Δεν είναι τι λέει, είναι ποιος το είπε
Ο διαχωρισμός του καλλιτέχνη από το έργο του είναι ένα από τα πιο καυτά αλλά και κοινότοπα ταυτόχρονα θέματα ανάμεσα στους φιλότεχνους κάθε είδους. Το ακούσαμε πρώτα από τους δασκάλους μας, το διαβάσαμε από κριτικούς και συνεχίζει να μας απασχολεί με διάφορες αφορμές. Είναι δεδομένο ότι κάθε έργο τέχνης έχει την αυθύπαρκτη αξία του ανεξάρτητα από τον δημιουργό του αλλά πάντα θα αναφέρεται ακολουθούμενο από το άρθρο «του» ή «της» και το όνομα του δημιουργού στη συνέχεια, οπότε το να τα διαχωρίσεις δεν είναι και τόσο απλή δουλειά.
Η δουλειά γίνεται ακόμη πιο δύσκολη όταν μιλάμε για performing arts. Όταν διαβάζεις ένα βιβλίο ή βλέπεις έναν πίνακα ο δημιουργός του είναι αλλού, έχει φτιάξει το έργο του και το άφησε στην αιωνιότητα. Όταν βλέπεις όμως έναν ηθοποιό ή ακούς έναν τραγουδιστή, είτε μέσω της τεχνολογίας (από δίσκο ή ταινία θα λέγαμε στα νιάτα μας) είτε πολύ περισσότερο ζωντανά, ο διαχωρισμός είναι πρακτικά αδύνατος. Ο ίδιος άνθρωπος που σε προκάλεσε με τις ιδέες, τις δηλώσεις ή τη συμπεριφορά του είναι μπροστά σου, αναπνέει, τον βλέπεις και τον ακούς και όσο και να έχεις προσπαθήσει να εκπαιδεύσεις τον εαυτό σου δεν θα μπορέσεις να αποστασιοποιηθείς από την προσωπικότητά του και να επικεντρωθείς στο έργο. Αν υποθέσουμε ότι αυτά τα δύο είναι δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα.
Οι λόγοι για τους οποίους ένας καλλιτέχνης μπορεί να γίνει από αντιπαθής ως μισητός στον δυνητικό δέκτη του έργου του είναι τόσοι όσοι οι καλλιτέχνες και οι δέκτες μαζί. Υπάρχουν ωστόσο δύο που είναι οι πιο συνηθισμένοι και θα μπορούσαν να είναι κατηγορίες αιτιών απόρριψης με πολλές υποδιαιρέσεις.
Ο πρώτος από αυτούς είναι η ανάρμοστη συμπεριφορά. Από την απλή επίδειξη πλούτου μέχρι πράξεις που φτάνουν στα όρια του εγκλήματος, ή και τα ξεπερνούν, όπως βία και σεξουαλική εκμετάλλευση. Ειδικά σε ότι αφορά την τελευταία, τα τελευταία χρόνια υπάρχει ιδιαίτερη ευαισθησία και αυτό είναι μια καλή είδηση. Από εκεί που θεωρούνταν δεδομένο στο χώρο του θεάματος ότι ένας νέος, ανεξαρτήτως φύλου, θα έπρεπε να υποκύψει στις ορέξεις των πλούσιων και ισχυρών παραγόντων της βιομηχανίας για να μπορεί να ελπίζει ότι θα κάνει καριέρα, σήμερα η πρακτική αυτή αντιμετωπίζεται σαν έγκλημα καθοσιώσεως ικανό να εκθρονίσει βασιλιάδες. Τα παραδείγματα είναι πολλά και πρόσφατα. Επειδή όμως κάθε θετική εξέλιξη έχει και τις σκοτεινές της πλευρές, η αντίδραση στην σεξουαλική εκμετάλλευση, κυρίως των γυναικών που εκφράστηκε με το κίνημα me too, έφτασε πολλές φορές στην υπερβολή. Στην Αμερική, και στην showbiz αλλά και σε εταιρίες και πανεπιστήμια, άνθρωποι κατηγορήθηκαν και καταδικάστηκαν στα social media –και από κει στην πραγματική ζωή– με συνοπτικές διαδικασίες, μερικές φορές χωρίς αποδείξεις ή δικαίωμα απολογίας, και έχασαν δουλειές οικογένειες και φίλους. Όπως κάθε επανάσταση έχει τις υπερβολές της, η δίκαια και επιβεβλημένη αντίδραση σε μια χρόνια απεχθή πρακτική δουλοκτητικού τύπου υπήρξαν περιπτώσεις που εκφυλίστηκε σε κυνήγι μαγισσών και επιβλήθηκε ένας νεοπουριτανισμός με προοδευτικό μανδύα απέναντι στον οποίο πολλοί φοβούνται να μιλήσουν. Αυτά από έναν άντρα που μεγάλωσε σαν πρωτότοκο αγόρι της οικογένειας με δεδομένη και αυτονόητη την ισότητα των φύλων μέσα και έξω από το σπίτι. Αλλά ξέφυγα από το θέμα.
Ο δεύτερος και πιο συνηθισμένος λόγος για τον οποίο κάποιος θα απορρίψει ολοκληρωτικά έναν καλλιτέχνη, και τον ίδιο αλλά και το έργο του, είναι μία ή πολλές δηλώσεις του με πολιτική χροιά, εκούσια ή ακούσια. Οι πιο φανατικοί μάλιστα στην απόρριψη είναι οι θαυμαστές όταν νιώσουν προδομένοι. Συμβαίνει συχνά όταν ένας τραγουδοποιός αναθεωρεί κάποιες απόψεις του στην πορεία του χρόνου και κάποιοι οπαδοί των αρχικών του, που τις έχουν μπετοναρισμένες στο κεφάλι τους, δεν του το συγχωρούν. Το φαινόμενο έχει ενταθεί υπερβολικά τα δέκα τελευταία χρόνια και οι λόγοι είναι δύο: η παγκόσμια οικονομική κρίση που όξυνε τις πολιτικές αντιπαραθέσεις και τα social media που ευνοούν από τη φύση τους τον φανατισμό και τον απλοϊκό, μανιχαϊστικά απορριπτικό και προκλητικά προσβλητικό λόγο. Στην Ελλάδα, που έχουμε τεράστια παράδοση κανιβαλισμού, πολιτικού μίσους και απόλυτης δυσανεξίας στην αντίθετη άποψη, η κατάσταση έφτασε στα άκρα και είδαμε, ακούσαμε και διαβάσαμε χαρακτηρισμούς τους οποίους ντρέπομαι που άκουσα και, το χειρότερο, υποπτεύομαι ότι αυτοί που τους ξεστόμισαν είναι ακόμη περήφανοι γι’ αυτούς.
Εγώ λοιπόν πού στέκομαι σε σχέση με όλα αυτά; Μιλώντας για μουσική πάντα, πολύ απλά δεν μπορώ να απαντήσω. Υπάρχουν καλλιτέχνες όλου του φάσματος, συνθέτες, τραγουδοποιοί, τραγουδιστές, που έχουν κάνει δηλώσεις με τις οποίες δεν ταυτίζομαι και άλλες που όχι απλά διαφωνώ αλλά βρίσκω προσβλητικές. Κάποιων συνεχίζω να ακούω τα τραγούδια και να τα απολαμβάνω όπως πριν και κάποιων άλλων όχι απλά δεν μπορώ να ακούσω τα τραγούδια ή τη φωνή τους αλλά μου προκαλούν έντονα συμπτώματα απόρριψης από το γαστρεντερικό σύστημα. Εξαρτάται βέβαια από το πόσο βαρύ ήταν αυτό που είπε ή έκανε ο καθένας και πόσο έρχεται σε σύγκρουση με τον αξιακό μου κώδικα. Όταν κάποιος του οποίου τη δουλειά θαύμαζα, ας πούμε, πρόσβαλε κάποιους ανυπεράσπιστους ανθρώπους που βρέθηκαν ξαφνικά σε πολύ δύσκολη θέση τον απέρριψα οριστικά κι αυτόν και το έργο του. Κυρίως όμως εξαρτάται από την αξία του ίδιου του έργου. Κατέληξα λοιπόν στο συμπέρασμα ότι η διαφωνία ή ακόμη και η ενόχλησή μου από τις απόψεις του κάθε καλλιτέχνη λειτουργούν σαν ακόμη ένα κριτήριο της ποιότητας του έργου του.
Ο προσεκτικός αναγνώστης θα σημείωσε ότι δεν ανέφερα ούτε ένα όνομα. Το έκανα συνειδητά ώστε το κείμενο να είναι ουδέτερο και να αξιολογηθεί αποκλειστικά για τις απόψεις που εκφράζω μέσα απ’ αυτό. Ακόμη κι αν φωτογράφισα κάποιους με τις περιγραφές μου, η αναφορά έστω και ενός ονόματος θα με τοποθετούσε αυτόματα κάπου και θα κρινόμουν ευμενώς ή δυσμενώς για τους λάθος λόγους. Δεν φοβήθηκα ποτέ να τοποθετηθώ δημόσια, αλλά δεν είναι αυτό που με ενδιαφέρει εδώ. Αν και ο πειρασμός είναι τόσο μεγάλος που λέω να γράψω ακόμη μια εκδοχή με ανελέητο name dropping και ακόμη πιο ανελέητο βρισίδι.