Καλή αντάμωση στα κασετάδικα
Από τότε που, έφηβος ων, αγόρασα την πρώτη κασέτα με «ξένα διάφορα» από ένα δισκάδικο στις Σέρρες μου κόλλησε το μικρόβιο της μουσικής πανσπερμίας. Τη μουσική μου περιέργεια και πολυσυλλεκτικότητα ικανοποίησαν κατά καιρούς, με το αζημίωτο, αρκετά δισκάδικα της Θεσσαλονίκης. Μουσάτος [Αρχαιολογικού Μουσείου], Άλκης [Αγίου Δημητρίου], Τίνα [Τζίμης Περλάτος], Νόρα [Εθνικής Αμύνης, μέταλ κυρίως]. Ακόμη και ο στοκατζής Παππούς [τέλος Τσιμισκή] όταν μου καρφώθηκε από μια φίλη η ιδέα να κάνω μια κασέτα με όλα όσα [αν είναι δυνατόν] γράφονται/ακούγονται στο σενάριο της ταινίας του Νικολαΐδη, Τα Κουρέλια Τραγουδάνε Ακόμα.
Οι πηγές μου για τις συλλογές αυτές ήταν κυρίως τα τοπ-100 του Μπίλμπορντ, κάτω χαμηλά μετά το 60ο-70ο, εκεί που αναδύονται τα διαμάντια. Αλλά και διάφορα άλλα τσαρτς που ψάρευα από δω κι από κει. Αυτά που έβρισκα στο γερμανικό περιοδικό Μπράβο ή στο βρετανικό Σμας Χιτς. Το τελευταίο αυτό περιοδικό το αγαπούσα πολύ γιατί δημοσίευε στίχους από μια ευρεία γκάμα μουσικών ειδών, πανκ, μέταλ, ποπ, φουτουριστές, ροκ, πειραματικά, παραδοσιακά, εναλλακτικά, ως και ντίσκο.
Το τελευταίο «θύμα» της κασετικής μανίας μου ήταν ένα δισκάδικο στα Γιάννενα όπου σπούδασα επί τέσσερα και μισό έτη. Ήτανε κεντρικό [Ναπολέοντος Ζέρβα] και λεγόταν Il Disc Akis Shop. Ο τύπος που το είχε ήταν ντι-τζέι, με αρκετή φήμη στην πόλη, αλλά εμένα μ’ ενδιέφερε η μεγάλη ποικιλία των δίσκων του. Πολλές φορές τον βασάνιζα με τα τελευταία τσαρτς του Σμας Χιτς, του ΝΜΕ, του Μέλοντι Μέικερ. Το διαδίκτυο ήταν ακόμη στα πρώτα του βήματα και η ευρεία πρόσβαση σε αυτό ήρθε πολύ αργότερα.
Όμως κι αυτός μου το φύλαξε. Έκλεισε απότομα και τον έψαχνα. Τις τελευταίες δυο κασέτες τις προπλήρωσα, ως συνήθως, αλλά δεν τις πήρα ποτέ στα χέρια μου. Μου έμεινε η απόδειξη.