Διαχωρισμός έργου και καλλιτέχνη; Απάντηση δεν έχω….
(Σε κοριτσοτσάτ παρέας, μεταξύ ανταλλαγής πληροφοριών μακιγιάζ, ξεροσταλιάσματος πάνω από ημίγυμνες φωτογραφίες του Τζόναθαν Ρις Μέγιερς, τραγουδιών από Βίκυ Μοσχολιού μέχρι Diamanda Galás, νομικών αναλύσεων, συνταγών για πίτσα με κουνουπίδι αντί για αλεύρι (ήμαρτον!), φωτογραφιών με κουτάβια και κατσούλια και σχολιασμών φορεμάτων στα Όσκαρ:
-ο Ντίκενς προσπαθούσε να κλείσει τη γυναίκα του σε άσυλο για να παντρευτεί την ερωμένη του
-τελικά πρέπει να διαχωρίσουμε τις προσωπικότητες από το έργο τους γιατί αλλιώς δεν θα μπορούμε να διαβάσουμε βιβλίο για βιβλίο Τέρατα όλοι Άι σιχτορ (sic)
-είναι μεγάλη η κουβέντα κορίτσια και ομολογώ δεν έχω καταλήξει Μπορείς να διαχωρίσεις το δημιουργό από το έργο του; Δηλαδή ο Πολάνσκι σιχαμένος παιδόφιλος και βιαστής Αλλά έχει κάνει ταινιάρες
-πω πω άλλη πονεμένη ιστορία ο Πολάνσκι
-άντε βγάλε άκρη
-αυτό πάντως είναι επιχείρημα για μας τους ποινικολόγους Κάθε άνθρωπος είναι ικανός για το καλύτερο και το χειρότερο
-(emoji χεριού με σηκωμένο αντίχειρα)
-αυτό είναι το μόνο σίγουρο Αλλά για τους καλλιτέχνες είναι λίγο αυγό και κότα Θα έκανε ο Πολάνσκι τέτοιες ταινιάρες αν δεν είχε την πετριά του;
-μμ ναι Αν και να σου πω Όλοι μας μια πετριά την έχουμε Αλλά δεν έχουμε τόσο ταλέντο για να κάνουμε τον πόνο μας χρυσάφι Πόσοι και πόσοι αλκοολικοί και ναρκομανείς είναι απλά αλκοολικοί και ναρκομανείς και όχι οι Rolling Stones
-δύσκολο θέμα Υποθέτω εξαρτάται από το τι έχει κάνει κανείς κι ίσως από το πόσο αντικατοπτρίζεται αυτό στο έργο του
-αφήστε την κουλτούρα και τη διανόηση και πείτε μου αν θα είναι καμιά αύριο δικαστήρια να μου δει ένα πινάκιο)
Άπειρα τα παραδείγματα δημιουργών που δεν ήταν και τα καλύτερα παιδιά (για να το πω κομψά), αλλά που μάλλον ήταν καθάρματα (για να το πω άκομψα). Σε όλες τις μορφές τέχνης. Ο Καραβάτζιο δολοφόνος. Ο Έντγκαρ Άλλαν Πόου παντρεύτηκε τη 13χρονη ξαδέρφη του Βιρτζίνια Ελάιζα Κλεμμ όταν αυτός ήταν 27 – και αιμομίκτης και παιδόφιλος. Ο Ρομάν Πολάνσκι βιαστής και παιδόφιλος. Ο Varg – Burzum – Vikernes και ακροδεξιός και δολοφόνος και εμπρηστής εκκλησιών. Ο Φίλιπ Ροθ και ο Μισέλ Ουελμπέκ σιχαμένοι σεξιστές και μισογύνηδες του κερατά. Αλλά. Αλλά. Ο Καραβάτζιο χρησιμοποιούσε ως μοντέλα για τους Αγίους που ζωγράφιζε πόρνες και αλήτες, εξανθρωπίζοντας τη χριστιανική πίστη και αναπαριστώντας έτσι στον ύψιστο βαθμό το βιβλικό «καθ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν». Ο Έντγκαρ Άλλαν Πόου έγραψε το 1849 την «Άνναμπελ Λη», το τελευταίο ποίημα της ζωής του, θρηνώντας το θάνατο της Βιρτζίνια Ελάιζα και υμνώντας έτσι την αγάπη που νικάει ακόμα και την αιωνιότητα. Ο Ρομάν Πολάνσκι το 1994 σκηνοθέτησε το συγκλονιστικό «Ο Θάνατος και η Κόρη», δημιουργώντας μια ελεγεία για το μετατραυματικό σύνδρομο των θυμάτων βιασμού και την αντιστροφή των ρόλων θύτη και θύματος. Ο Varg Vikernes πήγε – και πριν και μετά τη φυλάκισή του - το black metal πολλά βήματα μπροστά με άλμπουμ όπως το “Filosofem” και το “Fallen”. Ο Φίλιπ Ροθ και ο Μισέλ Ουελμπέκ έχουν μια απαράμιλλη πέννα και η θεματολογία τους αναλύει άπειρα στοιχεία: τη μοναξιά που επιφέρει η τεχνολογία, την πολιτισμική αποξένωση, την έννοια της αντρικής ταυτότητας και την ατομικότητα σε σχέση με την παγκοσμιοποίηση. Άρα; Παραβλέπεις όλα όσα έχουν κάνει αυτοί οι άνθρωποι στη ζωή τους; Ή πετάς όλα όσα έχουν δημιουργήσει; Ποια είναι λοιπόν η λύση; Η λογοκρισία και η απαγόρευση ή η αδιαφορία και ο στρουθοκαμηλισμός; Απάντηση δεν έχω.
Επιπλέον, δεν μπορείς να αποκόψεις έναν άνθρωπο από το περιβάλλον στον οποίο ζει (και δημιουργεί). Στην Ιταλία του 1600, όπου έζησε ο Καραβάτζιο, η δολοφονία σε μονομαχία ήταν τρόπος υπεράσπισης της τιμής. Στην Αμερική του 1800, όπου έζησε ο Πόου, τα κορίτσια παντρεύονταν στα 13-14 τους και οι γάμοι μεταξύ ξαδέλφων ήταν κάτι το σύνηθες. Αυτό σημαίνει ότι σε 200 χρόνια από σήμερα θα λέμε ότι «στην Αμερική της δεκαετίας του ’70, οι άντρες σκηνοθέτες θεωρούσαν λογικό να έχουν σεξουαλική επαφή με ανήλικα κορίτσια που ήθελαν να γίνουν μέρος του σταρ σύστεμ»; Και πόσο υγιές θα είναι αυτό; Απάντηση δεν έχω.
Επίσης, από έναν άνθρωπο που έχει τελειώσει τη νομική (εμένα εν προκειμένω) δεν μπορείς να του βγάλεις τις αρχές του ποινικού δικαίου από το κεφάλι. Και δη μία από τις βασικότερες: το τεκμήριο αθωότητας. Και αυτό φυσικά συνδέεται με τον Γούντι Άλεν - τον οποίο η Μία Φάροου κατηγόρησε ότι κακοποίησε σεξουαλικά την κόρη της Ντύλαν το 1992 - και το σύστριγγλο των τελευταίων χρόνων: ηθοποιοί υπογράφουν δηλώσεις μετανοίας και ζητούν συγνώμη που συνεργάστηκαν μαζί του, ο εκδοτικός οίκος Hachette ακυρώνει την έκδοση των απομνημονευμάτων του και πάει λέγοντας. Έλα όμως που ο Γούντι Άλεν ποτέ δεν αθωώθηκε από κανένα δικαστήριο, απλούστατα επειδή ποτέ δεν κατηγορήθηκε για τέτοιο έγκλημα, μιας και οι ερευνητικές αρχές δεν βρήκαν κανένα αξιόπιστο στοιχείο που να στηρίζει τους ισχυρισμούς της Μία και της Ντύλαν Φάροου. Ως νομικός, είμαι υποχρεωμένη να δεχτώ το τεκμήριο αθωότητας. Από την άλλη, αν όντως τα πράγματα έγιναν έτσι και απλά δεν αποδείχτηκαν; Τα θύματα τέτοιων καταστάσεων πώς να νιώθουν όταν διαβάζουν διθυράμβους για κάποιον που τους κατέστρεψε τη ζωή; Και πού θα βρουν τα επόμενα θύματα το κουράγιο να καταγγείλουν και να βροντοφωνάξουν το όποιο έγκλημα συνετελέσθη εις βάρος τους, όταν οι θύτες τη βγάζουν καθαρή ελλείψει αποδεικτικών στοιχείων (που σε αυτού του είδους τα εγκλήματα δεν υπάρχουν παρά σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις); Οι κατηγορούμενοι και οι καταδικασμένοι έχουν δικαιώματα – και αυτό είναι μια σπουδαία κατάκτηση του νομικού πολιτισμού, την οποία οφείλουμε να διαφυλάττουμε περισσότερο και από κόρη οφθαλμού. Στην προσπάθειά μας αυτή όμως, μήπως έχουμε βάλει σε δεύτερη μοίρα τα δικαιώματα των θυμάτων; Απάντηση δεν έχω.
Κι αυτό μάς φέρνει στην επόμενη σκέψη/προβληματισμό. Όταν ο Άντονι Ραππ κατηγόρησε το 2017 τον Κέβιν Σπέισι (που καλώς ή κακώς είναι ένας από τους σπουδαιότερους ηθοποιούς των τελευταίων 30 ετών – πείτε μου ότι δεν ήταν συγκλονιστικός ως Ριχάρδος 3ος στην Επίδαυρο το 2011 ή ως Τζων Ντο στο “Se7en” του Ντέιβιντ Φίντσερ) ότι τον είχε παρενοχλήσει σεξουαλικά όταν ήταν 15 χρονών το 1986, η αντίδραση ήταν άμεση. Τον πετάξανε από το “House of Cards”, κάνοντας την πλέον μακιαβελική πολιτική σειρά ένα αδιάφορο και άνευρο πράγμα, τον αντικαταστήσανε με τον Κρίστοφερ Πλάμμερ στο “All the Money in the World” και γενικώς όλη η βιομηχανία της υποκριτικής του γύρισε την πλάτη. Και αυτό είναι ο ορισμός της υποκρισίας, αν το συγκρίνουμε με την περίπτωση του Χάρβεϊ Γουάινστιν (χωρίς τον οποίο, ειρήσθω εν παρόδω, ίσως να μην είχαμε δει ποτέ «Το Παιχνίδι των Λυγμών» και το “Pulp Fiction”). Έπρεπε πάνω από εκατό γυναίκες να τον κατηγορήσουν για σεξουαλική παρενόχληση (ακόμα και δυνατά ονόματα του Χόλιγουντ, όπως η Αντζελίνα Τζολί και η Γκουίνεθ Πάλτροοου αγνοήθηκαν όταν το κατήγγειλαν) και άλλες είκοσι να τον κατηγορήσουν για βιασμό για να ασκηθούν σχετικές κατηγορίες εναντίον του, να δικαστεί και να καταδικαστεί. Ακόμα και τώρα, παρά την ποινική του καταδίκη, υπάρχουν οι εμετικές μισογύνικες φωνές που μιλούν για «ατάλαντες σταρλετίτσες που ήθελαν να πιάσουν την καλή, που σίγουρα κάτι θα έκαναν και αυτές και που αν ήθελαν μπορούσαν να φύγουν, άρα αποκλείεται να βιάστηκαν και όλα αυτά τα κάνουν είτε για λεφτά είτε για εκδίκηση που δεν τις προτίμησε για τις ταινίες του» - ποτέ κανείς όμως δεν μίλησε έτσι για τον Άντονι Ραππ. Δεν θα ήταν άστοχο να υποθέσουμε ότι η διαφορετική αντιμετώπιση οφείλεται στο φύλο του – αυτό άλλωστε προσπαθεί να καταδείξει το κίνημα #MeToo. Όταν ένας άντρας κατηγορεί, τον πιστεύουμε ευθύς εξαρχής – όταν εκατό γυναίκες κατηγορούν, τις αμφισβητούμε μέχρι τέλους. Ω της υποκρισίας, ω. Και ας το πάω και λίγο πιο μακριά: χωρίς τον Χάρβεϊ Γουάινστιν και τη χρηματοδότηση του ντοκιμαντέρ “The Thin Blue Line”, ο Ράνταλ Ντέιλ Άνταμς μπορεί και να είχε εκτελεστεί για ένα έγκλημα που δεν είχε διαπράξει. Το ένα καλό που έκανε μπορεί να αντισταθμίσει όλο το κακό που έχει κάνει εις βάρος όλων αυτών των γυναικών; Απάντηση δεν έχω.
Είμαστε όμως σε μουσικό σάιτ – και ας δεχτώ ότι το αλκοόλ και τα ναρκωτικά αποτελούν εκ των ων ουκ άνευ στοιχείο της μουσικής που αγαπάμε, είτε μας αρέσει είτε όχι, οπότε δεν υπάρχει λόγος να κατακεραυνώσουμε από άμβωνος και να εγκαλέσουμε σχετικά μουσικούς ων ουκ έστιν αριθμός. Ο εναγκαλισμός με ναζί όμως και ο χαρακτηρισμός αυτού του μορφώματος ως «εναλλακτική οπτική και προοπτική»; (Το 2013 ακυρώθηκε η συναυλία της Jarboe στη Θεσσαλονίκη μετά το ανέβασμα της φωτογραφίας της παρεούλα με τον ναζί Γιώργο Γερμενή και τη σύζυγό του). Η γυναικοκτονία και η βία κατά των γυναικών; (Το 2003 ο Bertrand Cantat των Noir Désir έδειρε τόσο βάναυσα τη σύντροφό του Μαρί Τρεντινιάν που αυτή πέθανε σε ηλικία μόλις 41 ετών από εγκεφαλικό οίδημα αφήνοντας πίσω της τέσσερα παιδιά). Η σεξουαλική κακοποίηση ανηλίκων; (O Michael Jackson φέρεται να κακοποίησε σεξουαλικά πάμπολλα ανήλικα παιδιά από το 1993 μέχρι το θάνατό του, κάτι που έχει οδηγήσει μέχρι και σε απαγόρευση των τραγουδιών του σε ορισμένους ραδιοφωνικούς σταθμούς)! Άρα; Απάντηση δεν έχω.
Αλλάζουν όμως όλα αυτά τους πειραματισμούς της Jarboe και το παρελθόν της με τους Swans; Αλλάζουν την ύπαρξη του “Le vent nous portera” (όσο και να (είναι της μόδας να) χλευάζουμε τα κομμάτια που είναι τόσο σπουδαία και τα ξέρει όχι μόνο και η κουτσή αλλά και η κουλή Μαρία, την σπουδαιότητά τους δεν μπορούμε να την αγγίξουμε); Αλλάζουν την μουσική ιδιοφυΐα του Michael Jackson, το γεγονός ότι αυτός δημιούργησε την έννοια του pop star χωρίς τερτίπια δισκογραφικών και το ότι το ηλικίας 38 ετών (!) “Beat it” ακούγεται πολύ πιο φρέσκο από όλον αυτόν τον συρφετό που κυκλοφορεί και θέλει να ονομάζεται pop; Απάντηση δεν έχω.
Και σίγουρα δεν έχω απάντηση για το αν ο GG Allin θα ήταν η περσόνα που ήταν αν δεν γουστάριζε να πετσοκόβει τις παρτενέρ του και να τους πίνει το αίμα στο κρεβάτι – κυριολεκτικά. Πιστεύω ότι η βασική μας ένσταση για όλα αυτά υποκρύπτει την απορία μας για το αν οι άνθρωποι αυτοί μπορούν να γράφουν μουσική ανεπηρέαστοι από αυτά τα στοιχεία τους. Με άλλα λόγια, κάποιος ρατσιστής (ας πω όλως τυχαίως τον πολυαγαπημένο Morrissey) μπορεί να γράψει τραγούδια ανεπηρέαστος από αυτό το χαρακτηριστικό του; Αυτό σημαίνει ότι το “Bigmouth strikes again” είναι κατά βάθος ρατσιστικό; Και αν ναι, τι σημαίνει αυτό για εμάς που αγαπάμε τη μουσική του; Ότι κατά βάθος είμαστε κι εμείς ρατσιστές και δεν το παραδεχόμαστε – ή ακόμα χειρότερα, δεν το αναγνωρίζουμε καν; Απάντηση δεν έχω.
Αναγκαστικά λοιπόν θα στραφώ στη βασική μου πεποίθηση ότι το καλλιτεχνικό έργο, άπαξ και δημιουργηθεί, έχει δική του ζωή, αυτόνομη από τον δημιουργό του και συνδιαλέγεται με τον αποδέκτη του άμεσα, χωρίς κανένα μεσάζοντα – πόσο μάλλον το δημιουργό του. Παράλληλα όμως δεν βλάπτει να ξέρουμε ότι η Frances Davis είχε φάει το ξύλο της ζωής της από τον Miles Davis και έτρεμε κάθε μέρα ότι θα τη σκότωνε, όταν απολαμβάνουμε το “Bitches Brew”. Βοηθάει στο να συνειδητοποιούμε ότι οι καλλιτέχνες είναι και αυτοί άνθρωποι – απλά έχουν και άπειρα καντάρια ταλέντου. Και στο να καθησυχαστούμε, συνειδητοποιώντας ότι δεν είμαστε ίδιοι με αυτούς, αν δεν μας αρέσει αυτό που είναι. Απλά μας αρέσουν κάποιες εκφάνσεις της προσωπικότητάς τους, όπως αυτές αποτυπώνονται στο έργο τους. Κάτι που ούτως ή άλλως μας συμβαίνει με όλους τους ανθρώπους γύρω μας, είτε είναι καλλιτέχνες είτε όχι.
Και κάτι τελευταίο: never mix business with pleasure λένε – και ίσως έχουν δίκιο. Παρ’ όλα αυτά, πρέπει να ειπωθεί ότι ο συνδυασμός τους σκίζει. Όταν γνώρισε ο αδερφός μου τον Κιάνου Ριβς (μεγάλη και πολύ ωραία ιστορία, αλλά δεν είναι της παρούσης), ενθουσιάστηκε με την καλοσύνη και την απλότητά του και αγάπησε ακόμα περισσότερο το cult του έργου του. Ίσως τελικά αυτός να (πρέπει να) είναι ο στόχος και η απάντηση σε όλα αυτά: να καταναλώνουμε ωραία τέχνη, φτιαγμένη από ωραίους ανθρώπους. Και τούτο ποιείν κακείνο μη αφιέναι, με άλλα λόγια – και ίσως αυτή να είναι η απάντηση σε όλα τα ερωτήματα που έθεσα πριν.