Η συναυλία από την οποία… έφυγα
Sisters Of Mercy (London Astoria, 02-05-2006)
Lucretia, my reflection, γιατί φεύγουν όλοι, πού πάτε;
Πράγματι, στη Λουκρητία έφευγαν πια μαζικά οι γκοθάδες, αρκετοί με στραπατσαρισμένο μέικ απ από το κλάμα για τα χάλια που δεν βλέπαμε. Γιατί με το που βγήκαν οι Sisters στη σκηνή (ας πούμε ότι βγήκαν, ίσως μάθουμε μια μέρα, ποιος ξέρει;) το Astoria πνίγηκε στον ξηρό πάγο, με αποτέλεσμα η εφηβιόθεν εικόνα μου για τον Eldritch - ξωτικό του σκότους να αντικαθίσταται από τη θύμηση ενός παρακμιακού, κιτσάτου ομιχλώδους μωβ-κίτρινου τοπίου, το οποίο υπαινισσόταν και κάποια μορφή ζωής από πίσω. Ήταν οι Sisters; Ήταν ο Τέρης Χρυσός; Δεν ξέρουμε. Θα μου πείτε, καλά δεν έβλεπες, δεν άκουγες κιόλας; Κάποια στιγμή όντως άκουγα κάτι σαν χαλασμένα μουντά σύνθια σκυλάδικου (συνήθως λέγεται “Σανζ Ελιζέ” ή “Φαλώρεια” και διοργανώνει χοροεσπερίδες) και φωνητικά Ράδιο Μπλάκμαν σε πανηγύρι στα Άνω Σούρμενα, αλλά με χαμηλή ένταση, κάτι που τούτων δοθέντων συμπεριλαμβάνεται ασφαλώς στα συν. Στα συν και το ότι με πήρε ο ύπνος (δεν άντεξα τόσο excitement, χώρια που πήγα στο Astoria αμέσως μετά τη δουλειά μου), αν και δυστυχώς με ξύπνησαν οι φωνές της διπλανής: “Up! Up! We can’t hear you”. “Well I can’t hear myself sing” απάντησε ο Eldritch και συνέχισε ανενόχλητος να “ερμηνεύει” (πήγα και μπροστά, μην χάσω το αριστούργημα..) Κλασικές μάρθες βούρτσες οι γύρω γκοθάδες, έβριζαν ή έκλαιγαν και όσοι άντεξαν και το “Lucretia, My Reflection”, έπεσαν ηρωικά, σαν εμένα, στο “Temple Of Love”, που θα έπρεπε να είναι το χάιλαϊτ, αλλά έμελλε να χαζοακούγεται από μακριά ενώ εγώ έτρεχα να προλάβω ανοιχτή την Piccadilly Line για να πάω σπίτι. Σημειωτέον ότι το λάιβ αυτό έχει κυκλοφορήσει σε dvd, άρα θα ήταν από τα καλά της περιοδείας. Να σε πιάνει τρόμος. Με είχαν προειδοποιήσει βέβαια φίλοι μου Άγγλοι: “Ποιοι Sisters Of Mercy παιδάκι μου, είναι μαύρα χάλια στη σκηνή αυτοί, τρελάθηκες;”. Ίσως λίγο τρελάθηκα, πάντως η όλη εμπειρία συνδυαστικού βίαιου ξενερώματος και ύπνου παγίωσαν στη μνήμη μου αυτή τη βραδιά στο London Astoria (που θύμιζε οικογενειακό κέντρο διασκεδάσεως στα Άνω Σούρμενα), κάνοντάς την κομμάτι του εαυτού μου. Όλοι έχουμε μια σκοτεινή πλευρά άλλωστε.
Ελένη Φουντή
Sisters Of Mercy (Fix Factory of Sound, Θεσσαλονίκη, 12/09/2019)
«Η συνύπαρξη με τον Eldrich ήταν δύσκολη… από τη μια, όταν το αποτέλεσμα ήταν ένα ‘Marian’, έλεγες ότι ίσως και ν' αξίζει τον κόπο... από την άλλη, μετά από κάποιο καιρό, λες μέσα σου ότι δε γίνεται να συνεχίζεται αυτό επ’ αόριστον…». Τάδε έφη Wayne Hussey για την συμμετοχή του στους Sisters στο βιβλίο του «Salad Daze».
Ο Eldrich εδώ και πάνω από 30 χρόνια, από το 1986 όταν και έσπασε η –με διαφορά– καλύτερη σύνθεση της μπάντας είναι ουσιαστικά η μοναδική αδελφή του ελέους. Ο πρώτος που άνοιξε τη θύρα εξόδου ήταν ο παραγνωρισμένος κιθαρίστας και ιδρυτικό μέλος Gary Marx. Βασικός λόγος οι διαφωνίες με τον Eldrich, το δε ‘Walk away’ (‘H πόρτα είναι ανοιχτή’ σε ελεύθερη απόδοση) λέγεται ότι ήταν το μήνυμα του τραγουδιστή στον (πρώην) κιθαρίστα. Η δυάδα Wayne Hussey-Craig Adams επιχείρησε να βγάλει μαζί του το διάδοχο του ‘First and last and always’ αλλά σύντομα φάνηκε ότι δε μπορούσαν πλέον μαζί, άλλωστε και το ‘FALAA βγήκε με πολύ κόπο κυρίως λόγω των ψυχολογικών του προβλημάτων (τα επέτεινε ο χωρισμός από το έτερό του ήμισυ κείνο τον καιρό). Ποιου; Δε χρειάζεται να ρωτάτε, του Eldrich, στον οποίο ωστόσο έμεινε πιστός ο Doktor Avalanche. H μη απόρριψη, έστω κι από drum machine, στην περίπτωση του αέναα μαυροδιοπτροφόρου φίλου μας συνιστά μια μικροεπιτυχία.
Από τότε, λοιπόν, μέχρι και σήμερα ο κατά τ’ άλλα πολύγλωσσος και με ιδιαίτερη μόρφωση Andy κουβαλάει το όνομα της μπάντας μαζί του, έχοντας κυκλοφορήσει ένα μάλλον μέτριο κι ένα αστείο πόνημα, με συνεργάτες στην πρώτη περίπτωση μια λέαινα που ξεχώριζε στις φωτό αλλά μόνο εκεί (δεν έπαιξε καν στο στούντιο) και στην δεύτερη κάποιους πουθενάδες. Από το ’93 δε και μετά, όποτε ‘περιοδεύει’ τον συντροφεύουν συνήθως κα’να δυο άγνωστοι πιτσιρικάδες. Καμιά απολύτως προσωπικότητα να τον αντικρούσει για οτιδήποτε. Καλό για το εγώ του, καταστροφικό για την υστεροφημία της μπάντας.
Το θέμα είναι βέβαια για ποια μπάντα μιλάμε καθώς ουσιαστικά οι Sisters έπαψαν να υπάρχουν οριστικά μετά το FALAA. Ψήγματά τους υπάρχουν στα δύο πρώτα των Mission (βάζω μέσα και την πρώτη τους συλλογή), σποραδικά στους Ghostdance του Gary Marx και με κάποια σχετική επιείκεια στο πρώτο solo του Eldrich που ψευδεπίγραφα κυκλοφόρησε ως SOM.
Τι προσδοκίες να ‘χει κανείς λοιπόν από το και καλά live του (εμφανισιακά κοντά στον Νοσφεράτου) Eldrich. Bάζοντας στ’ ακουστικά ν’ ακούσω το ‘Some kind of stranger’ και το ‘Walk away’ πριν την έναρξη του ‘live’ είχα μέσα μου μια σοβαρή υποψία.
20 λεπτά αργότερα, μπαίνοντας μέσα, είδα έναν τύπο να βγάζει ενίοτε κάτι από τη χροιά της φωνής που ξέραμε κάποτε αλλά και ουκ ολίγες στιγμές σχεδόν να σαλιαρίζει... Κι όσο για πάθος… κάτι σαν Βρετανός μπάτλερ που αναγγέλλει τα πιάτα της ημέρας. Δίπλα του δυο ουσιαστικά χαζοχαρούμενοι να παίζουν κιθάρα σε στυλ Breaking the law και πίσω του ένα σημαντικό κομμάτι του (όχι και τόσο live): κονσόλες με προ-ηχογραφημένα μέρη, των οποίων το ποσοστό προκάλεσε εύλογες απορίες.
Ρωτάω τον εαυτό μου αν άκουσα το ‘Marian’ ή το ‘Alice’ κι απάντηση δεν έχω. Αν έβλεπα κάποιον από τους προαναφερθέντες αυθεντικούς Sisters συν τον αφανή αλλά πολύ ουσιαστικό για την πρώτη περίοδό τους κιθαρίστα Peter Gunn ίσως και ν’ απαντούσα ναι.
Τώρα, η υποψία επιβεβαιώθηκε και οι καλύτερες στιγμές της παρουσίας μου εκεί ήταν το ‘Some kind of Stranger’ και ‘Walk away’.
Από τα ακουστικά μου.
Γιώργος Κοτσώνης
VNV Nation (Dark Jubilee, 02/06/2002)
Βρισκόμαστε 20 χρόνια πριν, στο 2002, και γιορτάζουμε τον χρυσό ιωβηλαίο της βασίλισσας Ελισάβετ. Ευκαιρία λοιπόν για μας να πάμε στο Dark Jubilee οπού θα παρακολουθούσαμε για πρώτη φορά τους VNV Nation. Είναι ακόμη οι εποχές που τα διήμερα κολλητά φεστιβάλ ήταν καλοδεχούμενα σε αντίθεση με τώρα που θες και μια μέρα διάλλειμα. Ήταν η πρώτη μέρα και έχουμε απολαύσει τους S.P.O.C.K. και Killing Miranda ως headliners. Περιμέναμε τον Harris και τον Μαρκ να κλείσουν την βραδιά μας. Εμφανίζονται λοιπόν και κάτι δεν πάει καλά με τα φωνητικά του Harris. O τύπος δεν έχει καμία σχέση με τις studio εκτελέσεις. Όχι απλά δεν τραγουδάει. Σχεδόν γκαρίζει. Κάνουμε αρκετή υπομονή μπας και φταίει κα’να μικρόφωνο αλλά τίποτα. Με τα πολλά αντέξαμε μέχρι την αρχή του encore και κάπου εκεί αποχωρήσαμε. Πράγμα αδιανόητο μιας και δεν το είχα κάνει ποτέ σε συναυλία πριν (ούτε καν σε δωρεάν του Κότσιρα που θα έπρεπε εδώ που τα λέμε). Η απογοήτευση γι’ αυτό το live ήταν απίστευτη. Μιλάμε για ένα γκρουπ θρύλο στον χώρο του που περιμέναμε να μας πέσει το σαγόνι στο πάτωμα. Η αλήθεια είναι ότι από τότε τους έχω δει άλλες 3 φορές και κάθε φορά υπήρχε και βελτίωση στα φωνητικά. Ας είναι καλά κάποιοι φίλοι που επέμεναν να πάμε αλλιώς θα ‘χα μείνει με την πρώτη πικρή εντύπωση.
Όλο το συμβάν βρίσκεται καταγεγραμμένο από τον νεότερο εαυτό μας εδώ.
Χρήστος Αναγνώστου
Television Personalities (Gagarin, 20/10/2007)
«Αφρίζεις ξαφρίζεις, σε πλήρωσα και θα σε φάω», μάλλον η συναυλιακή μου συμπεριφορά δεν απέχει πολύ από εκείνη του τύπου στο παραπάνω παλιό ανέκδοτο. Αλλά και γενικότερα… Δε ξέρω, μπορεί να φταίει η ξεροκέφαλη επιμονή και υπομονή μου, η ντροπή μου ή και μια πολύ μύχια ίσως αλλά κι αθεράπευτη αισιοδοξία ότι δεν μπορεί, παρακάτω θα φτιάξουν τα πράγματα, ότι το βαρετό και α-νόητο βιβλίο, η κακή συναυλία, η άθλια ταινία όλο και κάτι έχουν να δώσουν, ότι το καλύτερο έρχεται και στο τέλος θα νικήσει (στην στυγνή πραγματικότητα βέβαια συμβαίνει συνήθως ότι και με τον κακοτράχαλο δρόμο προς την Λεστινίτσα, στην «Κυρά μας η μαμή», όπου ο Ζερβός ενημερώνει τον εμβρόντητο Ορέστη Μακρή ότι «παρακάτω χαλάει»). Κι ας γράφουνε περί του αντιθέτου οι οδηγοί συμβουλών για την ζωή (καλή ώρα ο Ρολφ Ντομπέλι στην «Τέχνη της καθαρής σκέψης» σημειώνει ότι μια τέτοια στάση –‘φαινόμενο Κονκόρντ’ την βαφτίζει- «οδηγεί σε δαπανηρές λανθασμένες αποφάσεις, ακόμα και τελείως καταστροφικές». Μια τέτοιου καταστροφή οφείλω να σημειώσω δεν έχω βιώσει (αν και κάποιος θα έλεγε ότι η τριβή με την μετριότητα και ο σπαταλημένος χρόνος, ειδικά όταν αισθάνεσαι ότι αυτός λιγοστεύει, είναι ένα είδος καταστροφής, αργής και ανυποψίαστης κιόλας). Κοντολογίς λοιπόν, σπανίως δεν τελειώνω βιβλίο που έχω ξεκινήσει και ακόμη σπανιότερα φεύγω από συναυλία… Ωστόσο έχει συμβεί. Έχω π.χ. αποχωρήσει από λάιβ των Last Drive (συγνώμη Άλεξ!) λόγω ενός συνδυασμού αποπνικτικού στριμωξιδιού και κακού ήχου (ω τι έκπληξη, πρώτη φορά τους… ξανασυνέβη). Έχω φύγει από Fall (και μάλιστα νωρίς νωρίς) κατόπιν πιέσεων συναδέλφου (δεν αποκαλύπτω ονόματα, αγαπητέ Τάσο…) ο οποίος είχε έρθει για να δει βασικά το ελληνικό support (όχι ότι κι εγώ αντιστάθηκα πολύ, «τραβάτε με κι κλαίω», δεν την πολυαντέχω γαρ την μίρλα του Μαρκ Ι). Τέλος έχω φύγει και από συναυλία των αγαπημένων μου κατά τα λοιπά Television Personalities. Και δεν ήμουν κι ο μόνος. «Η εικόνα του Gagarin προς το τέλος έλεγε από μόνη της πολλά... Ο μισός και πλέον κόσμος είχε αποχωρήσει διακριτικά από νωρίς. Μια χούφτα παθιασμένων οπαδών χειροκροτούσαν, προσπαθούσαν... Τί να προσπαθούσαν άραγε; Κάποιοι επέμεναν ακόμη να ζητάνε τραγούδια... Πολλοί παρακολουθούσαν από μακριά με το χέρι στο πηγούνι και μια σταγόνα θλίψης στα μάτια...» έγραφα τότε στο απολογιστικό/απολογητικό κείμενο της επομένης. 15 χρόνια μετά αναλογίζομαι εκείνη την βραδιά της 20ης Οκτωβρίου του 2007 με αμηχανία… Και με μια επιείκεια πλέον, διόλου συγκαταβατική, καλλιεργημένη ίσως και με τα χρόνια που αρχίζουν να φορτώνονται σε όλες μας, και μια ματιά που αναγνωρίζει (ή ψάχνει) την αλήθεια ακόμη και στην κατάπτωση και την παρακμή. Ειδικά ενός ανθρώπου που μας συγκίνησε κάποτε με την απλότητα και την ανθρωπιά των τραγουδιών του και τότε πάλευε να σταθεί μπροστά μας με φωνή σπασμένη και ναυαγισμένη και νου χαμένο ποιος ξέρει σε ποιες στρατόσφαιρες. Σήμερα νομίζω δεν θα έφευγα…
Αντώνης Ξαγάς
Louis Tillett, (Αν Club, 23/02/2001)
Μία φορά έφυγα από συναυλία κι αυτό δεν ήταν γιατί δε μου άρεσε. Στις 23 Φεβρουαρίου του 2005 πήγα με πολλή προσμονή στο Αν Club για να δω τον αγαπημένο μου Louis Tillett. Μόνος με τα πλήκτρα του, λοιπόν, χωρίς τους The Wet Taxis, Paris Green, New Christs ή τους Laughing Clowns κι αυτό έμοιαζε πολλά υποσχόμενο. Μόνο που τελικά δεν ήταν.
Τα πρώτα μάτια γούρλωσαν, βλέποντάς τον να προσπαθεί για κάμποση ώρα να φτάσει τα κίμπορντς, χαμένος στο αλκοόλ ή τις ουσίες. Κάποια στιγμή, δίνοντας ήδη την εντύπωση ότι δε μπορούσε να ανταποκριθεί, αλλά με περιστασιακή επίγνωση της καταστάσεώς του, ξεκίνησε το σετ που είχε προετοιμάσει, για να το τελειώσει σχετικά σύντομα, αλλά σίγουρα πολύ αργότερα από όταν εύχονταν όλοι οι φίλοι του να είχε κάνει. Η αρχική αμηχανία έδωσε τη θέση της σε ανείπωτη θλίψη, για μια εικόνα που κανείς δεν ήταν προετοιμασμένος να αντικρίσει. Κάποια στιγμή ο Louis, μπερδεύοντας τα λόγια του, μας ρώτησε αν θέλουμε να συνεχίσει και δυο - τρεις απάντησαν καταφατικά.
Εκεί ήταν που έφυγα. Δε μπορούσα να τον βλέπω έτσι. Κι ας μου είχε τόσες φορές μιλήσει με το “Ego Tripping at the Gates of Hell” και με “Learning to Die”. Άλλο να το άκουγες με μουσική κι άλλο να το έβλεπες ζωντανά μπροστά σου.
Παναγιώτης Αναστασόπουλος
Cat Power (Fuzz Club, 21-11-2014)
Το φθινόπωρο του 2014 ανακοινώθηκε επισήμως ότι θα ερχόταν για συναυλία η Cat Power, στο Fuzz Club. Πανηγυρισμοί και επανάληψη της δισκογραφίας της μην τυχόν πιαστούμε αδιάβαστοι, ατελείωτα τηλεφωνήματα για το ποιοι και ποιες θα πάμε, ποιος θα αναλάβει να βγάλει εισιτήρια —όλες εκείνες οι μικρές λεπτομέρειες που εντείνουν τη λαχτάρα της αναμονής. Θα πάνε όλα καλά; Μήπως πάθει κανένα νευρικό κλονισμό και το αναβάλει; Θυμάσαι πώς την πατήσαμε με την Amy Winehouse, η οποία δεν πρόλαβε να ξανάρθει; Ναι αλλά η Cat Power (aka Charlyn Marie “Chan” Marshall) είχε γίνει πρόσφατα μητέρα, και έλεγαν ότι είχε αφήσει πίσω της το αλλοπρόσαλλο παρελθόν της.
Όσοι δεν τη γνωρίζαμε το 2001 που έχει έρθει στο Mo Better, και την είχαμε συναυλιακό απωθημένο, στοιβαχτήκαμε στις 21 Νοεμβρίου 2014 στο Fuzz, ανυπομονώντας να δούμε τη μαγεία της Cat Power να υλοποιείται επί σκηνής. Μισή ώρα μετά την έναρξη του λάιβ, αρχίσαμε να σέρνουμε τα πόδια μας, να ξεροβήχουμε νευρικά και να αλλάζουμε θέση, χωρίς να τολμάμε ακόμα να διατυπώσουμε το προφανές: το ίνδαλμά μας αυτοσχεδίαζε αλλά όχι με την καλή έννοια του όρου. Ήταν απροετοίμαστη, ξεκινούσε ένα κομμάτι και στα μισά άλλαζε γνώμη. Κάθε πέντε-δέκα λεπτά, έβαζε μια φωνή: Ωωω, μια κοπέλα είναι έτοιμη να λιποθυμήσει εδώ μπροστά, Αααα, ο άλλος εκεί πίσω έχασε τις αισθήσεις του! Δεν κατάλαβα αν αυτό συνέβαινε πράγματι, αν λιποθυμούσε όντως ο κόσμος από το συνωστισμό.
Ήδη η απογοήτευση είχε χτυπήσει κόκκινο. Στεκόμασταν δίπλα-δίπλα με ένα ζευγάρι φίλων (τον Μάνο Μπούρα και την Ελεάνα Γαρίνη), κάποια στιγμή κοιταχτήκαμε, κουνήσαμε καταφατικά τα κεφάλια μας και αποχωρήσαμε αξιοπρεπώς. Η ms. Chan Marshall μας χρωστάει ένα σοβαρό, επαγγελματικό λάιβ.
ΥΓ. Και από το Rockwave στον Άλιμο, το 1999, φύγαμε πριν το τέλος. Οι διοργανωτές θεώρησαν πρώτο όνομα τους Garbage, και η Patti Smith, η οποία πριν σχετικά μικρό διάστημα είχε ξαναπάρει τους δρόμους μετά τους απανωτούς θανάτους των δικών της ανθρώπων, έπαιζε πριν απ’ αυτούς. Δεν την είχα ξαναδεί στη σκηνή, ακόμα δεν μπορώ να θυμηθώ αν είχε ξανάρθει στην Ελλάδα παλιότερα. Μετά όμως από ΕΚΕΙΝΗ, δεν ήθελα —δεν θέλαμε, μια δεκαμελής παρέα— τίποτα άλλο. Φύγαμε αφήνοντας πίσω μας την κοκκινομάλλα Shirley Manson να ξεφαντώνει επί σκηνής. Δεν το μετάνιωσα ποτέ.
Χίλντα Παπαδημητρίου
Godspeed You! Black Emperor (Gagarin 205, 18-12-2010)
Η αλήθεια είναι ότι για το συγκεκριμένο θέμα αναγκάστηκα να πάρω τη βοήθεια του κοινού καθώς με έκπληξη διαπίστωσα ότι έχω αναπτύξει έναν αυτόματο μηχανισμό απώθησης από τη μνήμη μου συναυλιών στις οποίες βαρέθηκα και τελικά έφυγα. Συζητώντας, λοιπόν, το θέμα με μια φίλη, μου λέει κάποια στιγμή: «Α, θα σου πω εγώ μία, Godspeed You! Black Emperor! »
Και τότε γούρλωσα τα μάτια και συνειδητοποίησα ότι το ίδιο ισχύει και για μένα! Ακόμα δεν μπορώ να θυμηθώ γιατί πήγα και μάλιστα μόνη μου. Κέρδισα κάποια πρόσκληση; Πλήρωσα εισιτήριο για να τους δω επηρεασμένη από τα διθυραμβικά σχόλια για τα live - μοναδική εμπειρία που πρέπει να ζήσεις; Ποιος ξέρει…
Σημασία έχει ότι Σάββατο βράδυ ήμουν εκεί, στον εξώστη, καθώς το Gagarin ήταν πλημμυρισμένο από κόσμο – από υπνωτισμένους πιστούς οι οποίοι άκουγαν με προσήλωση κάθε νότα με χαμηλά το κεφάλι περιμένοντας καρτερικά την κορύφωση των επικών συμφωνικών κομματιών για να αρχίσουν το headbanging. Εγώ απλά στεκόμουν και άκουγα. Μάταια όμως. Δεν ένιωθα τίποτα. Καμία συγκίνηση. Προσπάθησα όμως, δεν τα παράτησα μέχρι που συνειδητοποίησα ότι βαριέμαι οικτρά και θέλω να πάω σπίτι μου. Στην πραγματικότητα ήμουν εντελώς παρείσακτη αλλά δεν το έδειξα ούτε στιγμή. Σεβάστηκα τη λατρεία και την πώρωση των υπολοίπων – ήμουν μια καμουφλαρισμένη αφοσιωμένη φαν κι εγώ η οποία από μέσα της αγκομαχούσε προσπαθώντας να καταλάβει: «τι στο διάτανο κάνω εγώ εδώ;».
Φεύγοντας, πέτυχα μια άτυχη κοπέλα σε λιπόθυμη κατάσταση την οποία έβγαζαν έξω από τον χώρο εκείνη την ώρα. Είχα πάρει τη σωστή απόφαση – καληνύχτα σας.
Νάνσυ Σταυρίδου
Fontaines D.C. + s̶i̶s̶t̶e̶r̶ + The Man and His Failures (Death Disco, Αθήνα, 13-12-2018)
Τα θαύματα προϋποθέτουν πίστη. Κι εγώ, στον πηγαιμό για την Death Disco, αλλά και πρωτύτερα, όχι μόνο είχα τις αμφιβολίες, αλλά τις αράδιαζα φάτσα φόρα σε κάθε σκέψη και έκφραση σχετικά με εκείνη τη βραδιά. Μερικά single-προπομποί του πλήρους διαρκείας ντεμπούτου των Fontaines D.C., μου έδιναν βάσιμες υποψίες ότι υπάρχει ζωή και πέρα από το hype για δαύτους, μα δεν έλεγα την «ζήσω» ανεπιστρεπτί. Κι αυτό γιατί το κιθαριστικό σκηνικό που αναμενόταν να ξεδιπλωθεί εμπρός μου έδειχνε ψήγματα προσωπικότητας, αλλά όχι τόσο έντονα ιδιοσυγκρασιακής που θα άνοιγε τούνελ στο μυαλό μου σαν δυναμίτης. Το μετά-πανκ πνεύμα τους μπορεί να φάνταζε αρκούντως πηγαίο, αλλά θεωρούσα κομμάτι δύσκολο να μνημονεύεται πλάι σε εκείνο της ευδιάκριτης επιρροής των Fall, όπως και κάποιων διαδόχων των τελευταίων που είχαν λάβει ήδη διαπίστευση στις προτιμήσεις μου.
Τρία κομμάτια μετά την παρουσία των 4 Δουβλινέζων στο πάλκο (και αφού είχαν προηγηθεί οι εξαιρετικοί εγχώριοι s̶i̶s̶t̶e̶r̶ και The Man and His Failures), το νεύρο βρήκε χώρο να εκδηλωθεί και να πιάσει και τον παλμό των «κάτω», σε ένα κλίμα που πέρα από επευφημίες που ‘κάναν κρότο είχε και μπόλικη κάπνα/ιδρωτίλα καθώς και «απάλευτο» sold out στριμωξίδι. Και καθώς η έλλειψη οξυγόνου είχε καθίσει για τα καλά στο θρόνο της, δύο τραγούδια αργότερα, η έκσταση που παρατηρούσα στους γύρω μου, κι εγώ, δεν συναντηθήκαμε ποτέ· οι συνθέσεις του νεοφερμένου κουαρτέτου (μερικές από τις οποίες ήταν ακόμη ακυκλοφόρητες τότε), στο μεγαλύτερό τους μέρος ή έστω οι περισσότερες, μου ‘βγαζαν αφηγηματικές αδυναμίες, παρά τον ομολογουμένως ορμητικό ειρμό τους. Διάθεση για μεγάλα πράγματα υπήρχε, την έβλεπες να δονείται, εκεί, ολόφρεσκη και με φορεσιά μιας κατ' επείγουσας συνθήκης. Παρόλα αυτά, έλειπε η ικανότητα, η μελωδική, η ρυθμική, αυτή που θα κάνει τους βόμβους να στριφογυρίζουν μπροστά μας... Η εκφραστικότητα που διοχετευόταν σε κοφτερά ριφ της εξάχορδης και μπασογραμμές που τρίζουν τα μέσα μου, όπως και στα εξεγερμένα φωνητικά, παρουσίαζε αναιμικές κλιμακώσεις.
Κι έτσι, μπαμ μπαμ, σαν ψυχρός εκτελεστής σε ανήλιαγο σοκάκι μέρα μεσημέρι, βάζοντας τους παράγοντες στην εξίσωση της απόλαυσης, κατάληξα σε μια άσκηση φυσικής ...άλυτη και κάλπασα επίμονα προς την πόρτα. Στην οποία πόρτα μέχρι να φτάσω ζορίστηκα, είναι η αλήθεια. Πάντως, δεν το μετάνιωσα που την πέρασα τόσο πρόωρα, για να βρεθώ αυτή τη φορά με πλάτη απέναντι στην έξω πλευρά της, με φορά τελείως αντίθετη από αυτήν που την πρωτοαντίκρισα με την άφιξή μου στην Death Disco.
Παναγιώτης Σταθόπουλος
Walkabouts (Ρόδον, Αθήνα, 1999)
Πρέπει να’ ταν 1999, στο Ρόδον σίγουρα. Βέβαια έχουν παίξει τουλάχιστον 8 φορές στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα αρχεία. Ντροπή και όνειδος, αφού περίμενα πως και πως να δω επιτέλους τους Walkabouts. Από τις πιο αγαπημένες μπάντες (έχω – σχεδόν - όλους τους δίσκους τους. από το ‘Cataract’ έως το ‘Acetylene’), τα σιντιά τους μ΄ έχουν συνοδέψει σε κάθε ραχούλα που δεν πιάνει ούτε το Β΄ Πρόγραμμα κι έχουν παίξει για κάθε αγαπημένη ή μ΄ έχουν συνοδέψει στη μοναξιά μου μες τ΄ αμάξι. Είχα χάσει και αυτή την καταπληκτική συναυλία των Chris and Carla στο Μύλο της Θεσσαλονίκης, που μόλις στο προηγούμενο mixtape του MiC βγήκε πανηγυρικά από τα καλύτερα live. Και πάλι ντροπή. Δεν ξέρω όμως, δεν άντεξα αυτή τη γλυκιά μελαγχολία. Μάλλον πλέον μου παραήταν μονότονη. Καλά, είχα φύγει κι απ΄ τον Σωκράτη Μάλαμα στο Βεάκειο, νομίζω λίγα χρόνια πριν, αλλά να φύγω από κάποια απ΄ τα ινδάλματά μου πάει πολύ. Ας είναι. Τον Chris και την Carla τους αγαπάμε. Εγώ θα’ ‘φταιγα, θα ‘μουν πολύ χαρούμενος ή πολύ down και δεν θα ταίριαζε. And long after we’re gone, the light will stay on.
Βασίλης Παπαδόπουλος
Sachiko M (Μικρό Μουσικό Θέατρο, 07/12/2007)
Αποχωρήσεις; Έχουμε κι απ' αυτές. Αλλά όχι κάτι το ιδιαίτερα επιλήψιμο. Π.χ. αποχώρηση απ’ τους αγαπημένους Super Furry Animals λόγω συναυλιακού κορεσμού (υπάρχει) ή αποχώρηση απ’ τους Bloc Party γιατί απλά δεν μ’ ενδιέφερε μια μπάντα πατημένη με ‘Επιτάχυνση’ απ’ τους Primal Scream.
Την Παρασκευή 7 Δεκεμβρίου του 2007 όμως, στο Μικρό Μουσικό Θέατρο, η Sachiko M έσπασε τα κοντέρ αντοχών των αυτιών μας, και δικαίως μνημονεύεται συχνά και φέρει μέχρι και σήμερα τον τίτλο της ‘Συναυλίας απ’ την οποία θα έπρεπε να είχα αποχωρήσει’. Μέρος του 8ου (και τελευταίου) Φεστιβάλ Πειραματικής Μουσικής (σωστός ο χαρακτηρισμός βέβαια) ‘2:13’ που διοργάνωνε ο Νίκος Βελιώτης, η Γιαπωνέζα προχώρησε σ’ ένα 40λεπτο σετ το οποίο διακριτά χωριζόταν σε 20 λεπτά «ανακαλύπτω τα κουμπιά που έχω μπροστά μου» και στην κορύφωση των επόμενων 20 λεπτών «με ηλεκτρονικά μέσα ξύνω το πιρούνι μου στο πιάτο σας». Sine waves? Πείτε με τραχανοπλαγιά, δεν κατανοώ, μάλλον ηχητικός σαδισμός θα πω. Αντίστοιχο συναίσθημα μου είχε προκαλέσει το ‘Dancer in the dark’ του Lars Von Trier. Ούτε από 'κεί έφυγα, αλλά με μάτια άπειρης κατανόησης παρακολουθούσα στη σκοτεινή αίθουσα αυτούς που αποχωρούσαν πριν το διάλειμμα.
Ευτυχώς οι Νορβηγοί Huntsville ακολούθησαν στο φεστιβάλ σαν μουσική όαση.
Σταύρος Σταυρόπουλος
Γιάννης Κότσιρας & Δημήτρης Μπάσης (Δημοτικό Στάδιο Καλαμάτας, κάπου στα 1990s -προ Ιντερτότο)
Από συναυλία δεν έχω φύγει ποτέ. Αλλά υπάρχει μια περίπτωση στην οποία τα μάτια έκλεισαν, για να ξανανοίξουν στα χειροκροτήματα. Δημοτικό Στάδιο Καλαμάτας, Γιάννης Κότσιρας & Δημήτρης Μπάσης. Σίγουρα Αύγουστος. Δεκαετία 1990, οπότε το ίντερνετ δεν βοηθά. Πάντως ο Μπάσης είχε βγάλει το "Ψίθυροι Καρδιάς" και η ομάδα της Καλαμάτας –που έδρευε τότε στο στάδιο– δεν είχε πάει στο Κύπελλο Ιντερτότο. Οπότε είμαστε 1997 με 1999.
Δεν ξέρω τι μας είχε πιάσει στην παρέα και τρέχαμε σε συναυλίες στην Καλαμάτα, ενώ κάναμε διακοπές. Τη ζήσαμε πάντως και μια τέτοια φάση. Εγώ ήμουν ΟΚ με τον Κότσιρα, αλλά δεν πέθαινα κιόλας. Πάντως λίγο κρύο, λίγο ζέστη, τον παρακολούθησα –"Αλεξάνδρεια", "Προδοσία" και κομμάτια από το άλμπουμ ‘Μόνο Ένα Φιλί’, στα καλύτερά του τον πέτυχα, τώρα που τα αναλογίζομαι.
Εκείνος που με έστειλε ήταν ο Μπάσης. Τι ωραίοι οι "Ψίθυροι Καρδιάς". Κατά τα λοιπά, όμως, τι απουσία ρεπερτορίου ήταν αυτή αδερφέ μου... Εξοντωμένος από δύο πολύωρα μπάνια στη θάλασσα, άρχισα να μην αντέχω τη μια αδιαφορία πίσω από την άλλη. Έκατσα στο γρασίδι της Μαύρης Θύελλας, μετά απλώθηκα λίγο, τελικά ξαπλοδιπλώθηκα και, κατά έναν τρόπο, «έφυγα» από τη συναυλία. Έκτοτε έχω πάρει κάποιον δίσκο του Μπάση, μα σε live του απέφυγα να ξαναπάω.
Χάρης Συμβουλίδης
Γιάννης Αγγελάκας & Επισκέπτες (Γκάζι, ?)
Δε θυμάμαι να έχω φύγει από συναυλία πριν τελειώσει (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν το έχω κάνει). Πάντως μία αξιομνημόνευτα κακή συναυλία που είχα την ατυχία (ευτυχώς ήταν δωρεάν) να παρακολουθήσω ήταν μια του Γιάννη Αγγελάκα στο Γκάζι. Έπαιζε με τους Επισκέπτες, το τότε συγκρότημα του. Έτσι κι αλλιώς αυτό το live μου φαινόταν από την αρχή κάπως κουραστικό και διεκπεραιωτικό, παρόλο που οι περισσότεροι μουσικοί ήταν πολύ καλοί. Το κερασάκι στην τούρτα όμως ήταν ο ίδιος ο Αγγελάκας που ξαφνικά εκεί που έπαιζαν, σταματάει στη μέση του κομματιού και λέει κάτι σαν «όπα όπα παιδιά σταματάμε δε βγαίνει καλά το κομμάτι». Δεν περίμενα ότι ένας καλλιτέχνης μπορεί να φτάσει στο σημείο να κάνει κάτι τέτοιο πάνω στη σκηνή... Το θεωρώ απαράδεκτο και μεγάλη αγένεια και προς τους θεατές-ακροατές και προς τους συνεργάτες του. Ο περφόρμερ πρέπει να είναι προετοιμασμένος ανά πάσα στιγμή για ένα ενδεχόμενο πρόβλημα και να το αντιμετωπίσει δημιουργικά (το κατά δύναμιν) επί τόπου. Δε σταματάς τη δράση στη μέση σαν κακομαθημένο ψώνιο. Δεν κάνεις πρόβα.
Του εύχομαι να μην του ξανασυμβεί αυτό και να βγάλει επιτέλους και κα’να δίσκο της προκοπής (γιατί κάπου στο βάθος του μυαλού μου έχω μια τέτοια ελπίδα). Να, στον τελευταίο του ας πούμε υπάρχουν κα’να δυο κομμάτια που ψιλοακούγονται. Άιντε.
Αναστάσιος Μπαμπατζιάς
Bob Dylan (Λιμάνι Θεσσαλονίκης, 22/06/2014)
Δεν είναι η συναυλία από την οποία έφυγα, είναι αυτή στην οποία όμως κοιμήθηκα τον ύπνο το βαθύ που θρέφει και μωρά και μοσχάρια. Εντάξει, ξέρουμε ότι ο Bob Dylan δεν φημίζεται για τη σκηνική του παρουσία και προφανώς δεν πήγα στη συναυλία παρά για να δω επί σκηνής ένα ζωντανό μύθο της μουσικής και της τέχνης εν γένει. Αυτό όμως σε καμιά περίπτωση δεν δικαιολογεί την υποτονικότητα και τη βαριεστιμάρα του. Δεν είχα την απαίτηση από έναν άνθρωπο 73 τότε ετών να αλωνίσει τη σκηνή, ήθελα όμως να ακούσω μνημειώδη κομμάτια όπως το “Blowin’ in the wind” και το “A Hard Rain's A-Gonna Fall” να εκτελούνται και να ερμηνεύονται με έναν τρόπο που να τιμά το ειδικό τους βάρος και την ιστορική τους αξία. Ή έστω να δημιουργηθεί μια ατμόσφαιρα συναυλιακή, που να θυμίζει τους τροβαδούρους του παλιού καλού καιρού. Φευ και μπα! Δεν έβγαλε μιλιά, ανέβηκε στη σκηνή 9.30 ακριβώς, είπε γύρω στα 15 τραγούδια αν θυμάμαι καλά και κατέβηκε 23.00 ακριβώς, έμπλεος αδιαφορίας και έλλειψης σεβασμού. Στο κοινό δευτερευόντως και στον ίδιο και στο έργο του πρωτίστως. Και μετά ξύπνησα – όχι μόνο εγώ, αλλά και όλο το υπόλοιπο κοινό. Είναι από τις συναυλίες για τις οποίες λέω ότι «ήμουν κι εγώ εκεί», πλην όμως πραγματικά δεν θυμάμαι τίποτα απολύτως από αυτήν. Πράγμα που με κάνει να αναρωτιέμαι αν αξίζει καν να λέω ότι «ήμουν κι εγώ εκεί», αφού ο Bob Dylan πέρασε από το Λιμάνι της πόλης και όχι μόνο δεν ακούμπησε, αλλά ούτε καν ακούστηκε, εν τέλει. Από εκείνη την ημέρα, το μόνο που μου έχει μείνει είναι μια κυρία που περπατούσε πριν από μένα την ώρα που πήγαινα προς τη σκηνή, ηλικίας περί τα 70, με μαλλί κομμωτηρίου, τακουνάκι, καλό φόρεμα και μια μπομπονιέρα στο χέρι. Λογικά ερχόταν στην συναυλία από γάμο – πολύ φοβούμαι όμως ότι αν έμενε στο γλέντι του γάμου, ίσως και να περνούσε πολύ καλύτερα από όσο πέρασε στη συναυλία.
Μαριάννα Βασιλείου
Motorama (Eightball, 16/03/2019)
Για δυόμιση ολόκληρα χρόνια, η πανδημία στέρησε από τους απανταχού μουσικόφιλους την αγαπημένη μας ενασχόληση, γεγονός που θα μείνει ανεξίτηλο στους περισσότερους. Αν και δεν έχω παρακολουθήσει μέχρι στιγμής κάποια συναυλία, καλούμαι να γράψω γι’ αυτήν που με κοίμισε κατά τη διάρκειά της. Ομολογώ ότι δεν ήταν πολλές μέχρι τώρα, αν και παρακολουθώ φανατικά και σε τακτά διαστήματα από τα δεκαπέντε μου χρόνια. Θ’ αναφέρω με χρονολογική σειρά τους Pulp στο Rock Wave στη Φρεαττύδα του Πειραιά το 1998, τον Morrissey στον κλειστό χώρο εκδηλώσεων της Διεθνούς Εκθέσεως Θεσσαλονίκης το 1999, τον Barry Adamson στην Αποθήκη του Μύλου και τέλος τους Motorama στο Club το 2019.
Θα επικεντρωθώ στους τελευταίους, γιατί θυμάμαι περισσότερες λεπτομέρειες και γιατί έχω ως μέτρο σύγκρισης την πρώτη φορά που εμφανίστηκαν στην πόλη μου τον Απρίλιο του 2011 στο ‘Γαία Live’, με support τους B-Sides και τους Electric Litany. Εκείνη η βραδιά ήταν μαγική και δεν πρόκειται να την ξεχάσω ποτέ. Με μόλις μία επίσημη κυκλοφορία εννέα τραγουδιών, οι Motorama μας ξεσήκωσαν κυριολεκτικά με την απόδοση του μελωδικού post-punk τους. Το ίδιο καλή απόδοση είχαν και τα δύο ελληνικά συγκροτήματα, παρά τα γνωστά ηχητικά προβλήματα.
Όταν ανακοινώθηκε η εμφάνιση του 2019, πίστευα ότι θα ζήσω τις ίδιες στιγμές μετά από οκτώ χρόνια. Μάταια όμως. Οι εμφανίσεις στην Ελλάδα ήταν οι τελευταίες της περιοδείας τους και κάποιο μέλος τους ήταν απών, νομίζω ο ντράμερ. Η κούραση και η απουσία ενός βασικού μέλους, μάλλον έπαιξαν το ρόλο τους εκείνο το βράδυ. Από την αρχή φαινόταν ότι κάτι δεν πάει καλά, έπαιξαν σαν να έκαναν στρατιωτική αγγαρεία, ήταν υποτονικοί, χωρίς εξάρσεις για να ξεσηκώσουν τον κόσμο και με φανερό τον εκνευρισμό στο πρόσωπο του αρχηγού τους Vladislav Parshin. Από το καταπληκτικό τους ντεμπούτο έπαιξαν μόνο δύο τραγούδια και το αγαπημένο μου «Wind In Her Hair» που τόσο λαχταρούσα ν’ ακούσω, κυριολεκτικά το σκότωσαν. Η διάρκεια ήταν πολύ μικρότερη από το αναμενόμενο, λίγο παραπάνω από μία ώρα περίπου και δεν έλειψαν κάποιες αποδοκιμασίες από το κοινό.
Εκείνο το βράδυ θα έκλαιγα τα χρήματα του εισιτηρίου, παρ’ ότι κόστισε μόνο δώδεκα ευρώ, αν δεν ήταν support οι Convex Model. Αν και φρέσκοι σαν συγκρότημα, με τα περισσότερα μέλη τους σε νεαρή ηλικία, εκτός φυσικά από τον αρχηγό τους τον Νίκο που είναι μέσα στα μουσικά πράγματα πολλά χρόνια, επισκίασαν τους headliners Motorama, τόσο με την σκηνική τους παρουσία όσο και με τη μουσική τους απόδοση. Ακόμα και το merchandise ήταν σε επαγγελματικό επίπεδο και πιστεύω ότι έκαναν πολύ καλές πωλήσεις στα προϊόντα που διέθεσαν στον κόσμο. Εμένα τουλάχιστον μ’ έκαναν φανατικό οπαδό τους από τότε και θέλω να τονίσω ότι μέχρι σήμερα δεν τους έχω γνωρίσει προσωπικά.
Εύχομαι η πολύχρονη αναμονή ν’ αποζημιωθεί με μία δυνατή και αξέχαστη συναυλία και να συναντήσω πάλι τους φίλους μου στα γνωστά στέκια.
Ηρακλής Ν. Κοκοζίδης
Dead Can Dance (Θέατρο Γης, Θεσσαλονίκη, 21-09-2012)
Οι DCD δεν είναι ούτε το πρώτο ούτε το τελευταίο σχήμα του οποίου, χωρίς να είμαι ιδιαίτερα φαν, παρακολούθησα συναυλία για οποιονδήποτε λόγο (σε αυτή την περίσταση για να μη χαλάσω χατίρι στην παρέα). Πήγα, είδα και απήλθα, κάπου είκοσι λεπτά πριν το τέλος.
Δεν ξέρω ποιος είναι ο κατάλληλος χώρος για να ακουστεί σωστά η μουσική του θρυλικά υπερτιμημένου αυτού γκρουπ, πάντως σίγουρα όχι ένας ανοιχτός χώρος με αεράκι και κοινό που έχει αποφασίσει από πριν ότι ο ήχος που θα ακούσει θα είναι τμήμα "μυσταγωγίας" ο κόσμος να χαλάσει. Όχι κάπου που οι a priori... μυσταγωγημένοι δεν έχουν πρόβλημα να συζητάνε δυνατά για το αν θα πάρουν φιστίκια ή όχι. Όχι κάπου που βρίσκεις ταξί εύκολα, τέλος πάντων.
Κάπου εκεί, μαζί με το αεράκι, ήρθε στη μούρη μας και ό,τι υπήρχε από μουσική να κυκλοφορεί ελεύθερη στον χώρο. Η απουσία κάθε σοβαρού μελωδικού πυρήνα. Τα σοκαριστικά χαμηλά τεχνικά στάνταρντ. Η αίσθηση πως, κόντρα σε όσα με καμάρι λένε οι φαν του γκρουπ περί ήχου που δεν μπορείς να περιγράψεις, μάλλον μια χαρά μπορείς: ακούγεται σαν Cat Stevens και Enya να έχουν στήσει αφτί έξω από εκκλησία και να τζαμάρουν με τον ψάλτη.
Κάπου εδώ συνήθως και αφού έχεις κράξει κάποιον, ακολουθεί ένα αυτοσαρκαστικό σχόλιο της κατηγορίας "ναι, το ξέρω, δεν θα κοιμηθούν το βράδυ οι DCD επειδή δεν άρεσαν σε μένα". Χαμένος κόπος. Κανείς δεν θα τολμούσε να αμφισβητήσει τη συνεισφορά του γκρουπ στην κουλτούρα του καλού ύπνου.
Γιώργος Λεβέντης