Ο Ωκεανός του Ήχου
Φυσικά δεν μπορεί για μια από τις σημαντικότερες ασχολίες του ανθρώπου εδώ και χιλιάδες χρόνια, τη μουσική, να μην έχουν γραφτεί πολλά βιβλία. Πάμπολλα και για τα πάντα. Και άντε να βρει ο ενδιαφερόμενος αναγνώστης την άκρη. Βασικά δεν υπάρχει άκρη. Γιατί τελικά δεν είναι απόλυτο αυτό που λέγεται ότι κάποιος πρέπει να ξεκινήσει από το απλό και εύκολο και σιγά σιγά να προχωρήσει στα πιο ειδικά πράγματα. Ξεκινάς από κει που θέλεις και σε οδηγεί το ένστικτό σου. Και προχωράς προς όποια κατεύθυνση θέλεις. Αρκεί μόνο να αποφασίσεις να ξεκινήσεις. Να ενδιαφερθείς. Είτε πρόκειται για βιβλία, είτε για μουσικές, είτε για όποια τέχνη.
Πάντως δεν είναι δυνατό να διαλέξει κανείς τα καλύτερα σχετικά βιβλία. Είναι σαν να προσπαθεί να διαλέξει τους 10 καλύτερους δίσκους όλων των εποχών. Οπότε θα διαλέξει κάποια καλά που θα είναι ένα απειροελάχιστο μέρος από αυτά που υπάρχουν. Και αυτά θα τον οδηγήσουν μετά και σε άλλα.
Σε ένα μικρό αφιέρωμα όπως αυτό εδώ εγώ θα προτιμήσω να σας πω για ένα μόνο βιβλίο που σίγουρα δεν είναι το καλύτερο. Είναι όμως ένας εκπληκτικός οδηγός, ένας χάρτης που βάζει τα πράγματα στη θέση τους, όσον αφορά την ιστορία της μουσικής μέσα στη μπετονιέρα που λέγεται 20ος αιώνας.
Μιλάμε για τον ‘Ωκεανό του Ήχου’, του σπουδαίου μουσικού και μουσικού δημοσιογράφου David Toop.
‘Έχει καταφέρει πολλά ο Toop σε αυτό το μαγικό ανάγνωσμα. Και κυρίως σημαντικά. Κατ’ αρχάς ξέρει να γράφει. Το πόνημά του δεν είναι ξερά επιστημονικό, δεν είναι μια σκέτη μελέτη, ούτε μοιάζει (ακόμα χειρότερα) με αποτυχημένο διδακτορικό. Φυσικό είναι, αφού είναι και ο ίδιος καλλιτέχνης και όχι μόνο κατ’ όνομα.
Αυτό που διαβάζουμε είναι μια ζωντανή ιστορία, μια περιπέτεια σχεδόν σαν μυθιστόρημα (που όμως είναι ιστόρημα) και που ο αναγνώστης τη ζει, έλκεται έντονα από τα γεγονότα με αποτέλεσμα να αντιλαμβάνεται με πιο ζωντανό τρόπο αυτό που από το βάθος αναδύεται, δηλαδή το μουσικό αισθητικό υπεργεγονός μέσα στον 20o αιώνα.
Ο David Toop επίσης έχει βαθιά γνώση του αντικειμένου του. Δηλαδή όχι τυπική. Όχι μόνο ακαδημαϊκή. Έχει φάει με το κουταλάκι τη μουσική του 20ου αιώνα όπως φαίνεται στην εις βάθος και βιωματική «εξερεύνησή» του. Δεν μιλάει για αυτά που κοινώς θεωρούνται σημαντικά από ανθρώπους που ουσιαστικά δεν τα γνωρίζουν. Μιλάει για εκείνα που αναδύονται μέσα από λαϊκούς θύλακες και ανοίγονται με θάρρος μέχρι μια ουσιαστική avant garde. Είναι όντως αυτό το βιβλίο μια εξερεύνηση στις άγνωστες γωνιές του ήχου και του χώρου που αυτός ο ήχος αντηχεί. Βρισκόμαστε από τη μια στιγμή στην άλλη σε διάφορα μέρη του πλανήτη άγνωστα και γνωστά. Και «ακούμε» και τους χρονικούς απόηχους τους. Το παρελθόν από το οποίο προήλθαν.
Η εκκίνηση είναι τα τέλη του 19ου αιώνα τότε που ο Debussy άκουσε τις απόκοσμες ορχήστρες της Άπω Ανατολής και όλα άλλαξαν για τη μουσική. Αυτά τα πρωτόγνωρα πράγματα για τους αισθητικά έμπειρους της εποχής, υπήρξαν δάσκαλοι μεγάλοι. Νέα τέχνη ήταν έτοιμη να γεννηθεί στη δύση, η τέχνη του 20ου αιώνα που ήταν μαθήτρια της παλαιάς και μέχρι τότε ανοήτως παραγκωνισμένης. Γιατί στις όποιες επαφές είχαν μέχρι τότε οι άνθρωποι της δύσης με τις κουλτούρες άλλων κόσμων, οι αντιδράσεις ήταν πάντα αφ’ υψηλού. Κορόιδευαν τους «ανόητους πρωτόγονους» και τα «σκαριφήματά» τους. Όμως αυτά τα σκαριφήματα εμπεριείχαν όλα εκείνα τα δυναμικά στοιχεία που χρειάζονταν οι διψασμένοι δυτικοί για να εκφραστούν αυθόρμητα και ελεύθερα από τυποποιήσεις και συμβάσεις που δεν τους εξυπηρετούσαν και δεν είχαν πια λόγο ύπαρξης. Ο Debussy άκουσε τελικά αυτό που ήδη ήξερε και ήθελε να κάνει αλλά δεν είχε βρει ακόμα το έναυσμα και ίσως και τη δύναμη. Αναγνώρισε κάτι προσωπικό σε αυτές τις εξωτικές μουσικές και το πράγμα ξεκλειδώθηκε γι’ αυτόν.
Από κει και πέρα ξεκινά μέσα στο σπουδαίο αυτό βιβλίο ένα ταξίδι στον απόκοσμο εξωτισμό του νέου ήχου ( που σε μεγάλο βαθμό αν όχι ολοκληρωτικά προέκυψε από αυτή την εμπειρία της πρώτης επαφής με τη μουσική πέραν του δυτικού κόσμου), από όλα τα μήκη και πλάτη, από τα πιο ιδιοσυγκρασιακά παραδείγματα όπως του Sun Ra με τους εξωγήινους κόσμους του, μέχρι τα πιο «λαϊκά», όπως είναι η κορύφωση της electronica στα 90ς. Αυτή ειδικά η τελευταία μπορώ να πω ότι έχει την τιμητική της. Ο David Toop που και ο ίδιος τότε που έγραφε το βιβλίο ασχολήθηκε με την πιο intellectual φάση της electronica (δε μιλάμε για τα rave σφυροκοπανήματα δηλαδή - γι΄αυτά θα πούμε κάπου αλλού άλλη φορά), βάλθηκε να πείσει τον αναγνώστη ότι αυτή η μουσική έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον και παίζει πολύ σημαντικό ρόλο μέσα στα τεκταινόμενα του 20ου αι. Δηλαδή εμπεριέχει το βαθύ trance των πρωτόγονων λειτουργώντας μέσα από την πιο φουτουριστική σύγχρονη τεχνολογία.
Ο κατάλογος των μουσικών και των μουσικών που μας αραδιάζει ο Toop είναι τεράστιος, με πάρα πολλά από αυτά τα ονόματα να είναι σχεδόν αδύνατο να τα προσεγγίσει κανείς στα 90ς, την εποχή που βγήκε το βιβλίο, αλλά ευτυχώς ο σημερινός αναγνώστης μπορεί διαβάζοντας να ακούει ταυτόχρονα αυτά για τα οποία διαβάζει πολύ εύκολα.
Ο άνθρωπος είναι ον που ενδιαφέρεται πάρα πολύ (είναι εμμονή του) να καταλάβει. Να ανακαλύψει αυτό που δεν γνωρίζει. Να υπερβεί τα όρια της πραγματικότητάς του. Και η τέχνη του ανοίκειου, η εξωτική, η παράξενη, η απόκοσμη, η λοξή, η άγνωστη, είναι για αυτόν ένα από τα πιο άμεσα οχήματα προς αυτή τη γνώση. Αφού η ίδια αυτή τέχνη είναι μια αντανάκλαση αυτής της γνώσης. Ένας καθρέφτης που δείχνει αυτό που πραγματικά …Είναι. Αυτή την ιστορία, της απόκοσμης όψης της ύπαρξης προσπαθεί ο David Toop να προσεγγίσει βάζοντας τον άνθρωπο να την κοιτάει με θαυμασμό ταξιδεύοντας σε έναν ωκεανό από ήχο.