Ένα απογοητευτικό άλμπουμ
The Cure - Kiss me, kiss me, kiss me (1987)
του Αντώνη Ξαγά
Είναι δυνατόν ένα κομμάτι όπως το "A forest" να προκαλέσει ουσιαστικά μια μεγάλη απογοήτευση; Αυτό το κομμάτι, με αυτή τη λυγμική φωνή, με αυτό το μπάσο που σου ξετινάζει το μυαλό; Κι όμως όσο παράδοξο κι αν ακούγεται, έτσι συνέβη. Συνέβη τότε που για πρώτη φορά το άκουσα, βλέποντας το ασπρόμαυρο (λόγω τηλεόρασης ίσως!) videoclip του στο Μουσικόραμα. Τότε που ουσιαστικά άνοιξε μπροστά μου ένας ολόκληρος "καινούργιος, γενναίος κόσμος" του οποίου δεν υποπτευόμουν την ύπαρξη έως τότε. Και ξεκίνησε ένα ταξίδι σ' αυτό τον κόσμο που με έφερε face to face με πολλές σκοτεινές και απροσδόκητες πλευρές της ύπαρξης. Και τότε ποια είναι η απογοήτευση, θα ρωτήσει ο μπερδεμένος αναγνώστης; Η απογοήτευση ήταν ακριβώς αυτή η σύγκριση του "νέου" με αυτό που έως τότε θεωρούσα "νέο". Με έκανε να συνειδητοποιήσω ότι οι Cure δεν ήταν το pop γκρουπάκι, όπως φαινόταν από τον δίσκο "Kiss me, kiss me, kiss me". τον οποίο μόλις είχα ψωνίσει. Ότι οι Cure δεν ήταν το γκρουπάκι που αξίζει να φιγουράρει στα εξώφυλλα περιοδικών-...ταμπού (για μας τα αγοράκια τότε) όπως η Μανίνα και η Κατερίνα! Ότι "Κιουράς" δεν είναι όρος της μόδας, δεν σημαίνει ...eyeliner, λακ στο μαλλί και πούδρα στη φάτσα, αλλά κάτι βαθύτερο και ουσιαστικότερο...
Δυστυχώς το "Kiss me3" (μα είναι τίτλος αυτός για δίσκο Cure;) είναι ο δίσκος των Cure ο οποίος συνοψίζει με ιδανικό θα έλεγα τρόπο, όλα τα παραπάνω αρνητικά! Ήταν ο πιο εμπορικός έως τότε δίσκος των Cure. Κάτι όχι εξ ορισμού αρνητικό, γίνεται όμως όταν η εμπορικότητα επιτυγχάνεται με το βόλεμα και την προσαρμογή στα γούστα του κοινού. Ήταν ένας δίσκος γεμάτος funky χαριτωμενιές, pop τσαλίμια και επίπεδα αδιάφορα κομμάτια που σε άλλες εποχές θα έβλεπαν μόνο την πίσω πλευρά ενός single. Ήταν ο δίσκος που διαφημίστηκε από την εταιρεία τους ως "δίσκος με πάνω από 70 λεπτά μουσικής" (μην ξεχνάμε, ήταν η εποχή που εμφανίστηκε το CD και έσπαγε το φράγμα των 46 λεπτών). Αλλά δυστυχώς "ουκ εν τω πολλώ το ευ"...
Οπότε ας κρατήσουμε το μοναδικό "Just like heaven", και τα "One more time" και "A thousand hours". Έστω, και το "Why can't I be you", αφού θέλοντας και μη, έχει χρωματίσει αναμνήσεις από εκείνα τα χρόνια. Ωστός ίσως για μια άλλη μπάντα αυτός ο δίσκος να θεωρούνταν αριστούργημα. Για τους Cure μιλάμε όμως... Τελικά όλα είναι ζήτημα του που θα τοποθετήσεις τον πήχυ, τι προσδοκίες θα καλλιεργήσεις. Οι Cure με κάτι "Pornography" και κάτι "17 seconds" τον είχαν τοποθετήσει πολύ ψηλά. Στην προσπάθεια τους αυτή όμως, μάλλον ...πέρασαν από κάτω!
Οφείλω πάντως να πω ότι το "Kiss me..." κέρδισε αυτή την όχι και τόσο τιμητική θέση μετά από μάχη με πολλούς ισάξιους ανταγωνιστές! Δεν ξεχνάω λοιπόν πόσο είχα απογοητευτεί από την ..."εξημέρωση" των Neubauten στο "Tabula Rasa", από την στροφή σε ανέμπνευστες ηλεκτρονικές ακροβασίες των Clan of Xymox, από το "άχρουν, άοσμο και άγευστο" (όπως μαθαίναμε στη χημεία!) "You" των Tuxedomoon, από το ..."με λένε David και είμαι καλά" "Barrel of a gun" των Depeche, από την έθνικ "στροφή-φουρκέτα" των Dead Can Dance στο "Spirit chaser" , από το "γίναμε ένα κοινό pop γκρουπάκι" "Republic" των New Order, από το άνευρο και βαρετό "Heaven or Las Vegas" των Cocteau Twins, από το επίπεδο και ...ατάραχο "Μη μου τους κύκλους τάρατε" της Λένας Πλάτωνος, από..., από...
Ο κατάλογος είναι μακρύς! Χαίρομαι όμως που είναι μακρύς. Γιατί το να απογοητευτείς σημαίνει ότι πρώτα έχεις αγαπήσει, ότι έχεις γοητευτεί (απο-γοήτευση). Και εν τέλει πάντα (ή σχεδόν πάντα) δεν συγχωρούμε αυτούς που αγαπάμε ακόμη και στα στραβοπατήματα τους; Γιατί αγαπάμε όχι "για αυτά", αλλά "παρολ' αυτά". Ή έτσι θα έπρεπε τουλάχιστον...
Wipers - Follow Blind (1987)
του Δημήτρη Κάζη
Τρεις απορίες θα πάρω μαζί μου στον τάφο. Η μια από αυτές θα είναι το αν οι Wipers ήταν τόσο φοβεροί όσο πιστεύαμε στα 80s - και στην περίπτωσή μου συνεχίζω να το πιστεύω ακράδαντα μια που συχνά-πυκνά ξαναγυρίζω στους δίσκους τους (από βινύλιο φυσικά) με ιδιαίτερη προτίμηση τελευταία στο (χάσατε όλοι...) 'Is This Real' - ή τους υπερεκτιμήσαμε παρασυρμένοι από την ωμή τους εικόνα, την οδοστρωτήρια underground αύρα του Greg Sage και τα ασύλληπτά τους γκάζια. Είναι μια ερώτηση που δεν μπορώ να απαντήσω αντικειμενικά και σταμάτησα εδώ και χρόνια να το βασανίζω. Απλά ακούω και γουστάρω. Πολύ.
Οι τρεις πρώτοι δίσκοι των Wipers είναι εκπληκτικοί. Δεν μπορώ να φανταστώ alternative δισκοθήκη χωρίς αυτούς. Για όσους έχασαν επεισόδια, κυκλοφορούν σε τριπλό κουτί ($17!!!). O τέταρτος, το 'Land Of The Lost' με το εντυπωσιακό πολύχρωμο εξώφυλλο, ήτανε σαφώς πιο αργός, αλλά η ακατέργαστη ενέργειά τους έβγαινε, υπόγεια και απειλητικά, μια χαρά, και μας έκανε να δεχτούμε την αλλαγή με περιέργεια ανάμικτη με ικανοποίηση. Πόσο άλλωστε πιο οριακά να έπαιζε ο άνθρωπος...
Εκεί όμως την πατήσαμε... Ο πέμπτος ήτανε μια ψυχρολουσία. Η πρώτη κρυάδα ήρθε από το εξώφυλλο. Times; Είναι γραμματοσειρά αυτή για Wipers; Τέλος πάντων, αφού το ξεπέρασα και έβαλα το δίσκο στο πλατώ, με ζώσαμε τα φίδια. Ατμοσφαιρικά (ότι σκατά και να σημαίνει αυτό...) φωνητικά, υποτονικό κλίμα, και, η χαριστική βολή, γυαλισμένη παραγωγή. Γκασπ! Κάτι σόλα στην κιθάρα που θύμιζαν (φτου φτου, μακριά από 'μας...) Knopfler! Και τα τραγούδια, μέτρια για τα στάνταρ τους.
Εκείνη τη νύχτα κάτι έσπασε μέσα μου, και έγινε θρύψαλα την επόμενη χρονιά που βγήκε το 'Circle'. Δεν ασχολήθηκα ξανά με καινούργια δουλειά του Sage. Το καλό είναι ότι τα έσβησα από τη μνήμη μου, και για 'μένα οι Wipers είναι πάντα το φοβερό group του 'Up Front', του 'When It's Over', του 'The Lonely One' και όλων των εκπληκτικών τραγουδιών του τέλους των 70s και της αρχής των 80s. Και δε με νοιάζει καθόλου αν τους έχω υπερεκτιμήσει. Ο έρωτας είναι τυφλός!
The Walkabouts - Setting The Woods On Fire (1994)
του Πάνου Πανότα
Υπήρξε μια περίοδος όπου σύσσωμος ο fanzines κόσμος είχαμε πάθει με τους The Walkabouts. Μόλις σήμερα συνειδητοποιώ το πόσο βραχύχρονη ήταν εντέλει, ούτε καν πενταετία, αλλά τότε μας κρατούσε ομήρους η αίσθηση ενός real time ονείρου. Από μια πόλη, το Seattle, με το grunge και το 'Smells Like Teen Spirit' να μεσουρανεί, αλλά και σε ένα label που έγραφε μια άλλου είδους ιστορία, όπως αυτό της Sub Pop, ο Chris Eckman και η Carla Torgerson προσωποποιούσαν τη διαρκή ανάγκη μας για μια εναλλακτική φωνή αντίλογου. Στην αλληλογραφία μου μαζί τους είχα αισθανθεί ανθρώπους μεγαλόψυχους και φιλικούς, στοιχεία που χρειαζόμουν να εντοπίζω στους άλλους. Κάθε δίσκος τους ήταν ο καλύτερος τους μέχρι τον επόμενο, ένα σερί που άρχισε με το 'See Beautiful Rattlesnake Gardens' του 1988 και κατέληξε στο μεγαλειώδες 'New West Motel' του 1993, ένα από τα πιο μεστά σύνολα των δεκαεπτά τραγουδιών που αξίζει να θυμάται και να αναζητεί κανείς από την ελίτ της κληρονομιάς των nineties.
Και τα ζήσαμε έντονα τα nineties, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία πια. Με την αδρεναλίνη στο κατακόρυφο, λοιπόν, πήραμε σειρά για το νέο στούντιο δίσκο τους, με τον Ed Brooks ξανά ως παραγωγό. Ένα χρόνο μετά το 'New West Motel'. Τι μπορεί να συμβεί σε ένα χρόνο; Πολλά, είναι η απάντηση. Και στην περίπτωση, όλα όσα σε κάνουν να καταλαβαίνεις για άλλη μια φορά πως οι ήρωες και οι μύθοι πρωτίστως ανήκουν εκεί όπου δημιουργούνται, στη φαντασία. Οι μουσικοί είναι πλασμένοι από σάρκα και οστά, η έμπνευσή τους δεν είναι ανεξάντλητη, έχουν και δεύτερα τραγούδια και έρχεται μια στιγμή που και αυτά γίνονται κυκλοφορημένα, δίπλα στα πολύ μεγάλα και αγαπημένα. Το 'Setting The Woods On Fire' μας ξύπνησε από τον λήθαργο ενός ιδιόμορφα φετιχιστικού trip και επαλήθευσε την ακράδαντη ιστορική αλήθεια ότι στη μουσική δεν θα υπάρξουν ποτέ αλάνθαστοι.
Για τους The Walkabouts αυτή ήταν η πρώτη φορά που η καμπύλη της πορείας τους έπαιρνε την κατιούσα. Με τη σημερινή γνώση των δέκα χρόνων που μεσολάβησαν, αυτή η μπάντα έμελλε να μη μας συγκινήσει ποτέ ξανά με εκείνο το φανατικό τρόπο των πρώτων χρόνων και ουσιαστικά έκτοτε η σχέση μας δεν θα ήταν ποτέ η ίδια. Ούτε και στην αναλαμπή, όπως αποδείχτηκε, του 'Devil's Road' που ακολούθησε σχεδόν δύο χρόνια μετά.
Echo and the Bunnymen - Porcupine (1983)
του Βασίλη Παυλίδη
Kαλέ μου φίλε Mπάμπη
Σε έχω τσιμπήσει δυο φορές σε γραπτά σου να αναρωτιέσαι γιατί οι Echo and the Bunnymen, μια από τις πιο αγαπημένες μας μπάντες όλων των εποχών, χαρακτηρίστηκε ψυχεδελική, επιθετικός προσδιορισμός που την συνόδευε από διάφορους γραφιάδες για αρκετά χρόνια. Ήρθε το πλήρωμα του χρόνου να σου λύσω την απορία. Ένας από τους πρώτους δημοσιογράφους που έγραψε γι' αυτούς επηρεάστηκε από το "μπουρμπουλιθρόφωνο" που χρησιμοποιούσαν στα πρώτα τους βήματα, όργανο που είχαν και οι 13th Floor Elevators για να παράγουν το κλασικό "μπουρμπουλ μπουρμπουλ μπουρμπουλ μπουρμπουλ" ήχο τους. Για του λόγου το αληθές, ξανάκουσε το μοναδικό απίθανο συγκλονιστικό πρωτόλειο κομμάτι τους 'Simple Stuff'. O χαρακτηρισμός του δημοσιογράφου κόλλησε σαν ρετσινιά στην μπάντα και την ακολούθησε σαν πιστό σκυλί!
Tο τρίτο άλμπουμ τους 'Porcupine' αποτελεί μια αψυχολόγητη κίνηση, μια σκιά στην καριέρα τους. Φαντάζει εξωπραγματικό, από την στιγμή μάλιστα που παρεμβάλλεται ανάμεσα στα αριστουργήματα 'Heaven Up Here' και 'Ocean Rain'. Tο βλαχοντίσκο 'The Cutter', το κλαμπ χιτ 'Back of Love' και τα μετριότητα 'My White Devil', 'Heads Will Roll', 'Higher Hell' δεν μπορούν να συγκριθούν ούτε με το νυχάκι των δεκάδων κορυφαίων συνθέσεων της μπάντας.
Γιατί συνέβη κάτι τέτοιο κανείς δεν γνωρίζει. Υπερβολική σιγουριά; Eπανάπαυση; Yιοθέτηση σκοτεινού ρόλου που δεν ταίριαζε στην μπάντα; Ποιος ξέρει... έχουν περάσει και 20 χρόνια από τότε. Tο καλό είναι ότι το 'Porcupine' δεν χαρακτήρισε την πορεία τους και πολύ σύντομα επανέκαμψαν με το 'Ocean Rain'. Προσωπικά τους έχω συγχωρήσει. Eσύ;
Nick Cave and the Bad Seeds - No More Shall We Part (2001)
του Χρήστου Αναγνώστου
Το πρώτο λάθος συγχωρείται, το δεύτερο ποτέ. Αρχές Φεβρουάριου 2001 σε ένα μήνα βγαίνει ο νέος δίσκος. Άντε επιτέλους κάτι καινούριο του γιατί το 'The Boatman's Call' ήταν πολύ αργό, εσωτερικό ή όπως αλλιώς λέγεται η 'πατάτα' όταν λατρεύεις κάποιον και του συγχωρείς τα πάντα. Είχα λάβει μέρος στον διαγωνισμό για το Πάρτυ προώθησης, άκουγα τα αποσπάσματα on-line και διάβαζα τους στίχους από το επίσημο site. Περίμενα την επιστροφή στις παλιές καλές στιγμές, δεν ζήταγα απαραίτητα κάποια εξέλιξη.
Δεν θα σας πω ψέματα, το cd αυτό δεν το αγόρασα ποτέ, το είχα στα χέρια μου μια εβδομάδα πριν βγει στα δισκοπωλεία στην Αγγλία, δηλαδή 15 μέρες πριν κυκλοφορήσει Ελλάδα. Ήθελα να γράψω και το review πρώτος αλλά τελικά τίποτα από αυτά δεν έγινε. Ακροάσεις; Τουλάχιστον πενήντα. Τι μου έχει μείνει; Το 'Fifteen Feet of Pure White Snow' ένα κομμάτι από έναν ολόκληρο δίσκο που δεν το αρνούμαι, προσπάθησα να μου αρέσει, το ήθελα με όλη μου την ψυχή. Αλλά δεν, όταν το φαί δεν είναι σωστά μαγειρεμένο και τα καλύτερα υλικά να έχει και τον πιο βιρτουόζο σεφ να βάλεις να το μαγειρέψει, πάλι δεν θα τρώγεται. Τέτοια ήττα έχω φάει άλλη μια φορά μόνο με το 'Αmorica' των Black Crowes και η ειρωνεία είναι ότι τότε ο Cave είχε βγάλει τον δίσκο της χρονιάς.
Υ.Γ: Όπως καταλάβατε δεν υπήρξα ποτέ ένθερμος οπαδός των Metallica.
Verve - Urban hymns (1997)
του Τάσου Πατώκου
Σε εκείνο το ερημονήσι που όλοι θα πήγαιναν έχοντας επιλέξει τους δέκα αγαπημένους τους δίσκους, εγώ θα μπορούσα να τη βγάλω και μόνο με έναν: το "A Storm In Heaven" των Verve. Toν άκουσα στην ηλικία των 18 με 19 και παραμένει ακόμα και σήμερα, σχεδόν 10 χρόνια μετά, η πιο συναρπαστική μουσική που έχει συνταράξει το προσωπικό μου σύμπαν.
Το δισκάδικο "Trust" της οδού Ακαδημίας δεν υπάρχει πια, αλλά αν οι υπάλληλοί του βρίσκονται ακόμα πού και πού για να μιλήσουν για τα παλιά, ίσως να θυμούνται τον πιο ενοχλητικό πελάτη τους - έναν εικοσάρη που το καλοκαίρι του 1995 έμπαινε κάθε μέρα στο μαγαζί και ρωτούσε αν είχε βγει το "Α Northern Soul" των The Verve. Tελικά, κάποια στιγμή το "A Northern Soul" βγήκε και η ακρόαση ήταν σκέτη ιεροτελεστία. Το album ήταν καλό (αλλά όχι πολύ καλό), έβγαλε τρία επιτυχημένα singles και μετά οι The Verve διαλύθηκαν. Αν και σε ένα βαθμό αναμενόμενη, η είδηση ήταν καταθλιπτική: δε θα υπήρχε πια η πιθανότητα η παρέα του "A Storm In Heaven" να βρεθεί στις ίδιες διαθέσεις και να ηχογραφήσει κάτι εξίσου αριστουργηματικό.
Κι όμως, δύο χρόνια μετά, οι The Verve επανασυνδέονται θεαματικά και κατακτούν τον κόσμο μέσα σε μια νύχτα, επισκιάζοντας ακόμα και τους τότε κραταιούς Oasis. Δεν ξέρω γιατί περίμενα το album που θα έβγαζαν να είχε την ίδια ψυχεδελική μαγεία με το "A Storm In Heaven" - η αλήθεια είναι ότι στο βάθος ήξερα πως o δίσκος θα ήταν γεμάτος πιασάρικες μελωδίες βασισμένες στην αναθεματισμένη brit-pop, αλλά μάλλον περνούσα μια φάση άρνησης. Τη μέρα κυκλοφορίας του "Urban Hymns" πάντως βρέθηκα πρωί πρωί στο Metropolis. Το αγόρασα και πήγα κατευθείαν σπίτι. Δεν μπήκα καν στον κόπο να δω αν είχε βγει τίποτα άλλο ενδιαφέρον: δεν θα μπορούσα να αφιερώσω χρόνο σε άλλα cds ενώ θα είχα να ακούσω ένα νέο album των Verve!
Προφανώς οι χειρότεροι φόβοι μου επαληθεύτηκαν και οι κρυφές ελπίδες για έναν σπουδαίο δίσκο εξανεμίστηκαν κάπου μεταξύ του τρίτου και του τέταρτου τραγουδιού. Από όλη τη δωδεκάδα μπορώ μόνο να κρατήσω το "Neon Wilderness", το μόνο στο οποίο συμμετέχει συνθετικά ο κιθαρίστας Nick McCabe, ο άνθρωπος που είναι ουσιαστικά υπεύθυνος για τις μεγαλοφυείς πρώτες ηχογραφήσεις του group. Όχι πως το "Urban Hymns" δεν είχε μερικά συμπαθητικά τραγούδια: το "Bitter Sweet Symphony" έγινε δικαίως το anthem της χρονιάς, και τα "Lucky Man", "Sonnet" και "The Drugs Don't Work" ήταν μια χαρά κομμάτια, αλλά πολύ απλά, δεν ήταν Verve.
Kαι όταν ξαναδιαλύθηκαν, η είδηση ήταν ξαφνική, αλλά αυτή τη φορά με γέμισε ανακούφιση. Σίγουρος πια πως το "A Storm In Heaven" θα έμενε αναντικατάστατο, προτιμούσα τους ήρωες των μετα-εφηβικών μου χρόνων να περάσουν στην ανυπαρξία, από το να βγάζουν μέτριους δίσκους που θα μπορούσαν μονάχα να τονίζουν την αντίθεση με το θρυλικό παρελθόν τους.
Happy Mondays - Yes Please! (1992)
του Ιάκωβου "Rude Boy" Κομνηνού
MANCHESTER ΏΡΑ ΜΗΔΕΝ!
Ο Σεπτέμβρης του 1992 με βρήκε να εργάζομαι σε δισκοπωλείο το πρωί και σε bar το βράδυ.
Ήταν η περίοδος που κυκλοφόρησε το 'Yes please!', τέταρτος και τελευταίος δίσκος των αξέχαστων Happy Mondays. Είχε προηγηθεί η κυκλοφορία του single, προπομπού του δίσκου 'Stinkin thinkin', που έτυχε πολύ χλιαρής υποδοχής, τόσο από τους κριτικούς, όσο και από τους fans του γκρουπ.
Κοιτάζοντας με μια δεύτερη ματιά το υπάρχον υλικό που κοσμεί τον συγκεκριμένο δίσκο διαπιστώνουμε ότι μεγάλο μερίδιο ευθύνης αναλογεί στους δύο πρώην Talking Heads & Tom Tom Club, αυτούς τους "τρελούς" παραγωγούς, τον Chris Frantz και την Tina Weymouth!
Ο ήχος παραείναι καθαρός για Mondays η φωνή του Shaun πολύ λιτή χωρίς, πέρα από ένα reverb, την παρουσία κανενός άλλου εφέ!! Έχοντας ακούσει τις προηγούμενες δουλειές των Mondays αλλά και τις μετέπειτα με τους Black Grape γνωρίζουμε πολύ καλά πόσο αρέσκεται ο Shaun να πειραματίζεται με την ηχοληψία των φωνητικών του. Τα ατελείωτα vocoder δεν υπάρχουν ούτε για δείγμα εδώ όπως υπήρχαν στο μεθυστικότατο 'Rave on' του παρελθόντος, τα ψυχεδελικότατα παιχνιδίσματα με το phazer του 'Dennis & Lois' έχουν δώσει τη σκυτάλη στο φτωχότατο background μετατρέποντας την πιο μάγκικη φιγούρα, μετά τον Mark E Smith βεβαίως βεβαίως, σε έναν καγκουροφωνακλά ροκά. Chris, Tina, this is The Happy Mondays, not The Red Hot Chili Peppers!!!
Το ίδιο μοτίβο ακολουθούν και στην ηχοληψία και της μουσικής των Mondays. Όλα τα κομμάτια είναι παραφορτωμένα με πολλά γλυκανάλατα κρουστά που ταιριάζουν περισσότερο σε μια ελιτίστικη session μπάντα της acid jazz παρά σε μια βρώμικη πειραματική ψυχεδελίζουσα ποπ μπάντα. Έχουν βγάλει όλα τα πρίμα από το μπάσο του Paul, αδελφού Ryder, που ακούγεται τόσο ευνουχισμένο και φλώρικο λες και παίζει σε κάποιο δίσκο της Sade. Και είναι δύο φορές κρίμα διότι η συμπαραγωγός του δίσκου Tina μας είχε χαρίσει φοβερές πανκο-φανκιές τόσο με τους Talking Heads όσο και με τους Tom Tom Club!!
Το μεγάλο πλήγμα όμως έρχεται από την χροιά που έχουν επιλέξει στα τύμπανα του Gary. Eίναι λες και δεν έχει αγγίξει ο ντράμερ καθόλου την ντραμς και αντ' αυτού έχει προγραμματίσει ένα φτηνό ρυθμοκούτι για να του κάνει τη δουλειά. Αρνούμαι να πιστέψω πως ένας ντράμερ με εντελώς άναρχο παίξιμο καθ' όλη την μουσική διαδρομή των Happy Mondays αποφάσισε σε αυτήν την ηχογράφηση να χαϊδέψει απλά τα τύμπανα αφήνοντας όλη την τρέλα του απ' έξω. Υπενθυμίζω ότι ο άλλος συμπαραγωγός του δίσκου Chris Frantz υπήρξε ο αναντικατάστατος ντράμερ των Talking Heads.
Μέσα σε όλα τα άλλα τραβάνε πάρα πολύ τα τραγούδια υποβαθμίζοντας την εξυπνάδα του κάθε ριφ xωρίς να προσθέτουν σε αυτά το παραμικρό, η μίξη είναι ανύπαρκτη (που είσαι ρε Paul Oakenfold?), μεταμορφώνοντας έτσι, έξυπνες ιδέες σε βαρετά extended tracks.
Oι στίχοι του δίσκου είναι εκπληκτικοί όπως πάντα, tribute στο τρίπτυχο "sex & drugs & rock & roll". Ειδικότερα το 'Cut 'em loose Bruce' είναι ένα lounge track που δυστυχώς έπρεπε να γραφτεί 12 χρόνια μετά για να αξιολογηθεί όπως του έπρεπε. Tι να πει κανείς για το 'Angel', το άσμα που σε οδηγεί κατευθείαν στην νυχτερινή διαδρομή κάθε intelligent clubber!
Υπάρχουν και εδώ τα κλασικά singles στο γνώριμο μεθυστικό ύφος των Mondays, o λόγος για τα 'Stinkin thinkin' και 'Sunshine & love' που αν τα ηχογραφούσαν με τους Οakenfold και Οsborne θα είχαν τρομερή ηχητική υπόσταση! Επίσηs δεν πρέπει να ξεχνάμε το αέρινο instrumental του δίσκου το 'Νeto', ένα μουσικό θέμα που μπορεί άνετα να κοσμεί το playlist κάθε lounge beach bar!!!
Τα υπόλοιπα σας είναι γνωστά και από το ντοκιμαντέρ του Γουϊντερμπότομ, ότι δηλαδή ο Shaun, αν και ευφυία, ήταν ανήμπορος να αντιδράσει στην ηχογράφηση ώστε να σώσει την άθλια κατάσταση που είχαν δημιουργήσει οι δύο κηφήνες της κονσόλας Τina & Chris, χάρη στη υπερκατανάλωση του άφθονου κρακ που υπήρχε στα νησιά Barbados, και ότι η εμπορική αποτυχία και τα υπέρογκα ποσά που δαπανήθηκαν για την ολοκλήρωση του 'Yes please!' καθώς και η ολιγωρία των New Order να κυκλοφορήσουν το follow up του 'Τechnique', οδήγησαν σε χρεοκοπία την εταιρία Factory και την προσωρινή συγχώνευσή της με την London rec.
Tuxedomoon - You (1987)
του Γιάννη Παπαϊωάννου
Η απογοητευτική δουλειά ενός group με το οποίο δημιουργήσαμε κάποια ιδιαίτερη σχέση μοιάζει με την αντίστοιχη συμπεριφορά ενός κοντινού προσώπου: θα συμβεί νομοτελειακά, επομένως πρόκειται μάλλον για την αποδοχή του αναπόφευκτου και, μολονότι υπάρχει αστείρευτο δυναμικό για απογοητεύσεις, τις ξέρουμε από πριν και τις περιμένουμε οπότε δεν προκαλούν καμία έκπληξη. Σε κάποια μακρινή εποχή όμως οι Tuxedomoon είχαν αιχμαλωτίσει την φαντασία μου με τις μουσικές που δημιουργούσαν, όπου έβαζαν τα σκοτεινά αλλά άμεσα συναισθήματά τους στο επίκεντρο πρωτοποριακών κομψοτεχνημάτων, δίνοντας σαν γνήσια και επάξια τέκνα των Residents ζωή σε δημιουργίες που διαφορετικά θα απέμεναν ψυχρές και απόμακρες σαν άδειο κέλυφος.
Περνώντας τα χρόνια διάνυσαν κι αυτοί την πορεία τους, άλλαξαν μερικές φορές σύνθεση και, ήρθε η ώρα για το 'You', τότε δηλαδή που εξαντλήθηκαν όλα κι απέμεινε μόνο το περιτύλιγμα. Δημιούργημα ουσιαστικά μόνο του Steven Brown (ο Reininger είχε ήδη αποχωρήσει), κινούνταν στα ίδια χαμηλά επίπεδα με τις προσωπικές δουλειές του την ίδια εποχή, για τις οποίες φαίνεται ότι κρατούσε και τις καλύτερες -με μικρή διαφορά- συνθέσεις. Μεταμοντέρνες ασκήσεις ύφους χωρίς περιεχόμενο ή συναίσθημα, ανόητοι στίχοι (ποτέ δεν φημίζονταν για την στιχουργική τους βέβαια), απρόσωπη δουλειά όπου δεν ξεχωρίζει ούτε διασώζεται τίποτε. Μοναδικά απομεινάρια κάποια περάσματα σαξόφωνου, η ερμηνεία του Brown που στο μεταξύ από σαρκαστική είχε περιπέσει στον αρτίστικο διανοουμενισμό και το φιλότιμο μπάσο του Principle να προσπαθεί μάταια να δώσει δομή και υπόσταση στο κενό. Neverending Story ή επανάληψη της γνωστής ιστορίας, από μουσικούς όμως τέτοιου διαμετρήματος περιμένουμε αυτοεπίγνωση και αξιοπρέπεια. Στα πιο τρυφερά λοιπόν και ρομαντικά εκείνα χρόνια, ο δίσκος αυτός μου προκάλεσε λύπη περισσότερο από απογοήτευση, σαν την απώλεια ενός καλού φίλου. Τον παραμέρισα φυσικά πολύ γρήγορα, αρνήθηκα όμως ν' ασχοληθώ με οτιδήποτε άλλο έκαναν μετέπειτα και τον ανέσυρα μόνο για το αφιέρωμα αυτό, από έλλειψη καλύτερης ιδέας για τους λόγους που ανέφερα στην αρχή.
Gang of Four - Hard (1983)
του Μπάμπη Αργυρίου
Οι περισσότεροι σ'αυτό το αφιέρωμα γράφουν για δίσκους που η κυκλοφορία τους συνέπεσε με τα άγουρα χρόνια τους, τότε που αφελώς πίστευαν ότι τα αγαπημένα γκρουπ θα συνεχίσουν να τους συγκινούν με κάθε νέα τους κυκλοφορία. Δεν αποτελώ εξαίρεση.
Ο τρίτος δίσκος των Gang of Four 'Songs of the free' είναι μάλλον ο τρίτος συνεχόμενος δίσκος που άκουσα από γκρουπ χωρίς να απογοητευτώ καθόλου. Και οι τρεις ήταν άλματα μεταξύ του 8.70 και 8.90. 'Ι love a man in uniform', 'We live as we dream alone', 'I will be a good boy', 'It is not enough'... Δεν τα χόρταινα. Ο ήχος είχε αλλάξει λίγο αλλά η φλόγα έκαιγε το ίδιο δυνατά.
Είναι δύσκολη στιγμή όταν αποφασίζεις να ξεπουληθείς. Αλλά είναι πιο δύσκολη αν ξεπουληθείς και κανείς δεν αγοράζει.
To πρώτο single του 'Hard', το 'Is it love' κυκλοφόρησε σε επτάλεπτο extended dance mix με instrumental mix στη δεύτερη πλευρά. Χρειάζεται να πω περισσότερα;
Δεν ξέρω τι οδήγησε αυτό το πολιτικοποιημένο συγκρότημα που γέμιζε μεγάλα θέατρα, να ξεπουληθεί, να το γυρίσει σε ένα σοφιστικέ ντίσκο για να μπει στα club. Αν ήταν αποτυχημένο, θα το καταλάβαινα, θα ήταν πράξη απελπισίας. Όμως υπήρχε ένα σημαντικό κοινό που τους ακολουθούσε, κοινό που θα μπορούσε με τα χρόνια να διευρυνθεί περισσότερο. Αν η παρακμή ερχόταν ομαλά, όπως συμβαίνει με τους περισσότερους, πιθανόν να τους παρατούσα στην πορεία αλλά θα τους έδινα ελαφρυντικά. Κανείς δεν είναι ανεξάντλητος. Το 'Hard' όμως ήταν μελετημένη κίνηση, υπήρχε πονηρό κίνητρο, άλλαζε το target group τους κι εγώ, σαν απατημένος εραστής, ένοιωσα προδομένος. Μου τους ξελόγιασε ένα κοινό πιο άσχημο από μένα, το κοινό των Village People.
Νίκος Κυπουργός - Οξυγόνο (2003)
του Κώστα Καρδερίνη
Θυμάστε εκείνες τις 'ωραίες εποχές' που οι μεγάλοι λαϊκοί συνθέτες έγραφαν μουσική κατά παραγγελία για κάποια ταινία; Τότε που έπρεπε οι στίχοι να έχουν σχέση με την υπόθεση; Ή το κεντρικό άσμα να έχει σχέση και με τον τίτλο της ταινίας; Ο φιγουρατζής, ο φαφλατάς, ο αχόρταγος, η ψιψίνα, η κόμισσα της Κέρκυρας ή της φάμπρικας, η καφετζού, η δοσατζού, η καλντεριμιτζού, ο μπήξος, ο δείξος, η απαυτή και δε συμμαζεύεται. Έ, ουδεμία σχέσις!
Τώρα πια οι τίτλοι είναι άυλοι, αφηρημένοι, αέρας κοπανιστός. Οργασμός, safe sex, εφάπαξ, στάκαμαν, σώσε με, e-mail, στίγμα, μεταίχμιο, ισημερία, νοκ άουτ, οξυγόνο. Τέλος εποχής στα σίγουρα. Έγιναν όμως και οι μουσικές το ίδιο άυλες κι αέρινες; Όχι απαραίτητα. Κι αν τότε οι συνθέτες έγραφαν ότι έγραφαν με πλήρη επίγνωση της ελαφρότητας του εγχειρήματος και χωρίς να πολυσκοτίζονται ιδιαίτερα, σήμερα έχουν αναγάγει την κινηματογραφική και αρκετά γραφική μουσική τους σε αφάν γκατέ της τέχνης τους. Ανεξαρτήτως περιεχομένου; Συχνά δεν έχει και τόση σημασία αυτή η λεπτομέρεια.
Ο Νίκος Κυπουργός έκανε μια καλή πορεία στη νέα ελληνική μουσική ώστε να δικαιούται να εξαιρείται από το σωρό. Ξεκίνησε δειλά με τα "Δυο φεγγάρια τον Αύγουστο" [1978] και τον "Εξόριστο στην κεντρική λεωφόρο" [1979] του Κώστα Φέρρη. Μετά εντρύφησε στο θέατρο [Γυάλινος Κόσμος, Σαλώμη, Έξι Πρόσωπα Ζητούν Συγγραφέα, Ρωμαίος και Ιουλιέτα, Σωσμένος, Ηλέκτρα, Άμλετ, Η Πεντάμορφη και το Τέρας κ.α]. Δέκα χρόνια πέρασαν μέχρι την επόμενη επένδυσή του στη μεγάλη οθόνη αλλά άξιζε να περιμένουμε. Το ντοκιμαντέρ Rom [1989] του Μενέλαου Καραμαγγιώλη τάραξε πολλά λιμνάζοντα ύδατα και του απέφερε το πρώτο του κρατικό βραβείο μουσικής.
Το σινεμά το υπηρέτησε με πολύ μεγάλη συνέπεια και τιμήθηκε ουκ ολίγες φορές με ανώτατες διακρίσεις από το Φεστιβάλ Κινηματογράφου και την πολιτεία. Είτε μιλάμε για δραματοποιημένες ταινίες τεκμηρίωσης [Aenigma est (1990), Meri amen (1995), Ηράκλειο - Κνωσός - Καζαντζάκης, Είδαν τα Μάτια μας Γιορτές (2000), Σεφέρης - Ημερολόγια καταστρώματος (2003)] είτε για μικρού και μεσαίου μήκους [Ανεξίτηλα χρώματα (1991), Αμερικάνος (1993), Μακιγιάζ (1994), Ένας λαμπερός ήλιος (1999), Nuestra Seniora de los Perros (2000)] είτε για μυθοπλασίες μεγάλου μήκους [Ο Δραπέτης (1991), Δονούσα, Πεθαμένο Λικέρ (1992), Η Αριάδνη Μένει στη Λέρο, Απ' το Χιόνι (1993), Μεταίχμιο, Terra Incognita, Ύποπτος Πολίτης (1994), Με μια Κραυγή (1995), Τρεις Εποχές (1996), Black Out (1997), Το Καναρινί Ποδήλατο (1999) κ.α].
Το ίδιο ήθος κατάφερε να επιδείξει και στην αδηφάγα τηλεόραση [Μπλακ Άουτ, Οι Φρουροί της Αχαϊας, Πεθαμένο Λικέρ, Αγία Τετράς, Ψάθινα Καπέλα] και στη διεθνή αγορά [Passeurs de Reves (2000) , Amor en Concreto (2003)]. Ως γνήσιο πνευματικό τέκνο του Μάνου Χατζιδάκι ακολούθησε τα βήματά του, από την εποχή του "Εδώ Λιλιπούπολη" (1980) και του "Memed, γεράκι μου" (1984) μέχρι τον "Σείριο", την Ορχήστρα των Χρωμάτων, την "Ελεύθερη Κατάδυση" [1995] και "Τα μυστικά του κήπου" [2001]. Τελευταία πολύ καλή δουλειά του που ανακαλώ στην μνήμη μου, ήταν η μουσική για τους "Ακροβάτες του κήπου" [2001] του Χρήστου Δήμα.
Αυτά ως εισαγωγή και περνάω στο προκείμενο. Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Κυπουργός δέχτηκε να γράψει μουσική για μια ταινία μέτρια ή και χειρότερη. Πιστεύω ότι ο "Ύποπτος πολίτης" κατέχει το απόλυτο ρεκόρ και δύσκολα θα ξαναγίνει τόσο αμετροεπής και ανασούμπαλη δουλειά με τόσο τραγελαφικούς αναχρονισμούς. [Ο Τάκης Παπαγιαννίδης προσπάθησε να τον συναγωνιστεί με το απερίγραπτο "Μυστικό του Νοέμβρη" αλλά δεν τα κατάφερε]. Σε κάθε τέτοια περίπτωση όμως, η μουσική επένδυση κατάφερνε να σταθεί στο ύψος της παρά την κατρακύλα της εικόνας, αυξάνοντας μάλιστα και την όποια προστιθέμενη αξία του αποτελέσματος.
Εδώ όμως έχουμε κάτι το εντελώς παράδοξο. Φαίνεται πως η 'ελαφράδα' και η 'σοβαροφάνεια' του θέματος και του δίδυμου Ρέππα-Παπαθανασίου επηρέασαν καταλυτικά και τις προθέσεις του συνθέτη. Ούτε η πολλαπλασιαστική-γεωμετρική ούτε και η προσθετική-αριθμητική μέθοδος κατάφεραν να αποδώσουν καρπούς αντάξιους του μεγέθους του. Η αισθητική του σάουντρακ είναι οξυζενέ και ταιριάζει απόλυτα με τον διεθνή τίτλο του φιλμικού προϊόντος.
Οι χαρακτηρισμοί που μούρχονται κατά νου είναι βαρύτατοι: μιμητισμός, πιθηκισμός, λαϊκισμός, στραβισμός. Πολυτίποτα, πολλαπλάσιο του μηδέν. Λέτε νάναι αρπαχτή; Αρμεχτή; Κονομισιά; Safe cash series; Λέτε να δούμε κι άλλα επεισόδια, ήτοι κάτι που να λέγεται "Όζον" ή "Βαρύ Ύδωρ" επί παραδείγματι; Να μια ωραία ιδέα για τριλογία με πρώτο μέρος το "Οξυγόνο".
Όλα τα θέματα είναι εύκολες παραλλαγές πάνω στο ίδιο μοτίβο. Μια ιδέα δηλαδή που γίνεται τσίχλα από καουτσούκ αντί να γίνει αφορμή για δημιουργία, όπως έκανε έξοχα η Καραϊνδρου στην "Τιμή της αγάπης". Προσπάθησα να κρατήσω κάποιες σημειώσεις δίνοντας ακόμη μια ευκαιρία στο σιντί αυτό. Δύσκολη δουλειά η δουλειά του κριτικού που πρέπει να γράφει για όλα, απομονώνοντας και εκθειάζοντας - ει δυνατόν - μόνο τα καλά στοιχεία του έργου. Πάρτε μια γεύση:
01 Γλυκανάλατο ξεκίνημα. Ανάξιο συνθέτη και ερμηνεύτριας. Για την ταινία είναι ταμάμ.
02 Η Γυφτοπούλα της ΥΕΝΕΔ κι ο πατριός της να βαράει με λύσσα το αμόνι. Εκείνο το μουσικό θέμα ήταν καλύτερο.
03 Ereyam όπως λέμε Rene Aubry, όπως λέμε Χατζιδάκις. Πιασάρικο και κολλητικό στη μνήμη.
04 Λαϊκορεμπέτικος λαδόξυδος Λιδάκης. Δε μετράει μία.
05+06 Νάιμαν και πυροτεχνήματα.
07 Τυπική τυπικότατη Μάνου, μπλιαχ.
08 και 13 ενορχήστρωση των Γύρω-Γύρω, ρημίξ ελληνιστί. There's not a problem that I can't fix 'cause I can do it in the mix. Into the mix. Κι ακούγεται από πίσω το καζανάκι.
09 Η μονοτονία της σιωπής.
10 Λιδάκης στο φλίπσάιντ δικέ μου. Αφασία όζουσα.
12 Πιοβάνι και Ρότα και Μαντσίνι μαζί με Χιώτη στα κρουστά. Όχι δε μ' άρεσε!
15-16 Νάιμαν έξοδος και Τελευταίος Αυτοκράτορας Σακαμότο. Καραϊνδρου αντίο για πάντα!
Μιμείται ακόμη και την αισθητική ενορχήστρωσης του λησμονημένου "Νοκ Άουτ" του Παύλου Τάσιου. Έτσι μού 'ρχεται να τραγουδήσω κι εγώ με την αγριοφωνάρα μου. Είμαι νοκάουτ σε μισώ, έχω κι εγώ αισθήματα. Είμαι νοκάουτ κράτα με ν' αντέξω τα χτυπήματα. Νοκ άουτ.
U2 - Joshua tree (1987)
Του Γιώργου Κοτσώνη
Απογοητεύσεις... Γεμάτη η ζωή απ' αυτές. Τις βρίσκεις παντού, απ' το απίστευτο κυκλοφοριακό της πόλης μας μέχρι κάτι απίθανους που 'γράφουν' στο board του mic... Μιλώντας καθαρά για μουσική, ό,τι ακολουθεί είναι περιγραφές στιγμών που ένιωσα ν'αδειάζω μπουκάλες. Πολλές μπουκάλες. Από μουρουνέλαιο.
MΙΑ ΠΡΩΤΗ ΘΕΣΗ. Είν' όμορφο να γνωρίσεις μια κοπέλα που να σε τραβήξει και να σε συγκινήσει πραγματικά. Σταδιακά νιώθεις ότι η αρχική έλξη απ' το χαριτωμένο μουτράκι μεταποιείται σε κάτι πολύ πιο πλήρες όταν υπάρξει ψυχική επαφή. Χάνεσαι μαζί της σε βόλτες στην παραλία, μιλάτε, επικοινωνείτε, προχωράτε χέρι χέρι. Μοιράζεστε κάτι δύσκολο ν' αποδοθεί με λόγια. Είναι ένα βίωμα που λαδώνει αδιάκοπα όλα τα γρανάζια του εσώκοσμου. Ξαφνικά η κοπέλα χάνεται. Θέλοντας και μη, κρατάς μέσα σου όλες τις στιγμές σας, τις αναπολείς και περιμένεις.
Κάποια στιγμή την ξαναβλέπεις. Κοιτάς από κοντά, νιώθεις δισταγμό. Το πρόσωπο μοιάζει, κάτι όμως έχει αλλάξει. Τo άρωμά της βαρύ, το ντύσιμό της τονίζει προκλητικά συγκεκριμένα σημεία του σώματός της. Την ακούς. Η φωνή που λίγα χρόνια πριν σ' έκανε να ονειροπολείς ακούγεται πολύ διαφορετική, σχεδόν χοντροκομμένα προκλητική. Την κοιτάς. Ξανά και ξανά. Κι αρχίζεις να συνειδητοποιείς. Το παλιό χτυποκάρδι παρέδωσε τη θέση του σε μια υποτυπώδη στύση. Σε καλεί δίπλα της. Η σκέψη και μόνο να κυλιστείς μαζί της σου προκαλεί απέραντη αηδία. Η επιλογή ειν' αυτονόητη. Παίρνεις το ψυχικό μαχαίρι και το μπήγεις στο σημείο της καρδιάς που κάποτε της ανήκε. Τέλος.
Είν' όμορφο να γνωρίσεις μια μπάντα που να σε τραβήξει και να σε συγκινήσει πραγματικά. Σταδιακά νιώθεις ότι η αρχική προσοχή στη θέα ενός video-clip όπου βλέπεις τέσσερα ιρλανδέζικα παληκάρια να σε πείθουν χωρίς δεύτερη κουβέντα γι' αυτά που τραγουδάνε μετατρέπεται σε κάτι πολύ πιο πλήρες όταν υπάρξει ψυχική επαφή. Χάνεσαι μες τα τραγούδια και τους στίχους, νιώθεις να επικοινωνείτε, ανταποδίδεις με μια απέραντη κι άδολη αγάπη για όσα σου προσφέρει η μπάντα κι είναι σα να προχωράτε χέρι χέρι. Βιώνεις κάτι δύσκολο ν' αποδοθεί με λόγια.
Αντίθετα, αυτό που ένιωσα όταν 3 χρόνια μετά το 'Unforgettable fire', ξαφνικά μπάντα γνωστή ως τότε με τ' όνομα 'U2' επανήλθε με το '..tree', δεν είναι καθόλου δύσκολο ν' αποδοθεί με λόγια. 'Εστω και μέσα από σχήματα λόγου.
ΚΑΙ ΜΙΑ ΠΑΡΕΝ-ΘΕΣΗ (μ' όλο το σεβασμό στο σεβαστό αρχισυντάκτη, μου ήταν ιδιαίτερα δύσκολο ν' αποφύγω αναφορά και στα ακόλουθα προιόντα πλούσια σε άμυλο..)
The Cure - Kiss me.. κλπ Απ' τον τίτλο και μόνο φαίνονται σχεδόν όλα. Ό,τι απεχθές ξεκίνησε η ξεφωνημένη (μ' όλη τη σημασία της λέξης..) pop του 'love cats' (μπλιαχ..) εδώ φτάνει σε κρεσέντο αυνανιστικής κατάστασης. Μπορεί κάποιες κοπελιές να εκστασιάζονται με τα θηλυπρεπή κραγιονάκια του Ροβέρτου, άλλοι μπορεί να πουν ότι τα παιδιά κάναν απλά ένα (χαζο)χαρούμενο διάλειμμα. Τι να γίνει, υπάρχουν κι αυτοί για τους οποίους δεν υπάρχει καμιά γιατρειά στην αρρωστημένη αγάπη τους για το 'Pornography'. Tην (επιτρέψτε μας), πέρα από κάθε αμφισβήτηση, εποχή των πραγματικών Cure.
The Cult - Electric. Nα'τα μας.. Προδόθηκαν, λέει, τα παληκάρια απ' το post-punk κι είπαν να το γυρίσουν λίγο στο σκληρό. Κι έτσι το μαλλάκι μάκρυνε, οι μακριές πουκαμίσες και οι μπότες του ιππικού κάναν την εμφάνιση τους κι η θεματολογία παράτησε πανηγυρικά τη 'Βροχή' και τον 'Οδοιπόρο των πνευμάτων' και καταπιάστηκε με τη 'Γυναίκα φωτιά' και τη 'Μηχανή ερωτικής απομάκρυνσης' (τι να εννοεί ο ποιητής..). Μιλάμε για αχαλίνωτο ερωτισμό κι ατελείωτο αντριλίκι, 'θα σε ξεσκ.... Μωρή και θα σε δέρνω από πάνω' με τα γνωστά σόλα κιθάρα-προέκταση-φαλλού και το εξίσου γνωστό παγωτογλύψιμο (για να μην πούμε τίποτ' άλλο..)στο μικρόφωνο απ' τον ζόρικο frontman. Ωραία, και; Που το περίεργο, θα μπορούσε ν' αναρωτηθεί κάποιος. Ο οποίος προφανώς δε θα γνώριζε τον πρώην κιθαρίστα των Theatre of Hate, ούτε τον ινδιάνο των (Southern) Death Cult. Tον τωρινό, δηλαδή, φτωχό και κακόμοιρο Door του 21ου αιώνα. Ήμαρτον..
Dead Can Dance - Into the labyrinth. Το γκρεμοτσάκισμα του οχήματος στην έθνικ στροφή. Ή μ' άλλα λόγια, μέχρι το 'Serpent's egg', άντε με πολύ επιείκεια μέχρι το 'Aion', οι D.C.D., εκτός από βιρτουόζοι εκτελεστές, διέθεταν και έργο συναρπαστικό, με αίσθημα τέτοιο που η ζέση της καρδιάς ήταν γλυκά αναπόφευκτη. Τα δυo τελευταία τους, ωστόσο, έργα (αυτό και το ακόμα πιο αδιάφορο 'Spiritchaser' που οδήγησε και στη διάλυσή τους) μου φέρνουν στο μυαλό ένα τύπο με κουλτουρέ μουσάκι που απολαμβάνει αυτούς τους υπέροχους έθνικ ήχους πίνοντας ρούμι και μιλώντας για κβαντικές θεωρίες στην υπέροχη (και με ψιλοαξύριστες γάμπες) θηλυκή ύπαρξη που τον ακούει εκστασιασμένη (κι όλα αυτά σε καναπέ από δέρμα τίγρης, το έθνικ στοιχείο γαρ..)