Κομμάτια μεταλλαγμένα
Συχνά παρατηρώ διάφορους μουσικόφιλους να δυσανασχετούν μόλις μαθαίνουν ότι ένα νέο άλμπουμ αποτελείται κυρίως από διασκευές. Όχι απολύτως αδικαιολόγητα, αφού ακόμα πιο συχνά βρισκόμαστε όλοι στη δυσάρεστη θέση να αντιμετωπίσουμε τον πόνο που προκαλούν στα ώτα μας απίστευτες χαζομάρες, απόψεις-εκδοχές τραγουδιών που έχουν αγαπηθεί και έχουν αφήσει για κάποιο λόγο το σημάδι τους. Οι χειρότερες περιπτώσεις είναι αυτές που δεν έχουν απολύτως καμία δημιουργική πρόθεση, παρά μόνο πρόθεση κονόμας. Δεν θυμάμαι πόσες φορές έχω ταραχτεί, σχεδόν έως εγκεφαλικού, ακούγοντας το Light my fire σε μπητάκι ή το The girl from Ipanema loungeαρισμένο (λιντζαρισμένο πες καλύτερα). Για ακόμα εντονότερες φρικαλέες συγκινήσεις προτιμήστε το σουινγκάρισμα (ή και σκέτο γκάρισμα). Μιλάμε σου βγαίνει ο καφές από τη μύτη, δεν είναι αστείο… Tι να κάνουμε, υπάρχει μια κατασκευασμένη ζήτηση για εύπεπτα προϊόντα, εύκολα και άνευρα τα οποία θα λειτουργούν ως ηχητικό χαλί (ή χάλι) στα μπαρ. Αλλά που να τρέχεις τώρα να τα ξαναφτιάχνεις από την αρχή, αφού έχει ήδη κάνει άλλος τη χαμαλίκα. Παίρνεις τη δουλειά έτοιμη, την περιλούζεις με τα τερτίπια ενός χαζοπρογράμματος στον υπολογιστή και το ζήτημα έληξε. Δυστυχώς κάπως έτσι έχουν τα πράγματα με τις διασκευές. Όμως δε χρειάζεται να τις καταδικάζουμε απριόρι με πτώση στον Καιάδα, υπάρχει και η θετική πλευρά.
Η διασκευή ενός μουσικού κομματιού μπορεί να είναι μια πάρα πολύ ενδιαφέρουσα και δημιουργική διαδικασία. Μάλιστα υπάρχουν περιπτώσεις που δεν είναι καθόλου υποδεέστερη από τη σύνθεση εκ του μηδενός. Πρόκειται για τις περιπτώσεις όπου δεν ρίχνεις απλώς μια καινούρια σάλτσα πάνω στο ξαναζεσταμένο φαγητό αλλά αναδημιουργείς το κομμάτι. Το μεταλλάσεις, του αλλάζεις το DNA (και τα φώτα άμα λάχει). Το μετατρέπεις σε ένα νέο έργο ποτίζοντας το με το δικό σου αισθητικό κριτήριο και πνεύμα και το κάνεις επειδή έχεις κάποιον δικό σου εσωτερικό λόγο o οποίος σχετίζεται με αυτό το κομμάτι. Ας δούμε 11 τέτοιες περιπτώσεις άκρως δημιουργικές χωρίς αξιολογική σειρά.
Painkiller/Keiji Haino/Makigami Koichi - Marianne (The Jacks)
Καταρχάς μιλάμε για το Marianne των Jacks. Τραγούδι-θρύλος της Ιαπωνικής ψυχεδελικής μουσικής από τα τέλη των 60ς. Φυσικό είναι να είναι θρύλος… Κάθε μέρα τέτοιες κομματάρες φίσκα στο δράμα και την ένταση δε βγαίνουν. Κάτι ξεχωριστό συμβαίνει με αυτή τη γλυκόπικρη μελωδία η οποία είναι και λίγο θανατερή, λίγο σαν μοιρολόι. Λίγο το ένα, λίγο το άλλο, μας έπιασε όλους από το λαρύγγι (όχι δηλαδή ακούστε εδώ). Διαβάζω όμως ότι ο Keiji Haino δεν πολυψήθηκε, λέει ότι μουσικά του φαίνεται συμβατικό. Οπότε μιας και έχει ένα ενδιαφέρον χούι να διασκευάζει πράγματα που δεν του αρέσουν ιδιαίτερα αλλά κάτι σε αυτά του τραβάνε την προσοχή (αρκετά συχνά οι στίχοι), αποφάσισε να το πράξει και εδώ. Πρώτα με το προσωπικό του σχήμα τους Fushitsusha που φυσικά του ανέβασε τους κραδασμούς κατά πολύ. Μετά από λίγο καιρό όμως το επιχείρησε ξανά ως μέλος των Painkiller αυτή τη φορά, δηλαδή με τον John Zorn στο σαξόφωνο, τον Bill Laswell στο μπάσο, τον Mick Harris στα drums και guest στο τραγούδι τον Makigami Koichi των θεότρελων Hicashu. Η δραματικότητα αυτή λοιπόν που έλεγα, εδώ εκτινάσσεται. Ακούμε ένα στρόβιλο ομάδας Ι5 (ξέρετε, αυτούς που σηκώνουν σπίτια) με την κιθάρα του Haino ανάμεσα σε ένα ας το πούμε free jazz rock (grind) περιτύλιγμα που μέχρι να τελειώσει σε κολλάει στον τοίχο και μετά ψάχνεις να βρεις τα κομμάτια σου. Ας αναφέρω όμως κάπου εδώ και μερικές ακόμα διασκευές που έχει κάνει ο Keiji Haino. Το Satisfaction (Rolling Stones), το Ι put a spell on you (Screamin’ Jay Hawkins), το See that my grave is kept clean (Blind Lemon Jefferson), το Born to be wild (Steppenwolf), μέχρι και μια νύξη της Μισιρλού έχει πάρει τ’αυτί μου μέσα σε κομμάτι των Fushitsusha. Αθεόφοβος λέμε.
John Zorn - Once upon a time in the west(Ennio Morricone)
Σειρά έχει ο Ennio Morricone να του αλλάξει τα φώτα ο John Zorn. Η αλήθεια είναι ότι δεν του άλλαξε και πάρα πολύ τα φώτα, παραδόξως τον σεβάστηκε επαρκώς σε αυτό το τρομερά φορτισμένο κομμάτι. Δηλαδή προσπάθησε και ίσως κατάφερε κάτι παραπάνω από να κρατήσει αυτό το οξύ και βαρύ αίσθημα που αναδύεται από το «Μan with a harmonica» του μαέστρου. Ουσιαστικά μάλλον το τάνυσε λιγάκι, του μεγάλωσε τη διάρκεια, έβαλε τον Jody Harris και τον Robert Quine στις ηλεκτρικές κιθάρες να παίζουν τις βασικές μελωδίες ελαφρώς πιο καυτερές και αργές, τον Melvin Gibbs στο ηλεκτρικό μπάσο ως συνδετικό υλικό που συγκρατεί το οικοδόμημα. Και φυσικά δε θα μπορούσε να λείπει και η ντροουνιασμένη (εκ του drone) harmonica του Οrvin Aquart η οποία αργά και βασανιστικά λαξεύει τον ηχητικό ιστό της πάνω στο μαλακό υλικό των νευρώνων μας. Ο Zorn έχει βγάλει ολόκληρο δίσκο με διασκευές της μουσικής του Morricone, από εκεί είναι και το εν λόγω κομμάτι και μάλιστα ήταν το άλμπουμ που τον έκανε γνωστό σε ένα ευρύτερο κοινό. Ο ίδιος ο Ennio έχει πει τα καλύτερα για αυτό και όχι άδικα. Είναι Morricone, συμμετέχει όλη η αφρόκρεμα της αμερικανικής avant jazz των 80ς και τους κουμαντάρει ο ακαταπόνητος και φευγάτος Zorn. Τι άλλο να ζητήσει κανείς από τη ζωή του;
Arto Lindsay/Mark Ribot/Syd Straw/Joey Baron/Greg Cohn - Don’t let me down (The Beatles)
Συνεχίζοντας στην ίδια σκηνή, περνάμε σε τούτο το δίσκο ο οποίος ονομάζεται «Downtown does the Beatles live at the Knitting Factory 1992”. Είναι δηλαδή μια συλλογή η οποία περιέχει κάποια από τα «περίεργα» μουσικά σχήματα της Νέας Υόρκης μαζεμένα στο θρυλικό λαιβάδικο Knitting Factory για να περιποιηθούν τους Beatles. Στο «Don’t let me down” ακούμε στο τέλος του κομματιού μάλλον τον Arto Lindsay, που τραγουδάει και παίζει κιθάρα, να λέει πόσο πολύ γούσταρε που παίχτηκε το συγκεκριμένο τραγούδι σε αυτό το μέρος με αυτό τον τρόπο. Αυτός ο τρόπος είναι ο εξής: μαζεύονται πέντε μουσικαράδες, τρελοί και αυτοσχεδιαστές που λατρεύουν το άσμα μέχρι δακρύων (σχεδόν τα ακούμε να κατρακυλούν απ’ τα μάγουλα τους) και παίζουν σα να μην υπάρχει αύριο, οδηγούμενοι από την ένταση της στιγμής σε άγνωστες περιοχές υψηλής οξύτητας και τάσης χωρίς να χάνεται στο ελάχιστο ο πυρήνας του τραγουδιού.
The Residents - Summertime (George Gershwin)
Ένα από τα πιο πολυδιασκευασμένα κομμάτια στην ιστορία της μουσικής είναι το πασίγνωστο Summertime. Πασίγνωστο γιατί το καλοκαίρι η ζωή είναι εύκολη και τα ψάρια πηδούν και τα βαμβάκια ψηλώνουν. Και οι μπαμπάδες είναι πλούσιοι και οι μαμάδες ωραίες. Γι’ αυτό ήσυχα μωρό μου μην κλαις… κάποιο πρωί θα σηκωθείς και θα τραγουδήσεις και θα απλώσεις τα φτερά σου και θα φύγεις στον ουρανό. Μέχρι εκείνο το πρωί, τίποτα δε μπορεί να σε βλάψει. Ο μπαμπάς και η mammy είναι εκεί. Και μετά ήρθαν τέσσερα μάτια. Γυμνοί οφθαλμοί, αβλέφαροι, μόνοι, το καλοκαίρι σκοτείνιασε έγινε γκριζόχρυσο γεμάτο θάνατο αλλά γλυκό. Τα ψάρια ασφυκτιούν σε αφυδατωμένες θάλασσες και οι φυτείες πέτρωσαν. Οι άνθρωποι μεταλλάχτηκαν, έγιναν μονοκύτταροι οργανισμοί και τα παιδιά τους, τα κεραυνοβόλα μηχανοκίνητα χερουβείμ άπλωσαν τα φτερά τους στους ουρανούς. Εκείνο το πρωί έκλαψες και εισακούστηκε το τραγούδι σου. Αλλά κανείς δεν ήταν εκεί. Μόνο τέσσερα αβλέφαρα μάτια σε συνόδευαν.
Δημήτρης Πουλικάκος - Υπάρχω (Στέλιος Καζαντζίδης-Χρήστος Νικολόπουλος)
Δε με ενδιαφέρει για να πω την αλήθεια το γεγονός ότι είναι διασκευή ενός από τα πιο πολυακουσμένα άσματα του Καζαντζίδη (το οποίο ούτως ή άλλως είναι και δικό μου αγαπημένο – το είχα βάλει και στο αφιέρωμα με τα λαϊκά). Αυτό που με ενδιαφέρει είναι ότι η διασκευή αυτή με τίποτα δεν έγινε για εμπορικούς λόγους. Ο Πουλικάκος διάλεξε ένα τραγούδι που τον αφορά, που του ταιριάζει και το έκανε "Πουλικάκο επί χίλια". Αν δεχτούμε ότι το ροκ εμπεριέχει τη διονυσιακή ενέργεια, την απρόβλεπτη και άφθαρτη φωτιά του πάθους και την κατολισθητική δύναμη που γίνεται καταστροφική και επικίνδυνη, θα δεχτούμε και ότι αυτό το τραγούδι είναι αληθινό ροκ με τον κεντρικό του χαρακτήρα να υψώνει τη φωνή του σαν αδάμαστο θηρίο που άλλοτε φωνάζει προς τον ουρανό και άλλοτε γρυλίζει κοφτά σαν αιλουροειδές. Δηλώνει την παρουσία του, οριοθετεί την περιοχή του και δεν αστειεύεται.
Swans - I want to be your dog (The Stooges)
Εδώ έχουμε μια περίπτωση όπου το τραγούδι απογυμνώνεται εντελώς από τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του. Η ορίτζιναλ εκδοχή των Stooges είναι ροκ φυσικά και μάλιστα με μπόλικο γκάζι και αρκετό γρέζι στη φωνή. Ο Michael Gira κράτησε τους στίχους και από τη μουσική μόνο τη σπονδυλική της στήλη. Από κει και πέρα έχτισε γύρω της ένα τελείως διαφορετικό ηχητικό σύμπαν. Έναν άυλο ναό ήχων για να στεγαστεί ένα σκοτεινό μυστήριο. Να μετατραπεί το τραγούδι σε τελετουργικό, ίσως και σε μοιρολόι αν θέλετε. Οι ταχύτητες έχουν πέσει αισθητά και η φωνή είναι βαθειά και τρεμάμενη. Μοιάζει σα να έχει γίνει η ηχογράφηση μέσα σε ένα μικρό μαύρο δωμάτιο με τον Gira γονατιστό μπροστά σε ένα κερί. Σα να προσεύχεται σε ένα πνεύμα σκότους. Όχι για σωτηρία, μάλλον για το αντίθετο.
Johnny Cash - First time ever I saw your face (Ewan MacColl)
Δεν ξέρω πόσες φορές έχω πει, ακούγοντας αρκετές από τις διασκευές του Johnny Cash στους τελευταίους του δίσκους, ότι είναι καλύτερες από τα αρχικά κομμάτια… το λέω σχεδόν πάντα. Τι να πρωτοπιάσεις, το «Hurt», το «Personal Jesus», το «Mercy seat”; Για το «First time ever I saw your face” βέβαια δεν θα το 'λεγα, είναι τραγούδι ασυναγώνιστο το οποίο στην καλύτερη περίπτωση ο διασκευαστής θα το κάνει εξ ίσου καλό. Τέτοια περίπτωση είναι και αυτή εδώ. Ο Johnny είναι πια μεγάλος, κουρασμένος, χωρίς να σημαίνει αυτό σε καμιά περίπτωση κάτι αρνητικό για το έργο του που προσωπικά σε αυτά τα συγκεκριμένα άλμπουμ της σειράς “American recordings” πιστεύω ότι (και με τη βοήθεια του παραγωγού Rick Rubin) έχει φτάσει σε ένα συναισθηματικό και δημιουργικό peak. Φωνή όχι καλογυαλισμένη, φανερά πολυκαιρισμένη και τρεμάμενη, αυτή τη φορά όχι επίτηδες όπως του Gira παραπάνω, αλλά λόγω φυσικής φθοράς η οποία χρησιμοποιείται με θαυμαστό τρόπο. Σχεδόν όλοι ξέρουμε πόσο ερωτευμένος ήταν ο Cash με τη γυναίκα του από την πρώτη στιγμή που την είδε. Αν λοιπόν υπάρχει συγκεκριμένη συνομοταξία ανθρώπων που δικαιολογούνται να διασκευάζουν αυτό το τραγούδι, ο Johnny Cash ανήκει σίγουρα σε αυτή.
Patty Waters - Black is the color of my true love’s hair (παραδοσιακό)
Μπορεί κανείς να φανταστεί τι μπορεί να συμβεί όταν μία από τις καλύτερες τραγουδίστριες της jazz αποφασίζει να πει το Black is the color of my true love’s hair που δεν είναι τίποτα λιγότερο από ένα από τα πιο ωραία τραγούδια όλων των εποχών; Η απάντηση, ειδικά για την περίπτωση Patty Waters είναι οπωσδήποτε αρνητική. Γιατί η Patty δεν είναι απλώς μια τραγουδίστρια, είναι αυτοσχεδιάστρια ολκής. Μπορεί να θυμίσει άμεσα την Billie Holiday (από την οποία έχει σαφώς επηρεαστεί)και να σε μπερδέψει, δηλαδή να νομίσεις ότι κατάλαβες με τι έχεις να κάνεις. Έλα όμως που σιγά-σιγά το κομμάτι αποκτά μια άλλη εσωτερική ζωή… μοιάζει με φίδι που ολισθαίνει πάνω σε στοιχειωμένα πλήκτρα. Τραβιέται και απλώνεται από κει που δεν το περιμένεις και μετατρέπεται σε ένα μαύρο ερπετοειδές οξυβόλο που εμφανίζεται μπροστά σου και ουρλιάζει αβυσσαλέα θέλοντας να σε καταπιεί. Μαύρη οχιά σε μαύρο φόντο. Δεν έχει ακουστεί ποτέ αυτό το τραγούδι τόσο απαιτητικό και επιβλητικό όσο εδώ. Ούτε και θα ακουστεί ξανά.
Diamanda Galas - Burning Hell (John Lee Hooker)
Για μένα όλοι οι δίσκοι της Diamanda Galas είναι συναρπαστικοί. Το 2003 όμως κυκλοφόρησε το «La Serpenta Canta». Περιέχει κυρίως διασκευές, κάτι που συμβαίνει συχνά στους δίσκους της. Το άλμπουμ αυτό το αγαπώ ιδιαίτερα. Ο βασικός λόγος είναι ότι αρχίζει να φαίνεται εδώ μια απολύτως προσωπική και τιτάνιας δύναμης εκφραστικότητα (εντάξει μάλλον είναι πλεονασμός να το λέω αυτό για τη Diamanda- το λέω όμως γιατί εδώ χρειάζεται να ειπωθεί στο τετράγωνο). Δούλεψε πολλά χρόνια πάνω στα αγαπημένα της blues, spiritual ακόμα και τζαζ. Αυτή η υπομονετική δουλειά εδώ ανθίζει. Δεν έχουμε να κάνουμε με συνηθισμένες διασκευές, τα τραγούδια χρησιμοποιούνται για να απαρτίσουν σαν σύνολο έναν κόσμο. Ένα ζοφερό σύμπαν λουσμένο σε κόκκινο ημίφως. Οι λέξεις (και οι φθόγγοι) «διαβάζονται» από τον ακροατή μία-μία σαν υπόκωφες πέτρες μιας κατολίσθησης ανάποδης. Ανεβαίνουν αργά και βασανιστικά μια ατέρμονη ανηφόρα. Τα πλήκτρα ρέουν και αυτά αργά σαν μάγμα που τα μετατρέπει όλα σε μια θανατηφόρα εξαϋλωμένη επικράτεια. Μια φλεγόμενη κόλαση. Το τραγούδι το διάλεξα τυχαία. Όλος ο δίσκος είναι μια φλεγόμενη κόλαση.
Ground Zero - A better tomorrow/I say a little prayer (Joseph Koo/Burt Bacharach)
Κατ αρχήν τι εστί Ground Zero. Πρόκειται για μια από τις πιο αλλοπρόσαλλες μπάντες στην ιστορία της σύγχρονης ιαπωνικής μουσικής. Trust me αυτό λέει πολλά (διότι είναι όλες αλλοπρόσαλλες ). Συνήθως (αν όχι πάντα) η μουσική τους δεν κατατάσσεται πουθενά. Αν τους πεις jazz (που είναι), θα υπονομεύσεις τον ροκ χαρακτήρα (που έχουν). Αν τους πεις αυτοσχεδιαστές (που είναι) δε θα σου αρκεί γιατί προ-υπάρχει σχέδιο κινήσεων. Μπορείς όμως να τους πεις: πολυμπάντα ηχητικής αυτοανάφλεξης και νομίζω ότι κάπως έτσι θα είναι ικανοποιητική η περιγραφή. To 1997 ο Otomo Yoshihide που είναι ο εμπνευστής της όλης υπόθεσης αποφάσισε να κυκλοφορήσουν ένα άλμπουμ με διασκευές το οποίο λέγεται “Ground Zero plays standards”. Νταξ μιλάμε για μακελειό παιδιά. Διαλέγονται κομμάτια γνωστά και άγνωστα, αγαπημένα του Οtomo, και τους βγαίνουν τα μέσα έξω! Εδώ στο A better tomorrow/I say a little prayer, πάνω σε μια ας πούμε jazz rock βάση αναγνωρίζεις τα βασικά χαρακτηριστικά των τραγουδιών και παράλληλα παρελαύνουν με προοδευτικά αυξανόμενη ταχύτητα, σκρατσίδια, παραδοσιακά έγχορδα, noise παραλήρημα και τελικά ανακατεύονται όλα μαζί σε έναν ηλεκτρικό χυλό που κάποτε εξαφανίζεται αφήνοντας πίσω του το αλαφιασμένο σου μυαλό και τον ήχο της βελόνας του πικάπ που το επαναφέρει στις συμβατικές ταχύτητες.
Peter Brotzmann - NR.1 (Lonely woman) (Ornette Coleman)
Ένας μοναχικός λύκος παίρνει το σαξόφωνο. Αρχίζει να ζωγραφίζει τα πρώτα ίχνη, μικρά σημάδια πάνω στο άδειο πλαίσιο που ονομάζεται χωροχρόνος. Εντός ολίγου αυτά αρχίζουν να παίρνουν μορφή. Μετασχηματίζονται σε μια πρώτη απλή φράση και αναγνωρίζεις τη βασική μελωδία. Ο Peter όμως δεν είναι κανένας που αρέσκεται στα τυπικά, μετά το αρχικό σχεδίασμα, το Lonely woman (που είναι τζαζ μνημείο)αγριεύει στα δάχτυλα του και στους πνεύμονες του. Ο λύκος αρχίζει να ουρλιάζει, να κόβει σάρκες, να γρυλίζει κοφτά και ασύμμετρα… μέχρι να σωπάσει να κλείσει τα μάτια και να απομακρυνθεί μόνος μακριά από την αγέλη βαθειά μέσα στη νύχτα.
Ο επίλογος αυτού του κειμένου ας είναι και ένα παράδειγμα προς αποφυγήν. Δηλαδή αν είχατε την τύχη να μην το έχετε ακούσει, καλύτερα να μην το πράξετε. Το Ακρογιαλιές δειλινά από τους Imam Baildi ακούστηκε σε διαφήμιση στην τηλεόραση παραπάνω από όσο μπορεί να αντέξει ο άμοιρος μουσικόφιλος. Εγώ πάντως σας προειδοποίησα...