Eurovision (λέμε τώρα…) Song Contest
Μια υποθετικά σκισμένη σελίδα από το ημερολόγιο που προ αμνημονεύτων ετών έχω πάψει να κρατώ…
Πιστεύω ακράδαντα ότι, κατά κανόνα, οι προσωπικές εμπειρίες και αναμνήσεις πρέπει να βρίσκουν την ενδεχομένως ενδιαφέρουσα για κάποιον τρίτο θέση τους σε ένα μπλογκ και όχι σε κάποιον ιστότοπο. Ακόμα και αν σχετίζονται με την τέχνη στην οποία αυτός αναφέρεται. Και, ναι, τα έχουν γράψει πολλοί πριν από εμένα, αλλά το γεγονός ότι (στη δική μας περίπτωση) ακόμα και μια δισκοκριτική ή ένα άρθρο αντικατοπτρίζει (εν μέρει στην καλύτερη περίπτωση) τις παραστάσεις, τις επιρροές και μάλλον αναπόφευκτα την προσωπικότητα του γράφοντα, αυτό δε σημαίνει ότι δίνει αβίαστα την απαιτούμενη «ποιητική άδεια» για αυτοαναφορές. Όταν όμως δοθεί Αρχισυντακτική άδεια, θέλω να πιστεύω ότι μια τέτοια εκτροπή είναι συγχωρητέα. Αυτήν ακριβώς επικαλούμαι κι εγώ, για να σας μεταφέρω εν συντομία μια ανάμνηση της εποχής που αν έλεγες τη φράση Eurovision Song Contest, ο συνομιλητής σου θα μόρφαζε από την στιγμιαία αδυναμία να κατανοήσει τα λεγόμενα, σα να του έλεγες «Έκλεισα εισιτήριο με φέρι μπόουτ». Πιθανώς ξέρετε κι εσείς πότε: στις λίγο μακρινές μέρες που όλοι αντιλαμβάνονταν πλήρως τι εννοούσες, μόνο όταν έλεγες απλά και μόνο τη λέξη Eurovision.
Αναρωτήθηκα στ’ αλήθεια τι να απέμεινε από τότε και μπόρεσα να σκεφτώ δύο πράγματα. Το ένα είναι το χούι που επαναλαμβάνεται με αξιοπερίεργη συνέπεια μέχρι σήμερα, δηλαδή να παίζω ανά τακτά διαστήματα αυθεντικά ‘70s disco σετ (με πιο πρόσφατο αυτό της 10ης Φεβρουαρίου). Το άλλο είναι μια (από τις -ευτυχώς- πάρα πολλές) ανεξίτηλη στο πέρασμα του χρόνου ανάμνηση, γεμάτη από γέλιο, χαρά και… ύστερη γαλήνη. Γι’ αυτό το δεύτερο επέλεξα να γράψω στις σειρές που ακολουθούν.
Οι παραδόσεις δε χτίζονται σε μια μέρα. Γι’ αυτό κι εμείς χτίζαμε επί πολύ καιρό γερά τα θεμέλια, διοργανώνοντας disco parties (αρχικά σε σπίτια και στη συνέχεια σε μπαρ - κλαμπ) όσο πιο αυθεντικά μπορούσαμε και μάλιστα αυστηρά εκτός αποκριάς. Γιατί το τονίζω αυτό; Μα, διότι δεν επιτρεπόταν η είσοδος σε όποιον δεν ήταν ντυμένος κατά τα πρότυπα της δεκαετίας του ’70, με μόνη ανοχή στη μη υποχρεωτικότητα της (συνήθως άφρο) περούκας. Πιο συγκεκριμένα, το πιο σταθερό και καθιερωμένο by public demand τέτοιο πάρτυ ήταν αυτό που ακολουθούσε το διαγωνισμό της Eurovision. Ας δούμε τώρα, όσο πιο σύντομα και διακριτικά γίνεται, ποιοι ήταν οι βασικοί υποστηρικτές αυτού του public demand, χωρίς να «εκθέσουμε» κανένα εμπλεκόμενο πρόσωπο.
Η λέξη «τύχη» είναι πολύ μικρή για να εκφράσει αυτό που θέλω να πω, οπότε χρησιμοποιώ τη μάλλον παρεξηγημένη λέξη «ευλογία». Ανέκαθεν είχα την ευλογία να έχω φίλους αρκετά άτομα που είχαν χαρισματικό χιούμορ και πάρα πολλά με ανεπτυγμένη την αίσθησή του. Ως -αναπόδραστα- ισχυρές προσωπικότητες (το είπα όσο πιο κόσμια μπορούσα, αλλά εσείς που αναφέρομαι ξέρετε ότι σας αγαπώ) κυρίως οι χαρισματικοί αυτοί τύποι, αλλά και όλοι οι υπέροχοι άλλοι, αποτελούσαν το μικρό μας public και εξέφραζαν τα demands τους. Ο Τζαχ (με «χ» και όχι με «κ», κατά κόσμον Θανάσης), ο Τζέρρυ (Γιάννης, με τρομακτική ομοιότητα στον Jerry Lewis - ακόμα δακρύζουμε με τη φράση που του είπε ο πατέρας του στα εικοστά πρώτα γενέθλιά του: «Ρε συ Γιάννη, μοιάζεις με έναν ξένο ηθοποιό, να δεις πώς τον λένε, πώς τον λένε…»), ο θυμόσοφος Γριάς, ο Σπύρος ο antibacter, ο Αντώνης ο Elvis (who had never left the building), o “I Feel Good” Μάνος, ο ΑνΔρέας, αλλά και τα υπέροχα κορίτσια μας, η classy Σάννυ, το ποζέρι Μιμή, η Πολίνα, οι αυτοαναφλεγόμενες για χορό Τίνα και Εύη, η τρελάρα Κική, η Μαρία που οι φήμες ήθελαν να φορά ακόμα και στον ύπνο τις μαύρες πολύ μυτερές γόβες που σκότωναν κατσαρίδα στη γωνία, η Δέσποινα και τα πολλά άλλα περιστασιακά άτομα που εντάσσονταν στην παρέα με ένα μόνο κριτήριο -άντε, δύο-: την αγάπη για τη μουσική και το μίσος για κάθε είδους μιζέρια. By public demand, λοιπόν, μετά τη Eurovision είχε σταθερά disco πάρτυ. Το ξεκαθαρίσαμε αυτό. Οπότε, ας μιλήσουμε λίγο για το τι προηγούνταν.
Διάλεξα μια τέτοια βραδιά, που τη θεωρώ αρκετά αντιπροσωπευτική. Μήνας Μάιος, σε ένα ρετιρέ της λεωφόρου Νίκης, η πολυπληθής παρέα στριμώχτηκε από νωρίς για να παρακολουθήσει το διαγωνισμό, με τον κάπως ασυνήθιστο τρόπο που επέλεγε να το κάνει. Η προσμονή ήταν πραγματικά μεγάλη και όλοι ανεξαιρέτως βλέπαμε την αναμετάδοση μέχρι το τέλος της. Αυτό ήταν κανόνας απαράβατος. Μόνο που στο μυαλό μας υπήρχε κολλημένο ένα post-it με μια μονάχα λέξη: «αναδόμηση». Κι έτσι, βλέπαμε την οθόνη με όση αυτοσυγκέντρωση μας επέτρεπαν τα διάφορα αλλοπρόσαλλα και συχνά ακατάπαυστα σχόλια, αλλά παράλληλα μετείχαμε ενεργά στα τεκταινόμενα. Με άλλα λόγια, η διαδραστικότητα ζούσε το απόγειό της, πριν καν μας συστηθεί ως τέτοια!
Η προετοιμασία ξεκινούσε περίπου μια εβδομάδα νωρίτερα. Υπήρχε μια -δεδομένη, όπως αποδείχτηκε στο πέρασμα των χρόνων- οργανωτική επιτροπή, η οποία είχε επιφορτιστεί με την ευθύνη της ομαλής διεξαγωγής του διαγωνισμού. Όχι του επίσημου φυσικά, αλλά του παράλληλου δικού μας. Ο αυθεντικός διαγωνισμός αφορούσε τα τραγούδια, αλλά ο δικός μας είχε να κάνει με διάφορες άλλες -συνήθως απίθανες- προς αξιολόγηση κατηγορίες, που προκαθορίζονταν από την οργανωτική επιτροπή και κοινοποιούνταν σε όλα τα μέλη λίγο πριν «πέσει» το χαρακτηριστικό μουσικό σήμα έναρξης στην οθόνη. Κι αυτό διότι, όπως καλά είχαμε διδαχτεί, η έκπληξη είναι η μητέρα της διασκέδασης. Και η καλή οργάνωση η μεγαλύτερη αδερφή της. Οι επίπονες και κυριολεκτικά πνιγμένες στα δάκρυα (χαρούμενης παράνοιας) πολύωρες και πολυήμερες συνεδριάσεις της επιτροπής λάμβαναν χώρα στον παρακείμενο ιερό χώρο του Bel Air της οδού Βογατσικού. Τα συνεδριάζοντα μέλη, κατά το ορθάδικο πρότυπο της εποχής που πρόσφατα είχε διαμορφωθεί, απαγορευόταν αυστηρά να καθίσουν, σε αντίθεση με τους ξενέρωτους που σύχναζαν ελάχιστα μέτρα πιο ‘κει, με αποκλειστικό αντικείμενο να καθορίσουν τις κατηγορίες προς ψήφιση.
Είπαμε ότι ο κανόνας ήταν ένας και απλός: ποτέ δεν ψηφίζουμε το καλύτερο τραγούδι. Αυτό το έκαναν οι άλλοι. Υπήρχαν άλλωστε μέσα στα ίδια ακριβώς δρώμενα τόσα, μα τόσα πολλά προς αξιολόγηση, που ήταν κρίμα να αραχνιάζουν στο υπόγειο. Ήταν κάτι σα να βλέπαμε μια ταινία και να ασχολούμαστε με το τι θα μπορούσε να συμβεί αν τιναζόταν στον αέρα το σενάριο. Πώς το είπε κάποιος; Η ευτυχία κρύβεται στις λεπτομέρειες; Έτσι ακριβώς, φίλε μου. Έτσι ακριβώς. Οπότε, τι ψηφίζαμε; Ο,τιδήποτε, είναι η απάντηση. Αρχικά, ασχοληθήκαμε με πιο συγκεκριμένες και εύκολα αντιληπτές έννοιες, όπως «η καλύτερη μύτη» (εδώ έγινε ιστορικός χαμός), «το πιο εξωτικό δέρμα» (θυμάμαι πως το πήρε με μία ψήφο παραπάνω, ύστερα από δωροδοκία του Γριά με δύο ούζο - λεμονάδα η Viktor Lazlo, με της οποίας το “Sweet Soft & Lazy” είχε κόλλημα ο Μάνος, αν και, ως παρουσιάστρια, δε μετείχε καν στο διαγωνισμό), «το καλύτερο παπούτσι» κλπ. Σύντομα όμως προχωρήσαμε σε πιο αφηρημένες έννοιες του στυλ «ο οπωροπώλης της γειτονιάς», «ο τρικυκλάς σωφέρ», «ο σπανακοσπιτάκης», «η πιο αισθησιακή μασχάλη» και μερικές άλλες κατηγορίες όπως «μόκα», «καφές», «Flaco Jiménez forever» ή «Princess Tinymeat», που είχαν αποκτήσει μια εντελώς διαφορετική της αληθινής σημασία στην καθομιλουμένη της παρέας μας.
Αφού οριστικοποιούνταν οι κατηγορίες, φτιάχνονταν με μεγάλη επιμέλεια τα ψηφοδέλτια σε μιλιμετρέ χαρτί, ενώ ένα μέλος αναλάμβανε να εξηγήσει στους υπόλοιπους τον ορθό τρόπο βαθμολογίας, μένοντας πάντα πιστοί στο “ντουζ πουά”. Η διαδικασία ψηφοφορίας ήταν πάντοτε απόλυτα προσαρμοσμένη στα φανερά και στα κρυφά δεδομένα του διαγωνισμού, κάτι που σήμαινε ότι ο ορισμένος υπεύθυνος για τον εντοπισμό των άκυρων ψηφοδελτίων, μπορούσε κατά την κρίση του να κάνει τα στραβά μάτια, όπου έκρινε σκόπιμο. Επίσης, ήταν αυτονόητο ότι οι προσπάθειες επιρροής των ψηφοφόρων με παρεμβαλλόμενα λογύδρια κρίνονταν συχνά απολύτως επιβεβλημένες, ενώ συχνά γίνονταν άτυπες δημοπρασίες για τα ανταλλάγματα που πρόσφεραν οι δεδηλωμένες αντιμαχόμενες πλευρές.
Η στιγμή της ανακοίνωσης των τελικών αποτελεσμάτων πάντοτε μας έβρισκε με βραχνάδα και πονοκέφαλο από τα γέλια. Έτσι κι εκείνη τη βραδιά, που ενόσω έπεφταν οι τίτλοι τέλους με υπόκρουση το “Hold Me Now”, τα παιδιά έβγαιναν στο μπαλκόνι για να εισπνεύσουν την αναζωογονητική νύχτα που μόλις άρχιζε μπροστά στα μάτια μας, εκεί ψηλά με θέα το Θερμαϊκό.
Εγώ ήδη είχα έτοιμο τον πρώτο δίσκο, με τη βελόνα σταματημένη αμέσως πριν το “Once upon a time / Science opened up the door…”, περιμένοντας να μιξάρω την τελευταία νότα που θα ακουγόταν από την τηλεόραση με το εισαγωγικό τραγούδι ενός ακόμα disco πάρτυ.