Έχω όλους τους δίσκους τους
Doing The Unstuck
Η φράση που διάλεξε για να τιτλοφορήσει ο Μπάμπης το πρώτο του βιβλίο δεν ήταν καθόλου τυχαία, πιστέψτε με. Δεν ξέρω βέβαια αν ήταν δάκτυλος του συνειδητού ή του ασυνείδητου η απόφαση, αλλά δεν έχει και μεγάλη σημασία.
Είναι μια φράση που καλύπτει μια ολόκληρη εποχή. Προσωπικά, μεγάλωσα μέσα σ' αυτή, έμαθα να την αγαπώ και άρχισα να ονειρεύομαι και να χτίζω πάνω στα θεμέλια που εκείνη όριζε. Όταν βέβαια τα δεδομένα άλλαξαν χωρίς να με ρωτήσουν -έτσι κάνουν αυτά, είναι γνωστό-, έπρεπε να μάθω να λειτουργώ μέσα στα καινούρια. Ποια είναι αυτή η εποχή; Η εποχή προ διαδικτύου και κατ' επέκταση προ ελεύθερη διακίνησης μουσικής σε αυτό.
Σε ένα άνοιγμα του χωροχρονικού πλάνου, η ηχογραφημένη μουσική αποτελεί ένα μικρότατο κομμάτι της ανάγκης του ανθρώπου να βάζει στη σειρά ήχους και να απολαμβάνει το αποτέλεσμα. Έτσι λοιπόν, μικρό νόημα έχει να συζητάμε ατελείωτα περί βινυλίων, κασεττών, cd, mp3 και ποιος ξέρει τι ακολουθεί αλλά καλύτερα να εστιάζουμε κάθε φορά στο δάσος και όχι στο δέντρο. Τη μουσική δηλαδή καθεαυτή. Επειδή όμως αληθεύει επίσης πως δεν γίνεται δάσος δίχως δέντρα, βουτάμε συχνά-πυκνά σε εκείνες τις λεπτομέρειες που μας καθιστούν μοναδικούς και αποδίδουν ιδιαίτερα νοήματα στη ζωή του καθενός.
Σε ένα χρηματιστήριο αξιών στο οποίο το πρώτο πράμα που έκανες όταν έμπαινες σε ένα σπίτι ήταν να τρέξεις να χαζέψεις τη δισκοθήκη (σπίτι χωρίς δισκοθήκη έμπαινε κατευθείαν σε μαύρη λίστα), όλα κινούνταν γύρω από μουσικές και εξυπηρετούσαν αυτές (ενίοτε με όχι και τόσο ευχάριστα μελλοντικά αποτελέσματα). Το να ξέρεις πότε γνώρισε ο Lou Reed τον John Cale ή αν ο Four Tet ήταν φίλος με τον Caribou, αν ο Matt Elliott έχει κατάθλιψη (καλά αυτό δεν είναι και δύσκολο να το καταλάβεις εδώ που τα λέμε) ή ποιοι ανήκουν στη σκηνή του Canterbury, σε μια άλλη πραγματικότητα, θα απέδιδε στα σίγουρα δυνατούς διδακτορικούς τίτλους σε πολλά music nerds.
Κάμποσες είναι οι μπάντες και οι μουσικοί που έχω όλους τους δίσκους τους και φτάσαμε στη στιγμή που πρέπει να επιλέξω μία. Αν και δεν είναι ούτε η αγαπημένη μου (πλέον), ούτε η πιο σπουδαία, ούτε καν χαίρει της αίγλης του παρελθόντος και παραδέχομαι ότι δεν έχω τα δύο τελευταία άλμπουμ, του 2004 και του 2008, επιλέγω τους Cure γιατί νομίζω πως πάντα αυτοί θα εμφανίζονται στο μυαλό μου όταν έρχεται η ώρα να μιλήσω για μια μπάντα που έχω όλους τους δίσκους της. Δεν ξέρω βέβαια αν η μη αγορά των δύο τελευταίων που προανέφερα ισοσταθμίζεται με κάμποσα singles, live, βιβλία, βιντεοκασέττες κλπ. Όπως και να 'χει ο Ροβέρτος Σμιθ και η μπάντα του, αποτελούν σημαντικό κομμάτι της μουσικοπορείας μου.
Η σχέση μας ξεκίνησε εντελώς ανορθόδοξα μιας και τα δύο πρώτα άλμπουμ των Cure που αγόρασα ήταν live. Το Concert που καλύπτει την πρώτη περίοδο και το διπλό Show που καταπιάνεται κυρίως με τα μετέπειτα. Μάλλον, δίνοντας μια εξήγηση σήμερα, προσπάθησα να πετύχω ένα καλό και περιεκτικό deal ως εισαγωγή, μιας και ποτέ μου δεν χώνεψα τα "Best Of", εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων. Βέβαια στο Paris (επίσης ζωντανά ηχογραφημένο) που απέκτησα αργότερα, την εκτέλεση του Play For Today θα τη ζήλευαν και οι Iron Maiden.
Από την πρώτη στιγμή που το άκουσα έως και σήμερα, η εθιστική μελαγχολία του Faith παραμένει η μεγάλη μου αγάπη. Η επιθετική και σκληρή αποξένωση του Pornography αλλά και η σπιρτάδα του Seventeen Seconds πιθανότατα στέκονται πιο αξιόλογα ως μουσικές καταθέσεις αλλά το αφιέρωμα είναι προσωπικό οπότε Faith και πάλι Faith. Το Disintegration καταλάβαινα γιατί είναι τόσο σπουδαίο αλλά κάπου το έχανα όταν έφτανε σ' εμένα και ποτέ δεν αντιπάθησα την ποπ του Wish, αντιθέτως. Ο πλουραλισμός και η υπέρμετρη φιλοδοξία του Kiss Me, Kiss Me, Kiss Me με έβρισκαν φανατικό υποστηρικτή κι ας είναι άνισο το αποτέλεσμα. Κανένα δόγμα δε με γοήτευσε ποτέ οπότε απολάμβανα την ύπαρξη ενός άλμπουμ που είχε μέσα και το If Only Tonight We Could Sleep και το Why Can't I Be You?. To Wild Moon Swings είχε κάνα δυο αρκετά καλές στιγμές και στο The Top o Robert διαπίστωσε ότι τα ψυχοτρόπα δεν του ταίριαζαν και πολύ. To Head On The Door είναι ένα δείγμα καλής και έξυπνης ποπ, μεγάλος αδελφός του Wish θα έλεγα εγώ. Το Bloodflowers το πήρα την πρώτη μέρα που κυκλοφόρησε (αν θυμάμαι καλά ήταν 14 Φλεβάρη του 2000 για να συμπέσει με Άγιο Βαλεντίνο...μεγάλες στιγμές του μουσικού μάρκετινγκ) και το ντεμπούτο Three Imaginary Boys (που έμοιαζε πολύ με εκείνη την περίεργη έκδοση που άκουγε στο όνομα Boys Don't Cry) είναι το άλμπουμ που ακούω με μεγαλύτερη ευκολία σήμερα. Θέλετε κι ένα ωραίο παράδοξο; Τα δύο πιο αγαπημένα μου τραγούδια των Cure δεν βρίσκονται καν σε άλμπουμ. Είναι το Just One Kiss από το Japanese Whispers και το Charlotte Sometimes.
Κλείνοντας, σκέφτομαι πως αν κάτι μου λείπει από εκείνη την εποχή, που χρονικά δεν είναι και τόσο μακριά αλλά πρακτικά έτη φωτός, είναι η αφοσίωση και το δέσιμο που αποκτούσες με κάθε μπάντα/μουσικό. Εκ των πραγμάτων, ο χρόνος, το κόστος, η περιορισμένη πρόσβαση, σε έκαναν να χτίζεις βαθιές σχέσεις με κάποια γκρουπ και ναι, πιθανότατα να έχανες κάμποσα άλλα καλά ακούσματα, ποιος όμως είπε πως δεν κρύβεται ατελείωτη ομορφιά σε αρκετές ατέλειες; Τι θα πίστευε άραγε ο Σίμος Μπάνσης;
_____