Δισκάδικο-κουρείο-χώρος ψυχανάλυσης. Το επόμενο επιχειρηματικό success story.
Δεν νομίζω ότι υπάρχει άνθρωπος του σιναφιού(sic) που να μην έχει ζήσει όμορφες ιστορίες μέσα στα δισκάδικα που σύχναζε και να μην τις θυμάται με χαμόγελο και πλέον μια γενναία δόση νοσταλγίας. Πολλές οι όμορφες στιγμές που συνέβησαν και δυσθεώρητα τα μεγέθη λαμβάνουσας ευχαρίστησης, ακόμα και από μια απλή επίσκεψη στο αγαπημένο δισκάδικο, το οποίο αναλόγως και την ηλικία που είχαμε σε κάθε περίοδο της ζωής μας λειτουργούσε άλλοτε και σαν θάλαμος αποσυμπίεσης, είτε σαν κρυφό σχολειό, ακόμα και σαν χώρος ψυχανάλυσης.
Τα χρόνια της εφηβείας μας πηγαίναμε εκεί πρωτίστως για να μάθουμε κάτι, να κλέψουμε και να ρουφήξουμε σαν σφουγγάρια την γνώση από τους ξερόλες-θαμώνες και σαφώς να αγοράσουμε κάτι χειροπιαστό, ένα προϊόν, με πραγματικά χρήματα που τα είχαμε στην τσέπη μας. Τώρα στα πέτρινα χρόνια της ενήλικης ζωής μας πάμε στα δισκάδικα (τα λίγα που υπάρχουν ακόμα) για να ξεσκάσουμε σε ένα οικείο περιβάλλον, να ανταλλάξουμε καημούς και να συγχρωτιστούμε με τους υπόλοιπους ομοϊδεάτες θαμώνες και ίσως να αγοράσουμε και κάτι με πλαστικό χρήμα. Αν δε, κατά την διάρκεια της επίσκεψης μας γίνουμε μάρτυρες του εξής σπάνιου φαινομένου, να πετύχουμε δηλαδή εκεί και κανά νεαρό να σκαλίζει τα ράφια διστακτικός, μαζεμένος και με τα ώτα στραμμένα πάνω στους σοφούς του χώρου (εμάς ντε-έφτασε και η δική μας η σειρά) τότε ανεβάζουμε την ένταση της φωνής μας και με περίσσιο κομπασμό το παίζουμε και εμείς με την σειρά μας ξερόλες για τον τάδε δίσκο και τον δείνα καλλιτέχνη. Ανέκαθεν κάπως έτσι παίζονταν το παιχνίδι αυτό. Η μεταλαμπάδευση της σοφίας, της γνώσης ακόμα και της ημιμάθειας ή της διαστρεβλωμένης πληροφορίας, πάντα με αυτό τον τρόπο γινόταν μέσα σε ένα δισκάδικο. Κανείς δεν μας έπαιρνε από το χέρι, να μας πει κάτι, εμείς απλά έπρεπε να έχουμε τα ραντάρ μας σε εγρήγορση μπας και πιάσουμε κα'νά ψιχουλάκι πληροφορίας ή ακόμα και παραπληροφόρησης. Όλα βοηθούσαν και πετύχαιναν κάποιο σκοπό.
Θυμάμαι χαρακτηριστικά τον αμούστακο εαυτό μου να μπαίνει στο δισκάδικο Σάββατο πρωί, γνωρίζοντας εξ’ αρχής ποιο δίσκο θα αγόραζα, με το ακριβές αντίτιμο σε τσαλακωμένα χαρτονομίσματα στην τσέπη μου, ένα σχέδιο προμελετημένο καιρό. Παρόλ' αυτά χρονοτριβούσα, έκοβα βόλτες στους πάγκους, τάχα ότι ψάχνω κάτι συγκεκριμένο με σκοπό να παραμείνω στο χώρο όσο το δυνατόν περισσότερο για να μπορέσω και εκμαιεύσω όσες περισσότερες σκόρπιες πληροφορίες κρυφ-άκουγα. Και ήταν κι άλλοι σαν κι εμένα εκεί, με το ίδιο πονηρό βλέμμα που πηγαινοέρχονταν σέρνοντας τα άγαρμπα -δυο νούμερα μεγαλύτερα- μπασκετικά παπούτσια τους γύρω γύρω με σκοπό να πάρουν έστω και λίγο από την γνώση των μεγάλων. Δεν είχε καμία σημασία που όλοι μας τελικά θα καταλήγαμε με κάποιο CD των Metallica, καθώς στοκάραμε γνώση και σοφία της πιάτσας για να μπορέσουμε να πορευτούμε στο μέλλον. Εξ’ ου και ο χαρακτηρισμός «κρυφό σχολειό» που γαλούχησε γενιές και γενιές μουσικομανών.
Τη σήμερον ημέρα το δισκάδικο έχει καταντήσει να είναι χώρος ψυχανάλυσης καφενειακού επιπέδου, με την γνωστή κατα-κριτική διάθεση για τα πάντα να πλανάται πάνω από κάθε κουβέντα και τα κοινά σημεία επαφής βλέπε ΕΝΦΙΑ, ΕΦΟΡΙΑ, ΕΠΟΜΕΝΗ ΣΥΝΑΥΛΙΑ SCORPIONS να παραμένουν σταθερά στη επιλογή θεμάτων για κουβέντα. Για το τι θα ακούσει ο δύσμοιρος δισκοπώλης κάθε φορά με απώτερο σκοπό να πουλήσει-προτείνει-πλασάρει ένα δίσκο δεν λέγεται. Αφού αυτός είναι ο ψυχαναλυτής, ο μουσικός μας συμβουλάτορας, ο καλύτερος μας ακροατής για κάθε τι που μας βασανίζει μουσικό ή μη. Άσε δε που όταν έρχεται η ώρα του παζαριού είναι και ο πιο γλυκός άνθρωπος στον κόσμο και εμείς οι καλύτεροί του πελάτες, οπότε δικαιούμαστε την στρογγυλοποίηση πάντα προς τα κάτω από το (απειροελάχιστο-σχεδόν ανύπαρκτο) κέρδος του. Αν οι δισκοπώλες κούρευαν κιόλας τότε θα μιλάγαμε για την επόμενη μεγάλη επιχειρηματική ιδέα και κατ’ επέκταση το απόλυτο μέρος για τον άντρα. «Από ‘δω είναι οι νέες παραλαβές, διάλεξε ότι θες μέχρι να ξεπετάξω τον κύριο πρώτα με ένα ξυρισματάκι και θα σε περιλάβω κι εσένα. Α, και να μην ξεχάσεις να μου ξοφλήσεις τα κρατημένα που έχω στο ράφι για πάρτη σου».
Ποτέ μου δεν είχα κάποιο συγκεκριμένο δισκάδικο που να αποτελούσε και το στέκι μου. Σαν παιδί κι εγώ της χαλαρής πλην όμως φτωχής σε τέτοιου είδους εξωτικά-σπόρ επαρχίας η σχέση μου με τα δισκάδικα της πρωτεύουσας ήταν αποκλειστικά καταδρομική. Σε μονοήμερα ταξίδια, με το –από καιρό- μαζεμένο χαρτζιλίκι για αυτό το σκοπό στην τσέπη του τζιν, επισκεπτόμουνα όλους τους «ναούς» της εποχής εκείνης και κατέθετα κι εγώ τον οβολό μου, χαζεύοντας με ανοιχτό το στόμα τα μεγαλεία της πρωτεύουσας, τους μαλλιάδες πίσω από το ταμείο που διαφωνούσαν πάντα για κάτι φωναχτά(βλέπε κρυφό-σχολειό) και τους πολλούς αγοραστές να παίζουν τις αγκωνιές για το ποιος θα δει πρώτος την στοίβα με τις νέες αφίξεις. Ο Δρόμος της Ακαδημίας και οι εκατέρωθεν στοές είχαν την τιμητική τους σε αυτές τις βόλτες πριν την επέλαση των μεγάλων καταστημάτων με τους ορόφους, περιφερόμουν από δρομάκι σε δρομάκι και έμπαινα από μαγαζί σε μαγαζί μέχρι να βρω τους δίσκους που ήθελα. Μιλάμε για την εποχή των χιλιάρικων, την εποχή που τα σαββατιάτικα πρωινά στα δισκοπωλεία επικρατούσε ένας -πατείς με πατώ σε- χαμός, την εποχή που οι νέες αφίξεις ήταν σε στοίβες δίπλα από το ταμείο και σχημάτιζαν ψηλά πυργάκια και στις έδινε κατευθείαν ο ταμίας από ‘κει.
Τη σήμερον ημέρα που το βινύλιο έχει επιστρέψει με τα μπούνια, τα ηλεκτρονικά έντυπα διαμηνύουν την κυριαρχία του απέναντι στο ψηφιακό μέσο, τα δισκάδικα παραμένουν να ακροβατούν στην αβεβαιότητα ενός αμφίβολου business plan, τουλάχιστον στο Ελλάντα. Και ενώ υπάρχουν ομολογουμένως πολλοί ρομαντικοί που το έχουν τολμήσει, έρχονται αντιμέτωποι καθημερινά με ένα σωρό δυσκολίες που δυστυχώς ακόμα και το υπερθετικό κλίμα και η δύναμη της μόδας δεν μπορούν να διαγράψουν. Η υπερφορολόγηση του προϊόντος, το περιορισμένο ενδιαφέρον του εγχώριου πληθυσμού για κάτι που πρέπει να πληρώσει για να αποκτήσει (και δεν είναι κινητό ή προϊόν τεχνολογίας)ενώ το βρίσκει τσάμπα σε ψηφιακή μορφή και τέλος οι εντελώς προσβλητικές και εκτός τόπου και χρόνου υψηλές τιμές χονδρικής από τους προμηθευτές, είναι στοιχεία που συνεχώς τους φέρνουν σε δύσκολη θέση. Με αυτά σαν δεδομένα το δισκάδικο, ειδικά στην επαρχία είναι σπάνιο και είδος προς εξαφάνιση. Έτσι οι επαρχιώτες εξυπηρετούμαστε από τα ηλεκτρονικά δισκοπωλεία-στέκια που έχουμε βρει και με το πάτημα ενός κουμπιού έχουμε τους δίσκους στην πόρτα μας.
Όπως και να ’χει όμως η αίσθηση του δισκάδικου είναι κάτι που δεν αντικαθιστάται με τίποτα για αυτούς που έχουμε προσβληθεί με το μικρόβιο. Η σχέση μου μαζί του είναι ίσως από τα πιο σταθερά πράγματα της μέχρι τώρα ζωής μου. Η θαλπωρή δε και η οικειότητα που νιώθω κάθε φορά που επισκέπτομαι οποιοδήποτε είναι συναισθήματα τα οποία θα μου μείνουν για πάντα.