Η μουσική της κοινότητας
Τι είναι η λαϊκή τέχνη; Θα 'λεγα ότι είναι μια πρωτογενής καλλιτεχνική ανθρώπινη πράξη. Η αυθόρμητη εκείνη έκφραση που μορφοποιείται όταν ο άνθρωπος αντιμετωπίζει τις πιο άμεσες ανησυχίες του και μάλιστα αντιδρώντας σχεδόν αυτόματα στα εξωτερικά ερεθίσματα. Αυτό μάλλον σημαίνει ότι στην αρχή όλη η τέχνη ήταν λαϊκή. Όσο πιο πολύπλοκη γίνεται η επεξεργασία αυτών των ερεθισμάτων, τόσο πιο αδιόρατος γίνεται ο λαϊκός πυρήνας της τέχνης, έως ότου παύει αυτή να είναι λαϊκή. Σιγά-σιγά δηλαδή αφορά και απευθύνεται σε όλο και λιγότερους ανθρώπους.
Η λαϊκή τέχνη λοιπόν δεν μπορεί παρά να απευθύνεται σε ένα μεγάλο, το μεγαλύτερο, μέρος μιας κοινότητας. Και επειδή δεν είναι τόσο πολύπλοκη, δεν απαιτείται μεγάλος κόπος εκ μέρους του δέκτη για να την απορροφήσει. Αυτό σε καμιά περίπτωση δεν την καθιστά κατώτερη ή λιγότερο σοβαρή, γιατί ότι λείπει από πολυπλοκότητα και λεπτές, σχεδόν αδιόρατες αποχρώσεις και λεπτομέρειες κερδίζεται σε δύναμη και πολλές φορές ωμή εκφραστικότητα, εκτός κι αν προκύπτει εκ του πονηρού, όταν δηλαδή ο πρωτεύον στόχος της είναι συνειδητά εκ μέρους του καλλιτέχνη να έχει απήχηση σε πολύ κόσμο. Σε αυτή την περίπτωση δεν είναι τέχνη, γιατί ο άνθρωπος όταν πράττει τέχνη έχει κατ' αρχήν την ανάγκη να αναγνωρίσει και να αγγίξει κάτι αληθινό κατ’ αυτόν. Να καταλάβει κάτι από το υπαρκτό του «δράμα».
Η μουσική είναι νομίζω το κατεξοχήν λαϊκό μέσο, ειδικά στην εποχή μας, με το οποίο ο άνθρωπος δύναται να εκφραστεί καλλιτεχνικά αφού υπάρχει η δυνατότητα να μεταδοθεί εύκολα και γρήγορα σε πάρα πολύ κόσμο. Επίσης θα έλεγε κανείς ότι μάλλον οι δυνατότητες και οι εκφάνσεις της μουσικής σήμερα είναι σχεδόν άπειρες. Οι συμπράξεις και οι προσμίξεις των διάφορων παραδόσεων έχουν δημιουργήσει μια κατά κάποιο τρόπο παγκοσμιοποίηση στη λαϊκή μουσική. Αυτό ευτυχώς δεν σημαίνει ότι ο κάθε τόπος έχει απολέσει έναν δικό του προσωπικό χαρακτήρα. Ίσα ίσα που η ξεχωριστή ιδιοσυγκρασία των ανθρώπων κάθε περιοχής σε συγκερασμό με τα ξένα κάθε τόσο στοιχεία με τα οποία βομβαρδίζεται, δυναμώνει αλλάζει και τελικά εξελίσσεται. Όμως δεν μπορεί να λείπει από τη λαϊκή μουσική αυτό το πρωτογενές στοιχείο που λέγαμε. Κάτι που αφορά ίσως τους πάντες. Μια άγραφη, σχεδόν μεταφυσική αρχή που αναγνωρίζεται άμεσα και ταρακουνά σωθικά και αισθήσεις. Μπορούμε να επινοήσουμε ονομασίες και κώδικες για να μιλάμε για αυτή την αρχή. Όσους τραβά η όρεξη σου. Έλα όμως που ο λόγος μάλλον δεν είναι ικανός να μας βοηθήσει σε αυτήν την περίπτωση… Μου άρεσε πάντως η λέξη «ντουέντε» από τον Λόρκα. Αυτό το” κάτι που αφορά τους πάντες “είναι το ίδιο με το “αληθινό κατ’ αυτόν” που έλεγα παραπάνω όταν η «ποίηση», το ντουέντε, φτάνει σε δυσθεώρητα ύψη.
Επιχειρώ το λοιπόν να σας εκμυστηρευτώ τα 11 λαϊκά άσματα που με κολλάνε στον τοίχο (εννοείτε πως δεν είναι μόνο αυτά). Καταγράφονται στη σειρά από το καλύτερο κατ' εμέ μέχρι το 11ο καλύτερο. Δεν είναι αυτό που θα λέγαμε αντιπροσωπευτικά, είναι απολύτως προσωπική η επιλογή.
Μάρκος Βαμβακάρης- Πλημμύρα
Ένας ρυθμός άκρως μινιμαλιστικός, αργός, τελετουργικός. Μια τόσο απλή ιδέα που μπορεί να σε κάνει να τα χάσεις, να μαζεύεις τα μυαλά σου απ’ το πάτωμα. Μπορεί να το πει κανείς και σκοτεινό το τραγούδι αυτό. Μια πλημμύρα ικανή να σε μεταφέρει στην κόλαση. Μια κατάβαση αργή, με βήματα βαριά προς τα άγνωστα διαμερίσματα του ανθρώπινου ψυχισμού. Και αυτό επιτυγχάνεται με δυο πενιές και μια περιγραφή μιας καταστροφής. Απλά.
Σωτηρία Μπέλλου/Δήμος Μούτσης – Νταλίκα
Η Σωτηρία Μπέλλου της δεκαετίας του '80 είναι μια φιγούρα παράξενη. Η παρουσία της δηλαδή, η εμφάνισή της, σαφώς δείχνει άνθρωπο που έχει βιώσει πόνο και έχει ζυμωθεί από αυτόν, αλλά δείχνει να έχει και ένα πολύ ενδιαφέρον σαρκαστικό χιούμορ(να τώρα ας πούμε αν ήταν εδώ και μένα μάλλον θα μ' έβριζε ή θα μου έριχνε φάπα). Η φωνή της είναι αγέρωχη και σταράτη αλλά χωρίς γωνίες. Είναι γλυκόπικρη, όπως σε ένα υπέροχο βίντεο που είδα όπου τραγουδά με την ανιψιά της και στο τέλος της πετά ένα φιλί μάγκικο και τρυφερό. Ακόμα και στη «Νταλίκα», ένα τραγούδι αυστηρό, φορτισμένο με το πνεύμα της αδικίας, ενώ καταγγέλλει τη μικροπρέπεια, έτσι ακούγεται. Πικρή και τρυφερή.
Στέλιος Καζαντζίδης/Χρήστος Νικολόπουλος - Υπάρχω
Τι να 'ναι ο έρως; Μην είναι ένα σαρκοφαγικό δαιμόνιο; Μην είναι ένας παμπόνηρος άγγελος που σε κάνει αθάνατο για να μην πεθαίνεις από τα άνευ τέλους βασανιστήρια; Είναι ο ακάματος εμπνευστής αυτών των βασάνων; Είναι ο άγγελος του πονηρού, εκείνος που σου μαθαίνει την άκρατη ηδονή για να μπορεί να σε βασανίζει χωρίς να πάψεις να τον λατρεύεις. Μέσα από αυτό το δρόμο του πόνου γίνεσαι ατρόμητος ήρως. Πολεμιστής απόκοσμος, μαχόμενος για μια ανύπαρκτη ουτοπική τάξη πραγμάτων με εσένα αυτοκράτορα. Νικητής με τρόπαιο την ιδέα ενός προσώπου. Με τρόπαιο την αθανασία της ύπαρξής σου μέσα στο μυαλό της. Ή έτσι θέλεις να νομίζεις. Γιατί το ξέρεις. Το δράμα σου είναι γραμμένο στις αόρατες λέξεις πίσω από το τραγούδι. Εκείνες που θυμίζουν μόνο την πληγή.
Άκης Πάνου – Χαροκόπου 1942-1953 (7 Νομά)
Πόσες φορές έχει ακουστεί από ανθρώπινα χείλη η φράση «άτιμη κοινωνία»; Εντάξει δεν είναι όλοι δικαιολογημένοι όταν την προφέρουν, αλλά αυτή η κραυγή των ανθρώπων που λειτουργεί ως εξορκισμός απέναντι στην κακή τους μοίρα είναι από τα πιο διαχρονικά παράπονα-θέματα του λαϊκού τραγουδιού. Οι λυγμοί σβήνουν τις λέξεις. Τις μετατρέπουν σε αφαιρετικούς ημιλεξικούς τραυλισμούς που εκφράζουν με απόλυτα ποιητικό τρόπο την απελπιστική ανάγκη του ατόμου να διώξει από πάνω του την γκίνια του και το άδικο που εισέπραξε από τον ψευτο-πολιτισμό.
Μάρκος Βαμβακάρης – Τα Ματόκλαδα σου λάμπουν
Δε θα συναντήσουμε ποτέ σε αυτές τις μουσικές έκφανση του έρωτα επιφανειακή και χαζοχαρούμενη. Ξέρετε τώρα πεταλούδες, καρδούλες, πεφταστέρια, μοβ μονόκεροι και γενικώς σάχλα που καταστρέφει εγκεφαλικά κύτταρα. Θα συναντήσουμε όμως συγκίνηση. Ατόφια συγκίνηση ενός απλού και ψημένου ανθρώπου μπροστά στη θέα του αγαπημένου του προσώπου, που όπως κι αν είναι αυτό, από την αγάπη του που τον πλημμυρίζει το βλέπει σαν θαύμα, μια λαμπρή ομορφιά που τον κάνει να κλαίει και την τραγουδάει. Μια χαρά χωρίς φιοριτούρες και τυμπανοκρουσίες. Μια χαρά πηγαία, ήρεμη και αγνή που δε χασκογελάει.
Βασίλης Τσιτσάνης – Συννεφιασμένη Κυριακή
Μου κάνει πολύ μεγάλη εντύπωση αυτό το τραγούδι. Οι συνθήκες υπό τις οποίες έχει γραφτεί, απ’ ότι μας λέει ο Τσιτσάνης είναι από τις πιο «μαύρες». Μέσα στην κατοχή εκεί που η καθημερινότητα ήταν να βλέπει κανείς αιμόφυρτα πτώματα στους δρόμους ο Βασίλης Τσιτσάνης το εμπνεύστηκε και το δούλεψε. Μάλιστα πάντα αναρωτιόμουν σχετικά και με τον τίτλο, αν υπάρχει δηλαδή κάποια σχέση με το “Gloomy Sunday”. Έμαθα τελικά ότι ναι, ο Τσιτσάνης είχε ακούσει την πρώτη εκτέλεση του Seress Rezso. Φυσικά μόνο ο τίτλος έχει παρθεί από εκεί. Τελοσπάντων, μου κάνει εντύπωση γιατί η μελωδία του δεν μου φαίνεται βαριά και σκοτεινή. Παρόλο το δυσοίωνο των στίχων, έχω την εντύπωση ότι η μουσική θέλει να δώσει και έναν άλλο τόνο, όχι μίζερο και μαύρο αλλά αγέρωχο και φωτεινό, σα να θέλει να σκάψει μέσα στα γκρίζα σύννεφα για να βρεθεί κάποια στιγμή ξανά ο ήλιος.
Ρόζα Εσκενάζυ/Κώστας Σκαρβέλης – Τράβα Βρε Μάγκα και Αλάνι
Η Ρόζα Εσκενάζυ είναι μια καλλιτέχνης που της έχω ιδιαίτερη αδυναμία. Ο τρόπος που τραγουδά, η εκφορά των φθόγγων, οι ήχοι που βγαίνουν από το στόμα της σε μαγνητίζουν. Μια σαγήνη ιδιόμορφη που αδυνατείς να της αντισταθείς, γεμάτη ερωτισμό και γλυκύτητα. Αλλά και μια έντονη δόση μαγκιάς. Όμως αυτή η λέξη έχει ένα βαρύγδουπο χαρακτήρα που δεν ταιριάζει ακριβώς με αυτό που εκφράζει η Ρόζα. Η Ρόζα είναι μόρτισσα σαν και αυτήν που αγάπα το αλάνι του τραγουδιού. Πότε είναι εκεί και τη βλέπεις, πότε όχι. Ένας αέρινος τυχοδιώκτης. Ένα ελεύθερο πουλί, ένα γλυκό καναρίνι, ένα αερικό. Δε μου κάνει καμιά εντύπωση που ο άντρας της την λάτρευε και ήταν 30 χρόνια νεότερος της.
Μανώλης Αγγελόπουλος - Τα φιλιά σου είναι φωτιά
Φορά μαύρο πουκάμισο στενό με λευκά πουά, παντελόνι καμπάνα και ζώνη με τεράστια οβάλ γυαλιστερή αγκράφα. Έχει σπαστό μαύρο κορακί μακρύ μαλλί, μουστάκι και ένα βλέμμα κάπου μεταξύ γερακιού και χασικλή. Η μουσική του είναι αρχαία, κατάγεται από τις πιο αχαρτογράφητες ερήμους της Μέσης Ανατολής και αντηχεί σαν το φάντασμα ενός βεδουίνου που ερωτεύτηκε ένα δαίμονα κόκκινο και καυτό, παρασύρθηκε από αυτόν και ξέμεινε να περπατά στην άμμο μέχρι να πεθάνει το σώμα του κυνηγώντας τον. Το είπε πολύ ωραία και η Diamanda Galas (και πολλοί άλλοι) αυτό το άσμα, αφού και αυτή διακατέχεται από την ίδια καυτή πνοή, αλλά ο Μανώλης κάνει και το πιο κρύο δωμάτιο να ζεματάει.
Στελλάκης Περπινιάδης - Αν ήμουν πέτρα
Πάλι ο έρως. Δε θα μπορούσε διαφορετικά αφού υπό οποιεσδήποτε συνθήκες και καταστάσεις του ανθρώπινου βίου ο έρως είναι εκεί, είτε απροκάλυπτα, είτε πιο πλαγίως, έτσι ώστε να πρωταγωνιστεί στους στίχους αλλά και στις αφορμές για να γράψει κάποιος ένα λαϊκό τραγούδι. Ο έρως όμως προκαλεί πόνο. Πόνο ψυχικό και αγωνία μεγάλη σαν και αυτή που δηλώνει ο Στελλάκης ο Περπινιάδης όταν λέει ότι ακόμα και οι πέτρες δεν θα άντεχαν στη θέση του. Το παράπονο του δυνατού και παθιασμένου ατόμου που δεν μπορεί να γυρίσει σελίδα όταν η ευτυχία του έχει μετατραπεί σε οδύνη
Βασίλης Καρράς/Κωνσταντίνα/Φοίβος – Το Δηλητήριο
Και φτάνουμε στην σύγχρονη εποχή, όπου όπως είχε πει και ο Brian Eno, το 99% της μουσικής που ακούμε είναι ηλεκτρονική. Ας το παραδεχτούμε έχει δίκιο. Από ένα σημείο και μετά τίποτα δε γλυτώνει από τα άτιμα ηλεκτρόνια. Ακούμε την κάργα λαδωμένη και αλατισμένη φωνή του Βασίλη Καρρά και το μυαλό μας (κάποιων το μυαλό τέλος πάντων) αρνείται να δεχτεί την πραγματικότητα αυτή. Ανταποκρίνεται σα να μη συμβαίνει. Πριν από καμιά 25ετία άκουγε ο κόσμος techno και γύριζε το μάτι του. Απίστευτη αποστροφή για τα «άψυχα» μηχανήματα παραγωγής ήχου ηλεκτρονικού. Έβαζαν ένα Καρρά για να έρθουν στα ίσα τους. Ευτυχώς η ηλεκτρονική εποχή πήρε την εκδίκηση της για αυτό το bulling που υπέστη και σάρωσε μέχρι και αυτές ακόμα τις λαϊκές πίστες. Άλλες φορές για κακό και κάποιες άλλες για πολύ καλό, όπως στο δηλητήριο.
Τα Παιδιά απ’ την Πάτρα - Πίκρανες το φαντάρο
Λέω εξ αρχής ότι γουστάρω τρελά τα Παιδιά απ΄ την Πάτρα. Η μουσική τους έχει μια ιδιότυπη εξυπνάδα. Παρόλο που είναι «ελαφρά» μουσική, είναι πολύ ωραία στημένη και οργανωμένη από ανθρώπους που ξέρουν τι κάνουν. Ας πούμε εδώ το μπάσο έτσι όπως δεν φοβούνται να το φέρουν αρκετά μπροστά δίνει μια περίεργη εντύπωση ότι επιδιώκουν να αφήσουν να διαφανεί μια νύξη ενός διακριτικού τζαζ φιουζιον. Και οι στίχοι είναι μούρλια, πολλές φορές το σκερτσόζικο ακαταμάχητο χιούμορ τους σε στέλνει για βρούβες. «Όχι δεν έπρεπε να τον πικράνεις το φαντάρο το φαντάρο γιατί είναι μόνος του μέσα στο πέλαγο και ψάχνει φάρο». Τι λες τώρα κύριε μου!