Για τον Μπάμπη μέσω του Χρυσαφάκη Αναγνωστάκου. Και για τον δεύτερο επίσης.
Όταν μιλάμε για τους δίσκους, μιλάμε για εμάς. Όταν μιλάμε για τα βιβλία, μιλάμε για εμάς, μιας και μιλάμε κυρίως για βιβλία που έχουν να κάνουν με δίσκους. Όταν μιλάμε για τις ταινίες μιλάμε για εμάς, αλλά και για το μοντάζ. Για αυτό και δεν μιλάω ποτέ για ταινίες, έστω και για αυτές που έχουν να κάνουν με δίσκους. Και για τους δίσκους δηλαδή αναφερόμαστε στην παραγωγή κλπ, αλλά ως γνωστόν έχουν υπάρξει και σπουδαίοι δίσκοι χωρίς σπουδαία παραγωγή. Ταινίες χωρίς μοντάζ, όχι (ΟΚ, κάποιος θα βρεθεί να μου πει κάποια τέτοια ταινία, και κάτι θα βρω να του αντιτάξω κι εγώ με την σειρά μου).
Όταν μιλάμε για τους νεκρούς, και αν «δεν μιλάμε για εμάς»…
Όταν μιλάμε για τους νεκρούς μιλάμε μόνο για εμάς, εδώ που τα λέμε, καθώς οι νεκροί δεν υπάρχουν. Και το ότι υπήρξαν δεν λέει και κάτι κατά βάση.
Είναι αυτός ο λόγος για τον οποίο είχα αποφασίσει εξαρχής και στο παρά- και- πέντε να μην συμμετάσχω στην νεκρολογία για τον Μπάμπη; Όχι δεν είναι αυτός. Δεν έχω κανένα πρόβλημα στο να μιλάω για εμένα.
Ποιος είναι/ ήταν ο λόγος; Κατά βάση δεν το ήξερα ούτε κι εγώ, δηλαδή δεν το είχα συνειδητοποιήσει σε όλη του την διάσταση. Αλλά είχα αποφασίσει να μην γράψω. Παρότι μου το ζήτησαν με ειλικρινές ενδιαφέρον και προσμονή (διέκρινα) τόσο ο Αντώνης Ξαγάς (που όμως είναι αρχισυντάκτης, και δεν απασχολούμαι με το τι ζητάει, στο κάτω κάτω στο Mic βρισκόμαστε…), όσο και ο Γιώργος Κοτσώνης (που όμως είναι Αρειανός).
Αφού διάβασα λοιπόν όλες τις υπόλοιπες νεκρολογίες/αποχαιρετισμούς όλων των συντακτών τε και φίλων του Mic και του Μπάμπη (Ερώτηση: ήταν το Mic o Μπάμπης; Απάντηση Όχι, αλλά το Mic ήταν και θα μπορούσε να είναι μόνο α π ό του Μπάμπη και εκατοστό δεν ξέφυγε από εκεί και ούτε που θα ξεφύγει ποτέ), ως εκ θαύματος, συνειδητοποίησα επιτέλους αυτό που ήδη γνώριζα, αλλά δεν είχα καταφέρει να επεξεργαστώ.
Τον θάνατο του Μπάμπη τον έχω ξαναζήσει. Για αυτό και τον αντιμετώπισα περισσότερο ψύχραιμα από ότι πρέπει. Με θυμό για το πως ήρθε, αλλά όχι με εκείνο τον θυμό που υπάρχει σε κάθε θάνατο, και έπειτα δίνει τη θέση του στον πόνο της απώλειας. Με θυμό, που θεωρώ ότι θα παραμείνει. Για την απώλεια ανθρώπων που δεν είμαστε δίπλα τους, ας μην μιλήσουμε τώρα.
Τον θάνατο του Μπάμπη λοιπόν, διαβάζοντας όσα γράφονται και όσα υπενθυμίζονται για αυτόν, τον είχα ζήσει και βιώσει ως μία παράδοξα προσωπική μου απώλεια (ενώ επ’ ουδενί δεν ήταν) με τον θάνατο του βραχύβιου, αλλά σπουδαιότατου, συνεργάτη του Mic και πολύ καλού φίλου του Μπάμπη, Χρυσαφάκη Αναγνωστάκου.
Ξόρκισα λοιπόν τον θάνατο του Μπάμπη, υποκαθιστώντας στο μυαλό και την ψυχή μου όσα είχαν συμβεί και όσα είχα νιώσει τότε. Κάτι τέτοιο τέλος πάντων, ως προϊόν πλήρους εκλαΐκευσης, έως και εκχυδαϊσμού θα έλεγα, κάθε κανόνα φιλίας, ψυχολογίας και μερικών ακόμη δεδομένων από διάφορες επιστήμες εδώ κι εκεί, στα όρια του τσαρλατανισμού δηλαδή.
Σε ανύποπτο- περί του δικού του θανάτου- χρόνο, ο Μπάμπης έσπασε και αυτός τον κανόνα (μου) και δημοσίευσε την παρακάτω νεκρολογία για τον Χρυσαφάκη Αναγνωστάκο, την οποία ακόμη και σήμερα την διαβάζω και προς το τέλος ‘σπάω’.
http://www.mic.gr/thema/hrysafakis-anagnostakos
Διαβάζοντας την κι εσείς λοιπόν, αφενός θα μάθετε ποιος ήταν αυτός ο σπουδαίος άνθρωπος και μουσικόφιλος, τον οποίο (οι περισσότεροι) δεν γνωρίζετε και δεν θα ξανακούσετε ποτέ για αυτόν, και για τον οποίο έγραψε βέβαια μόνο ο Μπάμπης και κανένας άλλος, όταν πέθανε, αφετέρου -θεωρώ- θα μάθετε και ποιος ήταν ο Μπάμπης περισσότερο από ότι να σας τα πω εγώ είτε ευθέως, είτε μέσα από την δική μου σχέση-ιστορίες κλπ με τον Μπάμπη, που είναι το σύνηθες.
Εμένα όμως γιατί με είχε συγκλονίσει ο θάνατος του Χρυσαφάκη Αναγνωστάκου; Ενός ανθρώπου που γνώρισα βία 2-3 φορές σε κάτι ολιγόωρα περάσματα του από το Rollin’ Under, που όταν παρίστανα τον αρχισυντάκτη του Mic, μας έστελνε κειμενάρες μεν για τα αγαπημένα του πράγματα, αλλά σε χειρόγραφα που κάνουν την ζωή του καθενός μαρτύριο; Επιπλέον ήταν και ‘γκαραζιέρης’, που είναι το μόνο ροκ υποείδος που επιμένω κάθε τόσο περισσότερο να το ειρωνεύομαι, παρά να το ονειρεύομαι;
«Χαιρόταν περισσότερο από μένα όταν του ανακοίνωνα μια κυκλοφορία ή κάποιο νέο σχέδιό μου και όταν στεναχωριόμουν και λύγιζα με ένα "άντε ρε από κει, που κάθεσαι και στεναχωριέσαι γι' αυτό" έκανε το πρόβλημα να μοιάζει πολύ μικρότερο. Έχω γνωρίσει γενναιόδωρους ανθρώπους αλλά αυτός έδωσε άλλο νόημα στο χαρακτηρισμό. Αυτοθυσία μέχρι βλακείας, φιλότιμο που κάποιοι εκμεταλλεύτηκαν και τον πλήγωσαν. Αν του ζητούσες κάτι θα πήγαινε και στην κόλαση να το βρει, αδιαφορούσε όμως για τις ανάγκες του δικού του κορμιού»
Για αυτούς ακριβώς τους λόγους που περιγράφει ο Μπάμπης. Που μπορώ να τους βεβαιώσω ένορκα και με κάθε πιθανό και απίθανο όρκο, για έναν άνθρωπο που συνάντησα όλο και όλο δύο φορές (ήδη αμφιβάλλω για την τρίτη).
Το κατάλαβα αμέσως, μου το μετέδωσε, με έπεισε, χωρίς βέβαια να κάνει οτιδήποτε για να με πείσει. Κάτι του στυλ ‘πως πας ρε μάγκα; ωραία είστε να πούμε, εντάξει ναι’ είχαμε ανταλλάξει. Και εγώ του είπα ότι ‘το γκαράζ μόνο για τα κείμενά σου μου αρέσει, κατά τα άλλα το βαριέμαι, δεν προσφέρει τίποτε’ (τέτοιος μαλάκας είμαι δηλαδή).
Δεν τον ζήλεψα πάντως που ήταν τέτοιος άνθρωπος. Δεν μπορώ να είμαι τέτοιος άνθρωπος. Εξαρχής τον θαύμασα και απόρησα. Που υπήρξε κάπου εκεί έξω ένας τέτοιος άνθρωπος και δη μουσικόφιλος. Δεν είχα γνωρίσει ποτέ άδολο μουσικόφιλο μέχρι τότε, και ούτε και από τότε μέχρι τώρα, θεωρώ. Πάντα διακρίνω στη μουσικοφιλία αν όχι δόλο, τουλάχιστον μία χρήση της ως δεκανίκι. Ούτε δίνω και πολλή μεγάλη σημασία στο ‘άδολο’ πάντως, ειδικά στην μουσικοφιλία. Τα δεκανίκια με ενοχλούν περισσότερο, ομολογώ, από τον δόλο κάθε βαθμού.
Αλλά αυτός ο άνθρωπος με τάραξε, με ταρακούνησε, με κόλλησε στον τοίχο. Κοίτα να δεις είπα, και το λέω πολλές φορές έκτοτε όταν συχνά- πυκνά τον θυμάμαι, δεν είναι όλοι μαλάκες σαν και εμάς, κάποιοι καίγονται πραγματικά για αυτό το πράγμα, αλλά καίγονται μόνοι τους και χωρίς να το παίρνει πρέφα σχεδόν κανείς. Αν δεν κάτσει κάποιος να αποκρυπτογραφήσει τα βασανιστικά τους χειρόγραφα.
Και όταν έμαθα ότι πέθανε, αισθάνθηκα πραγματικά ότι χάθηκε ένας άνθρωπος δικός μου (που δεν ήταν), και που η τεράστια απώλεια στο πρόσωπο του ήταν το ότι δεν τον γνώριζε σχεδόν κανείς όσο ζούσε. Και συνεπώς όχι ο ίδιος ο θάνατος του. Ή κάπως έτσι τέλος πάντων, μάλλον δεν το είπα καλά.
Κάπως έτσι είχα προετοιμαστεί όλα αυτά τα χρόνια, υποσυνείδητα μεν, αλλά γερά ως (μου) αποδείχτηκε, και για τον θάνατο του Μπάμπη, μέσα από τον προηγηθέντα – κατά 11 ακριβώς χρόνια από ότι βλέπω- θάνατο του φίλου του Χρυσαφάκη Αναγνωστάκου. Και κατάφερα να επιβιώσω, όπως συνήθως κάνουν οι ζωντανοί, όσο και να μνημονεύουν τους νεκρούς.
Σκληρή λογική, αλλά στο τέλος της κάθε ημέρας έχεις να τα βρεις με τον εαυτό σου και μόνον.
Ούτε Αργυρίου είμαστε οι περισσότεροι, ούτε Αναγνωστάκοι (δες), άλλωστε.
‘Α ρε μπαγάσα…’ για ακόμη μια φορά λοιπόν.