Για ένα μπλουζάκι αδειανό...
«Αγόραζε τους δίσκους των συγκροτημάτων, φόρα τα μπλουζάκια τους. Τα μπρελόκ, τους αναπτήρες και τα υπόλοιπα πες τους να τα χώσουν εκεί που ξέρουν». Το νο 18 στον δεκάλογο (επί τρία) του Στέφανου Μπάνση, ήρωα στο «Έχω όλους τους δίσκους τους» του Μπάμπη Αργυρίου. Παρακάτω, στο Νο. 26 γράφει συμπληρωματικά. «Έχεις υποχρέωση να στηρίζεις και να διαφημίζεις τα γκρουπ που σε συγκλονίζουν»… Υπογραμμισμένες ακόμη οι ατάκες στο βιβλίο, πάντα με στυλό. Έτσι να είναι ανεξίτηλες (ξέρω μερικές που τώρα θα φρίξουν).
Δεύτερη σκέψη: στηρίζεις, διαφημίζεις, ποιον; Το γκρουπ; Την καλλιτέχνιδα, τον μουσικό; Ή μήπως τελικά εσένα; Ένας ακόμη (από τους πολλούς πλέον) για marketing του εαυτού, για να φωνάξουμε, να κάνουμε αισθητή την παρουσία μας στον κόσμο, να εν-δυθούμε (ή και υπο-δυθούμε;) την ταυτότητα/μοναδικότητα που θέλουμε να περιφέρουμε στον κόσμο; Άλλωστε ιστορικά από τότε που ο γυμνός πίθηκος συνειδητοποίησε την ανυπεράσπιστη θνητή του γύμνια (αχ βρε Εύα), το ρούχο δεν αποτέλεσε τρόπο διάκρισης, από το ταξικό μέχρι και το αισθητικό πεδίο; (με τούτα τα δύο αξεδιάλυτα μπλεγμένα να σημειώσω).
Στα πλαίσια της ad nauseam περιλάληλης ‘ποπ κουλτούρας’ το σταμπωτό μπλουζάκι απέκτησε μια διάσταση μόδας ‘από τα κάτω’ (εντός και εκτός κατά έναν τρόπο), σε αντίστιξη της ‘οτ κουτίρ’, διατηρώντας ωστόσο την βασική στόχευση της διάκρισης. Ταυτόχρονα όμως επιδιώκοντας και τη ένταξη στην ομάδα, κι ας μοιάζει αυτό φαινομενικά αντιφατικό. Κι αφού κάθε είδος μουσικής, από την πανσπερμία ειδών της ποπ εποχής ταυτίστηκε με -ή επινόησε καινούργιους- συγκεκριμένους εμφανισιακούς κώδικες (ξεφυλλίζω γι’ αυτό το θέμα με ενδιαφέρον το βιβλίο της Ζέφης Κόλια «Βελονιές της πρωτοπορίας»), η διάκριση απέκτησε εδώ και την σημασία της αναγνώρισης. Μήπως λοιπόν και τα μπλουζάκια δεν συνιστούν και μια φωνή επικοινωνίας, λειτουργώντας όπως τα κοινά μυστικά σημάδια αναγνώρισης και αποδοχής μιας ‘παράνομης’ ή καταδιωκόμενης ή μειοψηφικής σέχτας; (παρατήρηση σχετική-άσχετη: πόσες φορές έχετε δει μπλουζάκι με στάμπα λαϊκού καλλιτέχνη;) Κι έτσι, όλοι μας και όλες μας δεν θεωρήσαμε κάποτε ότι είχαμε αυτά τα φαντασιακά χαρακτηριστικά, ότι είμασταν από τους λίγους (και συνεκδοχικά από τους ‘εκλεκτούς’), από τη στιγμή ειδικά που τοποθετήσαμε την μουσική ως επίκεντρο της ύπαρξής μας; (μέχρι μεγαλώνοντας να συνειδητοποιήσουμε ότι τελικά δεν μετράει τόσο στο ζύγι μιας σχέσης). Γι’ αυτό ίσως και τα πιο αγαπημένα μας μπλουζάκια είναι ή τα εφηβικά, τα πρώτα, αυτά που κουβαλούν την ανυποψίαστη αθωότητα της ηλικίας ή εκείνα με τα δικά μας, καταδικά μας ακούσματα, από… συγκροτήματα που λίγοι γνωρίζουν ή και που… δεν υπάρχουν, και όχι φυσικά εκείνα που ξέρει όλος ο κόσμος, εκείνα που πλέον τα βρίσκεις στις μεγάλες αλυσίδες, τώρα που όλα έχουν μπλεχτεί και η εναλλακτικότητα έγινε μέινστριμ και το μέινστριμ «εναλλακτικό», όλα αντάμα σε έναν καταναλωτικό χορό του φαίνεσθαι, του ‘dress to impress’, του φώναξε ποιος/α είσαι, μιας γενιάς σε παρατεταμένη εφηβεία που λιγότερο δρα, περισσότερο ποστάρει και κυρίως παραπέμπει (‘references, references’) μετά μανίας. «Αν θες να στείλεις ένα μήνυμα εκεί έξω, τύπωσέ το με κεφαλαία γράμματα πάνω σε ένα μπλουζάκι» είχε πει η Λονδρέζα σχεδιάστρια μόδας Katharine Hamnett, πίσω στα 80s. Έκτοτε γέμισε ο τόπος μηνύματα (και μέσα γι’ αυτά). Αναζητούνται οι δέκτες…
Ωστόσο ενίοτε στην καθημερινή πράξη λειτουργεί η σημειολογία. Κάποιες φορές τουλάχιστον…
Να, όπως τότε που φορούσε ένα μπλουζάκι ιδιοκατασκευής με το εξώφυλλο του «Ende Neu» των Einstürzende Neubauten, που στάθηκε στο πάλαι ποτέ γωνιακό περίπτερο των Εξαρχείων, εκεί προμηθευόταν τα φανζίν τα μουσικά και τα πολιτικά, την εποχή που ακόμη αυτά υπήρχαν, το παιδί που κρατούσε το περίπτερο τσίμπησε στο άγκιστρο, ‘ωραίος δίσκος’ σχολίασε, αυτή ήταν η αρχή της γνωριμίας με τον «Zzzzzz», ο οποίος έγραφε μουσική, εκτός εταιρειών, εκτός τίτλων, εκτός γενικώς, εκείνη την ημέρα του έδωσε ένα CD τυλιγμένο σε χαρτόνι από τσιγάρα. Η άκρη της γνωριμίας έμεινε να αιωρείται σαν ξέφτι σε πολυκαιρισμένο ρούχο, τα επόμενα χρόνια χάθηκαν χωρίς λόγο, όπως χάνονται οι άνθρωποι...
Ή σαν τότε στο Γκαγκάριν, δεν θυμάται πια καν σε ποια συναυλία από τις τόσες πολλές, φορούσε ένα αυτοσχέδιο πάλι μπλουζάκι, το είχε θεωρήσει αστείο και ευρηματικό να φτιάξει ένα μαύρο με διάφορες ροζ βούλες και να γράψει επάνω σαν βοήθημα για τη λύση του γρίφου την λέξη «Legendary», στην κλασική γωνία του στεκόταν, τις γωνίες που πάντα προτιμούσε, μια κοπέλα στάθηκε μπροστά του ξαφνιάζοντάς τον, και το σχολίασε, και παραδόξως η μνήμη δεν συγκράτησε ούτε το σχόλιο, ούτε τη μορφή της, ούτε τίποτε άλλο, κι αυτή απλά μετά χάθηκε μέσα στον κόσμο. Όπως χάνονται οι άνθρωποι... Αιωρούμενα σωματίδια στο κενό, φωτεινές τροχιές που κάποια στιγμή διασταυρώνονται, στιγμιαίες τυχαίες έλξεις και απώσεις, πλέγματα συμπτώσεων, που μόνο εκ των υστέρων αναγνωρίζονται ως τέτοιες. Πριν το καθένα τραβήξει τον δρόμο του στο κοσμικό κενό.
Στην πραγματικότητα λοιπόν, παρακούοντας την παραίνεση του συγχωρεμένου πια φίλου του, ποτέ δεν είχε αγοράσει επίσημο μπλουζάκι συγκροτήματος (του οποίου Μπάμπη η μορφή αναδύεται από την μνήμη για κάποιο λόγο με μπλουζάκι 16 Horsepower). Ψέματα… ήδη, είχε αγοράσει εκείνο των Kraftwerk, κυρίως ωστόσο επειδή του άρεσε το σύμβολο της Autobahn (χαιρετίσματα στον ελεγκτή του ΚΤΕΛ Αρκαδίας που το αναγνώρισε). Δεν το έκανε πάντως από τσιγκουνιά και καληδονίαση (αν και την σήμερον ημέρα με τις τιμές των ‘merch’ να έχουν ανέλθει σε εκείνες των δίσκων βινυλίου, θα ήταν μια εύλογη δικαιολογία), άλλωστε ποτέ δεν φορούσε επάνω του τίποτε πέραν των πλέον απαραίτητων, ούτε κοσμήματα (ούτε καν… βέρα), ούτε καρφίτσες και ραφτά και περικάρπια και όλα τα κλασικά παραφερνάλια και αξεσουάρ (ούτε λόγος για τατουάζ). Του άρεσε να ‘ιδεολογικοποιεί’ τη επιλογή του με την αντίθεση σε αυτό τον εναλλακτικό ‘καταναλωτισμό’ και τα οξύμωρα που αυτός γεννά αλλά κυρίως με την έμφυτα εσωστρεφή του διάθεση να περνάει απαρατήρητος, να αντιπαθεί το κραυγαλέο και το επιδεικτικό, να ακολουθεί το επικούρειο «λάθε βιώσας» (εκ του ‘λανθάνω’ καμία σχέση με λάθος) της διακριτικής ύπαρξης ή το επιμύθιο εκείνης της παλιάς γαλλικής ιστορίας από την πένα του ντε Φλοριάν με τον γρύλο να αποφαίνεται μετά το τραγικό τέλος της πλουμιστής πεταλούδας, «pour vivre heureux, vivons cachés». «Για να ζήσεις ευτυχισμένα, ζήσε κρυμμένος»… Κρατώντας για ψευδαίσθηση ασφάλειας το ‘vivre’, το ‘hereux’ καμιά δεν το βρήκε να το εξηγήσει ακόμη…
Και… δεύτερο ψέμα (σχεδόν). Δεν είχε αγοράσει μεν. Είχε ωστόσο… πουλήσει. Και η μνήμη ξαναγυρίζει στον προθάλαμο του ίδιου εκείνου του Γκαγκάριν, σε έναν μικρό στημένο πάγκο, αυτός και η Μ., φοράνε και οι δύο το μπλουζάκι που έχουν στην πραμάτεια τους, σαν ένα είδος ζωντανής διαφήμισης (που ήθελε και ο Μπάνσης), δύο μοντέλα σε εντελώς διαφορετικά μεγέθη, αυτός L (μπορεί και XL), αυτή S, μπορεί και XS (υπάρχει;). Η απεικόνιση ενός τύπου σαν καρικατούρα παλιάς γελοιογραφίας, χαρακτικό ενός δημιουργού από τις αρχές του 20ου αιώνα. Με ένα μπουκέτο λουλούδια χωμένο… εκεί που ξέρει. Lost Bodies έγραφε. Για την συναυλία τους είχε πάει, συναυλία δεν είδε τελικά. Έμπαινε ωστόσο κι έριχνε κλεφτές ματιές στη σκηνή. Θυμάται την …παθιασμένη ερμηνεία τους στο «Κουαρτέτο για τέσσερα τυριά» με τους τρίφτες επί σκηνής. Είπαμε, άγνωστοι αι βουλαί της μνήμης και των μηχανισμών αυτής. Μπορεί να ήταν και η πρώτη φορά που (δεν) τους έβλεπε ζωντανά. Θα ακολουθήσουν πολλές τα επόμενα χρόνια. Την Μ. έμελλε να την ξαναδεί πολύ λιγότερες. Το Λόττο των καθηγητικών διορισμών θα την έριχνε σε διάφορα μακρινά σημεία του εληνικού χάρτη, αφήνοντας πίσω το ανεμοδαρμένο νησί της πρώτης τυχαίας (πάντα!) γνωριμίας (μια σχολική ‘μακαρονάδα» για την εκδρομή, η Μ. με το ντέφι), η επαφή αραίωνε, μάτια που δεν βλέπονται, δεν το λέει αστόχαστα ο λαός, τα νέα έρχονταν πια από μακριά, μεσολαβητά και πιο αραιά, η Μ. μετακόμισε, έκανε παιδάκι, τελευταία φορά (δεν το ήξερε ότι ήταν, σπάνια το ξέρεις) την είδε σε έναν πάγκο με ναργιλέδες που είχε στήσει κάποιος φίλος στο πανηγύρι της Τεγέας στον αρκαδικό κάμπο ένα σκονισμένο μεσημέρι, έμαθε ότι της άρεσε πολύ η επιλογή του σε ένα CD του MiC, ήταν το «Under your spell» των Desire, ειδικά το σημείο όπου οι τσούπρες επαναλαμβάνουν παιχνιδιάρικα το ‘forever ever’, με μια συνειδητοποίηση του πόσο κοντά είναι το ever και το n-ever. Μετά χάθηκαν χωρίς λόγο, όπως χάνονται οι άνθρωποι...
Υστερόγραφο…
Το μπλουζάκι κάποια στιγμή χάθηκε κι αυτό. Δεν το βρήκε, κι ας έφαγε τον τόπο. Θεώρησε ότι ίσως μπερδεύτηκε κάπου σε άπλυτα, πλυμένα, σε κουβέρτες, πετσέτες, σε κάποια ντουλάπα... Αν και πλέον σε φάση αποσύνδεσης με τα υλικά αντικείμενα και την καταθλιπτική τους ματαιότητα, τον ενόχλησε αυτή η απώλεια, είναι αυτό το παράλογο αίσθημα ότι αν χαθεί ένα αντικείμενο χάνεται μαζί και η μνήμη ενός ανθρώπου… Μέχρι που μια μέρα… έτυχε και παρατήρησε τι φορούσε η μάνα του την ώρα που είχε βάλει ηλεκτρική σκούπα. Και διαπίστωσε ότι κι αν ακόμη το μπλουζάκι πλύθηκε δεκάδες φορές μαζί με πολλά ρούχα, το κόκκινο χρώμα του δεν έγινε ροζ (όπως στο παλιό τραγούδι του Μηλιώκα), αλλά παραμένει ένα κραταιό, άντε ελαφρά ξανοιγμένο, κόκκινο. Σπάνιο, συνήθως το αγαπημένο μπλουζάκι δεν θεωρεί το πλυντήριο εξίσου… αγαπημένο.
Ποτέ δεν έμαθε, ούτε ο ίδιος ο Θάνος θυμόταν, ποιος ήταν ο δημιουργός του χαρακτικού.Κι ας ήταν το πρώτο μπλουζάκι του συγκροτήματος. Ever…
Και η Μ.; Θα χαθεί άδοξα (γίνεται κι αλλιώς;), όχι «χάνοντας την άνιση μάχη», κάτι που το αισθάνεται σχεδόν προσβλητικό, όχι μόνο επειδή ακούγεται στερεότυπο σαν δελτίο ειδήσεων αλλά κι επειδή η στρατιωτική του λογική υπονοεί ότι και εδώ, σε αυτή τη ‘μάχη’ κόντρα στο Τυχαίο και στο Αναπόδραστο, υπάρχουν νικητές και χαμένοι. Χάθηκε λοιπόν όπως χάνονται τελικά και οριστικά οι άνθρωποι. Και ας μείνει ανώνυμη Μ. στο κειμενάκι αυτό. Πως έκλεινε ο Ουμπέρτο Έκο το «Όνομα του Ρόδου»; Stat rosa pristine nomine, nomina nuda tenemus. Από το ρόδο του χτες έμεινε το όνομα˙ δεν έχουμε παρά ονόματα κενά…