Η εποχή του Μπάμπη Αργυρίου…
«Αν σας άρεσε αυτό το φανζίν, τότε φτιάξτε το δικό σας. Θα χαρούμε πολύ να το δούμε. Αν πάλι δεν σας άρεσε, τότε φτιάξτε το δικό σας φανζίν, για να μας αποδείξετε πως τα καταφέρνετε καλύτερα». Κάτι τέτοια είχα γράψει όταν κυκλοφορήσαμε το πρώτο τεύχος των Σκιών του Β-23, ενώνοντας δύο προϋπάρχοντα φανζινάκια (τις Σκιές και το Β-23), ό,τι λεφτά υπήρχαν στους κουμπαράδες μας και τις γνώσεις που είχαμε αποκομίσει ο Δημήτρης Αργυρόπουλος κι εγώ από τη φάση των αυτοσχέδιων φωτοτυπημένων εντύπων. Και δεν ήταν μόνο η εφηβική κομπορρημοσύνη που υπέφωσκε πίσω τις δηλώσεις αυτού του είδους, υπήρχε όντως μία τέτοια κατάσταση όπου κάθε φανζινάς προσπαθούσε να φτάσει το επίπεδο του άλλου ομογάλακτου «εκδότη», όπως κάθε μουσικός προσπαθούσε να παίξει λίγο καλύτερα από τους υπόλοιπους. Πάντως όσον αφορούσε στα φανζίν, στην κορυφή βρισκόταν το Rollin’ Under, του οποίου το –τυπωμένο σε όφσετ– ένατο τεύχος υπήρξε η αφορμή για τη δική μας συνένωση και τυπογραφική αναβάθμιση.
Βεβαίως η παραπάνω εικόνα είναι παραπλανητική εάν δεν λάβουμε υπόψη ολόκληρο τον κόσμο της εγχώριας ροκ σκηνής και το κλίμα της αντικουλτούρας που είχε διαμορφωθεί στα μέσα περίπου της δεκαετίας του ’80. Αναδρομικά κοιτώντας τη, ήταν μια εποχή αισιόδοξη (παρά τις απαισιόδοξες ρητορείες) όπου η κοινωνία υιοθετώντας τα καταναλωτικά πρότυπα της δυτικής δημοκρατίας ξέκοβε από τον επαρχιωτισμό της και επούλωνε με γρήγορους ρυθμούς τα κόμπλεξ και τις πληγές της. Μέσα σε αυτό το τοπίο υπήρχε και μια μερίδα της νεολαίας που έβλεπε τον εαυτό της σαν πρωτοπορία, μια πρωτοπορία πολιτισμού και γούστου όχι πολιτική με την κοινή τότε έννοια της λέξης. Και συσπειρωνόταν γύρω από τις νέες μουσικές τάσεις. Αν λοιπόν η παλιότερη γενιά των νέων είχε «χάσει επεισόδια» (λόγω δικτατορίας και ελληνικής μικροαστικής ηθικής παντοκρατορίας), οι έφηβοι των 80s βρίσκονταν «μέσα στα πράγματα»: Είχανε πάει στο Rock in Athens και είχαν δει τους Cure και τους Stranglers, είχαν ακούσει τους Birthday Party και τους Bauhaus την ίδια εποχή με τους συνομήλικούς τους στο Λονδίνο, αγόραζαν δίσκους με καθυστέρηση μερικών μόνο εβδομάδων από την κυκλοφορία τους στην Αμερική. Και όσο στένευε αυτός ο πυρήνας –όσο αυτή η υποκουλτούρα βιωνόταν στην πιο καθαρή της μορφή– τόσο διαμορφωνόταν ένα πεδίο μικροεπικοινωνίας και κώδικες ενδοεπικοινωνίας σε ζώνες που περιελάμβαναν στέκια και χώρους συνεύρεσης, συνειδητές ταυτότητες και δίαυλους πληροφόρησης.
Ως προς το τελευταίο δεδομένο, υπήρχαν φυσικά δυο τρία εξειδικευμένα μουσικά περιοδικά πανελλαδικής κυκλοφορίας. Όμως για διάφορους λόγους δεν μπορούσαν να ικανοποιήσουν εκείνο τον συμπαγή πυρήνα πρωτοπόρων φανατικών πιτσιρικάδων: Οι συντάκτες των μουσικών περιοδικών ήταν μεγαλύτεροι σε ηλικία και ήταν κατά κανόνα φορείς του γούστου της δεκαετίας του ’70. Τα αντανακλαστικά της πλειοψηφίας τους ήταν αργά – ακόμα θυμάμαι την πολύ κακή κριτική που είχε γράψει ένας συντάκτης του Ποπ&Ροκ για το Fresh Fruit for Rotting Vegetables των Dead Kennedys, στα αυτιά του οποίου άλμπουμ και μπάντα ήταν απλώς θόρυβος! Επίσης παρουσίαζαν συνήθως καλλιτέχνες που είχαν διανομή στην Ελλάδα, αγνοώντας κυκλοφορίες που έρχονταν μαζικά ως εισαγωγές των εξειδικευμένων δισκάδικων. Τέλος στη σκέψη αυτών των μουσικοκριτικών περίσσευε η «κριτική» και απουσίαζε ο θυμικός ενθουσιασμός, ο φανατισμός του μέλους μιας υποκουλτούρας, η «καύλα» των εφήβων οπαδών που άκουγαν μουσική με την καρδιά και εντός μιας παρέας και όχι κατά μόνας και με το μυαλό…
Αυτό το κενό λοιπόν το κάλυψαν τα φανζίν και όχι μόνο: Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για ένα ευρύτερο δίκτυο αντικουλτούρας: Κλαμπ και μπαρ και παμπ, δισκάδικα, ενδυματολογική κοπτοραπτική, ραδιόφωνο, ντόπιες μπάντες, μερικές πιο αναγνωρίσιμες άλλες εντελώς «της γειτονιάς», οι πρώτες δισκογραφικές κυκλοφορίες, οι εικόνες που έρχονταν από τις σκηνές του εξωτερικού. Η σκηνή της Θεσσαλονίκης πάντα ήταν πιο πρωτοπόρα από εκείνη της Αθήνας, ίσως επειδή ήταν πιο εύκολο να συγκροτηθεί εκεί ένας τέτοιος πυρήνας ανθρώπων. Ο Μπάμπης ο Αργυρίου, ο «Μπάμπης ο Free» υπήρξε ένας από αυτή τη σκηνή. Και σίγουρα ήταν ένας από τους πρωτεργάτες ενός ολόκληρου συστήματος υποδομών που δημιουργήθηκε «από τα κάτω» και εξασφάλισε την επιβίωση και διόγκωση της σκηνής (ξεπερνώντας τα όρια της πόλης του πλέον).
Ο Μπάμπης πέρασε από όλες τις θέσεις: Υπήρξε ραδιοπειρατής, έπαιζε στο συγκρότημα Life in Cage, επιμελήθηκε πλήθος κασετών-συλλογών και αργότερα διαχειρίστηκε την ανεξάρτητη δισκογραφική Lazy Dog κυκλοφορώντας μερικούς από τους καλύτερους δίσκους της εγχώριας σκηνής, το mail order που είχε στήσει έγινε σημείο αναφοράς για κάθε σωστό οπαδό του ανεξάρτητου ροκ πριν μετεξελιχθεί σε δισκάδικο και χώρο συνεύρεσης και πληροφόρησης για τη σκηνή της πόλης και όχι μόνο. Το Rollin’ Under όμως το θεωρώ το αποκορύφωμα της προσφοράς του, από την άποψη πως διαμόρφωσε σε μεγαλύτερο βαθμό το γούστο μας και έδωσε την ευκαιρία σε πάρα πολλά αξιόλογα άτομα να κάνουν το πρώτο τους βήμα μέσα από τις σελίδες του. Γιατί δεν πρέπει να μας διαφεύγει πως το στήσιμο και το υλικό που περιείχαν τα φανζίν ξέφευγε από τη μανιέρα των περιοδικών: Εδώ μπορούσε να βρεις ένα ποίημα δίπλα σε μια συνέντευξη συγκροτήματος, ένα κόμικ μετά τις παρουσιάσεις δίσκων, την κριτική μιας ταινίας δίπλα στις σελίδες για τις συναυλίες.
Ο Μπάμπης Αργυρίου ήταν ένας μηχανισμός από μόνος του και ενορχηστρωτής ταυτόχρονα μιας μεγάλης ομάδας ταλαντούχων ανθρώπων. Υπήρξε όμως και στήριγμα μιας ολόκληρης σκηνής. Εμάς μας έκανε διανομή το φανζίν στη Θεσσαλονίκη χωρίς να κρατήσει μία δραχμή και –το κυριότερο– ήταν πάντα εκεί όταν τον χρειαστήκαμε, πρόθυμος να μας βοηθήσει. Αυτή την εικόνα, φαντάζομαι, θα έχουν οι περισσότεροι για τον Μπάμπη. Ο ίδιος δεν κεφαλαιοποίησε ποτέ την εμπειρία του, τις γνωριμίες που είχε κάνει όλα αυτά τα χρόνια, το κύρος του ονόματός του… Προτίμησε να μείνει εκεί που ένοιωθε άνετα, μαζί με τις μουσικές που λάτρευε. Αυτό βγαίνει και στα βιβλία του, αυτή η πίστη στον ζεστό του μικρόκοσμο.
Λοιπόν, τον Αργυρίου δεν τον πολυήξερα. Πριν από μερικά χρόνια διάβασα μια συνέντευξή του (στο Popaganda και στον Θεοδόση Μίχο, 18/07/2015) και κάπου κατάλαβα τις επιλογές του. Αυτό που δεν είχα ποτέ δει ήταν πως ήταν κατά βάθος ένας τύπος street wise, μια ανεμοδαρμένη ψυχή, κι ας μην το έκανε ποτέ ζήτημα. Ευτυχώς που ό,τι είχε μέσα του το έκανε δημιουργία και το σκόρπισε απλόχερα σε όλους εμάς. Χαίρομαι που έμεινε αγνός κι ευτυχισμένος συντροφιά με τους πολύ κοντινούς του ανθρώπους που τον αγαπούσανε. Κι αν τα έγραψα όλα αυτά είναι γιατί υπήρχε και ένας ακόμα κύκλος ανθρώπων, όχι τόσο κοντινός, που τον σέβονταν πραγματικά. Όχι μόνο για όσα έκανε αλλά για αυτά που ήταν…
Γιάννης Κολοβός