Herald of the Hidden: Απόκρυφη detective λογοτεχνία
Από τη μια, ως (ψευδο)νοητικές ασκήσεις, τα ντετέκτιβ διηγήματα είναι εθιστικά αναγνώσματα, προσφέροντας την ψευδαίσθηση της συμμετοχής στη διαλεύκανση γριφοειδών υποθέσεων. Η δε διηγηματική φόρμα τους προσφέρει ένα περιβάλλον και χαρακτήρες που (θεωρητικά τουλάχιστον) εμπλουτίζονται και επεκτείνονται με κάθε διαδοχική διήγηση, επιτρέποντας στον αναγνώστη να αναπτύξει μια στενή σχέση με τον κόσμο του συγγραφέα. Από την άλλη, το είδος τείνει προς την επανάληψη: μετά από την ανάγνωση ελαχίστων δειγμάτων, ο αναγνώστης βλέπει να αναδύονται και να αποκρυσταλλώνονται άκαμπτα μοτίβα που οδηγούν σε μια παρέλαση επαναλαμβανόμενων και προβλέψιμων μανιερισμών*. Επίσης, το αρχέτυπο του ντετέκτιβ ζέχνει με το πνεύμα της νεωτερικότητας, εξιδανικεύοντας προβληματικές πτυχές προσωπικότητας και συμπεριφορές όπως ο ψυχρός ορθολογισμός, η καταπίεση των συναισθημάτων, ο διαχωρισμός νου και ύλης (και η επακόλουθη θεώρηση υπεροχής του πρώτου επί της δεύτερης)· παράλληλα το έγκλημα αποκόπτεται από το περιβάλλον και τις ποικίλες συνθήκες που το γεννούν ενώ κανονικοποιούνται κανόνες, αξίες και καταστάσεις που στον κόσμο μας βασίζονται στην δια του νόμου επιβολή τους.
Όπως και να έχει, το είδος ήταν και παραμένει εξαιρετικά δημοφιλές, με αποτέλεσμα να έχει αναπτύξει κάποιες παράξενες θεματικές παραφυάδες, μεταξύ των οποίων το γοητευτικό occult detective fiction. Λογοτεχνικοί απόκρυφοι ερευνητές υπάρχουν ήδη από την αυγή του 20ου αιώνα, με τους John Silence (του Algernon Blackwood) και Carnacki (του William Hope Hodgson) να είναι οι μάλλον γνωστότεροι. Το χαρακτηριστικό γνώρισμα του υποείδους προφανώς έγκειται στην ύπαρξη του υπερφυσικού στοιχείου: ενώ στις πιο επικρατούσες εκφάνσεις του ερευνητικού αστυνομικού είδους όποτε αυτό εμφανίζεται χρησιμεύει συνήθως ως μανδύας για τις όποιες φυσικότατες εγκληματικές ενέργειες (βλ. The Hound of Baskervilles του Doyle), στις occult detective ιστορίες το υπερφυσικό στέκει αυθύπαρκτο και αποτελεί τον βασικό αντίπαλο του ερευνητή. Οι δε καταστάσεις που καλείται να λύσει ο πρωταγωνιστής απομακρύνονται από τον νομικό όρο του εγκλήματος, πολλές φορές γλιστρώντας σε καταστάσεις βυθισμένες στο παράλογο.
Το “Herald of the Hidden” (Tartarus Press, 2013) είναι η δεύτερη μου επαφή με τη γραφή του Βρετανού Mark Valentine, τον οποίον είχα συναντήσει για πρώτη φορά στις ιστορίες της συλλογής “Secret Europe” – στο βιβλίο εκείνο απόλαυσα όλα σχεδόν τα διηγήματα του συγγραφέα, τα οποία κατάφεραν να παρουσιάσουν θραύσματα μιας απόκρυφης ιστορίας της γηραιάς ηπείρου. Η διακριτικότητα του βιβλίου εκείνου με είχε προετοιμάσει για κάτι παρόμοιο: πίστευα πως στις ιστορίες του “Herald” το υπερφυσικό θα ήταν αμφιλεγόμενο στην καλύτερη. Εξεπλάγην λοιπόν ευχάριστα όταν ανακάλυψα πως από την πρώτη ακόμη ιστορία τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά εδώ.
Το βιβλίο περιέχει υλικό κυρίως από την πρώιμη συγγραφική περίοδο του Valentine· συγκεκριμένα, εδώ υπάρχουν δέκα occult ντετέκτιβ διηγήματα και έξι άλλα (επίσης με υπερφυσική χροιά). Ο πρωταγωνιστής, των πρώτων ιστοριών, Ralph Tyler, βασίζεται στους κλασσικούς προαναφερθέντες ερευνητές του υπερφυσικού με κάποιες διαφοροποιήσεις (δεν έχει τον οικονομικό πλούτο, τις γνωριμίες και την επιρροή των προαναφερθέντων). Ο αφηγητής των ιστοριών είναι ο φίλος και συνεργάτης του Tyler, η παρουσία του οποίου φυσικά φέρνει στο νου τον δόκτωρα Γουότσον. Ο χώρος όπου διαδραματίζονται οι ιστορίες είναι ως επί το πλείστο μια προ-διαδικτυακής εποχής Αγγλία του ύστερου 20ου αιώνα, με επίκεντρο την εξοχή: προάστια, μικρά χωριά και η ύπαιθρος κυριαρχούν, ενώ δίνεται μια εξέχουσα έμφαση στα απομεινάρια διαφόρων παραδόσεων.
Η λυρική γλώσσα του Valentine μπορεί να είναι φανταχτερή και ελαφρώς μπαρόκ αλλά καταφέρνει παράλληλα να είναι ιδιαιτέρως απολαυστική, κομψή και πάνω απ’ όλα μοντέρνα, δίχως να κουράζει τον αναγνώστη. Το ίδιο ισχύει και για τη δομή των ιστοριών, οι οποίες έχουν μια φυσικότατη αίσθηση βηματισμού και προσφέρουν όσες πληροφορίες (lore) είναι αρκετές ώστε να ικανοποιήσει τη δίψα του αναγνώστη δίχως να μπουκώνει η διήγηση.
Όπως ανέφερα, η πρώτη ιστορία (St Michael & All Angels) διαλύει κάθε αμφιβολία για την ύπαρξη του υπερφυσικού στοιχείου, το οποίο αποδεικνύεται εξαιρετικά πραγματικό, ακόμη και για τους ίδιους τους πελάτες του ντετέκτιβ Tyler. Δυστυχώς το συγκεκριμένο διήγημα δεν είναι το δυνατότερο του βιβλίου, θυμίζοντας τετριμμένη ιστορία φαντασμάτων. Η κατάσταση όμως βελτιώνεται άμεσα από το επόμενο (The Folly) με την απόρριψη (ή την αντιστροφή) κάποιων από τις κοινοτοπίες που κατακλύζουν τα είδη στα οποία κινείται το βιβλίο.
Με τον Ralph Tyler το υπερφυσικό σπανίως αντιμετωπίζεται ως ένας μονοδιάστατος εχθρός· ενίοτε δεν τοποθετείται καν στην κατηγορία του περίεργου γρίφου (κάτι που είναι συχνό φαινόμενο όσον αφορά τον Άλλο στην ντετέκτιβ λογοτεχνία) παρόλο που η έρευνα προφανώς τείνει να έχει μια νοητική πτυχή. Το υπερφυσικό προσεγγίζεται ως κάτι με το οποίο μπορεί κανείς να αλληλεπιδράσει και να συνδιαλλαχτεί, κάτι που αξίζει προσπάθειες επικοινωνίας. Οι οντότητες αποκαλύπτονται ως περίπλοκες και δυναμικές, το ανοίκειο ενσωματώνεται στο περιβάλλον και δεν ποτέ πέφτει στο επίπεδο μιας γεννήτριας αγωνιών. Από αρχαίους θεούς έως πλάσματα από την Άπω Ανατολή και πνεύματα του τόπου, οι σελίδες περιέχουν καλοφτιαγμένες όψεις του μη-ανθρώπινου.
Ο ντετέκτιβ Tyler, παρά τον διανοητικό μανδύα και την συναισθηματική μετριοπάθεια που τείνει να μαστίζει κάθε επίγονο του Σέρλοκ, δεν απορρίπτει το συναίσθημα. Άλλωστε, πώς θα μπορούσε να το κάνει, όντας ο ίδιος ειδήμων στον αποκρυφισμό, τόσο θεωρητικά όσο και πρακτικά; Σε μια άλλη νότα διαφοροποίησης, ο πρωταγωνιστής φαίνεται να έχει έναν ισχυρό ηθικό μπούσουλα, που δεν ευθυγραμμίζεται πάντα με το κοινωνικώς αναμενόμενο. Σε αρκετές από τις ιστορίες ο ήρωας δεν προσπαθεί να ξορκίσει το υπερφυσικό ή να το κάνει να προχωρήσει στο υπερπέραν, αλλά να το συνυφάνει πάνω στο (ανθρώπινο ή/και γεωγραφικό) περιβάλλον. Αυτός ο εναγκαλισμός του Άλλου και της ποιότητας αυτού, η μετατόπιση του προβλήματος από την εκδίωξη στο κέντημα μιας υπερανθρώπινης συνύπαρξης, είναι κάτι ιδιαιτέρως καλοδεχούμενο.
Τα προβλεπόμενα γνωρίσματα του είδους δεν είναι τελείως απόντα. Παρά την κάπως τραχιά εικόνα του (από την ετοιμόρροπη αμφίεση μέχρι τα βρωμερά αγαπημένα του τσιγάρα) ο Ralph Tyler διατηρεί στον πυρήνα του αρκετά από τα χαρακτηριστικά του πεμπτουσιακού ντετέκτιβ: είναι άντρας, ψύχραιμος, βασίζεται στη νόηση (που ευτυχώς δεν είναι ο αγνός ορθολογισμός του Σέρλοκ αλλά η αγάπη για την γνώση και η σοφία που αναβλύζει από αυτήν) και θριαμβεύει με την ύπαρξη των -«απαραίτητων» για το είδος- ιλιγγιωδών επαγωγών· η πρώτη του αντίδραση σε μια νέα υπόθεση είναι η επίσκεψη στη βιβλιοθήκη, ενώ έχει εμμονή με νοητικές ασκήσεις που παίρνουν τη μορφή επιτραπέζιων παιχνιδιών. Το σπίτι του είναι το αρχετυπικό άδυτο όπου η ομάδα καταφεύγει για να συλλογιστεί, όπως κι ένα σύμβολο της αγάπης του ερευνητή για την απομόνωση. Όταν αντιμετωπίζει το υπερφυσικό ο Ralph Tyler είναι ψύχραιμος και χαμηλών τόνων, ίσως σε υπερβολικό βαθμό. Υπάρχει επίσης μια τυπική, εκνευριστική σιωπή όσον αφορά τις όποιες υποθέσεις και ιδέες σχετικά με την κατάσταση πριν την λύση της κάθε υπόθεσης (πιθανότατα μια λογοτεχνική ανάγκη, που όπως και να ‘χει δεν έχει ωριμάσει καλά). Επιπλέον, ο σύντροφος, ο ανώνυμος αφηγητής μας, τείνει προς την καρικατούρα, ενσαρκώνοντας ως έναν βαθμό τη φωνή της κοινής λογικής και του μέσου ανθρώπου (για παράδειγμα έχει έναν εγγενή φόβο παράλογων καταστάσεων και μια φαινομενικά μαγική απέχθεια για την λήψη οποιασδήποτε πρωτοβουλίας, ειδικά όσον αφορά την υπόθεση).
Τέλος, οι έξι τελευταίες ιστορίες (που δεν έχουν να κάνουν με τον Tyler) αποτελούν ενδιαφέροντα δείγματα της λογοτεχνίας του υπερφυσικού. Ειδική μνεία αξίζει στο διήγημα Tree Worship, όπου αποκαλύπτεται η νεωτερική εμμονή με την ασφάλεια, τον έλεγχο και την απομόνωση του ατόμου, και την ηλικιακή περιθωριοποίηση, πριν καταλήξουμε σε μια παγανιστική θριαμβολογία της φύσης.
Παρά τον εναγκαλισμό των περιβαλλοντικών και αισθητικών χαρακτηριστικών των ειδών της ντετέκτιβ λογοτεχνίας και των ιστοριών φαντασμάτων, το “Herald of the Hidden” διαχωρίζεται απ’ αυτά σε καίρια σημεία (υπάρχει μια ωραία κριτική της ιμπεριαλιστικής ανθρωπολογίας στο διήγημα The Guardians of the Guest Room, ενώ ένα οικολογικό ήθος διατρέχει πολλές από τις ιστορίες) με έναν καινοτόμο και φρέσκο (μα όχι νεωτερικό) τρόπο, διατηρώντας παράλληλα την ουσία ενός ζεστού, κηροφώτιστου αναγνώσματος γεμάτου θαλπωρή.
*Φυσικά, αυτό δεν είναι απαραιτήτως κακό: η ανάγνωση μιας προβλέψιμης μα καλογραμμένης ιστορίας με το περιβάλλον και τους χαρακτήρες της οποίας είσαι στενά συνδεδεμένος, εμπεριέχει μεγάλη απόλαυση γιατί αναμιγνύει τα προτερήματα της επανάγνωσης με την φρεσκάδα των νέων πινελιών πάνω σε έναν γνώριμο καμβά.