Exit Music, Enter What?
Αυτό το αφιέρωμα είτε έπρεπε να έχει γραφεί πριν 20 χρόνια, είτε πρέπει να επαναλαμβάνεται κάθε 10 χρόνια, αλλά υπό τον όρο να περιορίζονται οι αναφορές του στην τελευταία 20ετία.
Και τούτο διότι παρά τα όσα απελπιστικά έδειχναν να μας περιμένουν στη γωνία κάποτε, όταν ακόμη οι ιερές αγελάδες, τα τοτέμ και τα μνημεία στο ροκ, ήταν περισσότερα από τα μνημόσυνα (ίσως αξίζει όντως τελικά να γραφεί και ένα αφιέρωμα συνεπώς για το πόσες φορές και πώς έχει πεθάνει το ροκ από τότε που γεννήθηκε μέχρι σήμερα), στην πορεία ξημέρωσαν οι μέρες εκείνες που η αποκαθήλωση όχι μόνο των Pink Floyd και των Led Zeppelin, αλλά ακόμη και των Velvet Underground ή/και των Smiths, είναι περισσότερο κλισέ, παρά ταμπού.
Για ικανούς λύτες της ιστορικής αλήθειας, το παραπάνω δεν είναι παράδοξο. Ο θρύλος από ένα σημείο και μετά λειτουργεί αντίστροφα και η αναπαραγωγή του όσο τον διαιωνίζει, τόσο τον φθίνει.
Ως πιστός της πραγματολογικής και ιστορικής τεκμηρίωσης, θα αναφέρω το παράδειγμα του οχτάχρονου γιου μου ο οποίος όταν πρόσφατα άκουσε τον χαρακτηρισμό «ο Μαραντόνα της μαγειρικής», πέραν του προφανούς της μαλακίας, στάθηκε στο ότι «δεν είναι και τόσο καλό να το λένε αυτό, γιατί ο Μαραντόνα έβαλε εκείνο το γκολ με το χέρι, και δεν είναι και τόσο σπουδαίος τελικά, εγώ δεν θα έτρωγα από αυτό τον μάγειρα». Να σημειώσω ότι και εγώ δεν θα έτρωγα από τον μάγειρα αυτό επίσης.
Ο κόσμος βέβαια της μουσικής δεν εξαντλείται στο rock και την pop, παρότι θα έπρεπε, και παρότι αυτό κάποτε συνέβη για όλους μας (και αν δεν συνέβη, θα έπρεπε να έχει συμβεί, καθώς έγκυρες έρευνες έχουν αποδείξει ότι το να σε κακοποιούν έστω και ψυχικά οι γονείς σου, είναι απλώς κοινωνικά πιο οδυνηρό από το να ακούς John Coltrane ή Edgar Varese στην προ - εφηβεία σου).
Τώρα λοιπόν που όλοι μας γερνάμε σοφότεροι ακούγοντας την jazz (μην τα ξαναλέμε και εδώ, τα ξανά-μανά-είπαμε και αλλού), είμαστε υποχρεωμένοι να παρατηρήσουμε ότι είναι πράγματι από δύσκολο και απίθανο, ως εξαρχής λάθος το να επιχειρήσει κάποιος να αποδομήσει τα ‘ιερά τέρατα’ του είδους.
Μια πρόχειρη εξήγηση θα ήταν το ότι ακόμη και οι ‘εσωτερικές επαναστάσεις’ στον ήχο και την αισθητική της jazz δεν έχουν εκ των πραγμάτων την ανάγκη του να σπάσουν έστω και ψευδεπίγραφα το νήμα με την προτεραία κατάσταση.
Μια πιο πειστική το ότι το μουσικό εκτόπισμα του Miles Davis είναι αναμφίβολα πιο στιβαρό από αυτό του Neil Young και του Bob Dylan, ειδικά αν σκεφτεί κανείς ότι η φράση «στη μουσική δεν υπάρχει παρθενογένεση», τα βρίσκει σκούρα με περιπτώσεις όχι μόνο όπως του Miles, αλλά και του Ornette Coleman και αρκετών άλλων του είδους (ίσως και των Coil των δύο MTPITD, ποιος ξέρει).
Ας τα αφήσουμε όμως αυτά, διότι έτσι πως πάμε θα πιάνουμε την συζήτηση γύρω από την jazz και τα προβλήματα της ακόμη και στον ύπνο μας. Εν προκειμένω και τούτων δοθέντων, προσπάθησα ειλικρινά να ακολουθήσω τον παραπάνω υποτιθέμενο κανόνα και να περιορίσω τους αφορισμούς μου στην αμέσως προηγούμενη εικοσαετία, αλλά αμέσως προσέκρουσε η σκέψη στο ότι τα χρήματα και ο χρόνος που έχασα σε σχέση με τα ‘Kid A’ και ‘Amnesiac’ είναι ήδη υπερβολική απώλεια για την ζωή ενός και μόνου ανθρώπου, συνεπώς καλό θα είναι να φτάσουμε λίγο πιο πίσω, στην πηγή του κακού δηλαδή (όχι για να ξαναπιούμε νερό ασφαλώς).
Αυτό που θέλω να σημειώσω είναι ότι η ιστορία της ‘αποκαθήλωσης’, του ‘θαψίματος’, τέλος πάντων ακόμη και της αποκήρυξης ενός δίσκου, ο οποίος από την άλλη πλευρά γνωρίζουμε όλοι πολύ καλά ότι θα παραμείνει ως σπουδαίος και κυρίως μάλλον δεν θα χάσει το όποιο εκτόπισμα του, ακόμη και μετά από αυτήν, όσο μελετημένη και επιτυχημένη και να είναι, δεν θεωρώ ότι πρέπει να αντιμετωπίζεται είτε ελαφρά, είτε εν είδη αστείου και αβανταδόρικου εξοπλισμού ασθενών επιχειρημάτων (το έχω κάνει και ξέρω, για αυτό μιλάω, θα το κάνω και αμέσως παρακάτω για όσους έχουν υπομονή).
Και αυτό όχι (και λόγω) επειδή δήθεν θα πρέπει να είμαστε προσεχτικοί και διαβασμένοι στις προσεγγίσεις μας προς ιερά, όσια ή και απλώς άξια, αλλά επειδή θεωρώ ανέκαθεν ότι είναι πιο χρηστικό, αλλά και επικίνδυνο ταυτόχρονα, το να αποκηρύξει κανείς έναν σημαντικό δίσκο, παρά το να ανακηρύξει ως τέτοιο έναν δίσκο που δεν είναι.
Υποστηρίζω με σθένος την ανακήρυξη των instant classic έστω και αν θα καθαιρεθούν στη συνέχεια, ακόμη και αν αυτή η συνέχεια έρθει πολύ σύντομα. Την λογική του «δεν μπορούμε να βλέπουμε συνέχεια και παντού 10άρια» «αν είναι το πρώτο Interpol δεκάρι, τότε το πρώτο Joy Division τι πρέπει να είναι;» (προφανώς και είναι 20άρι) κλπ, δεν την αποδέχομαι, τουλάχιστον ως λειτουργική.
Θεωρώ καταρχάς θετικό το να βρίσκει κανείς δεκάρια ακόμη και εκεί που τελικά δεν θα υπάρξουν, καθότι συντονίζεται με το πρωταρχικό ζητούμενο του ροκ σε σχέση με κάθε άλλη μουσική, την γκάβλα δηλαδή (χωρίς γ, αν είστε από Αθήνα και πέρα, όπως έχουμε ξαναπεί).
Και όπως για κάθε άλλο πράγμα στη ζωή, έτσι και για το ροκ, απολύτως φυσιολογικό είναι κάποτε το να τελειώνει η γκάβλα, είτε για να αντικατασταθεί από κάτι άλλο, είτε για να παύσει μια για πάντα (ευτυχώς, γενικώς δεν έχουμε φτάσει ακόμη εκεί, αλλά οι πάντες κάποτε θα φτάσουμε ως γνωστόν).
Έχω ήδη στο μυαλό μου την «μεθεπόμενη μέρα» αυτού του αφιερώματος. Που κατά τον ρου των γεγονότων, θα έχει να κάνει με τα «χαμένα αριστουργήματα» που ενώ για δεκαετίες τα αγνοούσαμε όλοι, επέστρεψαν εκδικητικά για να μας συγκλονίσουν αναδρομικά και αναθεωρητικά, αλλά στην πορεία όλο και υποψιαζόμαστε ότι αρκετά εξ αυτών καλώς, και όχι ‘εγκληματικά’ είχαν αγνοηθεί εξαρχής.
Δεν είμαι τόσο σίγουρος αν σε αυτή τη λίστα θα βρουν την θέση που ίσως τους αξίζει το ξεχασμένο (κάποτε) 80s ντεμπούτο των Revolutionary Army Of Infant Jesus (το χαμένο ‘OK Computer’ δηλαδή), ή ακόμη και αυτό το ‘Through The Looking Glass’ της Midori Takada (λίγο με ανατριχιάζει ακόμη, αυτή η ιδέα πάντως, έστω και ως υποψία), αλλά μια αφετηρία σκέψης υπάρχει.
Επί του παρόντος, ας καθαρίσουμε μια και καλή πλέον, με τρεις κλασικές μεν επιλογές, που όμως παρότι έχουν περάσει ήδη στην σφαίρα της αυτοαναίρεσης, εν τούτοις διατηρούν –θεωρώ– περισσότερο credibility από όσο επιβάλλουν οι καιροί (η σειρά είναι ασφαλώς αναξιολογική):
(3) Arcade Fire: Funeral (2004)
Η βασική μου ανησυχία σε σχέση με αυτό εδώ το αφιέρωμα, ήταν το αν θα πρέπει να ακούσω εκ νέου τους αναφερόμενους δίσκους πριν και καθώς θα γράφω, είτε για να αναμοχλεύσω αρνητικές μνήμες, είτε απλώς γιατί είναι κάπως κάλπικο το να γράφεις για πράγματα τα οποία έχεις να ακούσεις για πάνω από δέκα χρόνια τουλάχιστον.
Στην πορεία διαπίστωσα ότι και τους τρεις δίσκους τους θυμάμαι πολύ καλά. Από τον αμέσως επόμενο δηλαδή θυμάμαι ότι δεν θυμάμαι απολύτως τίποτε και είναι σαν να μην τον άκουσα ποτέ, αλλά αυτό ακριβώς είναι το νόημα, η καινοτομία και το μεγαλείο του, οπότε... ΟΚ Υπόστεγο!.
Συνεπώς –και επειδή είμαι αέναα ανήσυχο πνεύμα– ξεκίνησα να συλλογιέμαι ποιο από τα τρία αυτά άλμπουμ θα με «βασάνιζε» περισσότερο αν το άκουγα εκ νέου και από το πουθενά, σε σπιτικές συνθήκες ακρόασης, από την αρχή μέχρι το τέλος, ίσως και για λίγο ακόμη, αν δεν τελειώσει το κείμενο.
Δεν ήθελε και πολλή σκέψη τελικά. Παρότι δεν θα περάσω καλά, ακούγοντας το ‘OK Computer’, το σίγουρο είναι ότι θα «ανακαλύψω» σε κάθε επόμενη ακρόαση νέα επιχειρήματα εναντίον του, συνεπώς εκ του αποτελέσματος καλά θα περάσω. Για το αμέσως επόμενο τα είπαμε (και θα τα πούμε και πιο κάτω), η εμπειρία της ακρόασης ταυτίζεται με αυτήν της μη ακρόασης. Πραγματικά αφόρητη όμως θα ήταν σήμερα η οποιαδήποτε συνολική ή μερική ακρόαση του ‘The Funeral’ των Arcade Fire. Δεν θέλω ούτε καν να το σκέφτομαι δηλαδή.
Να διευκρινίσω ότι και για τους τρεις δίσκους στους οποίους αναφέρομαι εδώ υπήρξε ένα μικρότερο ή μεγαλύτερο χρονικό σημείο στο οποίο πραγματικά μου άρεσαν και σε κάθε περίπτωση υπήρξαν χρονικά διαστήματα (μεγαλύτερα από το εν λόγω χρονικό σημείο), που πραγματικά και ουσιαστικά τους άκουσα (με όποιο παράδοξο εμπεριέχει αυτή η φράση για το ‘Merriweather Post Pavilion’ ασφαλώς).
To ‘Funeral’ είναι εκείνος ο δίσκος, του οποίου την απαξία μπορώ να περηφανεύομαι ότι την «έπιασα» από την πρώτη στιγμή. Με το που άκουσα τόσο τον δίσκο, όσο και το EP, που είχε προηγηθεί αυτού, γέλασα με αυτό το μείγμα από παλιούς καλούς Violent Femmes και σταθερά κακούς Πυξ Λαξ, που διέβλεπα ότι θα επιβληθεί στην εντός συνόρων αφηρημένη ανάγκη για sing along και καθαρτικές αγκαλιές στο τέλος αυτών (τα εκτός συνόρων, δεν τα είχα προβλέψει ομολογώ).
Δεν ήθελε ούτε πολύ μυαλό, ούτε καμιά τεράστια μουσική εμπειρία για να το αντιληφθεί κανείς. Οι Arcade Fire, τα κακόηχα ακορντεόν τους και οι κραυγές σε β’ ενικό, η υποκατάσταση της ομορφιάς από την αφοσίωση, ήρθαν για να καλύψουν εύστοχα το συναισθηματικό, αλλά και γνωσιολογικό, κενό μιας γενιάς ακροατών υποψιασμένης μεν για να μην ασχοληθεί περαιτέρω με τους James, αλλά όχι και τόσο τελικά για να καταλάβει ότι στη θέση των James υπήρξαν κάποτε οι Talking Heads (και μάλιστα globally και όχι locally).
Τέλος πάντων, στην πορεία των πραγμάτων, το ‘Funeral’ πρόλαβε και με κέρδισε και εμένα για ενάμιση φεγγάρι, όχι με τέτοια ζέση και θέρμη, όπως αυτή που συναντούσα γύρω μου, αλλά τέλος πάντων υπήρξε ένας δίσκος με τον οποίο κάπως - κάπου πέρασα καλά, παρότι σε πραγματικό χρόνο συντάχθηκα ασφαλώς με τα όσα σημείωσε για τον δίσκο εδώ στο MiC ο Ηλίας Νικολαϊδης, και όχι ο Γιάννης Παπαϊωάννου.
Θέλω να ξεκαθαρίσω επίσης ότι η γεωμετρικά προοδευτική αποστροφή μου τόσο για τον δίσκο, όσο και για τις επιμέρους ευφορικά καταθλιπτικές στιγμές στις οποίες αυτός υποχρεώνει τους ‘πιστούς’ του, δεν οφείλεται ασφαλώς στην μετέπειτα εξέλιξη των Arcade Fire, την γιγάντωση τους, το πέρασμα τους στις παρυφές του stadium ανθυπορόκ, ούτε καν στην παταγώδη αποτυχία τους να καθορίσουν την όποια σημειολογία των καιρών με το ‘Suburbs’ (που ορθά δεν ξεγέλασε τον Δημήτρη Κάζη, με την 25χρονη τότε εμπειρία του στη μουσική).
Το ‘Funeral’ όπως κάθε δίσκος που πλασάρει το παραμύθι της χαρμολύπης, και της δήθεν προσωπικής και εσωτερικής εξέγερσης, που ευαγγελίζεται ότι θα αλλάξει τον κόσμο χωρίς να σπάσει μισή βιτρίνα, αλλά με μια ανώδυνη κοινωνικά επίθεση σε προβληματικές σχέσεις με τους γονείς, τους φίλους και την γκόμενα μας, την πατριαρχία και άλλα τέτοια γραφικά, είναι όχι μόνο ιδεολογικά, αλλά και μουσικά ένας προπάντων ρηχός δίσκος.
Το πανηγυρτζίδικο στοιχείο και ο προκάτ διονυσιασμός έρχονται να επιβεβαιώσουν το προφανές, ότι δηλαδή τίποτε το μυστηριώδες και τίποτε το υπερβατικό δεν μπορεί να υπάρξει σε ένα ροκ συγκρότημα που δρα και δημιουργεί ως αγέλη (είπε και κατόπιν έτρεξε να κρυφτεί από τις ορδές οπαδών των Grateful Dead, που όρμησαν κατά πάνω του).
Είτε με τους Arcade Fire, είτε με τους Husker Du, μου φώναζε από ένα σημείο και μετά, αφελώς μεν, με επιμονή δε, μία φωνή μέσα μου. Και έκτοτε δεν μπορώ να την αγνοήσω.
(2) Animal Collective: Merriweather Post Pavilion
Σε ιδανικές συνθήκες για τον δίσκο και τους δημιουργούς του, αλλά παράλληλα εφιαλτικές για τον κόσμο της μουσικής (όχι όμως και για την ανθρωπότητα, ας μην είμαστε υπερβολικοί), το MPP θα ήταν ένας ακόμη δίσκος που άλλαξε την ιστορία του ροκ, χωρίς πρακτικά ποτέ να συμμετάσχει σε αυτήν. Θα ήταν το ‘Trout Mask Replica’ των καιρών μας ας πούμε. Τυπικός δίσκος που μπορείς να υπερασπιστείς μέχρι ρανίδος και να μισήσεις μέχρι θανάτου, χωρίς να χρειαστεί να τον έχεις πραγματικά ακούσει.
Όπως όμως σωστά (παρότι με πικρία εκεί), έχει ήδη παρατηρηθεί και αλλού, παρά τις (βιαστικές) υποσχέσεις περί του αντιθέτου, το τρίτο από το τέλος (μέχρι σήμερα) άλμπουμ των Animal Collective, σήμερα, δέκα και κάτι χρόνια από την κυκλοφορία του στο... λυκαυγές των ύστερα αδιάφορων 00s, βρίσκεται πλέον δικαιωματικά στην θέση στην οποία εξαρχής θα έπρεπε να είναι: υπάρχει εκεί έξω, σκονίζεται σε δισκοθήκες και (κυρίως) αλλοιώνεται η ψηφιακή του υπόσταση σε σκληρούς δίσκους, αλλά στην πραγματικότητα είναι σαν να μην έχει κυκλοφορήσει ποτέ, ‘σαν να μην ήρθε δηλαδή ποτέ στη γη, σαν να μένει ακόμη στην ανυπαρξία’.
Είναι ένας δίσκος που φέρεται πλέον να μην αφορά κανέναν, και μάλιστα (και αυτό είναι επίτευγμα) δεν αφορά κανέναν, αλλά με πολλούς διαφορετικούς τρόπους. Αυτό εύκολα το διαπιστώνει κανείς όταν ακόμη και από φανατικούς ακόμη υποστηρικτές του θα ακούσει τη φράση «εντάξει, μπορεί να μην βάλω να το ακούσω τώρα, αλλά τότε μας είχε αφήσει άφωνους, και είχε αλλάξει τον τρόπο που ακούγαμε μουσική» (γενικώς όποτε το ακούς αυτό για δίσκο τρέχα μακρυά).
Σε αυτό το τελευταίο, θα πρέπει να σημειωθεί ότι και πριν από το MPP και μετά από αυτό, οι περισσότεροι που θα ισχυριστούν κάτι τέτοιο Pulp ακούγανε, και Pulp συνεχίζουν να ακούνε και σήμερα κατά βάση. Εκτός και αν άλλαξε ο τρόπος που ακούνε Pulp, πράγμα που περνάει στη σφαίρα του ακαταλόγιστου ασφαλώς.
Όλα αυτά βέβαια δεν έγιναν τυχαία. Η ιδέα του να υπάρξει μία πολυσύνθετη indie ηχητική διήγηση, με φαινομενικά άναρχες και αόριστα ιμπρεσιονιστικές δομές, που θα απευθύνεται σε φιλότιμους και συνεπείς μεταπτυχιακούς (τουλάχιστον) φοιτητές, παρά στη συνήθη λούμπεν εργατικοφοιτητική τάξη, που καλείται κάθε φορά να διαιωνίσει τον ροκ μύθο, ήταν εξαρχής μια μπαρούφα. Και ως τέτοια κατέληξε, όπως αναμένονταν.
Ομοίως και η ιδέα του να διαμελιστεί η pop αρμονία σε βαθμό που στο τέλος θα επιστρέψει ακόμη πιο ανώδυνη στα αυτιά του ακροατή, που περιμένει στωικά τον δημιουργό να κάνει τα πάντα για αυτόν, ελάχιστα απέχει από τον κόσμο της προκάτ ποπ, που υποτίθεται έρχονται να ανατρέψουν οι περιπτώσεις sui generis δημιουργών όπως οι Animal Collective.
Το ‘My Girls’ δώδεκα χρόνια μετά καταντά ανυπόφορο κάπου στα τριάντα δευτερόλεπτα και αστείο στα δυόμιση λεπτά, δηλαδή συμβαίνει το ακριβώς αντίστροφο από ότι συνέβαινε στις ακροάσεις του δώδεκα χρόνια πριν.
Όπως συμβαίνει σε αρκετές περιπτώσεις στην ποπ και ροκ ιστορία, το MPP είναι η κορυφή μιας πυραμίδας, η οποία άντεξε στο χρόνο σημαντικά λιγότερο από ότι οι βάσεις, που οδήγησαν σε αυτή.
Το ‘Person Pitch’ του Panda Bear (δύο χρόνια πριν) στέκεται σήμερα πολύ καλύτερα, και με λίγο παραπάνω κουράγιο ακόμη και να το βάλει να το ακούσει μπορεί κανείς. Για τους δίσκους των Excepter δεν το συζητώ, εγώ άλλωστε τα έλεγα από τότε αυτά. Το περίεργο είναι ότι ακόμη και η ασθενική περίπτωση των Olivia Tremor Control γνωρίζουμε σήμερα ότι θα έπρεπε να βρίσκεται στη θέση των Animal Collective στον άτυπο αγώνα για το αμερικάνικο ψυχεδελικό ροκ γκρουπ θα δοξάζεται αιώνια χωρίς να προσφέρει συγκινήσεις.
Θεωρώ δε ότι το μόνο αληθινό σε όλη αυτή την ιστορία είναι πως το ‘Merriweather Post Pavilion’ υπήρξε τελικά αυτό που εξαρχής υποψιαζόμασταν, όταν μας πρωτο-ψέλλισαν ότι η συνύπαρξη, χωρίς την αλληλοεξόντωση, των Can με τους Beach Boys θα ήταν τάχα μου μια καλή ιδέα.
Υπήρξε δηλαδή, ένα (ακόμη, αλλά πάντως το πιο ενοχλητικό) αναιμικό γενόσημο του ‘In The Aeroplane Over The Sea’, του οποίου (του MPP δηλαδή) οι «τεχνολογικές αρετές» και οι copy-paste τεχνοτροπίες, επιβεβαιώνουν κάθε χρόνο και περισσότερο ότι πρόκειται για μουσική που δεν βγήκε καν από «άψυχα μηχανήματα», όπως μας έλεγαν παλιά, αλλά από 3D εκτυπωτές, που αναπαράγουν άχαρα, ακριβώς επειδή τροφοδοτούνται άκριτα.
Για αυτό και σε κάθε επόμενη χρήση του, το τελικό προϊόν που μας έχουν παραδώσει, τόσο οι εκτυπωτές, όσο και οι Animal Collective, που μας ενδιαφέρουν εδώ παρά τις άχρηστες παρεκβάσεις, φθείρεται και καταστρέφεται με εντυπωσιακή πρόοδο, ώστε πλέον μοιάζει και ακούγεται σαν να μην υπάρχει καν.
Θα κλείσω λέγοντας ότι τα όσα αναφέρει το άρθρο του Pitchfork περί του ότι το MPP δεν άλλαξε την πορεία της indie μουσικής, δεν είναι απολύτως ακριβή. Υπάρχει μία μικρή, πλην όχι γαλατική, χώρα στον παγκόσμιο ροκ πλανήτη, στην οποία από όλη αυτή την ιστορία ξεπήδησαν τουλάχιστον 4-5 indie pop συγκροτήματα, με έργο και αποτελέσματα τόσο τραγελαφικά, που μας έκαναν να αναπολούμε με νοσταλγία τις ημέρες του κακόφωνα ελληνόφωνου ροκ των late 90s.
(1) Radiohead: OK Computer
Χαιρετίζεται συχνά - πυκνά ως θαρραλέα κίνηση απέναντι στο μουσικό κατεστημένο της εποχής (του οποίου βέβαια.... ψόφαγε όχι μόνο να γίνει μέλος, αλλά και να κυριαρχήσει), αλλά και πλέον ανακαλείται συχνότερα - πυκνότερα στα κοινωνικά δίκτυα, όποτε ο καθένας θέλει να επιστήσει την προσοχή του καθενός στο ότι η μουσική που κυκλοφορεί εκεί έξω είναι (δήθεν) αδιάφορη και (κυρίως) ακίνδυνη, η προτροπή του Morrissey περί κρεμάσματος του DJ (του στιχουργού, του συνθέτη, του παραγωγού, του τραγουδιστή κ.ο.κ.) επειδή η μουσική που παίζει (γράφει, συνθέτει, παράγει κ.ο.κ.) δεν του λέει τίποτε απολύτως για την ζωή του.
Στην πραγματικότητα βέβαια, της παραπάνω υποκίνησης σε στάση με βία, προηγείται και κυριαρχεί, η ίδια η υπέρτατη βούληση του Morrissey όχι μόνο να μιλήσει για την ζωή των ακροατών του, αλλά να εισχωρήσει σε αυτήν, να την καθορίσει εξαρχής και για πάντα και να μη βγει από εκεί μέσα ποτέ. Να τους γαμήσει την ψυχή και τα πρέκια, που λέμε δηλαδή, χωρίς βέβαια να ξέρουμε τι ακριβώς είναι ούτε η πρώτη, αλλά ούτε και τα δεύτερα.
Σε μία αυθαίρετη μάλιστα θεώρηση των πραγμάτων, οι έσχατοι τσαρλατανισμοί του ίσως και να είναι μία προσπάθεια εκ μέρους του να βγει επιτέλους από τις ζωές των πιστών του, καθώς η ιστορία έχει αποδείξει πως κανείς τελικά δεν αισθάνεται άνετα με το role model που ο ίδιος επιφυλάσσει για τον εαυτό του, όταν τελικά αυτό καταλήγει να του επιβάλλεται έξωθεν. Ούτε καν ο Morrissey δηλαδή.
Στο ίδιο μήκος κύματος με κάθε είδους μεγαλομανία, συνειδητή ή ασυνείδητη, εκ δόλου ή εξ αμελείας (αλλά όχι αφέλειας, ασφαλώς), στην ιστορία της pop & rock μουσικής, το ‘OK Computer’ οφείλει το μεγαλύτερο μέρος του μύθου του στην παραγωγή του Nigel Godrich που κάνει το ροκ τέτοιο που στο τέλος της μέρας αρέσει και στη γιαγιά μου, στο ότι θέτει στους ακροατές του το πλαίσιο εκείνο επάνω στο οποίο στο εξής θα μελαγχολούν, θα ερωτεύονται, θα προβληματίζονται για τη ζωή, θα παραμένουν σε αδιέξοδο και κυρίως δεν θα καταλαβαίνουν και πολλά πράγματα, ούτε θα την ψάχνουν και πολύ τη δουλειά, αλλά δεν θα μπορεί κανείς να τους κατηγορήσει ότι ακούνε και Πυξ- Λαξ, οπότε θα μπορέσουν να συνεχίσουν άνετα τη ζωή τους, αφήνοντας τη μουσική αρκετά πιο πίσω από ότι επιτρέπει το πέρασμα στην ενήλικη πραγματικότητα (εκεί θα τους περιμένει ασφαλώς 13 χρόνια μετά το ‘The Suburbs’ των Arcade Fire, φτιαγμένο με τα ίδια ακριβώς υλικά, αλλά σε συνθήκες που κανένας δεν τολμάει να ψελλίσει τις λέξεις συναισθηματική και ιδιοφυία- πάλι καλά δηλαδή).
Το καλύτερο πράγμα που συμβαίνει με το ‘OK Computer’ είναι το ότι πρόκειται για έναν δίσκο, που ενώ στιχουργικά τα βάζει αρκετές φορές με το κράτος, την τεχνολογία, το άγνωστο που μας περιμένει στην παρακάτω γωνία, (για αυτό και δεν στρίβουμε ποτέ, πάντοτε ευθεία να πηγαίνετε φίλοι μου), την κοινωνική επιβολή κάθε είδους τέλος πάντων, εν τούτοις καλεί και υποχρεώνει εξαρχής τους ακροατές να υπακούσουν σε αρκετούς κανόνες προκειμένου να τους καταστήσει κοινωνούς της μετα-οργουελικής εμπειρίας του και να απελευθερωθούν αντιλαμβανόμενοι ότι δεν υπάρχει διέξοδος και απελευθέρωση.
Το χειρότερο είναι ότι μας εξαναγκάζει να λέμε τέτοιου είδους σαχλαμάρες, για να πείσουμε ότι πρόκειται για ένα Operation Mindcrime, αλλά φτιαγμένο κατά βάση για γκόμενες (και δη για αυτές που δεν τα είχανε με εξωσχολικό χεβιμεταλλά στο Λύκειο, αλλά περιμένανε υπομονετικά τον indie φοιτητή των ονείρων τους).
Τυπικό παράδειγμα, το ‘Climbing Up The Walls’, με τα φωσκολικού τύπου εφέ και τεχνάσματα να προκαλούν δέος σε πραγματικό χρόνο στους βοσκούς της brit pop.
Το τραγούδι δηλαδή εκείνο που παρά τις προβλέψεις εναντίον του (και του ότι συνυπάρχει με το ‘Karma Police’, δηλαδή το σουρεαλιστικό αντίστοιχο της βρετανικής μουσικής για το ‘Φιλαράκι’ της Βόσσου), αποτελεί εξαρχής και μέχρι σήμερα όχι απλώς τον πρωταρχικό λόγο για τον οποίο εντυπωσιακά γρήγορα ξεκίνησε η αποστροφή μου προς τον δίσκο, αλλά που στην πράξη κάθε φορά που ακούω να μιλάνε για το ‘ΟΚ Computer’ ως έναν «συγκλονιστικό δίσκο αξεπέραστης συναισθηματικής έντασης» με πιάνουν τα γέλια.
Όλα αυτά τα κατάλαβαν αρκετά γρήγορα και οι ίδιοι οι Radiohead βέβαια, και αντί να περιμένουν να γεράσουν όπως ο Morrissey για να βγουν από τις καρδιές των ακροατών τους με διάφορους ευφάνταστα ενοχλητικούς τρόπους, προτίμησαν την σχεδόν αμέσως επόμενη ημέρα, να εισχωρήσουν ακόμη περισσότερο στο μυαλό τους διδάσκοντας τους intelligent electronica για αρχάριους και μοιράζοντας δεξιά - αριστερά διπλώματα autechre-ολογίας δια αλληλογραφίας. Αλλά αυτό είναι μια άλλη (αστεία) ιστορία, για την οποία θα μιλήσουμε σε μία άλλη μας συνάντηση. Ελπίζω όχι σύντομα.
* Σημείωση: Τελειώνοντας όλα τα παραπάνω, σκέφτηκα προς στιγμήν ότι θα ήθελα να γράψω κάτι και για το ‘To Bring You My Love’ της PJ Harvey, αλλά ακόμη δεν μου πάει καρδιά να το κάνω. Ισχυρή ένδειξη για τον καθένα περί του ότι έχει ακόμη καρδιά, όπως κατά την αντιστοιχία της εποχής, λέει και ο Παπαγιαννόπουλος, ως κύριος Καβαλιεράτος όταν αποκαλύπτει ότι δεν είναι ο πραγματικός πλούσιος θείος από την Αμερική του Βουτσά.