideologic Organ)
Πριν περίπου 15 χρόνια όταν βρέθηκα μπροστά στο SEX αυτού εδώ του Αυστραλέζικου avant-garde jazz τρίο, το οποίο είχε ηχογραφηθεί 15 χρόνια πριν το άκουσμα μου, κάθε χρόνο είχα το μυαλό μου σε αυτούς ή σε άλλες προσωπικές δουλειές τους (Chris Abrahams εδώ). Ο τρόπος που αναπτύσσονται τα τραγούδια τους είναι παρόμοιος και ίσως μοναδικός καθώς είναι σαν να ακούς μια ολόκληρη ιστορία μέσα σε ένα κέλυφος υποτιθέμενης ακινησίας. Ένας ταυτόχρονα πυκνός και αραιός αυτοσχεδιασμός, υπνωτικός και διαλογιστικός. Στιγμές σκέφτομαι ότι όλα είναι ένα στην δισκογραφία τους, είναι όλα το SEX που δεν έχει τελειώσει ακόμα. Νομίζω φέτος ήρθε η στιγμή να τους αναφέρω.
Μαζί με τα δύο προηγούμενα οι δέκα αγαπημένες μου jazz κυκλοφορίες για το 2017 (αναγράφοντας και τις πηγές που τα εντόπισα) είναι τα:
Yazz Ahmed – La Saboteuse (The Wire's weekly show on Resonance FM) Βρετανομπαχρεϊνέζα που παίζει την τρομπέτα και το (φλι)κόρνο, μέλος της δυναμικής jazz σκηνής του Λονδίνου. Το λες Οριενταλισμό ή Κοσμοπολιτισμό σε σχέση το πως βλέπεις το ποτήρι που λέγαμε, κρατάει πραγματικά αμείωτο το ενδιαφέρον όλη την μία ώρα που διαρκεί η ακρόαση. Καθόλου τυχαία η πρώτη θέση στους jazz δίσκους της χρονιάς από τον columnist του The Wire, Phill Freeman.
Jaimie Branch – Fly or Die (Bandcamp Daily)
Δεν έχω προλάβει ακόμη να μελετήσω και να κατανοήσω τις διαφορές ανάμεσα στην Avant-garde και Modal Jazz. Κάτι έχει να κάνει σίγουρα με τον τρόπο που αναπτύσσονται οι αρμονικές στην σύνθεση. Πειραματικό, ευφάνταστο, γεμάτο δημιουργική ενέργεια. Φαντάζομαι είναι δύσκολη υπόθεση το πως διαχειρίζεται το κοινό τα ντεμπούτα στην jazz.
Ill Considered – s/t (Twisted soulblog)
Από την ίδια σκηνή με την Yazz Ahmed, εδώ σαξόφωνο σε πρώτο ρόλο, λιγότερες εναλλαγές ιδεών αλλά πιο θερμοί. Ισορροπημένες νότες και ρυθμοί από Ανατολή και Δύση με προσδιορίσιμο για την μπάντα ύφος. Οι εμπλεκόμενοι είναι Βρετανοί, ενσωματωμένοι μετανάστες στην Αγγλία.
Ikue Mori – Obelisk (Rate your music)
Εκτός από την συμμετοχή της στον φετινό δίσκο της Satoko Fujji μαζί με Wadada Leo Smith και Natsuki Tamura (δίσκος της χρονιάς Δισκορυχείο blog) εδώ στον προσωπικό της δίσκο στο θωρηκτό Tzadik, η πρωτοπόρος του ελεκτροακουστικού, laptop glich μαζί με Okkyung Lee, Jim Black και Sylvie Courvoisier (όλοι από την πιάτσα της Νέας Υόρκης). Παραμορφωμένες μελωδίες, μεταμελημένα groovesκαι σχηματοποιημένη ελευθερία σε μια ιδιαίτερη συνύπαρξη ηλεκτρονικής, αυτοσχεδιαστικής και jazz μουσικής.
Angles 9 – Disappeared Behind the Sun (searching for Mats Gustafsson music tree)
Η σκανδιναβική jazz είναι ένας πλανήτης από μόνος του. Σαν βγεις μπροστά στα νούμερα από κυκλοφορίες, μην σε πειράξει που θα είναι μακρύς ο δρόμος. Θα μπορούσε να είναι η αντιστοιχία της στην jazz, ότι το Kraut στο Rock. Εδώ μια σύγχρονη Experimental Big Band.
Binker and Moses – Journey to the Mountain of Forever (facebook Michalis Kokologos)
Πάλι Λονδίνο, σαξόφωνο (τενόρο ή σοπράνο) με ντραμς μόνο. Post-Bob δίσκος που κινείται στον χώρο της free jazz. Μάλλον θα χρειαστώ και κάποιον ταξιδιωτικό οδηγό για το 2018.
Saagara – 2 (The Quietus)
Η γνωστή ιστορία του Δυτικού που πάει να βρει τις Ινδίες του. Συνεργία του Πολωνικού πνεύματος και της Ανατολικοευρωπαϊκής δομής της σκέψης με τον Ινδικό μοντέρνο πολιτισμό. Άλλο ένα άλμπουμ που ακούγεται σε σημεία ηλεκτρονικό ενώ δεν είναι.
CP Unit – Before The Heat Death (facebook WFMU)
Κυκλοφόρησε τον Ιανουάριο και δεν τον ξέχασα. Άλλος ένας δίσκος από την πολιτισμική χοάνη της Νέας Υόρκης, με τον (φαντάζομαι) ελληνοαμερικάνο Chris Pitsiokos να χρησιμοποιεί το σαξόφωνο του κάτι σαν το όπλο του Γερμανού Peter Brötzmann, με αρκετές δόσεις από την ιστορία της θορυβικής μουσικής της πόλης.
9. Girls Pissing on Girls Pissing – Songs of Sodomy and the Compost of Aethyr (Muzai Records)
Αρχίζουν τον δίσκο σαν ερασιτέχνες Tuxedomoon, συνεχίζουν σαν δαμασμένοι σε κλουβί Virgin Prunes, μετά σαν μαθητευόμενοι ιερείς των Current 93 και μετά σταματάω να σκέφτομαι έτσι και απλά αφήνομαι στον διπλό δίσκο (σαν κόνσεπτ διπλός, αφού κυκλοφόρησε ψηφιακά) μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο από τα 18 τραγούδια (σας έχω πει ποτέ πόσο μου αρέσει η σκοτεινή μουσική που πάει προς τη ψυχεδέλεια;). Δεν ανήκουν σε κάποια ιδιαίτερη σκηνή ή κατηγοριοποίηση, αλλά κινούνται στην ευρύτερη περιοχή του Wellington και του Auckland και πιστεύω ότι μια γειτονική επιρροή τους είναι οι Religious Knives. Παράλληλα με την μουσική κυκλοφορεί (ακόμη) μια περιορισμένη έκδοση 78 καρτών Ταρώ σε χειροποίητη ξύλινη συσκευασία σχεδιασμένη από τον ίδιο τον Casey Latimer (ο οποίος είναι πολύ καλός, ιδιαίτερος illustrator) τον ιδρυτή της μπάντας. Συνοψίζοντας, είναι μια περίπτωση του σημερινού παγκόσμιου underground κινήματος τέχνης, έξω από galleries (off course), εκκεντρικοί freaks του περιθωρίου, anti-hipster, ιδιαίτερα δημιουργικοί και ανήσυχα αμετανόητοι. Έτσι πιο σχηματικά να το πω, αν ήταν στην Ελλάδα θα έπαιζαν live στο Vinyl Microstore (το γνωρίζω ότι έχει κλείσει) σε καμιά 50αριά άτομα.
10. Mary Ocher – The West Against The People (Klangbad)
Συνεχίζοντας στο σημερινό, παγκόσμιο underground κίνημα τέχνης, φτάνουμε ξανά στο Βερολίνο (μερικά από τα προηγούμενα εμπλέκονται με την πόλη), στην πολιτική (μέσω τέχνης) ακτιβίστρια Mary Ocher και στο ψυχεδελικό καμπαρέ της, Γεννήθηκε στην Ρωσία και μεγάλωσε στο Tel Aviv από μετανάστες γονείς που βρήκαν εκεί εργασία (...στην πόλη βλέπεις τόσα όπλα που στο τέλος γίνονται αόρατα). Η αποδόμηση της ταυτότητας (όπως στην NON collective) είναι και εδώ παρούσα και ο τίτλος του δίσκου έχει βασιστεί σε κάποιο δοκίμιο της που εκτός των άλλων αναφέρεται στην κοινωνική αγανάκτηση των σύγχρονων πολιτών, τον συλλογικό πανικό της μεσαίας τάξης, την ελευθερία της μετεγκατάστασης, μιλά για ετερονοσταλγία, για μια ιεραρχία των διακρίσεων και άλλους τέτοιους μοντέρνους προβληματισμούς. Το ότι από θαυμάστρια τα έφερε η ζωή να ηχογραφεί με παραγωγό τον Hans Joachim Irmler aka Faust, να παίζει live με τον Simeone Coxe aka Silver Apples και να συνεργάζεται στον δίσκο της με τον Felix Kubin, την Julia Kent και τους Die Tödliche Doris, το λες και ευλογία. Τέλος θα ήθελα να αναφέρω κάτι για αυτήν, εγχώριου ενδιαφέροντος, ότι έχει συμμετάσχει σε μια συλλογή αφιέρωμα στην ντανταΐστρια ποιήτρια Baroness Elsa Von Freytag-Loringhoven, κυκλοφορία της Φυτίνη.
7. Rainforest Spiritual Enslavement – Ambient Black Magic (Hospital Productions)
Πιθανώς να χρειάζονταν μερικές εκατοντάδες λέξεις για να αναφερθούν μόνο σε τίτλους τα ονόματα που έχει χρησιμοποιήσει ο Dominick Fernow (Vatican Shadow ένα από αυτά), τα είδη ηλεκτρονικής ή όχι μουσικής που έχει ακουμπήσει (ambient dub/dub techno εδώ), όλες οι κυκλοφορίες που έχει πραγματοποιήσει ή είναι εμπλεκόμενος και όλοι όσοι έχει συνεργαστεί. Στη συγκεκριμένη δουλειά συμμετέχουν ο Silent Servant (Tropic of Cancer) sound-on-sound processing καιοπιονέρος Substance (Basic Channel - Chain Reaction) σε ένα remix. Πρόκειται για μια ιχνηλάτηση των ορίων ή καλύτερα των σημείων συνάντησης της τεχνολογικής κατασκευής με το φυσικό περιβάλλον και μια άσκηση συνεύρεσης του εσωτερικού φόβου με τα μάντρα της καθαρής καρδιάς. Στο δε αφοπλιστικό ambient του Jungle Is A Shapeshifter, ο ακινητοποιημένος χρόνος προκαλεί το παράδοξο και καλεί την φαντασία να τρέξει σε διαρκή λούπα, πολύ παραπάνω από τα 34 λεπτά που διαρκεί το κομμάτι.
Δίσκος ηλεκτρονικής μουσικής που μένει έξω από την 11άδα:
Shackleton & Anika – Behind the Glass (Woe to the Septic Heart!)
11. Ioannis Savvaidis – Nsa Trusted Networks EP (Lower Parts)
Άλλο ένα ambient, πιο kosmische για την συνέχεια. Εντάξει τώρα. Ποιος ακούει δίσκους του Δεκέμβρη και προλαβαίνει να τους βάλει στην λίστα του; Μιας και συνηθίζω να μην συμμετέχω σε λίστες Ελληνικών συγκροτημάτων δράττομαι της ευκαιρίας να βάλω την κυκλοφορία του Δεκέμβρη του 2016 της Lower Parts, στα καλύτερα της χρονιάς του 2017 (ή αν θες, το 2016 στα Ελληνικά χαρακτηρίζεται από τον Σείριο και τον Ιωάννη Σαββαΐδη). Η Lower Parts είναι ένα Αθηναϊκό label που έχει αρχίσει να χαίρει παγκόσμιας εκτίμησης μιας και στις κυκλοφορίες του έχει ήδη μεγάλα ονόματα της ηλεκτρονικής dance σκηνής όπως ο Dj Stringray, ο επίσης από την άπαυστη σκηνή του Detroit techno Terrence Dixon, ο Ιάπωνας Keita Sano κ.α. Ροκάδες μην μπερδευόμαστε, εδώ μιλάμε για 12ιντσα EP. Ένας χρόνος και πλέον πέρασε λοιπόν από την κυκλοφορία των τεσσάρων track του Ioannis Savvaidis και κρατάω το άρωμα του κλασσικού. Η one/off πράξη με retro 90s ήχους πάει πιο βαθιά στα 80s και 70s στην αρχή των εξερευνήσεων με ένα μοναδικό τρόπο. Κάτι τέτοιο ονομάζω εκτός συναγωνισμού και φυσικά εκτός συνόρων. Συμπληρώστε παρακαλώ τις λίστες σας με τα καλύτερα Ελληνικά, όλων των εποχών.
4. Jane Weaver – Modern Kosmology (Fire Records)
Πέρα από ότι πολλοί πιστεύουν το αντίθετο, το Manchester ζει και ας μην βασιλεύει. Η Jane Weaver (σύζυγος του Andy Votel, μουσικού, παραγωγού, dj, ιδρυτή εταιρίας δίσκων, γραφίστα και συνεργάτη πάμπολλων καλλιτεχνών της Βρετανικής σκηνής) βρίσκεται σε παρόμοιες δραστηριότητες, όντας και αυτή πολλά χρόνια στο κουρμπέτι και κάνοντας όλον αυτόν τον καιρό υπομονετικά μα σταθερά βήματα στις επιλογές της, καταφέρνει να έχει φτάσει την τελευταία τριετία στη διεκδίκηση του τίτλο της σημερινής νέο-ψυχεδελικής mama, σε πείσμα των χαλεπών καιρών για indie και τα συναφή. Στην τελευταία της κυκλοφορία, όνομα και πράμα, επιδίδεται σε ένα Βρετανικό motorik, με συνθέσεις pop όπως έχουμε όλοι μάθει ότι είναι, συνάμα με μια φρέσκια αντιμετώπιση της progressive κουλτούρας και δίνει ένα δίσκο με όλα τα τραγούδια στην θέση τους, χωρίς να κάνει πουθενά κοιλιά η ακρόαση (σπάνιο πια, έτσι;). Στο δε The Architect, μέσα σε 4 λεπτά γράφει ιστορία, σε ένα σίγουρα κλασσικό στο μέλλον τραγούδι.
Δίσκος ψυχεδελικής μουσικής που μένει έξω από την 11άδα:
The Myrrors – Hasta La Victoria (Beyond Beyond Is Beyond Records)
1. Klein – Tommy EP (Hyperdub)
Αλλά κακά τα ψέματα. Ο ήχος που χαρακτηρίζει όσο τίποτα άλλο το σήμερα και ρίχνει στο τραπέζι τα ζάρια παίζοντας σε παρτίδα το αύριο, είναι παραγωγή της Λονδρέζας (που έχει ζήσει στην Νιγηρία και στο Λος Άντζελες) Klein. Παιδί της γενιάς του Abledon, σίγουρα δεν καθόταν ποτέ στην ζωή της να ακούει ή να μελετάει τους Αλεατορικούς και την Musique Concrète και παρά το ότι τυγχάνει να παράγει sound collage μάλλον δεν την κάνει να ψάξει τις ρίζες του στα πρώτα πειράματα μουσικών κολάζ στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, πόσο μάλλον να σκουπίσει τον αιώνα εκείνο και την ιστορία του και να βρεθεί για παράδειγμα στην δεκαετία του 80 και στους Negativeland. Η δουλειά της προς το παρόν δεν είναι αυτή, αλλά είναι να μένει αφοσιωμένη σε αυτό που κάνει, να συλλέγει δηλαδή καθημερινά κομμάτια, δείγματατης μνήμης και του ενστίκτου της,να τα βάζει σε μια σειρά μετατρέποντας τα σε υλικά ηχητικών ιστοριών και να γαζώνει με αυτά ένα patchwork φόρεμα που μετά θα αρχίζει να το σκίζει και να αλλάζει θέση στα κομματάκια ώστε τελικά να φτιαχτεί το ρούχο που θα φορέσει στην τελετή των βραβείων η R&B ντίβα. Συνοδός θα είναι ο Arca (s/t, XL Recordings).
Δεν ζω σε κάποια αυταπάτη ότι όλα λίγο ή πολύ τα παραπάνω απέχουν από οποιαδήποτε διαδικασία θεαματικής τοποθέτησης ή απέχουν από την οπτική της επιστήμης των αγορών (marketing), ή άλλα τέτοια, αλλά διακρίνω μια τεκμηριωμένη πρόταση καλλιτεχνικής δημιουργίας, μέσω της αγνής, αυθεντικής απόθεσης της αλήθειας των δημιουργών τους. Σας αφήνω για να βρεθώ στο 2018. Καλή χρονιά.