Documentary, Rockumentary, Mockumentary (and Musical)
Η σχέση μου με τα μουσικά ντοκιμαντέρ (rockumentaries όταν το θέμα είναι ροκ καλλιτέχνες και γκρουπ) είναι πονεμένη: τα περισσότερα που ξεκίνησα να δω με ενθουσιασμό και υψηλές απαιτήσεις τα παράτησα στη μέση από βαρεμάρα και πολλές φορές εκνευρισμένος. Ίσως για το πρώτο να φταίει ότι σαν nerd με 40 χρόνια προϋπηρεσία λίγα νέα πράγματα έχουν να μου πουν και για το δεύτερο ότι η πόζα, που είναι αναμενόμενη και ευπρόσδεκτη στη σκηνή, δεν αντέχεται κάτω απ’ αυτήν. Για να μου αρέσει ένα τέτοιο ντοκιμαντέρ θα πρέπει να έχει σπάνιο υλικό, να είναι ατμοσφαιρικό και οι μουσικοί να μιλάνε ειλικρινά και να φέρονται όσο το δυνατόν φυσιολογικά, με δυο λόγια να μην περιφέρουν την περσόνα τους μπροστά στην κάμερα (πολλοί έγιναν με τα χρόνια, ή ήταν από την αρχή, μια περσόνα οπότε, αν δεν είναι από τους αγαπημένους σου, αυτούς που τους συγχωρείς τα πάντα, τα πράγματα γίνονται ακόμη χειρότερα).
Υπάρχουν αρκετά που πληρούν αυτές τις προϋποθέσεις αλλά αποφάσισα να μη μιλήσω γι’ αυτά, μια που πιθανότατα να έχω δει τα λιγότερα από όλους που γράφουμε στο παρόν αφιέρωμα και πιστεύω ότι δεν έχω να προσθέσω πολλά. Αποφάσισα λοιπόν να καταφύγω για ακόμη μια φορά στη μυθοπλασία. Τα mockumentaries (μουσικά, στην περίπτωσή μας, ντοκιμαντέρ γυρισμένα με όλους τους κανόνες του είδους αλλά με φανταστικά πρόσωπα και γκρουπ σαν αντικείμενο, κατά κανόνα από το χώρο του ροκ) είναι μια ιδιαίτερη κατηγορία με το δικό τους κοινό και ιστορία και θα παρουσιάσω, με χαλαρή αξιολογική σειρά, τα αγαπημένα μου ανάμεσά τους, μαζί με κάποιες ακόμη ταινίες που δεν ανήκουν στο είδος (οι περισσότερες ανάμεσά τους χαρακτηρίζονται μιούζικαλ και δεν είναι όλες τους ακριβώς αριστουργήματα, έχουν όμως το ειδικό ενδιαφέρον τους ώστε να μπουν στη λίστα) με τους κεντρικούς τους χαρακτήρες φανταστικούς μουσικούς και ανθρώπους γύρω από αυτούς.
11. Dreamgirls (Bill Condon, 2006)
Βασισμένη στο ομώνυμο θεατρικό μιούζικαλ του Broadway από το 1981, η ταινία δεν προσπαθεί καν να κρύψει ότι έμπνευσή της είναι η Motown, ο Berry Gordy Jr. και οι Supremes. Με καστ πρώτης γραμμής (ο Eddie Murphy σε δραματικό ρόλο δείχνει ακόμη μια φορά πόσο μεγάλος και αδικημένος από τον εαυτό του ηθοποιός είναι, η J. Hud σε αφήνει άφωνο με τη φωνή της και κέρδισε Όσκαρ για το ρόλο της εδώ και η Beyoncé είναι η Beyoncé) η αξία της έγκειται στην πιστή αναπαράσταση της soul μουσικής (με πρωτότυπα τραγούδια) και της φανταχτερής μόδας που τη συνόδευε από τα 60s ως τα 80s και κυρίως στο ότι ανοίγει στο θεατή την κουρτίνα της μουσικής βιομηχανίας και του δείχνει γυμνό τον κυνισμό και τη σκληρότητά της στο πρόσωπο του χαρακτήρα που παίζει ο Jamie Fox, ηθοποιάρα κι αυτός, που δημιουργεί έναν απόλυτα αντιπαθητικό τύπο τραβώντας στα άκρα το «στη δουλειά δεν χωράνε συναισθηματισμοί» (it’s not personal, it’s business) χωρίς να καταντάει ούτε μια στιγμή καρικατούρα.
10. That Thing You Do (Tom Hanks, 1996)
Η ιστορία ενός μετεφηβικού επαρχιακού γκρουπ της αθώας πρώτης περιόδου του ροκ εν ρολ που εκτοξεύεται στην κορυφή με ένα τραγούδι και μόλις φτάσει εκεί ζαλίζεται, βγαίνουν στη φόρα οι εγωισμοί, οι διαφορετικές προτεραιότητες και ,φυσικά, οι ερωτικές αντιζηλίες (θεϊκή όπως πάντα η Liv Tyler) και διαλύεται. Οι Wonders που έγιναν one hit wonders. Ωραία ατμόσφαιρα και πιστευτοί, γήινοι χαρακτήρες στην πρώτη ταινία που έγραψε και σκηνοθέτησε ο Tom Hanks, επιλογή που τον ανέβασε πολλά σκαλοπάτια στην εκτίμησή μου (όχι ότι άλλαξε τίποτε για τον ίδιο αλλά λέμε τώρα). Στα συν τα πρωτότυπα τραγούδια που είναι εντελώς μέσα στο κλίμα της εποχής και ιδιαίτερα το ομώνυμο, γραμμένο από τον αγαπημένο σ’ εμάς τους φανς της power pop και αδικοχαμένο (ένα από τα πρώτα covid θύματα από τον κόσμο της μουσικής στα 53 του, την Πρωταπριλιά του 2020) Adam Schlesinger των Fountains of Wayne.
9. Music and Lyrics (Marc Lawrence, 2007)
Από τα τελευταία δείγματα της δεύτερης χρυσής εποχής της rom com που ξεκίνησε το ‘89 με το ‘When Harry met Sally’ και έσβησε στη μετριότητα κάπου στις αρχές του 21ου αιώνα. Η ταινία παίζει ξεδιάντροπα με όλα τα κλισέ του είδους αλλά το μουσικό κομμάτι της έχει ένα ενδιαφέρον, τουλάχιστον για τα παιδιά των 80s: το αποτυχημένο μισό ενός σούπερ πετυχημένου boy duo (ο Andrew κάτι από τους Wham! θα τρελάθηκε στο φτέρνισμα) έχει μια τελευταία ευκαιρία για comeback και θέλει να την πιάσει από τα μαλλιά. Ο Hugh Grant πήρε μαθήματα μουσικής για το ρόλο και παίζει με τον προσήκοντα αυτοσαρκασμό (κανένας δεν αυτοσαρκάζεται όπως ένας Άγγλος και είναι έτσι κι αλλιώς από τα δυνατά του σημεία σαν ηθοποιού) τα ποπ inside jokes είναι εύστοχα και δεν χαρίζουν κάστανα και οι αναφορές στην εποχή των 80s πολλές, κάποιες φανερές και κάποιες κρυμμένες να χαίρεσαι που τις ανακαλύπτεις. Και εδώ το κεντρικό τραγούδι γραμμένο από τον Schlesinger.
8. Sweet and Lowdown (Woody Allen, 1999)
Εδώ εξιστορείται μια περίοδος στη δεκαετία του ‘30 από τη ζωή του, ανύπαρκτου στην πραγματικότητα, τζαζ κιθαρίστα Emmett Ray που υποδύεται ο Sean Penn και είναι τόσο πειστικός που δεν περνάει στιγμή από το μυαλό σου ότι δεν είναι στ’ αλήθεια τζαζίστας, όπως δεν περνάει ότι δεν είναι gay στο ‘Milk’, ότι δεν είναι ΑΜΕΑ στο ‘I am Sam’ κοκ. Ο Woody Allen, λάτρης και μουσικός της τζαζ και ο ίδιος, δημιούργησε έναν χαρακτήρα που ακροβατεί στα όρια του πιθανού αλλά, έτσι κι αλλιώς, όλοι σχεδόν οι μεγάλοι τζαζίστες κάπως έτσι ήταν. Υπάρχει ομότιτλη ταινία του 1944 με τον Benny Goodman που έπαιζε τον εαυτό του να παίζει σε στρατώνες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, γεγονός που δεν συνέβη ποτέ. Υπαρκτά πρόσωπα σε φανταστικές καταστάσεις, ημι-mockumentary θα λέγαμε, πριν ακόμη επινοηθεί ο όρος. Πίσω στο ‘99, όλο το σύμπαν και οι εμμονές του δημιουργού παρελαύνουν προσαρμοσμένοι στο περιβάλλον της ιστορίας και - όπως και στο ‘Z’elig’, το άλλο mockumentary που γύρισε - μπαίνουν σφήνα για να δώσουν ψευδαίσθηση αξιοπιστίας συνεντεύξεις δημοσιογράφων και άλλων ειδικών, ανάμεσά τους και ο κορυφαίος τζαζ ιστορικός Nat Henthoff που είχε τη δική του στήλη στο Village Voice για 51 χρόνια. Sex and drugs and gypsy swing.
7. The Rocker (Peter Cattaneo, 2008)
Μπαίνουμε στην περιοχή του τρανταχτού γέλιου με αυτή την εμπορική αποτυχία του 2008. Ο Fish, ένας ντράμερ που απολύθηκε από τη μπάντα του μόλις πριν αυτή γίνει διάσημη, έχει να πιάσει μπαγκέτες 20 χρόνια. Ο ανιψιός του του ζητάει να παίξει στο slowcore σχολικό του γκρουπ για το prom, αυτός δέχεται, το μεταμορφώνει και ξεκινάει μια τρελή περιπέτεια που τους φέρνει στη δόξα, αφού γίνει viral μια πρόβα τους με τηλεδιάσκεψη όπου ο Fish έπαιζε γυμνός. Η αποτυχία της ταινίας ίσως να οφείλεται στο ότι τα αστεία παραείναι ροκ για το ευρύ κοινό. Το χάσμα των γενεών ανάμεσα στον Fish και την υπόλοιπη μπάντα - με τον Fish, που είναι ο μόνος με ροκ attitude (καφρίλα), να είναι σταθερά ο ανώριμος και να προκαλεί αμηχανία στους υπόλοιπους - γεννάει ξεκαρδιστικές καταστάσεις. Όταν πετάει την τηλεόραση από το παράθυρο εμείς σκεφτόμαστε τον Keith Moon, τα πιτσιρίκια βλέπουν απλά τον θείο να κάνει βλακείες. Οι χαρακτήρες είναι όλοι με τα προβλήματα και τα απωθημένα τους, γεγονός που τους κάνει ανθρώπινους κι αυτούς και την ταινία, που ήταν η τελευταία του σκηνοθέτη του ‘Full Monty’ πριν το ρίξει στην τηλεόραση. Και αν δεν φτάνουν όλα αυτά, χαζεύεις την εικοσάχρονη Emma Stone να παίζει μπάσο και αυτό φτάνει και περισσεύει.
6. Walk Hard: The Dewey Cox Story (Jake Kasdan, 2008)
Ξέφρενο, αναρχικό και ανισόρροπο χιούμορ και παρωδία των ροκ βιογραφιών αλλά και όλης της ροκ ιστορίας σε μια άκρως διασκεδαστική ταινία. Η ζωή, η άνοδος, η πτώση, η αναγέννηση και το τέλος του φανταστικού (και με τις δύο έννοιες) ροκ σταρ Dewey Cox. Και τι δεν γίνεται εδώ μέσα, και ποιος δεν περνάει. Από τους Temptations, τον Jackson Browne, τον Eddie Vedder και την Jewel που παίζουν τους εαυτούς τους μέχρι τους δυο αντίθετους Jack, τον White σαν Elvis και τον Black σαν Paul (τι θα πει ποιος Paul;). Οι δημιουργοί Jake Kasdan (γιος του Lawrence της Μεγάλης ανατριχίλας και όχι μόνο, αλλά αυτόφωτος καλλιτέχνης) και Judd Apatow (μεγάλη μορφή της σύγχρονης αμερικανικής κωμωδίας) περνάνε πριονοκορδέλα όλους τους θρύλους, τα κλισέ, τους ήρωες και τα ορόσημα της ροκ ιστορίας και μυθολογίας και, σαν Εβραίοι και οι δυο, την εθνικότητά τους και τον παρασκηνιακό ρόλο της στην εξέλιξη του ροκ εν ρολ. Ο John C. Reilly, που παίζει τον Dewey από τα 14 ως τα 60 του χρόνια, είναι άψογος από την αρχή ως το τέλος της ταινίας: κανένας δεν καταλαβαίνει αν παίρνει σοβαρά του θανατά το ρόλο του ή αν κάνει πλάκα.
5. The Commitments (Alan Parker, 1991)
Διαφέρει και ξεχωρίζει σε πολλά από τις υπόλοιπες της λίστας: είναι βασισμένη σε βιβλίο, τα τραγούδια της είναι παλιά και πασίγνωστα και οι ηθοποιοί που παίζουν τα μέλη της μπάντας είναι και στην πραγματικότητα μουσικοί και παίζουν στα αλήθεια. Η δημιουργία, η άνοδος και η πτώση μιας μπάντας soul και rhythm & blues διασκευών στο φτωχό, ασπρόμαυρο εργατικό Δουβλίνο των 80s, πριν από τη συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής που οδήγησε στο ιρλανδικό θαύμα που έκανε τη χώρα από Ρουάντα Νότια Κορέα της Ευρώπης. Η αγάπη και ο ενθουσιασμός ξεχειλίζει από το φιλμ. Απόλυτα ρεαλιστικό, δημιούργησε πραγματικές μουσικές καριέρες λειτουργώντας σαν αυτοεκπληρούμενη προφητεία μάλλον παρά σαν καταγραφή. Κάποιοι από τους πρωταγωνιστές υπέγραψαν συμβόλαια με δισκογραφικές και κάποιοι άλλοι έφτιαξαν μπάντα με το ρεπερτόριο αυτής της ταινίας και περιόδευσαν για χρόνια. Αγαπήθηκε από το κοινό σε όλο τον κόσμο και ψηφίστηκε σε μια δημοσκόπηση η καλύτερη ιρλανδέζικη ταινία όλων των εποχών. Σκηνή ανθολογίας: Στην ακρόαση για τη μπάντα σκάει μύτη ένας τυπάκος και παίζει το Heaven knows I’m miserable now με την αντίστοιχη αμφίεση και κόμμωση. Ο επίδοξος παραγωγός του κλείνει την πόρτα στα μούτρα και λέει κάτι σαν «πώς να μην είσαι λυπημένος έτσι που είσαι».
4. Almost Famous (Cameron Crowe, 2000)
1/3 αυτοβιογραφία, 1/3 μυθοπλασία και 1/3 mockumentary, το ‘Almost Famous’ σίγουρα έκανε αίσθηση. Ο Cameron Crowe, έχοντας κατακτήσει το indie κοινό με το ‘Singles’ και το ευρύ με το Jerry Maguire, νιώθει ελεύθερος να φτιάξει την ταινία που θέλει και το αποτέλεσμα τον δικαιώνει από κάθε άποψη. Το παιδί – θαύμα της μουσικογραφιαδοσύνης William Miller (ξέρω πολλούς στο MiC, με πρώτο τον υποφαινόμενο, που είναι πεπεισμένοι ότι θα μπορούσαν να είναι στη θέση του αν…) ακολουθεί με την άδεια της μαμάς του το γκρουπ Stillwater σε περιοδεία και γνωρίζει το ροκ και τη ζωή με τη βοήθεια μιας γκρούπι με το όνομα Penny Lane. Ο Crowe ξέρει από μουσική όσο λίγοι (γράφει ακόμη στο Rolling Stone και έχει γυρίσει και κανονικά rockumentaries για τους Pearl Jam και τον Crosby) και η ταινία αντέχει όλους τους ελέγχους αξιοπιστίας όσο σκληρός και να είσαι. Ο Philip Seymour Hoffman είναι τόσο cool σαν Lester Bangs που αμφιβάλλω αν ήταν ποτέ ο ίδιος ο Lester στη ζωή του πέρα από το χαρτί. Η απόδοση της 70s αισθητικής πιστή αλλά και ωραιοποιημένη.
3. All You Need Is Cash (Eric Idle & Gary Weis, 1978)
Το αρχετυπικό mockumentary δεν φτιάχτηκε για τον κινηματογράφο αλλά για την τηλεόραση και το γεγονός ότι από πίσω βρίσκονται οι Monty Python προϊδεάζει για το κλίμα και το περιεχόμενο. Ο ίδιος ο όρος λέγεται ότι επινοήθηκε από την ομάδα για αυτό ακριβώς το φιλμ. Το γκρουπ που βιογραφείται είναι οι Rutles και οποιαδήποτε ομοιότητα με αυτούς που νομίζετε είναι εντελώς σκόπιμη και με την ευλογία των ίδιων, ενός κομματιού τους τουλάχιστον μια που παίζει ένα μικρό ρόλο ο George Harrison, που η φιλική σχέση του με τους Python είναι γνωστή και πολυδιαφημισμένη. Εκτός από αυτόν εμφανίζεται μέρος της αριστοκρατίας του ροκ (Mick και Bianca Jagger, Paul Simon, Ron Wood) και της πρωτοποριακής κωμωδίας της εποχής όπως εκφράστηκε μέσα από το ‘Saturday Night Live’ (John Belushi, Bill Murray, Dan Aykroyd). Ειρωνεία, παραλογισμός και εκούσια χαζομάρα, ό,τι ακριβώς θα περίμενε ο υποψιασμένος θεατής δηλαδή. Τα τραγούδια είναι πολύ καλά δουλεμένες παραλλαγές των αυθεντικών από τους μουσικούς συνεργάτες των Monty Python και όποιος είναι μυημένος Beatlenick και ξέρει πρόσωπα και καταστάσεις θα την ευχαριστηθεί πολύ περισσότερο.
2. This Is Spinal Tap (Rob Reiner, 1984)
Ο Rob Reiner σκηνοθέτησε λίγες σχετικά ταινίες, αυτή ήταν η πρώτη μεγάλη του, αλλά όλες τους, τα πρώτα χρόνια της καριέρας, του μία και μία. Μέσα σε λιγότερο από 10 χρόνια γύρισε την τέλεια ρομαντική κωμωδία (‘When Harry Met Sally’) το τέλειο ψυχολογικό θρίλερ (‘Misery’) το τέλειο δικαστικό δράμα (‘A Few Good Men’, αν και ο Jack Nicholson το τράβηξε στα όρια της παρωδίας) την τέλεια ταινία ενηλικίωσης (‘Stand By Me’) και το τέλειο mockumentary (αυτό). Ο ίδιος, που ξεκίνησε σαν ηθοποιός, παίζει τον σκηνοθέτη/ερευνητή της ταινίας μέσα στην ταινία και τα μέλη της μπάντας, ηθοποιοί και μουσικοί όλοι τους, τα υποδύονται ένας Άγγλος αριστοκρατικής καταγωγής και τα υπόλοιπα Αμερικανοί κωμικοί. Χωρίς πολλά spoiler, η ταινία εξιστορεί την πορεία των Spinal Tap που ξεκίνησαν στα 60s, ένας ακόμη κλώνος των Beatles μέσα σ’ όλα τα γκρουπ της βρετανικής εισβολής, και άλλαξαν διάφορα στυλ σύμφωνα με τη μόδα της κάθε εποχής για να καταλήξουν στο metal όπου «μεγαλούργησαν». Η αλαζονεία, η πόζα, ο σεξισμός και η βλακεία των ροκάδων και ειδικά των μεταλλάδων (όχι όλων αλλά ούτε αμελητέο είναι το ποσοστό ανάμεσά τους) παρωδούνται ανελέητα και με την ανάλογη υπερβολή. Χιούμορ χωρίς ιερό και όσιο, μια που κάνει πλάκα ακόμη και με τους ροκ θανάτους. Όπως και η μπανάνα, έκοψε ελάχιστα εισιτήρια στην πρώτη προβολή αλλά έγινε μεγάλη επιτυχία στα βίντεο κλαμπ και απέκτησε cult στάτους που δεν λέει να σβήσει. Θα μπορούσα να μιλάω και να γράφω με τις ώρες για τους Spinal Tap αλλά το μόνο που θα πω είναι ότι η ροκ παιδεία οποιουδήποτε δεν έχει δει την ταινία είναι λειψή, και ο αριθμός κλειδί είναι το 11.
1. Still Crazy (Brian Gibson, 1998)
Σε οποιαδήποτε άλλη λίστα το Spinal Tap θα ήταν στο Νο1. Όχι σε αυτήν, και οι λόγοι είναι κυρίως συναισθηματικοί. Την ταινία αυτή την ανακάλυψα λίγα χρόνια μετά την εποχή της στις προσφορές ενός βίντεο κλαμπ, την έδειξα σε φίλους μου με ανάλογο με το δικό μου ενδιαφέρον για τη μουσική, και ενώ δεν την ήξερε κανένας τη λατρέψαμε όλοι. Σ’ αυτήν είδα για πρώτη φορά τον Bill Nighy στο ρόλο του ξεπεσμένου ροκ σταρ, τον ίδιο ρόλο που τον έκανε διάσημο αργότερα στο Love, Actually. Εκτός από αυτόν ξεχωρίζουν ο μεγάλος Billy Connolly στο ρόλο του roadie και του αφηγητή, ο Timothy Spall, απίστευτος όπως πάντα, στο ρόλο του ντράμερ, ο Stephen Rea ήρεμη δύναμη, ο Jimmy Nail εντελώς ρεαλιστικός στο ρόλο σαν μουσικός και ο ίδιος, και γενικά όλο το καστ παίζει με κέφι και αγάπη για το πρότζεκτ που φαίνεται. Η υπόθεση: οι Strange Fruit, που διαλύθηκαν το 77 μετά από ένα καταστροφικό λάιβ και το θάνατο από OD του κιθαρίστα τους και έχουν παρατήσει όλοι τους τη μουσική, έχουν από σπόντα μια δεύτερη ευκαιρία όταν τους ανακαλύπτει ο διοργανωτής ενός φεστιβάλ που τους θαύμαζε από τότε που τους άκουγε μικρός από τον μπαμπά του. Προετοιμάζοντας την εμφάνισή τους κάνουν μια μίνι περιοδεία στην Ευρώπη, και όλη αυτή την πορεία μέχρι το τέλος αφηγείται με εξίσου αστείο και συγκινητικό τρόπο το δίδυμο των σεναριογράφων, που έχει γράψει πολλά πετυχημένα σήριαλ (ανάμεσά τους και το Auf Wiedersehen, Pet) και ο σκηνοθέτης Brian Gibson, που είχε πολλές μουσικές ταινίες στο ενεργητικό του αλλά αυτή ήταν η τελευταία του μια που αμέσως μετά αρρώστησε σοβαρά και πέθανε το 2004. Τη μουσική της ταινίας έγραψε ο Clive Langer, ένας από τους σημαντικότερους post punk παραγωγούς (Madness, Elvis Costello, Teardrop Explodes, Morrissey κ.α.) και ανάμεσα στους δημιουργούς των τραγουδιών είναι ονόματα όπως του Russ Ballard, του Chris Difford και του Mick Jones (των Foreigner, όχι των Clash φυσικά μια που μιλάμε για παλιοροκάδες). Το Still Crazy είναι μια από τις αγαπημένες μου ταινίες, μια ταινία στην οποία επιστρέφω συχνά γιατί με κάνει να νιώθω ωραία και, για μια ακόμη φορά, χαίρομαι που είμαι στην ομάδα του mic και μου δόθηκε η ευκαιρία να γράψω γι’ αυτήν.
Εκτός συναγωνισμού:
The Blues Brothers (John Landis, 1980)
Στη ζωή μου δεν έχω ζητήσει ποτέ αυτόγραφο εκτός από δύο φορές. Η μία ήταν από τον Jonathan Richman, που για μένα είναι ότι οι XTC για τον Giles Smith. Η δεύτερη από τον Steve Cropper, κιθαρίστα των Booker T & the MGs και των Blues Brothers Band όταν έπαιξαν στη Θεσσαλονίκη κάπου στο πρώτο μισό των 90s. Του έδωσα την άδεια οδήγησής μου να υπογράψει και μου είπε «ελπίζω να μη μου στέλνουν να πληρώνω τα πρόστιμά σου». Κιθάρα παίζει σαν δεξιόχειρας αλλά υπέγραφε με το αριστερό. Τα θυμάμαι όλα σαν να είναι μπροστά μου. Δεν έχει νόημα να πω οτιδήποτε για την ταινία. Τυπικά δεν ανήκει στη λίστα μια που η μπάντα που πρωταγωνιστεί υπήρχε ήδη, αλλά ήταν μια μπάντα φτιαγμένη κατά παραγγελία για ένα τηλεοπτικό show και φυσικά η ιστορία της δεν έχει καμιά σχέση με το σενάριο. 44 χρόνια μετά η all star μπάντα που δημιουργήθηκε από τον Dan Aykroyd και τον John Belushi για το ‘Saturday Night Live’ - μια μπάντα που, με τα αθάνατα λόγια του Donald “Duck” Dunn, μετέτρεπε το κάτουρο του τράγου σε βενζίνη - και είχε τόση επιτυχία ώστε μέσα σε ένα χρόνο γυρίστηκε ολόκληρη ταινία επάνω της, εξαργυρώνει ακόμη το θρύλο της με ελάχιστα, όπως είναι φυσικό, από τα αρχικά της μέλη. Όποιος τη λατρεύει τη λατρεύει, όποιος δεν του αρέσει αποκλείεται να με διαβάζει ως εδώ.