Girl in a record store (You Should All Be Murdered)
'Όταν ήμουν περίπου τεσσάρων χρονών και λίγο πριν χάσω το status μου ως μοναχοπαίδι, ο μπαμπάς μου άρχισε να με παίρνει μαζί του στο κέντρο για δίσκους. Υποθέτω η μαμά μου δεν ήθελε να βλέπει κανέναν Σάββατο πρωί, ο μπαμπάς μου μόλις είχε αγοράσει το καινούριο του ηχοσύστημα κι έτσι χωρίς να το καταλάβω ξεκίνησε και η δική μου σχέση με τα δισκάδικα. Θυμάμαι να φτάνει η μύτη μου μετά βίας στα racks, τον μπαμπά μου να τα ψάχνει ένα ένα, να μιλάει με κόσμο, να φεύγει πάντα με μία σακούλα, κυρίως από τον Αλμπάντη και τον γυρισμό συνήθως με τα πόδια από παραλία για να δω και τις αρκούδες που στεγάζονταν κάπου εκεί γύρω (η Θεσσαλονίκη ήταν ανέκαθεν συναρπαστική πόλη...).
Οι γονείς μου με άφηναν να περιεργάζομαι τους δίσκους τους, παρά το γεγονός ότι κάποτε σχεδόν κατέστρεψα όλες τις μαγνητοταινίες τους και μου έγραφαν και κασέτες με τα αγαπημένα μου αφού το 70's κασετόφωνο που σνόμπαραν πλέον είχε περάσει στην κατοχή μου.
Λίγο αργότερα όταν γίναμε περισσότεροι και είχαμε λιγότερο χρόνο, για καλή μας τύχη άνοιξε ακριβώς απέναντι το δισκάδικο του ('Top Music' στην Κοσμά Αιτωλού) ο Γιώργος και ο μπαμπάς μου απέκτησε και καινούριο hangout αλλά και έναν καινούριο φίλο. Για να μην χαλάσουμε την αγαπημένη μας συνήθεια, τους έκανα πού και πού παρέα κι εγώ με τον μικρό μου αδερφό κάπου παραδίπλα. Είχα φτάσει πλέον στο σωστό ύψος ώστε να εξερευνώ μόνη μου καθώς άκουγα στο background καινούριες κυκλοφορίες, πρόσφατες ανακαλύψεις και ατέλειωτες αναλύσεις. Εκεί ίσως να πρωτοσυναντηθήκαμε και με την μελλοντική κουμπάρα μου όταν αγόραζε το πρώτο της βινύλιο Cure. Good times!
Έτσι σε ένα σπίτι όπου ακόμη και τα προβλήματά μας τα αντιμετωπίζαμε βάζοντας κάτι να ακούγεται σε αρκετά υψηλή έντασή, ίσως για να μην χρειάζεται να μιλάμε για αυτά, η μουσική αναπόφευκτα έγινε και σε μένα απαραίτητη. Και γύρω στα 13, όταν πίστευα ότι είχα ακούσει αρκετή free jazz για το υπόλοιπο της ζωής μου και είχα ήδη καταλήξει στο ότι το καλύτερο συγκρότημα του κόσμου είναι οι Cure, ο μπαμπάς μου μου έφερε να ακούσω το 'Daydream Nation'. Αφού πήρα την ασπρόμαυρη αφίσα για τον τοίχο μου και ευχαρίστησα είπα μέσα μου: Ι'll take it from here.
Αρχικά υιοθέτησα το σύστημα της μαμάς η οποία δεν είχε ιδιαίτερη όρεξη να πηγαίνει σε δισκάδικα (το γιατί έμελλε να το καταλάβω): έδινα όποτε μου επιτρεπόταν χαρτάκια με παραγγελίες.
Σε αυτό το σημείο πρέπει να πω ότι στη Θεσσαλονίκη ζούσαμε τη χρυσή εποχή της παράνομης δορυφορικής, με MTV και αξεπέραστο Super Channel (μπορεί να πρωτοδιάβασα για το 'Holocaust' στο ΄'Ήχος & Ηi Fi' που αγόραζαν ανελλιπώς οι γονείς μου, αλλά εκεί είδα πριν καλά καλά μπουν τα 90's ολόκληρο live My Bloody Valentine, όπως και αφιέρωμα σε κάτι 19χρονα από την Οξφόρδη). Με όλα αυτά μαζί και με τον διαθέσιμο ξένο μουσικό τύπο, υπήρχε αρκετή για τα δεδομένα της εποχής πληροφόρηση για το τι κυκλοφορεί εκεί έξω.
Μία μέρα γύρισα σπίτι από τα γερμανικά με το 'Some Friendly' στο χέρι. Ήταν η πρώτη φορά που είχα μπει μόνη σε δισκάδικο, δεν θυμάμαι καν σε ποιο. Το πρόβλημα μου από εκεί και ύστερα ήταν πώς ξαναμπαίνω. Και πού θα βρω αυτό που ψάχνω. Και τι θα κάνω αν δεν ξέρω ακριβώς τι ψάχνω. Και ήθελα να βρω κι εγώ το δικό μου hangout. Κάποια στιγμή όλα πήραν τον δρόμο τους.
Στη Θεσσαλονίκη στα 90's είχαμε αρκετές επιλογές. Ξεκίνησα από το Stereodisc, το μόνο δισκάδικο στο κέντρο που έβρισκε ανεκτό και η μαμά μου που δούλευε εκεί γύρω. Για μένα παρέμεινε αρκετά απρόσωπο (και απρόθυμο) αλλά έβρισκα πράγματα. Όμως δεν μου ήταν αρκετό και έτσι για κάποιο διάστημα συνέχισα να κάνω τα 'pre orders' μου μέσω του μπαμπά. Τα υπόλοιπα τα ανακάλυψα καθώς άρχισα να τριγυρνάω στο κέντρο όλο και περισσότερο (μέρα και νύχτα). Το Καλειδοσκόπιο ήταν πολύ μικρό αλλά το συνδυάζαμε με τον 4ωρο καφέ στο Φρουτότυπο. Στο Musicland πάλι πήγαινα με 2-3 συγκεκριμένους φίλους μου για παρέα, αλλά όλο και κάτι έβρισκα κι εγώ (Dinosaur Jr, τα minis των Therapy?, κα'νά Bad Religion). Τα υπόλοιπα τρία ήταν σίγουρα πιο σημαντικά.
Στον Λωτό πήγαινα πάντα για τα λίγο πιο dark. Το περιβάλλον ήταν αρκετά άνετο, αν και πάντα θα πετύχαινα έναν γκοθo-industrial φίλο/γνωστό μου που δεν θα ενέκρινε κάποια από τις λοιπές όλο και πιο soft αγορές μου ή το ότι πήγα χθες στο Troll (γιατί άλλο acid house, άλλο techno και γενικά πολύ άρχισα να τα μπλέκω όλα).
To Rollin Under ήταν ιδιαίτερη περίπτωση: ήταν κρυμμένο στο πιο ωραίο σημείο και είχε τα πάντα, αλλά δυστυχώς είχε και θαμώνες οι οποίοι έκαναν την διέλευση προς το ταμείο αγχωτική εμπειρία. Εν τω μεταξύ στην προσπάθειά μου να συνδέσω τη μουσική που 'κληρονόμησα' με την μουσική που ανακάλυπτα, είχα και πολλές απορίες και έπρεπε κάποιος να με βοηθήσει. Έτσι, όπως ο Πάκης στον Λωτό με διευκόλυνε με την ευρύτερη δισκογραφία του Edward Ka-Spel και κάποια στιγμή με ενημέρωσε ότι οι Coil έχουν κάνει κι άλλα πράγματα εκτός του Windowpane, ο Μπάμπης ήταν πάντα ευγενικός και απαντούσε στις μάλλον αφελείς ερωτήσεις μου. Παρά τα κάποια αμήχανα περιστατικά, όπως ήταν η αποτυχημένη μου προσπάθεια να εξηγήσω σε κάποιον άγνωστο γιατί θα ήθελα αν δεν τον πείραζε να αγοράσω το Pale Saints που κρατούσα στα χέρια μου, επέστρεφα τακτικά και βέβαια εκεί βρήκα και το Congregation των Afghan Whigs, γεγονός τεράστιας σημασίας για μένα.
Υπήρχε τέλος και ένα δισκάδικο στο οποίο μία μέρα μπήκα και έμεινα. Το Noise στην Αγγελάκη το ανακαλύψαμε με την τότε κολλητή μου όταν πρωτοάνοιξε. Πώς έγινε και περάσαμε από εκεί δεν έχω ιδέα. Meant to be...
Στα 16 μου ακόμη μιλούσα λίγο, έκλαιγα εύκολα και συνήθως έκανα ότι δεν ακούω για να μην χρειάζεται να αντιμετωπίζω τον -έξω από τον δικό μου- κόσμο. Και είχα πάντα το άγχος ότι κάποιος (άντρας) θα σχολιάσει τις αγορές μου, εντός και εκτός δισκάδικων. Από το πού το ξέρω εγώ αυτό, γιατί σίγουρα κάποιος θα μου είπε τι να πάρω, μέχρι του αν είμαι πολύ μικρή ή πολύ κορίτσι για αυτό ή εκείνο, η ερώτηση 'τι [βλακείες] πήρες πάλι' κατάντησε τόσο οικεία που ακόμη και σήμερα την εκλαμβάνω ως δείγμα τρυφερότητας ή κοινωνιοπαθούς συμπάθειας απέναντί μου.
Στο Noise ένοιωσα πολύ άνετα και παραδόξως ιδιαίτερα με τους μεγαλύτερους από μένα θαμώνες. Είχαν τη διάθεση να μου μιλήσουν και έναν ενθουσιασμό ο οποίος παρέκαμπτε το γεγονός ότι ήμουν 'κοριτσάκι', και τα στερεοτυπικά που αυτό συνεπάγεται και δυστυχώς δεν έλειπαν ούτε από τους εναλλακτικούς κύκλους .
Δεν ξέρω πώς ακριβώς σκεφτόμουν και δεν ξέρω τι σκέφτονταν αυτοί, νομίζω ότι μου άρεσε αυτό το nerdiness που μοιράζονταν μαζί μου. Από τον Αυρήλιο και τους ΄μεγάλους' άκουσα και έμαθα πολλά πράγματα που ίσως αλλιώς να μου είχαν διαφύγει, όπως ας πούμε τους Felt (μιας και το θέμα είναι επίκαιρο), τι έκαναν οι Pulp πριν το 'Separations' (το 'Little Girl', το πιο χρήσιμο τραγούδι που άκουσα στα 16 μου ) και φυσικά τη Sarah Records. Μπορεί να έχω ελάχιστα δισκάκια γιατί υπήρχε σειρά προτεραιότητας and I knew my place, αλλά όλο και κάποιος θα μου έκανε δώρο ένα mixtape με τα απαραίτητα. Σιγά σιγά μαζεύτηκαν και κάποιοι συνομήλικοι μου που λίγο πολύ ήξερα από Berlin- Lucky Luck και άρχισα κι εγώ να κάθομαι όλο και περισσότερο.
Έχω πολύ ωραίες αλλά και περίεργες αναμνήσεις από τα Σάββατα κυρίως που περνούσα στην Αγγελάκη. Εκείνη την περίοδο τα πράγματα στο σπίτι μου ήταν αρκετά δύσκολα και παρόλο που δεν μιλούσα ιδιαίτερα για αυτό σε κανέναν, με βοηθούσε να βρίσκομαι με κόσμο που ήταν λίγο σαν κι εμένα έστω σε ένα πρώτο επίπεδο. Μέσα στο Noise έκανα φίλους και έχασα (ευτυχώς) φίλους. Και βρήκα τελικά και την κολλητή που δεν με παράτησε ποτέ. Και ο Αυρήλιος ήταν πάντα πολύ καλός μαζί μου και πολύ διακριτικός απέναντι στα αρκετά δράματά μου, αισθηματικά και μη. Ας πούμε όταν ένα Σάββατο πρωί κάπου στο 1995 πήγα χαρούμενη να πάρω το Stereolab που είχα κρατημένο, ανακάλυψα ότι το είχαν ήδη παραλάβει δήθεν για λογαριασμό μου κάποιοι φίλοι με τους οποίους μόλις είχα κόψει οποιαδήποτε σχέση. Φυσικά άρχισα να κλαίω με λυγμούς κι ενώ οι απορημένοι παρευρισκόμενοι προσπαθούσαν να με ηρεμήσουν εγώ προσπαθούσα να εξηγήσω τι είχε συμβεί.
Τελικά το Stereolab ξαναήρθε, εγώ ξεπέρασα το τραύμα και αποφάσισα να σταματήσω να κλαίω τόσο και γενικότερα να ασχολούμαι με το τι πιστεύουν οι άλλοι για μένα. Στο Noise συνέχισα να πηγαίνω ενώ το indie έμπαινε πλέον στην brit-pop φάση του και ο κόσμος ανανεωνόταν. Και αφού μεταφέρθηκε στην δεύτερη τοποθεσία του στη Λώρη Μαργαρίτη τελικά έφυγα οριστικά από την πόλη και τη χώρα.
Mε τον περισσότερο κόσμο από εκείνη την περίοδο έχω καταφέρει να κρατήσω σχέσεις έστω και εξ' αποστάσεως. Με τους υπόλοιπους απλώς προσποιούμαστε ότι δεν γνωριστήκαμε ποτέ. Αυτό το κείμενο λοιπόν μου δίνει την ευκαιρία να πω επιτέλους στον Αυρήλιο ένα ευχαριστώ και να απολογηθώ που δεν έχω περάσει τόσα χρόνια να τον δω (επίσης να προειδοποιήσω ότι σκοπεύω να επανορθώσω άμεσα).
Μπορεί όλα αυτά να ακούγονται ρομαντικά ή λίγο δακρύβρεχτα αλλά είναι πραγματικά δύσκολο για κάθε άνθρωπο να βρει μία ταυτότητα μεγαλώνοντας, έναν τρόπο να επικοινωνήσει, ένα σημείο αναφοράς τέλος πάντων, κάτι σαν τη θέση του- και ειδικά της -στον κόσμο. Και παρόλο που στην περίπτωσή μου ήταν εν μέρει προκαθορισμένη αυτή η σχέση με τη μουσική και κατ' επέκταση με το δισκάδικο, κατέληξε να γίνει η δική μου 'coming of age' εμπειρία.
P.S. Ακόμη πηγαίνω σε δισκάδικα όσο μπορώ κι ενώ ο μπαμπάς μου πλέον ρωτάει εμένα τι καινούριο υπάρχει που μπορεί να του αρέσει, υπάρχουν ακόμη αυτοί (οι συνήθως νεότεροι μου πλέον άντρες) που θα μου υποδείξουν το καλύτερο από αυτό που εγώ επέλεξα άλμπουμ του τάδε γκρουπ, γιατί προφανώς δεν το γνωρίζω. Και καμιά φορά κάνω ακόμη ότι δεν ακούω.