“Let’s Get Lost”: Η όμορφη μουσική μιας τραγικής ζωής
Μάλλον δεν είναι και τόσο εύκολο να διαχωρίσεις το χάρισμα με το οποίο γεννήθηκες από τον ίδιο σου τον εαυτό. Επειδή όμως δεν είναι αδύνατο, στην περίπτωση του “Let’s Get Lost” (1988) μπορούμε να δούμε κάτι τέτοιο στην πράξη, χάρη στη ματιά του διάσημου φωτογράφου μόδας και περιστασιακού κινηματογραφιστή Bruce Weber.
Λόγος γίνεται για το μέγιστο τρομπετίστα Chesney Henry Baker, τον τραγουδιστή του αιώνα για τη Björk και αποκαλούμενο Prince of Cool ή James Dean, που γύριζε μόνο όταν τον φώναζες Chet. Έναν αρχικά όμορφο και μυστηριώδη τύπο με χολιγουντιανό αέρα, χαμένο όμως στον μπλεγμένο συναισθηματικό του κόσμο, που όσο μάγευε φυσώντας την τρομπέτα του, άλλο τόσο προκαλούσε τον οίκτο με την πρώην φωτογενή και πρόωρα γερασμένη και αποσβολωτικά καταθλιπτική μορφή του, που ήρθε ως αποτέλεσμα των κακών συναναστροφών και της κατάχρησης ηρωίνης.
Το ντοκιμαντέρ “Let’s Get Lost” έκανε πρεμιέρα στο Toronto International Film Festival τέσσερις μήνες αφού ο υπό την επήρεια ουσιών πρωταγωνιστής του είχε προσπαθήσει να περπατήσει στο κενό, περνώντας μέσα από το παράθυρο κάποιου ξενοδοχείου του Άμστερνταμ. Αφηγείται ρεαλιστικά και ώρες - ώρες ωμά, ταυτόχρονα όμως με φορτισμένες συναισθηματικά νότες, εικόνες και λόγια την ιστορία του γητευτή των West Coast Cool 50s που έπαιξε με τους Charlie Parker, Gerry Mulligan, Art Pepper και Russ Freeman. Δείχνει τον Chet νεαρό στην Καλιφόρνια, στη νότια Γαλλία και την Ιταλία, όπου έπαιξε σε μερικές ταινίες και φυλακίστηκε για κατοχή ναρκωτικών, αλλά κυρίως γερασμένο, με κενό βλέμμα και χωρίς πνοή ζωής.
Μιλούν γι’ αυτόν τα παιδιά του, η πρώην σύζυγός του, πρώην ερωμένες, μουσικοί και φίλοι, μεταξύ των οποίων οι Chris Isaak, Flea (Red Hot Chili Peppers) και Lisa Marie. Σημειολογικά, το ντοκιμαντέρ ξεκινά το 1987 από την παραλία της Σάντα Μόνικα και ολοκληρώνεται στο φεστιβάλ των Καννών. Ενδιαμέσως παρεμβάλλονται πολλές από τις αξεπέραστες vintage φωτογραφίες του Chet που έβγαλε ο πολύς William Claxton, όπως και μερικές άλλες από την τότε συλλογή του που εξυμνούν το γυναικείο σώμα. Στη συνέντευξή του εστιάζει στο ότι ο Chet είχε πάντα όμορφες γυναίκες, ακριβά αυτοκίνητα και ένα σκύλο, τον οποίο, όπως κατ’ επανάληψη έχουμε την ευκαιρία να διαπιστώσουμε, δεν αποχωριζόταν ούτε στο στούντιο.
Ανάμεσα σε εκείνους που δίνουν συνεντεύξεις είναι και ο συνιδιοκτήτης της Pacific Jazz Records Richard Bock, που θεωρεί τον Chet ως έμφυτο ταλέντο, εξηγεί πώς η γνωριμία τους τού άλλαξε τη ζωή και αναπολεί το live με τον Gerry Mulligan. Ο τρομπετίστας και νεανικός φίλος του Jack Sheldon, περιγράφει κάποιες στιγμές που έτρωγαν μαζί στην κουζίνα του σπιτιού του σάντουιτς που είχε φτιάξει η μητέρα του. Τα πρώτα σύννεφα έρχονται με τις συνεντεύξεις των φιλενάδων του. Η Joyce Night Tucker αρχικά μας θυμίζει την ανέμελη εποχή που το αλκοόλ και το χασίς ήταν αναπόσπαστο μέρος της καθημερινότητάς τους, η ντράμερ Diane Vavra θυμάται ότι τον θαύμαζε τόσο που τον θεωρούσε Έλληνα θεό, αλλά περιγράφει και τη μεταστροφή του, κατά την οποία ζητούσε διαρκώς δανεικά από τον αδελφό της κι αυτή για να τον αποφύγει πήγε να μείνει σε άσυλο γυναικών, ενώ η Ruth Young εστιάζει στις κακές παρέες που τον εκδικήθηκαν χτυπώντας τον στο στόμα, επειδή θα κατέστρεφαν τη μουσική του καριέρα. Προβάλλονται επίσης στιγμιότυπα από το San Remo Jazz Festival του 1956, αλλά και τις εμφανίσεις του στο The Steve Allen Show (που διδάσκει με την ερμηνεία του στο “Forgetful”) και τις low budget ταινίες που έπαιξε στην Ιταλία, που πέφτουν πριν τους τίτλους τέλους.
Σε διάφορες φάσεις ο Chet περιγράφει σκηνές και καταστάσεις από τη ζωή του, όπως ότι δε γνώριζε τον Dizzy Gillespie πριν καταταγεί και τι του συνέβη όταν τον άκουσε, τη μέθοδο που δρομολόγησε για να φύγει από το στρατό, όπως και την ευτυχέστερη στιγμή της ζωής του, που ήταν όταν αγόρασε μια Alpha Romeo SS. Σταδιακά, χρειάζεται όλο και περισσότερο χρόνο για να εκφραστεί, με τις ρυτίδες να σκάβουν προς κάθε κατεύθυνση το πρόσωπό του.
Στα εκατόν είκοσι λεπτά που διαρκεί η σαφώς ονειρική και ποιητική αυτή, φυσικά ασπρόμαυρη, ραψωδία, ο θεατής πάει επανειλημμένα να χαθεί σε μια βουβή μελαγχολία, που ισάριθμες φορές ανακόπτεται από την κυριολεκτικά αναγωγική μουσική του, η οποία εν προκειμένω έχει πέρα από τα αναμενόμενα εμπλουτισθεί με τη συνεργασία του με τον Ennio Morricone "Chetty's Lullaby" και την ηχογράφηση του 1985 σε στούντιο της Βραζιλίας του "So Hard to Know", που ο ίδιος έφερε ειδικά για να συμπεριληφθεί στο φιλμ.
Μπορεί το βραβευμένο “Let’s Get Lost” να εντάσσεται μεν στα μουσικά -jazz- ντοκιμαντέρ, αλλά μη νομίσετε ότι όντως είναι ένα τυπικό δείγμα του είδους. Κάθε άλλο. Πρωτίστως είναι μια αγαπητική ματιά σε ένα πονεμένο, αλλά και πανέμορφο ταξίδι στο δυσνόητο εκείνο «τίποτα», που έστω και αργά μαθαίνουμε πως έχει τη δύναμη να κουμαντάρει τα συναισθήματα. Σε μια χαρμολύπη, που σε κάνει να μην περιφρονείς άλλο τα πράγματα που μόνο εσύ μπορείς να δεις, αλλά να υπόσχεσαι -μάταια- πως την επόμενη φορά θα τους δώσεις τη σημασία που τους αξίζει.