Εγώ και το (επαρχιακό) δισκάδικο
Έχω μπει σε πολλά δισκάδικα στη ζωή μου. Αλλά έχω μια αδυναμία στα επαρχιακά/συνοικιακά δισκάδικα. Αυτά που δεν υπάρχουν πια, γιατί έχουν κλείσει λόγω της κρίσης. Ή που εκ των πραγμάτων το γύρισαν και άρχισαν να πουλάνε handsfree, καλώδια και λοιπό εξοπλισμό υπολογιστών για να επιβιώσουν. Και έχουν και μερικά cd στην άκρη – ξεχασμένα συνήθως από το 2008-2010 τόσο – μήπως και τα αγοράσει ποτέ κάποιος. Μου θυμίζουν το δισκάδικο του χωριού μου, το οποίο δεν είχε ποτέ όνομα (κι αν είχε, δεν το μάθαμε ποτέ) και μια ζωή το αποκαλούσαμε «Τόλης» από το όνομα του ιδιοκτήτη του.
Άνοιξε όταν πήγαινα πρώτη ή δευτέρα Λυκείου – δε θυμάμαι πια, όσο κι αν στύβω το κεφάλι μου. Εννοείται φυσικά ότι ήταν το talk of the village στο σχολείο και ότι την ημέρα που άνοιξε, όλο το Λύκειο μπούκαρε στο κατάστημα το μεσημέρι μετά το σχολείο – κι εγώ φυσικά εννοείται. Μακρόστενο, μικρό, από τη μια πλευρά τα «ξένα» και από την άλλη τα «ελληνικά». Η αφίσα του «Βασικού Ενστίκτου» και του “Braveheart” στο βάθος, πίσω από το ταμείο. Και ένα ρεπερτόριο όπου όλα να μπερδεύονται γλυκά έως γλυκόξινα: τη Δέσποινα Βανδή και το «Γεια» της που τότε ακουγόταν παντού να τη διαδέχονται οι Savage Garden με το “Break Me Shake Me” (τραγουδάρα και δεν πα’ να λέτε όλοι σας, εγώ το λατρεύω) και στο καπάκι Iron Maiden και “Fear of the Dark”. Ω της τρικυμίας εν κρανίω, ω. Εκείνη τη μέρα αγόρασα το μοναδικό που βρήκα από Cure, το “Galore”, τη συλλογή με τα singles τους από το 1987 έως το 1997. Και θυμάμαι την αρχική κατραπακιά που έφαγα, όταν έβαλα το cd και άκουσα το “Why can’t I be you?”. Γιατί εγώ τους Cure στο μυαλό μου τους είχα ως το απόλυτο σκοτάδι, έχοντας ακούσει μόνο το “The Hanging Garden” και το “A Forest” – μην ξεχνάτε ότι μιλάμε για εποχές όπου στην επαρχία δύσκολα έβρισκες cd και όπου το κατέβασμα από το ίντερνετ ήταν σε πρωτόλεια και πανάκριβη μορφή. Προφανώς και μετά εκτίμησα και λάτρεψα την ποπ ιδιοφυΐα του Robert Smith, αλλά αυτό ήταν σοκ από τα λίγα. Κι έτσι ξεκίνησα να ξεδιαλύνω τις μουσικές μου προτιμήσεις και να φτιάχνω τη δισκοθήκη μου εκεί, στον Τόλη. Εις βάρος της τσέπης μου φυσικά, αλλά αυτό είναι κάτι που όλοι οι μουσικόφιλοι και οι μουσικόφιλες το ξέρουμε από το πρώτο δισκάκι που πιάνουμε στα χέρια μας. Μπορεί να μην αγοράσουμε καινούριο ρούχο για μήνες, αλλά τη νέα δουλειά των Arcade Fire θα την πάρουμε, ο κόσμος να γυρίσει ανάποδα.
Μέσα σε αυτό το δισκάδικο βρήκα διαμαντάκια. Και δη συλλεκτικά. Όσο απίστευτο και αν φαίνεται, ένα μεσημέρι που γύρναγα από το σχολείο, σταμάτησα για να χαζέψω στη βιτρίνα του – όπως έκανα κάθε μεσημέρι, στο δρόμο μου ήταν άλλωστε – και είδα ένα ασημένιο δισκάκι που έγραφε πάνω “Sonic Youth - Silver Session for Jason Knuth”. Επρόκειτο για ένα ep με κιθαριστικό feedback και λίγα διάσπαρτα ντραμς, που οι Sonic Youth το είχανε βγάλει για να δωρίσουν τα έσοδα σε μια τηλεφωνική γραμμή για την πρόληψη της αυτοκτονίας. Έκανε 9.500 δραχμές. Πολλά λεφτά για τότε. Αλλά τότε περνούσα τη φάση «όταν μεγαλώσω, θέλω να γίνω η Kim Gordon» (εντάξει, ακόμα την περνάω, το παραδέχομαι) και ο αδερφός μου έτρεξε και μου το πήρε, προφταίνοντας μάλιστα έναν φίλο του που το είχε ματιάσει και εκείνος.
Σε αυτό το δισκάδικο άφησα πολλά χρήματα. Από εκεί θυμάμαι ότι έχω αγοράσει το “Murder Ballads” του Nick Cave και τα soundtrack του Matrix και του Trainspotting (το πορτοκαλί, το πράσινο το βρήκα όταν ήρθα φοιτήτρια στη Θεσσαλονίκη). Επίσης το δισκάδικο αυτό είχε πλέον περάσει στη φάση όπου δεν κάνουμε επιλογή σε κασέτα, αλλά σε cd. Τα τελευταία Χριστούγεννα κάπου στο παιδικό μου δωμάτιο ξετρύπωσα το “Diabolus in Musica” των Slayer σε πλαστική θήκη με κολλημένο πάνω το εξώφυλλο φωτοτυπημένο σε κίτρινο χαρτί. Είμαι σίγουρη ότι αν ψάξω περισσότερο, θα βρω και άλλα που έχω ξεχάσει την ύπαρξή τους εντελώς. Μετά έφυγα από το χωριό και πήγα Θεσσαλονίκη για σπουδές. Και ανακάλυψα πολλά δισκάδικα, και εκεί και σε άλλες πόλεις και στο εξωτερικό.
Το δισκάδικο του Τόλη υπάρχει ακόμα στο χωριό μου και περνάω από μπροστά του κάθε φορά που θέλω να πάω στο κέντρο του χωριού. Απλά πλέον πουλάει κυρίως handsfree, καλώδια και λοιπό εξοπλισμό υπολογιστών και έχει και κάπου παραδίπλα λίγες ντάνες με cd – «ελληνικά» κατ’ αποκλειστικότητα, από όσο βλέπω στη βιτρίνα του κάθε φορά. Πάντα σταματάω και τη χαζεύω, όταν περνάω από εκεί. Οι αφίσες του «Βασικού Ενστίκτου» και του “Braveheart” είναι ακόμα στη θέση τους. Ο Τόλης έχει μεγαλώσει αρκετά. Το ίδιο κι εγώ, το ίδιο και η δισκοθήκη μου. Όμως η τελευταία ξεκίνησε από εκεί – και αυτό είναι κάτι που δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Και εξ αυτού του λόγου, τούτο το δισκάδικο θα το αγαπώ για πάντα, και θα χαμογελάσω πικρόγλυκα όταν κάποτε –νομοτελειακά – θα κλείσει. Όπως άλλωστε γίνεται με κάθε είδους εναρκτήρια σημεία της ζωής μας – μουσικά και μη.