I can’t live without my radio
Από τότε που ξεκίνησα να διαβάζω μουσική δημοσιογραφία, ήξερα ότι μια μέρα – σύντομα κατά προτίμηση – ήθελα να δοκιμάσω τις δυνάμεις μου σ’ αυτή. Αντίστοιχα, από τότε που άρχισα να ακούω εκπομπές στο ραδιόφωνο, ήξερα ότι ήθελα να βρεθώ πίσω από το μικρόφωνο και να προτείνω μουσικές σε όσους θα με άκουγαν. Υπήρχε κάτι μαγικό στη διαδικασία και των δύο αυτών ενασχολήσεων, ειδικά στη δεύτερη. Ξαπλωμένος στο δωμάτιό σου, με τα μάτια κλειστά, και κάποιος να σου εκπέμπει από κάποιον άλλο πλανήτη τραγούδια που ούτε μπορούσες να φανταστείς ότι μπορεί να υπάρχουν. Μιλάμε για εποχές που το διαδίκτυο δεν υπάρχει ούτε σαν υπόνοια, και η μουσική ενημέρωση εξαρτιόταν στο μεγαλύτερο βαθμό από τις δύο παραπάνω διεξόδους στον απεριόριστο ηχητικό ορίζοντα.
Ήμουν τυχερός που τις καίριες θέσεις στο μέσο αυτό, κατά τα μέσα της δεκαετίας του ’80 που βούτηξα για τα καλά στον ωκεανό των ήχων, κατείχαν κάποιοι άνθρωποι που γνώριζαν πολύ καλά το αντικείμενό τους (ασφαλώς στην πορεία συνάντησα και τσαρλατάνους που προσπαθούσαν να το παίξουν επαΐοντες, ενώ ήταν προφανές ότι απλά έβαζαν τους δίσκους που τους έστελναν οι εταιρίες τον έναν πίσω από τον άλλον). Οι εκπομπές των Ζήλου, Πετρίδη, Δασκαλόπουλου, Πετρουλάκη κτλ ήταν απαραίτητα ακούσματα εφόσον επιθυμούσες να πας λίγο παραπέρα τις γνώσεις σου και να μη μείνεις να παρακολουθείς όσα ανεβοκατέβαιναν στα charts (που ήταν μεγάλη υπόθεση κάποτε και επηρέαζαν τα γούστα μεγάλης μερίδας ανθρώπων) και παίζονταν στα κλαμπ και στις ντισκοτέκ.
Και κάπως έτσι μου/μας συστήθηκαν ένα σωρό απίστευτα πράγματα, που τα έγραφα συχνά σε κασέτες κι άκουγα εξαντλητικά στη συνέχεια, μέχρι να γίνουν δικά μου με την αγορά τους σε δίσκο (βινυλίου εννοείται, δεν υπήρχε κι άλλο φορμάτ τότε, πλην της επίσημης κασέτας που ποτέ δε συμπάθησα ούτως ή άλλως). Και κάπως έτσι ήρθε η ώρα να μπω κι εγώ στο στούντιο ραδιοφωνικού σταθμού και να βάλω μουσική να την ακούσουν όσοι συντονιστούν και να ανακαλύψουν τις δικές μου εμμονές. Ήταν 1998 όταν με μία αγκαλιά cds πήγα ένα πρωί Σαββάτου να κάνω το ξεκίνημά μου. Αμφιβάλλω αν με άκουσε κανείς – 7 με 9 το πρωί ήταν η εκπομπή– αλλά και μόνο που ένοιωθα να φεύγει από τα ηχεία το La Femme D’ Argent των Γάλλων Air ως πρώτο κομμάτι που έπαιξα ποτέ σαν πρόταση, η συγκίνηση ήταν δεδομένη. Το ίδιο και μία παράξενη πόρωση με τη διαδικασία, με τα λόγια που έπρεπε να έρθουν σαν απαραίτητο συμπλήρωμα για να ξέρει ο άλλος τι ακούει και γιατί είναι σημαντικό να προσέξει το συγκεκριμένο τραγούδι, συν όλα τα υπόλοιπα που έρχονται με μία εκπομπή. Η επικοινωνία με τους ακροατές είναι η κορυφαία ανταμοιβή για κάποιον που κάνει ραδιόφωνο, κι όταν αυτή δεν έρχεται μπορεί να κάνει την όλη φάση σχεδόν ανούσια, έως και βαρετή. Το ίδιο κι όταν δεν παίζεις αυτά που θέλεις, μα είσαι αναγκασμένος ν’ ακολουθείς μια λίστα από προκαθορισμένες επιλογές. Τότε είναι που η μοναδική επιλογή που έχεις είναι να εγκαταλείψεις το μετερίζι σου για κανέναν μεροκαματιάρη διασκεδαστή των FM…
Και κάπως έτσι μετά από όλα αυτά τα χρόνια, με τον άλλο ή τον άλλο τρόπο και σπασμωδικά ενίοτε, εξακολουθώ και κλέβω κάποιες στιγμές πίσω από μικρόφωνα ερασιτεχνικά μα πλήρη ελευθερίας και βάζω κάποια κομμάτια για μένα μα και όσους έχουν τη διάθεση να τα ακούσουν. Έχει τόση πλάκα όση είχε πάντοτε, συν ότι υπάρχει η περίπτωση να συναντήσεις τις αδελφές ψυχές που ξέρεις ότι βρίσκονται εκεί έξω και μπορούν να κάνουν τη ζωή σου ομορφότερη και μουσικότερη. Το ζητούμενο δεν έχει αλλάξει, όπως δεν έχει αλλάξει τίποτα στη μαγεία που εκπέμπει το ραδιόφωνο, παρά το ότι ο κόσμος γυρίζει με εντελώς διαφορετικούς τρόπους πια.