Καλλιτέχνης Και έργο. Ένα και το αυτό.
Η ζωή η ίδια έχει διδάξει -και μάλιστα από σχετικά νωρίς- ότι όταν το όλον είναι απάλευτο και δυσεπίλυτο, η λύση για την αντιμετώπιση του είναι ο καταμερισμός του σε επιμέρους κομμάτια. Κομμάτια που επιζητούν και αυτά μια κάποια προσπάθεια για την λύση τους, αλλά στο σύνολο τους στο τέλος συνθέτουν το όλον. Και θα αναρωτηθείς δικαιολογημένα γιατί τότε να χαλάμε φαιά ουσία, κόπο και χρόνο για την επιλεκτική διευθέτηση των σπασμένων σε μέρη προβλημάτων και να μην πέφτουμε με τα μούτρα στο μεγάλο πρόβλημα δίνοντας δραστικές λύσεις μια και καλή;
Αν και αρμόδιος για την συμπεριφορά του ανθρώπου δεν είμαι και επ’ ουδενί δεν μιλώ εν ονόματι κάποιας πλειοψηφίας, αλλά φαίνεται ότι ο καταμερισμός και η σταδιακή λύση ίσως να είναι ελαφρώς πιο εύκολη. Επιλέγοντας τις μάχες που θα δώσεις, ίσως τελικά να κερδίζεις χρόνο και εμπειρία μέχρι την επόμενη, σε αντίθεση με την μια και έξω αντιμετώπιση που δεν σου αφήνει χώρο για περαιτέρω ενέργειες και σκέψεις, παρά μόνο κατόπιν εορτής και αποτελέσματος.
Δεν λέω, μπορεί σε περιπτώσεις η κτηνώδης δύναμη άμεσης αντιμετώπισης πραγμάτων να βοηθάει αλλά όταν αυτή συνήθως έρχεται πακέτο με την ογκώδη άγνοια της απειρίας τότε δεν προωθεί κάπως τα γεγονότα, τουναντίον τα κάνει χειρότερα κιόλας. Και μπορεί προσωπικά, όσο μεγαλώνω να προσπαθώ τελικά να αποφεύγω τελείως οποιαδήποτε μάχη, αλλά αν τελικά φτάσω να αντιμετωπίσω ένα πρόβλημα ίσως να προτιμώ πλέον την δραστική καθολική αντιμετώπιση, μια και έξω. Πονάει κεφάλι, κόψει κεφάλι.
Γι’ αυτό και δεν μπορώ να κατανοήσω τον διαχωρισμό του καλλιτέχνη με το έργο του. Τα θεωρώ σαν κάτι το συνολικό, κάτι το ολοκληρωμένο που το ένα συμπληρώνει τις δυναμικές του άλλου. Όσο και να με ελκύει το έργο του καλλιτέχνη, αν ο ίδιος δεν μου κάνει τότε αδυνατώ να συνεχίσω να παρακολουθώ την πορεία του. Και τούμπαλιν. Αρνούμαι να προβώ σε μικρές παραχωρήσεις ελέω συμπάθειας στην μουσική, αρνούμαι να είμαι ελαστικός και διαλλακτικός σε προβληματικές συμπεριφορές. Αρνούμαι να δώσω μικρές μάχες που οδηγούν μακροπρόθεσμα σε σίγουρες ήττες μόνο και μόνο για να μην αντιμετωπίσω ριζικά το πρόβλημα εξ’ αρχής. Το να σταματήσω να ασχολούμαι δηλαδή με έναν καλλιτέχνη που μ’ αρέσει η μουσική του αλλά όχι αυτός και η κοσμοθεωρία του.
Είναι μείζον το δίλημμα για τον διαχωρισμό του καλλιτέχνη με το έργο του ή όχι; Ένα ερώτημα που επαφίεται όχι μόνο στο ποιόν του καλλιτέχνη αλλά και στον ακροατή καθ’ αυτόν και την δεκτικότητα του. Ο καλλιτέχνης θέτει εαυτόν σε κοινή θέα με το κάθε έργο του και περιμένει να βρει ανταπόκριση από τον ακροατή, που κατ’ επέκταση αυτός με την σειρά του θα τον στηρίξει εμπράκτως. Ο καλλιτέχνης από την στιγμή που θα επιλέξει να διαθέσει στην δημοσιότητα το έργο του είναι υπεύθυνος και υπόλογος αυτού. Το έργο όμως είναι κι αυτό που μένει στην αιωνιότητα ενώ ο καλλιτέχνης ή πιο σωστά το ποιόν του είναι στοιχείο που μπορεί άνετα να ξεχαστεί ή ακόμα χειρότερα να υποβιβαστεί ηθελημένα σε κάτι ασήμαντο συγκρινόμενο με το έργο και τον αντίκτυπο αυτού.
“Οι Δίσκοι μένουν, οι καλλιτέχνες φθίνουν” θα μου πείτε και δεν θα έχετε άδικο όταν θα πιάσουμε σχετική κουβέντα π.χ. για τους Manowar ή για το μισό μέταλ στερέωμα που δραστηριοποιήθηκε στα 80s. Και όσα παραδείγματα να φέρω στο τραπέζι για τον κρετινισμό των Manowar, τον μισογυνισμό τους και τον μιλιταρισμό τους δεν πρόκειται να βγάλουμε άκρη γιατί εσείς θα μου αντιπαραθέτετε τις δισκάρες που έβγαλαν στα 80s. Ένα σερί 3-4 καθηλωτικών δίσκων που θα ζήλευε ο καθένας, με τραγούδια που ανέθρεψαν γενιές και γενιές μεταλλάδων και θα ακούγονται για αρκετά χρόνια ακόμα. Τραγούδια που στιχουργικά και αισθητικά στις καλές περιπτώσεις είναι απλά χαζά ενώ σε άλλες προσβλητικά και τουλάχιστον αυθάδη. Και ας προβάλω εδώ την βολική δικαιολογία του “ήμουν μικρός δεν ήξερα” και ας παραδεχτώ την εφηβική μου άγνοια σε τέτοια θέματα και ας δώσω τόπο στην οργή για 25 χρόνια πίσω διότι όλοι μαθαίνουμε από τα λάθη μας. Αλλά πλέον δεν υπάρχει δικαιολογία, δεν υπάρχει διαχωρισμός. Ακόμα και αν οι Manowar έχουν παγιδευτεί και αυτοί σε έναν ρόλο που δύσκολα αλλάζει.
Μα πως είναι δυνατόν όμως να διαχωρίζουμε το έργο από τον καλλιτέχνη όντας σαν ακροατές σε μια ηλικία που έχει φάει τα πρώτα στραπάτσα που απλόχερα της δίνει η ζωή και δεν αιθεροβατούμε, και κυρίως έχοντας μια ακουστική εμπειρία χρόνων; Πως είναι δυνατόν να μπορούμε να ξανακούσουμε Manowar με την ίδια ζέση και όρεξη όταν πλέον βλέπουμε κάτι κουρασμένους γραφικούς μεσήλικες να λένε τα ίδια και τα ίδια κακώς ειπωμένα τόσα χρόνια χωρίς να παίρνουμε θέση; Πως είναι δυνατόν η οικεία αίσθηση που έχουμε αναπτύξει με διάφορους καλλιτέχνες να θολώνει την τωρινή μας κρίση και να επιλέγουμε συνειδητά να ξεχωρίζουμε το έργο από τον καλλιτέχνη δικαιολογώντας έτσι και την αυθάδεια του καλλιτέχνη αλλά και την δική μας απάθεια; Και αν όσοι θεωρούν πως ο καλλιτέχνης διαχωρίζει το έργο του σαν να φτιάχνει κάθε φορά μια νέα περσόνα, πως είναι δυνατόν να δέχονται ή να απορρίπτουν δίσκους κατά το δοκούν όταν αυτοί περνούν τις όποιες κόκκινες γραμμές των αξιών τους; Δηλαδή υπάρχει περίπτωση ο καλλιτέχνης να γράψει έναν δίσκο που να προσβάλλει κάποιες από τις ιδέες/θεωρίες/αξίες και απλά αυτό να θεωρηθεί σαν ένα μικρό παραστράτημα; Σαν μια μικρή παραφωνία; Σαν μία διαφορετική αντίληψη, μια διαφωνία; Γιατί; Επειδή είναι ταλαντούχος και η μουσική του είναι ωραία; Επειδή μπροστά στην σκέψη “να μωρέ τόσα χρόνια τον ακούμε και μας αρέσει” πέφτουν οι άμυνες και τα κοινωνικά μας ένστικτα; Γιατί να φοβόμαστε να κόψουμε με το μαχαίρι την σχέση που έχουμε με τον καλλιτέχνη σαν ακροατές και δέκτες;
Με το μικρό μυαλό μου έτσι όπως το έχω καταλάβει τόσα χρόνια, όταν ένας καλλιτέχνης αυτά που λέει σε βρίσκουν αντίθετο, σε βρίσκουν στην απέναντι όχθη τότε ο καρπός της δημιουργίας του, ο δίσκος, θα σε βρει ακριβώς εκεί που ήσουν και πριν. Σαφώς και δεν υπάρχει διαχωρισμός σε δυο τόσο συνδεδεμένα πράγματα.
Η αλήθεια είναι ότι ζούμε στην εποχή της τυπικής κοινωνικής υπερευαισθησίας και γενικευμένης άποψης πάνω στα πάντα. Οι καλλιτέχνες φροντίζουν να είναι πολιτικώς ορθοί, προσέχουν τις δηλώσεις τους, τους στίχους τους, τα εξώφυλλα τους, τα βίντεο τους. Δεν αφήνεται τίποτα στην τύχη πλέον. Η χαζοχαρούμενη περίοδος της καλλιτεχνικής αδείας των 80s έχει περάσει ανεπιστρεπτί και η αθωότητα και η αφέλεια δεν δύναται να χρησιμοποιηθούν σαν δικαιολογία για κανέναν λόγο. Όλοι πλέον φέρουν ένα στίγμα, είτε κοινωνικό, είτε πολιτικό και πορεύονται με αυτό σε ανάλογα ακροατήρια και σκηνές. Η παραμικρή επιλογή έχει αντίκτυπο, ή παραμικρή κίνηση έχει κοινωνικό χαρακτήρα ακόμα και για αυτούς που δεν θα ήθελαν να έχουν καμία σχέση με όλη αυτή την πολιτική σημειολογία.
Μπορεί η ουδέτερη στάση στα κοινωνικά πράγματα να είναι αποδεκτή από όλους και ιδιαίτερα θεμιτή από μεγάλη πλειοψηφία δημιουργών και ακροατών που “απλά θέλουν να ψυχαγωγούν” και αντίστοιχα να ψυχαγωγούνται αλλά η καθημερινότητα εκεί έξω έχει γίνει τόσο δύσκολη και απαιτητική με ένα κάρο σύνθετες μάχες για όλους που δεν θα έπρεπε να νοείται αυτή η βαριεστημένη απάθεια για κανέναν.
Όταν σαν καλλιτέχνης με οποιοδήποτε αριθμητικό fanbase κρίνεσαι ακόμα κι από ένα tweet που θα κάνεις, τότε σίγουρα πρέπει να διαλέξεις πλευρά, να διαλέξεις άποψη, να διαλέξεις κοσμοθεωρία. Δεδομένα που όλα θα αποτυπωθούν στο έργο σου, διότι αυτός είσαι και θα παραμείνεις. Και δεν καταλαβαίνω πως μπορεί να διαχωριστεί αυτό. Το έργο, η πνευματική παρακαταθήκη από τον ίδιον τον δημιουργό του.