Εδώ δεν υπάρχει… ασυλία
To κλασικό είναι ίσως βασικά ζήτημα... βαρύτητας. Είναι αυτό που έχει όνομα βαρύ σαν ιστορία, όπως τραγούδησε ο Διονυσίου (ο Στέλιος). Αν μιλάμε για μουσική συνήθως εμφανίζεται πια σε βινύλιο, βαρύ πολυτελές χαρτόνι, εννοείται σε 180 γραμμάρια πολυβινυλοχλωριδίου, μπορεί και 200 που είναι ακόμη καλύτερο (;) (για την τσέπη των εμπόρων σίγουρα). Ο σπουδαίος Γερμανός κριτικός λογοτεχνίας Μαρσέλ Ράιχ-Ρανίτσκυ είχε φτιάξει κάποτε ένα… μπαούλο που το είχε ονομάσει «ο Κανόνας», μέσα περιείχε τα κατά την κρίση του βασικά σπουδαία έργα της γερμανικής λογοτεχνίας. Αυτό κι αν ήταν βαρύ... Κι αν στην μουσική –όσο γνωρίζω– δεν έχει επιχειρήσει κανείς ανάλογο εγχείρημα, ωστόσο, στην βιβλιοθήκη μου υπάρχει ένα –εννοείται βαρύ κι αδιάβαστο– βιβλίο, από αυτά τα φανταχτερά και φτηνά των εκδόσεων Taschen, με τον βαρύγδουπο και μάλλον σκιαχτικό τίτλο «1000 δίσκοι που πρέπει να έχεις ακούσει πριν πεθάνεις».
Πρέπει; Τι σημαίνει άραγε «πρέπει» στην Τέχνη; Ειδικά σε καιρούς όπου η πρόσληψη της δεν περνάει πια (κατ)αναγκαστικά από το κοινοτικό φίλτρο της παράδοσης και έχει περάσει στο αυστηρά προσωπικό Εγώ, «στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του», τα αισθητικά και/ή βιωματικά του κριτήρια;
Κοιτάζω με την αφορμή του παρόντος αφιερώματος την (όχι και τόσο μεγάλη) δισκοθήκη μου και αισθάνομαι ότι βλέπω το παρελθόν. Μου. Κλασικοί δίσκοι, αγαπημένοι δίσκοι, αγαπημένοι που είναι κλασικοί, αγαπημένοι που θα ήθελα να είναι κλασικοί, άλλοι που τελικά δεν μ’ άρεσαν ποτέ, απλά τους αγόρασα καθοδηγούμενος από ένα πρέπει. Πότε όμως είναι η τελευταία φορά που έβγαλα για να ακούσω π.χ. το «Unknown pleasures» των Joy Division; Πάνε χρόνια… Και άραγε μου αρέσει ακόμη, με συγκινεί πραγματικά ως ζωντανό έργο τέχνης με αιμάσσουσες παλλόμενες αρτηρίες ή απλά θυμίζει φίλο που έρχεται από τα παλιά, φορτωμένος με χιλιάδες αναμνήσεις; Δεν έχω εύκολη απάντηση. Κατά μία οπτική πάντως υπάρχουν πολλοί δίσκοι που τους έχω ήδη… θάψει. Η δισκοθήκη ως ατομικό μουσείο. «Νεκροταφεία της τέχνης» δεν τα αποκαλούσαν προβοκατόρικα οι φουτουριστές; (πριν καταλήξουν κι αυτοί εκεί).
Στο βασικά άμουσο πατρικό σπίτι υπήρχε κι εκεί μια δισκοθήκη. Μαζί με καλό στερεοφωνικό στο σαλόνι. Και φυσικά δίσκοι, κυρίως μουσικής κλασικής (με την στενή μουσικολογική ερμηνεία του έτσι κι αλλιώς μάλλον αδόκιμου όρου). Γιατί αυτή ήταν γαρ η μουσική η καλή η σωστή, αυτή που αξιολογήθηκε και άντεξε στη διάρκεια του χρόνου. Τι να αντιπαραθέσεις σε ένα τόσο καταλυτικό επιχείρημα; Η κριτική απομένει με στομωμένο σπαθί… Και δικαίως, γιατί η κριτική έχει νόημα μόνο στην εποχή της, στους συγκαιρινούς της απευθύνεται, δεν έχει κανένα λόγο να αναζητήσει δικαίωση στην αιωνιότητα και την διαχρονικότητα. Φρούδα έννοια άλλωστε και αυτή… Τι να σημαίνει άραγε; Και πότε κρίνεται; Σίγουρα όχι στο μικρό περιθώριο ζωής μας πάνω στην φλούδα της Γης. «Τίποτα δεν είναι τυχαίο» υποστηρίζει μια έκφραση του συρμού που θέλει να αναζητήσει αιτιότητα πίσω από το κάθε τι, όμως η ενοχλητική πραγματικότητα την διαψεύδει αφήνοντας τον ρόλο της Τύχης αχαλίνωτο, καθοριστικό, ενίοτε και πέραν της εγγενούς «αξίας», με έναν τρόπο σχεδόν χαοτικό και σίγουρα απρόβλεπτο. Η ιστορία του Μπαχ και της αποδοχής της μουσικής του π.χ. είναι καλό «case study». Ένα καλό δε «άριστον» μέτρο ταπεινότητας θα ήταν να αναρωτηθούμε πόσα τραγούδια και καλλιτέχνες θυμόμαστε από την δεκαετία του ’20 του προηγούμενου αιώνα… Η Λήθη είναι θεά ανελέητη.
Σκέφτομαι ότι στην ουσία του το αφιέρωμα αυτό, πέραν της εξ ορισμού προβοκατόρικης του διάστασης, αναδεικνύει κατά βάθος ως ζήτημα την πρόσληψη του παρελθόντος και των καταλοίπων του μέσα από την φετιχοποίηση και ιεροποίησή τους, την ανύψωση τους σε βάθρο απρόσιτο, «μην αγγίζετε» (όπως γράφουν στα μουσεία), ασχέτως αν κάποια δεν μας αγγίζουν έτσι μουμιοποιημένα και αποστειρωμένα μέσα στα «πρέπει τους», στα αστικά (μικρο- και μεγαλο-) σαλόνια. Όπως είχε γράψει ο Κωστής Παπαγιώργης (ο οποίος κι ο ίδιος κάποτε, διόλου τυχαία στην νεότητα του, δεν είχε διστάσει να τα βάλει ακόμη και με ιερές αγελάδες ανακαλύπτοντας π.χ. κακοτεχνία στον Καβάφη) σε ένα κείμενο του για τον Παπαδιαμάντη Σκιαθίτη: «η κατά καθήκον αποδοχή όλων των διηγημάτων και όλων των μυθιστορημάτων, αυτή που μετατρέπει τον αναγνώστη σε δογματικό παμφάγο και το αισθητήριο του σε άβουλο παρακεντέ». Να το συνεχίσω: σε παθητικό δέκτη προαποφασισμένων αριστουργημάτων και δανεικών θαυμασμών, πιστό δούλο της κατεστημένης αυθεντίας και ασκητή κοινοτοπιών και κενών υπερθετικών διθυράμβων λες και έχουν βγει από generator.
Κατά μία άλλη οπτική το αφιέρωμα θα μπορούσε να είναι το flip side εκείνου στα guilty pleasures. Προς τι όμως οι ενοχές, η απολογητική στάση, ακόμη και η παραδοχή μιας προσωπικής ανεπάρκειας; Τι σχέση έχουν αυτά τα αισθήματα με την ελευθερία και την ανοιχτωσιά της τέχνης; Δεν δικαιούμαστε όλοι δια να… ομιλούμε (κατά τον αλήστου μνήμης Κουτσόγιωργα), με την άποψη και την αποψάρα μας; (και όχι επειδή «δημοκρατία έχουμε») Δεν είναι η δημιουργία μια άσκηση επικοινωνίας, η οποία δεν σημαίνει απαραίτητα και μόνο κατάφαση και αποδοχή αλλά πρωτίστως διαφωνία; Και φυσικά κρίση; Η ζωή η ίδια είναι μια διαρκής κρίση, σε κάθε της επίπεδο, με την via negative να είναι μεν φαινομενικά η πιο εύκολη αλλά συνάμα και η πιο καθοριστική για την ταυτότητά μας (ακόμη και για την επιβίωση μας θα έλεγε ο Χαράρι). Κάπου εδώ στην ταυτοτική λειτουργία της Τέχνης εδράζονται και οι συνήθεις εριστικές αντιδράσεις και αποθεώσεις ένθεν κακείθεν, με φανατισμό εικονομάχων και εικονολατρών σε περίπτωση απαξίωσης ενός έργου, η οποία εκλαμβάνεται ad hominem, σχεδόν ως προσωπική προσβολή, βραχυκύκλωμα στα καλώδια του Εγώ, γιατί… «είμαστε ότι ακούμε». Είμαστε; Προσωπικά πάντως (για να μείνουμε στο… Εγώ) διασκεδάζω αφάνταστα με τέτοιες συγκρούσεις (ως θεατής εννοείται), μάλιστα έχω έως κι ένα μαζοχιστικό ενδιαφέρον να ακούω «θαφτικές» (sic) απόψεις για δίσκους που αγαπώ, μπορεί να είναι και μια άσκηση ότι ο Εαυτός μας δεν είναι πάνω απ’ όλα, μια διαπίστωση ότι υπάρχουν και άλλοι άνθρωποι επί της Γης οι οποίοι τυγχάνει να έχουν μια άλλη άποψη. Που δεν μ’ ενδιαφέρει ()και δεν μπορώ) και να την αλλάξω κιόλας. Θα αναρωτηθεί κανείς τότε γιατί γράφεις για μουσική; Θα απαντούσα …εγωκεντρικά ότι για μένα γράφω κατ’ ουσίαν, τα μέσα μου σκαλίζω. Πέραν «επιχειρημάτων». Τα οποία έτσι κι αλλιώς, ελάχιστη υπόσταση και ισχύ έχουν στην Τέχνη με την στενά ορθολογική σημασία. Όπως λέει και ο πατέρας όλων (ή έστω πολλών) ημών των μουσικογραφιάδων Αργύρης Ζήλος, δεν υπάρχει κανένα επιχείρημα το οποίο να μπορεί να αλλάξει την προσωπική αισθητική αποτίμηση για έναν δίσκο. Περί ορέξεως κολοκυθόπιτα λέει ο λαός (ή να το πούμε λατινικά να αποκτήσει μεγαλύτερο ειδικό βάρος; De gustibus non est disputandum). Και το βασικότερο: κάθε κρίση λέει πολύ περισσότερα για τον κριτή, τα βιώματα του, τις ιδέες και τις εμμονές του παρά για το(ν) κρινόμενο. Είτε μιλάμε για δίσκους, είτε για ανθρώπους είτε για… μπριζόλες.
Θέλω ωστόσο να αποφύγω συνειδητά, όπως ο διάολος το λιβάνι, εκφράσεις τύπου «υπερ(εκ)τιμημένος», ευτελισμένες από την χρήση, παραπέμπουσες σε χρηματιστηριακές κι εμπορικές συναλλαγές (κι ας αντανακλούν ίσως έτσι μια πραγματικότητα) και κατά βάση υπεροπτικές καθώς συνεπάγονται ότι υπάρχει μια κατά βάθος απόλυτη «αξία», βάσει της οποίας μετράμε και …(υπερ ή υπο)τιμολογούμε (ανάλογα με τον «δίκαιο κόσμο» του καθενός, για να αναφερθώ σε μια άλλη συνήθη κουταμάρα ημών των μουσικογραφιάδων).
Το βλέμμα επιστρέφει στην δισκοθήκη, περνάει από τίτλους και ονόματα, άραγε αυτός ο δίσκος να θεωρείται «κλασικός», μήπως αφορά έναν μικρόκοσμο μόνο, είναι όμως λέει «επιδραστικός», δεν ξέρω γιατί αυτό το «αντικειμενικό» επίθετο θεωρείται εξ ορισμού θετικών συμπαραδηλώσεων, υπάρχουν γαρ και οι αρνητικές επιρροές στο «Merriweather...» των Animal Collective στάθηκε το μάτι, αλλά μετά ο συνειρμός με έφερε στον Nick Drake, η επιρροή του οποίου φέρει την ευθύνη για την πανδημία από εσωστρεφείς ατάλαντους κιθαρωδούς που περιφέρουν ως διαπιστευτήριο ποιότητας την μελαγχολία τους. Φταίει ο ίδιος θα μου πείτε, όχι ασφαλώς, αλλά και ο ίδιος δεν διέθετε και καμιά ιδιαίτερα σπουδαία μελωδική φλέβα. Την οποία σίγουρα δεν είχαν και οι My Bloody Valentine, το «Loveless» μου είναι ανυπόφορο (τόσο ώστε να μην θέλω να το δοκιμάσω λάιβ, πόσο μάλλον όταν πιστεύω ότι η ουσία ενός καλλιτέχνη αναδεικνύεται στους δίσκους και όχι επί σκηνής), ωστόσο στην προκειμένη περίπτωση εκτιμώ αρκετούς από τους επιγόνους τους. Συνεχίζοντας, θα προσπεράσω το «London Calling» ευελπιστώντας ότι είναι ο Καραμπεάζης που θα βγάλει τα κάστανα από την φωτιά (ίσως επειδή δεν έχω ακόμη «ορθολογικοποιήσει» τον λόγο για τον οποίο δεν με συνεπαίρνουν γενικά οι Clash, ίσως να είναι η αντρίλα και ένας κάποιος –ενίοτε και μεγαλοαστικός– «κωλοπαιδισμός» που κουβαλάει εγγενώς το πανκ ροκ, ειδικά το αυτοαποκαλούμενο «γνήσιο»), θα αφήσω στην άκρη το «Bitches Brew» του Miles Davis, θα αναρωτηθώ τι γυρεύει εδώ το «Blood Sugar Sex Magik» των Red Hot Chilly Peppers τους οποίους απεχθάνομαι ότι κι αν εκπροσωπούν (τι άραγε;), αλλά και το μοσχοπουλημένο «Play» του Moby, ο δίσκος για τον οποίο θα έπρεπε να έχει επινοηθεί ο όρος Α.Ο.Ε (ήτοι Adult Oriented Electronica).
Κι αν θελήσω να πλησιάσω τα ιερά και τα όσια, θα ξανάπιανα το περιβόητο λευκό άλμπουμ των Beatles. Κάποτε είχα γράψει την παιχνιδιάρικα ιοβόλο και ασεβή ατάκα ότι το μεγαλύτερο του μέρος είναι τόσο ενδιαφέρον όσο και το ...εξώφυλλο του. Ένα υπερφιλόδοξο εγχείρημα μουσικών οι οποίοι είχαν πάψει ουσιαστικά να αλληλεπιδρούν, με μερικά σπουδαία κομμάτια να στοιχίζονται δίπλα σε κάμποσα από τα μετριότερα τραγούδια που έγραψε ποτέ η τετράς η ξακουστή του Λίβερπουλ και σε μάλλον πρωτόλειους πειραματισμούς, οι οποίοι μάλιστα δεν βρήκαν παρά ελάχιστη συνέχεια στο μέλλον. Άραγε σε αυτό το αδιέξοδο να οφείλεται το ιδιαίτερα αξιοσημείωτο γεγονός ότι έκτοτε τα μέλη του συγκροτήματος, ακόμη και ο Paul ο οποίος είχε τα πιο ανοιχτά αυτιά σε «δύσκολα ακούσματα και επιρροές (που έφταναν μέχρι την musique concrete και τον Στοκχάουζεν), αρκέστηκαν στην ύστερη ατομική τους πορεία σε μια μάλλον «συντηρητική» τραγουδοποιία; Τι θα γινόταν αν συνέχιζαν να ενσωματώνουν στην ποπ της κατακτήσεις της μουσικής πρωτοπορίας με τον τρόπο που το είχαν κάνει έως τότε; Απάντηση δεν υπάρχει, μόνο το βαρύ και οριστικό στερεότυπο «με Αν δεν γράφεται η Ιστορία».
Η οποία Ιστορία κατά βάση ελάχιστα επηρεάζεται και απ’ όσα γράφουμε και λέμε οι συγκαιρινοί. Άγνωσται γαρ αι βουλαί της. Οπότε έχει καμία σημασία να αναρωτηθώ γιατί ο «Μεγάλος Ερωτικός» του Μάνου Χατζιδάκι δεν με συγκινεί όσο άλλα έργα του μεγάλου μελωδού; Είναι η επιβεβλημένη αποδοχή, η ‘σώνει και καλά’ μαγεία, οι υπερβολές για αντιστασιακές-αντιχουντικές περγαμηνές που του αποδόθηκαν; (μήπως όμως μπλέκω τώρα το έργο, τον καλλιτέχνη και το κοινό με το …hype της αποδοχής; Και πως όμως να πάρω την χατζάρα και τα διαχωρίσω;) Πάντως μου έχει από χρόνια εντυπωθεί μια ατάκα του The Boy νομίζω, ότι η ελληνική μουσική θα πάει ένα βήμα παραπέρα όταν βρεθεί κάποιος να πει ότι δεν του αρέσει ο Χατζιδάκις. Καταλαβαίνω τι θέλει να πει (ή έτσι νομίζω!)... Ένα πολύ καλό ντοκιμαντέρ της WDR για την μουσική σκηνή του Ντίσελντορφ (το βρίσκετε στο yοutube εδώ) κλείνει με μια αφοριστική ατάκα του προσφάτως συγχωρεμένου Gabi Delgado των D.A.F. «τα παλιά πράγματα ανήκουν είτε στο μουσείο είτε στην χωματερή. και δεν υπάρχει τίποτε ενδιάμεσα. Το παρελθόν θα έπρεπε κατ’ αρχάς να το ξεχνάμε». «Μείνε νέος, κοίτα μόνο μπροστά» ακούγεται σαν χαλί το «Verlier' nicht den Kopf». Άλλο ένα πρέπει, έστω σε διαφορετική γραμματική μορφή, πιο ήπια διατυπωμένo… Πιο άγριο είναι το «σκοτώστε την μάνα σας» του Πωλ Ελυάρ, με φιλοσοφικά χειρουργική ματιά ο Χέγκελ γράφει ότι «τα παιδιά είναι ο θάνατος των γονιών». Είναι κανόνας της ζωής το νέο να προκύπτει σε συνέχεια αλλά και σε αμφισβήτηση και ρήξη (έστω διαλεκτική) με το παρελθόν. Κλασικό και μη. Τώρα τι θα «μείνει» διαχρονικό και τι θα το παρασύρει το ρέμα της λήθης, προσωπικά δεν μ’ ενδιαφέρει καθόλου. Δεν θα είμαι κι εδώ άλλωστε να μπορώ να κομπορρημονήσω «ορίστε, σας τα έλεγα εγώ»… Και το κάθε κλασικό από την μεριά του, δεν είναι κι εξασφαλισμένο εκεί στο βάθρο του, είναι πάντοτε υπό αίρεση, θα κρίνεται και θα ξανακρίνεται σε κάθε εποχή, με τα δικά της μέτρα και σταθμά… Και είναι καλό έτσι…