Ελπίζω να χορέψω πριν γεράσω…
Το πήρα απόφαση πως δεν μπορώ να σας γνωρίσω κανέναν απ’ τους πολύ δικούς μου ανθρώπους με τέτοιο κείμενο. Βασικά δεν μπορώ καν να τους συστήσω έτσι. Είναι η πικρή, επώδυνα διαπιστωμένη ανημποριά που ξαφρίστηκε εδώ ελέω ανωτέρας βίας κι αυτό αφού νωρίτερα η βασανιστική σκέψη, γνωστή κακίστρα, μου τυράννησε το μυαλό επί σχεδόν έξι βδομάδες με τα πιο όξινα υλικά που βρήκε. Πού; Στο παρελθόν και μαζί στο παρόν μου.
Μισώ τις νεκρολογίες λοιπόν. … Μισώ το κατόπιν εορτής λιβάνι. … Μισώ τα μνημόσυνα. … Μισώ ολάκερο το μεταθανάτιο τελετουργικό ως είθισται να επιτελείται.
Ωστόσο, θέλω και να μιλήσω. Όχι για το πόσο θυμωμένος νιώθω ως τα τώρα που η πραγματικότητα στα αιφνίδιά της έφερε να καταγραφεί στην θλιβερή στατιστική της πανδημίας κι ο Μπάμπης Αργυρίου. Ούτε για το γεγονός πως ο θάνατός του διαδόθηκε ως συν(επ)ακόλουθο υποκείμενου νοσήματος ενώ εγώ ορκίζομαι ότι τον άφησα ακέραια ζωντανό, δηλαδή με ιδέες, με σχέδια, με σκέψεις, με χιούμορ, με ερωτήματα κι οτιδήποτε άλλο επέχει η ανθρώπινη ενάργεια. Να μιλήσω για άλλα συνεπώς, ή εντέλει απλά να μιλήσω. Και τούτος ο αποδεκτός συμβιβασμός ενεργοποίησε τα δάκτυλα, με την ευχή να μην το μετάνιωνα προτού να βάλω τη μεγάλη τελεία.
Η γνωριμία μου με τον Μπάμπη Αργυρίου μέτρησε πάνω από τριάντα χρόνια. Αν ανατρέξω στην αρχή της, αυτή άτυπα συνέβη όταν του έστειλα χειρόγραφο σημείωμα με μερικούς ελληνικούς δίσκους που δυσκολευόμουν να βρω τότε, πρωτοετής φοιτητής ακόμη. Σήμερα δεν θυμάμαι επακριβώς τι του ζητούσα στη λίστα, είχα όμως σίγουρα τον δίσκο των Μωβ. Αργότερα, μα όχι και πάρα πολύ, κι ενώ κατανοούσα όλο και καλύτερα, πες και βαθύτερα, τα περί Rollin’ Under (συνολικά: το δισκάδικο, το φανζίν, κατόπιν την εταιρεία κι ανά χρονική φάση τους εμπλεκόμενους, πες τους και δράστες εκτός από ιθύνοντες) –το οποίο αποτέλεσε ευδιάκριτη υποκουλτούρα μες στην υποκουλτούρα, για να δανειστώ το σχετικά βολικό πλαίσιο απ’ τη θεωρία συνόλων–, σκέφτηκα αρκετές φορές πώς άραγε να είχε αντιδράσει με το ενδιαφέρον που έδειχνε κάποιος σε βαθμό να ψάχνει να βρει για να αποκτήσει, εγώ ήμουν αυτός εν προκειμένω, ελληνικές εκδοχές του γκλαμ χαρντ ροκ ενώ μόλις που μάθαινε λ.χ. τους Εκτός Ελέγχου. Κατόπιν βρεθήκαμε και δια ζώσης όμως δεν θυμάμαι να μας απασχόλησαν ούτε δευτερόλεπτο οι Μωβ. Σε αντίθεση με τον Greg Sage.
Αν ανατρέξω στο τέλος (της γνωριμίας - πλέον το λέμε τέλος), αυτό συνέβη λίγο πριν τα Χριστούγεννα που τα είπαμε δύο κοντινές φορές τηλεφωνικά, μιλώντας για τη γενική επικαιρότητα (ιός ή γιός;), την ειδική (περί μουσικής, τι ποια ειδική;), σε μία αποστροφή του κατέταξε το όνομα The Waterboys στις γκρουπάρες, κι όπως συνηθίζαμε λέγαμε και δυο-τρεις κουβέντες για το τι περίπου συγγράφει ο καθένας μας τη δεδομένη στιγμή, όπου του ανέφερα πως επί μήνες διάβαζα πράματα για ένα κείμενο που δούλευα πάνω στον αυτοσχεδιασμό, με εκείνον να ανταπαντά περίπου με την φράση «…τζαζ δηλαδή…». Κλείσαμε με το «θα τα ξαναπούμε», αγνοώντας προφανώς κι οι δύο ότι οι μέρες του ενός από μας ήταν να τελειώσουν. Επειδή εσκεμμένα απέφυγα να χρησιμοποιήσω στο γραπτό την λέξη τζαζ, την άφησα να εισέλθει υπονοούμενη μέσω αναφορών μόνον, αποφάσισα να του στείλω μία ντέμο εκδοχή του προς δημοσίευση. Θέτε η ραστώνη των ημερών, η κούραση, οι φωτογραφίες που δεν έβρισκα, σαν πάτησα την αποστολή τα γεγονότα είχαν ήδη πάρει την κάκιστη τροπή. Μέρες μετά το δυσάρεστο, ύστερα από ένα e-mail που πήρα κι ενώ ήδη δεν με απασχολούσε, μπήκα να δω το άρθρο ανεβασμένο στο πόρταλ, και κατάλαβα το πόσο πολύ θα μου λείψει εφεξής το μοναδικό ταλέντο του Αργυρίου στο να κάνει σελιδοποίηση. Δούλευε ορθότατα τις φωτογραφίες (μέγεθος, θέση), όποτε έβρισκε πιο αντιπροσωπευτικές απ’ τις επιλογές μου με άφηνε χαμογελαστό, σκεφτόταν στις παραγράφους επικουρικά, με το μάτι προσηλωμένο στην ροή και στην ανάγνωση, επιμελούταν τη λεπτομέρεια ή το οτιδήποτε λες κι ήταν δημιούργημά του. Ποτέ δεν ξεπληρώσαμε τον χρόνο του που μας δώρισε και τη διάθεση που επέδειχνε. Θα λείψει και σε άλλους, είμαι βέβαιος.
Ελάχιστοι άνθρωποι στην ζωή μου με έχουν εμπνεύσει γύρω από κάτι όσο ο Μπάμπης Αργυρίου όταν με προσκάλεσε στην ιδρυτική συντακτική ομάδα του MiC. Η ζωή μας προχώρησε, παράλληλα προχώρησε και του MiC, με το ώριμο του χρόνου κατανοήσαμε τι μπορούσαμε εμείς και τι το πόρταλ, κι είναι αλήθεια πως προσωπικά δεν ήρθα σε σημείο να χρειαστεί να ξαναδώ το κόνσεπτ όπως τότες στο ξεκίνημα. Μέχρι πριν από λίγα χρόνια που από μια συγκυρία ανθρώπων και καταστάσεων ένιωσα να ξεμένω πλήρως από φαν. Δεν ήταν η πιο δύσκολη στιγμή σχέσεων που είχα περάσει στο σάιτ, όταν ήμουν αρχισυντάκτης είχα σαφώς χειρότερες (όλοι οι αρχισυντάκτες έχουν), ήταν όμως εκείνη κατά την οποία υποχώρησε απόλυτα το βασικό νόημα. Τι έφταιξε, είναι διαφορετική κουβέντα. Η γνώμη του Αργυρίου, να πάρω τον χρόνο μου και δω θα είμαστε, κι όντως ήμασταν, στάθηκε εκ νέου η κρισιμότερη. Είχαμε καταφέρει «να ’χουμε ένα μέρος να βρισκόμαστε», κι είχε δίκιο.
Στην με κάθε τρόπο συνέχεια του MiC βέβαια συμφωνούσαμε ανέκαθεν άπαντες δίχως δεύτερη σκέψη, τώρα ειδικά προέκυψε να ’χουμε κι έναν λόγο πολύ παραπάνω μας, έναν λόγο που μάλλον θα μας σπρώχνει για όσο συνεχίσουμε.
Οι άνθρωποι που συναναστράφηκαν με τον Μπάμπη Αργυρίου τόσο ώστε να τον ψυχολογήσουν καλά, καθότι ο ίδιος ολιγόλογος κι ιδιαίτερα χαρισματικός, θα ξέρουν πως η μαγική στιγμή στις συζητήσεις μαζί του ήταν όταν εκείνο που του έλεγες κατάφερνε να του τραβήξει την προσοχή, κι ακόμη περισσότερο όταν τον ενθουσίαζε. Σε άσχετη ώρα και συζήτηση, θυμάμαι τον μονόλογό μου λες κι ήθελα να ξεγυμνωθώ σαν τον βασιλιά στο παραμύθι, άρχισα να του εξομολογούμε τους συλλογισμούς που ο ένας μετά τον άλλον, όλο και πιο πέρα, με οδήγησαν στο όνομα “MiC Label” για την πρώτη εκπομπή του MiC στα αθηναϊκά ραδιόφωνα, έβγαλαν απ’ τον δίσκο με τις διασκευές για Philicorda του Μίμη Πλέσσα το 2λεπτο σήμα και γέννησαν το μοτό «Ιστορίες για τραγούδια κι ανθρώπους», κι όλα τούτα εντός λίγων ωρών μπορεί και την ίδια μέρα. Μας διακόψανε, άκρως συνηθισμένη εξέλιξη διότι πάντοτε μιλάγαμε ενόσω ήμουν υπό πίεση και στη δουλειά, φταίξιμο δικό μου βασικά, και δεν του συμπλήρωσα αναφέροντάς του τα καθέκαστα για το “Archangel” του Burial που επελέγη για να ανοίξει την πρεμιέρα. Πλέον δεν μπορώ να το κάνω.
Το ωραίο κειμενάκι του που διαδόθηκε συνοδεύοντας την είδηση του θανάτου τού Αργυρίου τον Ιανουάριο, ήταν από ένα από τα πιο πρωτότυπα ομαδικά αφιερώματα που κάναμε ποτέ στο πόρταλ, στην καλύτερη κατ’ εμέ περίοδό του. Υπό μία τραγικότατη, σαρκαστική σκοπιά θα πρέπει να χαιρόμαστε γιατί εντός λίγων προτάσεων έδειχνε και στο πιο άσχετο που πιθανόν το διάβαζε τι πραγματικά ήταν ο Μπάμπης Αργυρίου ο συγγραφέας. Ζήλεψα τα μάλα. (Τι θα γίνει; Απ’ την αρχή ο εγκέφαλος αρνείται τον κωλοαόριστο!).
Πάντως, και τελειώνω τούτο το μαρτύριο, εύχομαι όσο τίποτα άλλο να είχα προλάβει να τον ρωτήσω για ένα και μοναδικό γραπτό του που στριφογυρίζει στο μυαλό μου από τότε που το πρωτοδιάβασα, νομίζω υπήρχε στον Γδούπο. Δεν το επιδίωξα κι εκ των υστέρων το μετανιώνω κάθε που το αναλογίζομαι ύστερα από το θάνατό του. Όταν θα έρθει κι η δική μου ώρα για το άλμα στο κενό, μάλλον τότε το απόλυτο σκοτάδι δεν θα μας επιτρέψει να αναγνωριστούμε. Είπαμε «θα τα ξαναπούμε», το ομολόγησα, αλλά να, κι οι σοβαρότεροι λέμε και καμιά μαλακία κάπου-κάπου ή πέφτουμε οικτρά έξω. “(So) this is permanent…”. Όπου μείναμε, μείναμε. Ευχαριστώ!
* Ο τίτλος είναι η τελευταία φράση απ’ το κείμενο του Αργυρίου που απαγγέλει ο Κωνσταντίνος Λαδόπουλος στο 2ο μέρος του τραγουδιού “D.J.” των Ροδάμα. Βρίσκεται στο πρώτο άλμπουμ του γκρουπ, «Κάτω Από Το Δέρμα», που βγήκε απ’ την Lazy Dog αρχικά σε βινύλιο το μακρινό ’95.