Loving the art, hating the artist
Είναι όλα τους παιδιά μου, είναι μια καταχρηστικά συνηθισμένη ατάκα στις συνεντεύξεις όταν ο δημιουργός καλείται να δηλώνει προτίμηση για κάποιο από τα έργα του, τζιέρια μου θα έλεγε χαϊδευτικά η γιαγιά μου, συκώτια δηλαδή, και μιλώντας για… συκώτια, θυμάμαι ένα απόφθεγμα το οποίο αποδίδεται (δεν το έχω επιβεβαιώσει από πρωτογενή πηγή) στον Άρθουρ Κέστλερ, «το να θέλεις να γνωρίσεις τον συγγραφέα που σου άρεσαν τα βιβλία του είναι τόσο γελοίο όσο το να θες να γνωρίσεις τη χήνα που σου άρεσε το φουά-γκρα της». Άρθουρ Κέστλερ; Να ψυχανεμιζόταν άραγε κάτι ο συγγραφέας της «Ισπανικής Διαθήκης» και του «Μηδέν και του Άπειρου»; Σε μια μεταθανάτια βιογραφία του βγήκε στην φόρα μια στοίβα από βρώμικα άπλυτα, χαρακτηρίστηκε μεταξύ άλλων «serial raper», κάποιοι λένε ότι έφτασε μέχρι και να αναγκάσει την γυναίκα του να αυτοκτονήσει μαζί του.
Κι αν ωστόσο δεχτούμε την βασιμότητα αυτής της αναλογίας γονιού-παιδιού, μήπως δεν είναι ακραία άδικο να κρίνουμε τα τέκνα για τις αμαρτίες των γονέων (οι οποίες τα εκπαιδεύουν και δεν τα τυραννάνε όπως το θέλει η ερμηνεία του ψευδοβιβλικού ρητού); Ένα το κρατούμενο…
Ανέκαθεν πάντως, από τα παλιά τα καλά χρόνια η άμεση γνωριμία με τον καλλιτέχνη ενείχε κινδύνους. «Εγώ είμαι η μαντάμ Μποβαρύ» έλεγε κάτω από το παχύ μουστάκι του ο Φλωμπέρ, θέλοντας έτσι να υπογραμμίσει την ταύτιση με την διάσημη ηρωίδα του. Οπότε δεν θα μπορούσε να παραπονεθεί όταν η συγγραφέας και πρωτοφεμινίστρια Λουίζ Κολέ, την οποία είχε γοητεύσει μετά από δεκάδες επιστολές που είχαν ανταλλάξει, στο πρώτο ‘ραντεβού στα τυφλά’ τους το πρώτο που σκέφτηκε ήταν «Θεέ μου πόσο άσχημος είναι!» (τελικά γίνανε ζευγάρι, χωρίς χάπι εντ ωστόσο).
Ήδη έχουμε θέσει εμμέσως και ελαφρώς κάποια από τα πολλά αγκάθια που διέπουν το ζήτημα ‘τι είν’ ο καλλιτέχνης τι είν’ το έργο του’, πόσο δηλαδή η προσωπικότητα, η δράση, οι απόψεις ενός δημιουργού επηρεάζουν την κριτική πρόσληψη του δημιουργήματος του. Ένα ζήτημα το οποίο έρχεται και επανέρχεται διαρκώς στο προσκήνιο, ολοένα πιο επιτακτικά, και με την συχνότητα (κι ενίοτε με την… σοβαρότητα) που στα τατιανάδικα ανακύπτει το θέμα «έχει όρια η σάτιρα.
Από αφορμές δε, όσες οι κόκκοι της άμμου. Ειδικά σε εποχές σαν τις σημερινές, όπου ζούμε σε ένα σύννεφο από απόψεις και λόγια, παρόλε, παρόλε, παρόλε, όλα σε μια συνηχητική βαβούρα, όπου αρκεί ένας στραβός λόγος, ένα λεκτικό lapsus, μια σαχλαμάρα της στιγμής, μια αποκλίνουσα από την ΤΙΝΑ απολυτότητα άποψη να ενεργοποιήσει με αντανακλαστικά πυγμάχου στρατιές από άσπιλους και αναμάρτητους έτοιμους να καταγγείλουν με ιερή αγανάκτηση και τεντωμένα δάχτυλα το μαύρο πρόβατο του κοπαδιού, «ακούστε τι είπε» (και θα θυμηθώ εδώ μια ατάκα η οποία έχει αποδοθεί σε πολλούς, εγώ προτιμώ αυτή στον Καρδινάλιο Ρισελιέ, ο οποίος λέγεται ότι είχε πει «εάν κάποιος μου έδινε έξι σειρές γραμμένες από τον πιο τίμιο άνθρωπο, θα έβρισκα μέσα σ’ αυτές μια αφορμή να τον κρεμάσω»), και να μπει σε λειτουργία το νοσοκομειακά ηθικολογικό πλυντήριο της cancel culture που σκοπό έχει να παραδώσει την Τέχνη αποστειρωμένη, αγνή και ηθική όπως οφείλει να είναι κατά τας γραφάς, από τους καλλιτέχνες τους σωστούς, τους καθαρούς, τα φωτεινά πρότυπα, γιατί πάνε πια, πέρασαν οι καιροί των άκριτων αποθεώσεων των αυτο-καταστροφικών ποιητών maudit (των ‘καταραμένων’ όπως τους λένε στην ορεινή Αρκαδία). Τώρα το εκκρεμές γύρισε, κι έτσι, ακόμη και αναδρομικά και με ετεροχρονισμένη εισαγγελική υπεροψία, ολόκληρες βιογραφίες διυλίζονται μέχρι εξαντλήσεως και μπορεί τελικά να συμπυκνωθούν από υπερφιλόδοξους απομαγευτικούς ιστοριοδίφες σε έναν αφοριστικό χαρακτηρισμό: μισογύνης, αντισημίτης, απατεώνας, κο(υ)μουνιστής, φιλελές, άθεος, δολοφόνος, βιαστής, ρουφιάνος, φασίστας, κάθαρμα, μισάνθρωπος, παιδεραστής, έκφυλος, πούστης, flat-earther, ψεκασμένος, αντιεμβολιαστής, διαλέγετε και παίρνετε από την πλήρη πινακοθήκη των ανθρώπινων αδυναμιών, δεν βάζω ονόματα, αλλά σίγουρα μπορείτε να βρείτε κάμποσα να ταυτίσετε με κάθε παραπάνω κατηγορία, οι δισκοθήκες και οι βιβλιοθήκες μας είναι σίγουρα γεμάτες από έργα τέτοιων «αποβρασμάτων» (σε μερικά δε μέρη του κόσμου -βλέπε κυρίως τις ΗΠΑ οι οποίες κουβαλάνε και εκ γενετής το γονίδιο ενός επιθετικού πουριτανικού προτεσταντισμού- η κατάσταση φτάνει ενίοτε τα όρια ενός «κυνηγιού μαγισσών» - και μάγων φυσικά). Χρειαζόμαστε λοιπόν άραγε κι εμείς επειγόντως ηθικολογικά… rapid tests; Μήπως να αρχίσουμε να ψαχνόμαστε;
Αυτοί που έχουν αρχίσει να ψάχνονται με το ζήτημα από τα πολύ παλιά χρόνια, δεν είναι όμως ασφαλώς οι τεχνοκριτικοί, αλλά οι… θεολόγοι, μιας που η διχοστασία μεταξύ έργου και δημιουργού δεν αφορά μόνο τους «μικρούς θεούς» (όπως τους ήθελε τους καλλιτέχνες ο ρομαντισμός) αλλά και τον έναν, τον Μεγάλο, τον πανταχού παρόντα, τον παντοδύναμο και πανάγαθο κλπ κλπ, ο οποίος ωστόσο έφτιαξε έναν κόσμο στα χάλια που ξέρουμε, έναν κόσμο στον οποίο επιτράπηκε/επέτρεψε ένα Άουσβιτς, έναν κόσμο στον οποίο δεν υπάρχει ανοσιούργημα που να μην έχει διαπράξει το αυτοθεωρούμενο ως ‘κορωνίδα της δημιουργίας’ ον, ο homo sapiens. Στην περίπτωση λοιπόν του Θεού τι κάνουμε; Διαχωρίζουμε το… έργο από τον δημιουργό; Το ερώτημα το ‘χουν βαφτίσει στην φιλοσοφία «θεοδικία» και οι συζητήσεις και τα επιχειρήματα ένθεν κακείθεν έχουν καταναλώσει πολύ μελάνι εδώ και αιώνες. Άκρη δεν έχει βρεθεί…
Όταν μια άσκηση, είτε… φυσικής είτε φιλοσοφίας, μένει άλυτη, πολλά τινά μπορεί να συμβαίνουν, το πρόβλημα μπορεί μερικές φορές να εντοπίζεται στο σκέλος της διατύπωσης, να λείπει κάποιο δεδομένο ή να τίθεται μια άτοπη αναλογία. Εν προκειμένω, άραγε πόση βάση έχει η αναζήτηση όχι απλά μιας εννοιολογικής συνάφειας (η οποία είναι και προφανής) αλλά μιας ουσιοκρατικής ταύτισης μεταξύ ενός δημιουργού και ενός έργου του;
Αν το πιάσουμε απλοϊκά, θα ξεκινήσουμε από την διαπίστωση ότι ο δημιουργός είναι απλά ένας άνθρωπος. Και τι είναι ο άνθρωπος, χους ει και εις χουν απελεύσει λένε οι παπάδες στις κηδείες (τοκ τοκ τοκ), και τι μένει, «μια κακία μένει» λένε οι παριστάμενοι, αληθώς ή εικονικώς αλληλο-συλλυπούμενοι ανάμεσα σε δυο ρουφηξιές κακοβρασμένου σκέτου ελληνικού, πριν πάρουν τον δρόμο τους όλοι, μαζί και «η ζωή που συνεχίζεται» με μια κάποια μύχια ανακούφιση. Κι αν ο παπάς νωρίτερα επαναλάμβανε σαν μάντρα το ‘αιωνία η μνήμη’, καμία μνήμη δεν είναι ποτέ αιωνία, το ποτάμι της λήθης θα την παρασύρει, ακόμη κι όταν από συγκυρία ή μη, το όνομα του αποδημήσαντος παραμείνει στις «δέλτους της ιστορίας», αυτό που έχει μείνει στην ουσία είναι μια αποστεωμένη ‘βιογραφία’ που ελάχιστη σχέση θα έχει με τον άνθρωπο που υπήρξε σάρκα και αίμα, που έζησε, που πείνασε και κρύωσε, που είχε αδυναμίες και πάθη και σκέψεις και όνειρα, μικρότητες και μεγαλοσύνες, ένα δρων υποκείμενο, που γεννήθηκε, έζησε και πέθανε, σε ένα κάποτε Εδώ και Τώρα, ένα Σήμερα, ένα συγκεκριμένο κοινωνικο-πολιτικο-οικονομικό πλαίσιο, ένα συγκεκριμένο ιστορικό συγκείμενο και συγκυρία.
Στην πραγματικότητα δεν θα μάθουμε ποτέ, όσες ‘τεκμηριωμένες’ ιστορικές μελέτες κι αν υπάρχουν ή υπάρξουν, ποιος πραγματικά ήταν π.χ. ο Ευριπίδης, ο Αριστοφάνης, ο Μπετόβεν, ο Βάγκνερ, ο… διακοπή: Βάγκνερ, να ένα όνομα που χτυπάει πολλά καμπανάκια, και βλέπω ήδη διάφορους να κουβαλάνε τα ξύλα για την πυρά. Είναι κι από τις πιο δύσκολες περιπτώσεις ο Ριχάρδος, εδώ ο επίδοξος τεχνοανατόμος δεν έχει να διαχωρίσει μόνο το έργο από τον άνθρωπο, αλλά κι αμφότερα από την μεταγενέστερη χρήση/εκμετάλλευσή τους. Κι όπως ξέρουμε από την Φυσική όταν στα δύο σώματα μπει ένα τρίτο, η κατάσταση περιπλέκεται μέχρι και το άλυτο. «Κλείσε αμέσως αυτή την χιτλερική μουσική», φώναξε με γνήσια οργή ο παππούς, μπαίνοντας στο δωμάτιο όπου ο έφηβος εγγονός άκουγε μια όπερα από τον κύκλο του Δαχτυλιδιού «σε έκσταση εφηβική δηθενιάς», διαβάζω μια σκηνή σε μυθιστόρημα ‘coming of age’ σε εβραϊκή οικογένεια, ενώ ο Γούντι Άλλεν (εχμμμμ….) στους «Μυστηριώδεις Φόνους στο Μανχάταν» βάζει στο στόμα του εαυτού του ως πρωταγωνιστή την ιστορική ατάκα «δεν μπορώ να ακούσω για αρκετή ώρα Βάγκνερ. Μετά από λίγο νιώθω την παρόρμηση να εισβάλλω στην Πολωνία». Ολόκληρο επίσης δοκίμιο θα μπορούσαμε να αφιερώσουμε και μόνο στην υπόθεση «ο Βάγκνερ στο Ισραήλ» -δείτε τι έχει τραβήξει ο μεγάλος μαέστρος Ντάνιελ Μπάρενμποϊμ, οπότε μικρο-σκανδαλάκια τύπου ‘τι γύρευε η Madonna ή Nick Cave στο Ισραήλ τα ξεπερνάμε ως μικροκοσμικές ασημαντότητες, και κλείνουμε την παρένθεση.
Τούτη λοιπόν η ανθρώπινη διάσταση είναι κι αυτή που καθιστά την όποια σχέση του δημιουργού με το έργο ετεροβαρή και ανισομερή, καθιστώντας ταυτόχρονα άτοπη την χρήση των ιδίων μέτρων και σταθμών. Κι αν το έργο από την μεριά του σίγουρα φέρει την σφραγίδα της προσωπικότητας του δημιουργού, το σημάδι του που… μαρτυρεί ότι δεν είναι δύο ξένοι», μπορεί να έχει κι αυτό υλική υπόσταση, η ύπαρξη του όμως την υπερβαίνει και δεν εξαρτάται από αυτή, είναι μια άψυχη υλικότητα η οποία μπορεί να απλωθεί στον χωρόχρονο, δυνητικά έως και την διαχρονία (όταν και αυτό δεν χαθεί στην μεγάλη θάλασσα της αδιαφορίας), την πραγματική αιωνία η μνήμη. Το έργο τέχνης έχει την δυνατότητα να υπερβαίνει σύνορα και εποχές, να μεταφέρεται σε νέα ιστορικά συγκείμενα, κάθε φορά να (επαν)ερμηνεύεται διαφορετικά, να προκαλεί διαφορετικές αισθητικές συγκινήσεις, η κάθε νέα εποχή μπορεί να το αναγνωρίσει ως αριστούργημα, να το αγνοήσει ή και να το καταδικάσει ακόμη ακόμη (θυμηθείτε τι έγινε πρόσφατα με το «Όσα παίρνει ο άνεμος»), σε μια αέναη διαδικασία, δίχως αμήν.
Πριν όμως ακόμη κι από το διάβα του χρόνου που μπορεί να καταστήσει την σύνδεση του έργου με τα πεπραγμένα του δημιουργού σχεδόν αδιάφορη, τούτο έχει ήδη αυτονομηθεί και κόψει κάβο, ακόμη και στην συγχρονία, έχει αποκτήσει ζωή ερήμην του, μια διακριτή οντότητα η οποία ανήκει σε όλους –δηλαδή σε κανέναν’, στον κάθε αναγνώστη, ακροατή ή θεατή. Μου έχει χαραχθεί στην μνήμη μια φωτισμένη φιλόλογος στο σχολείο η οποία επέμενε να λέει ότι δεν υπάρχει πιο ανόητο ερώτημα από το «τι θέλει να πει εδώ ο ποιητής», το σημαντικό είναι τι σου λέει εσένα το ποίημα; Το τι ήθελε να πει ο ποιητής μας είναι δευτερεύον, στην πραγματικότητα δεν το μαθαίνουμε ποτέ. Πόσο μάλλον τι ήταν ο ποιητής.
Εν τέλει και ο σκοπός της τέχνης (αν αποδεχτούμε ότι έχει κάποιον σκοπό) δεν είναι το άνοιγμα σε νέες θάλασσες, άλλες ζωές, νέους κόσμους, εναλλακτικούς του βιωμένου ΤΙΝΑ παρόντος; Νέους κόσμους οι οποίοι μπορεί να είναι ακόμη και ασύμβατοι με τον κόσμο ή να έρχονται και σε κραυγαλέα αντίθεση με την βιογραφία του δημιουργού, σχεδόν να τον εκθέτουν. Μα και το λουλούδι ή ένας καρπός ναι μεν δεν προέρχονται και δεν τρέφονται από το χώμα, η ουσία τους ωστόσο δεν ανάγεται σε αυτό, ούτε και καθορίζεται από αυτό μονοσήμαντα ή/και συνεπαγωγικά. Ο Κωστής Παπαγιώργης στο σπουδαίο κριτικό του κείμενο για τον Παπαδιαμάντη με τίτλο «Η αντοχή του Σκιαθίτη» σημειώνει κάπου: «το λογοτέχνημα έχει τους δικούς του νόμους και ερμηνεύεται αφ’ εαυτού. Δεν παραπέμπει στον άνθρωπο-ακόμη κι αν πρόκειται για αυτοβιογραφία-, όπως ένα μουσικό κομμάτι δεν παραπέμπει στο όργανο που το εκτελεί. Όχι μόνο γιατί το ανώτερο δεν ανάγεται στο κατώτερο ή το αλλογενές, αλλά κυρίως, γιατί στο περίπλοκο σχήμα των αλληλεπιδράσεων κάθε μετάβαση σε άλλη τάξη –από το βίωμα στο έργο, από τον άνθρωπο στη γλώσσα-συνιστά γέφυρα και αυτόχρημα τομή».
Και τούτο μάλιστα ισχύει αμφίδρομα. Όσο άδικο είναι να κρίνεται το έργο από τον δημιουργό, εξίσου άδικο είναι και το αντίστροφο, να είναι ο δημιουργός υπόλογος του έργου του, να οφείλει δηλαδή σώνει και καλά να υποστηρίζει με την ζωή του τις δημιουργίες (κάτι τέτοια παχιά και ηρωικά δεν έλεγε και το low bap πριν η πραγματικότητα ευτελίσει τέτοιες διακηρύξεις;). «Καλλιτέχνης θα πει/όλα όσα δεν είσαι κι όλα όσα μιμείσαι» λέει ένας απίστευτα εύστοχος στίχος του Κώστα Ασμανίδη (ναι αυτός που τραγούδησε ο εχμμ… Νότης Σφακιανάκης), «το έργο μπορεί κάλλιστα να αναπληρώνει τη σακάτικη ύπαρξη του δημιουργού του» θα έρθει να συμπληρώσει πάλι ο Παπαγιώργης.
Οι περισσότεροι δημιουργοί έχουν συνείδηση αυτής της επαπειλούμενης διχοστασίας και όλων των (παρ)ερμηνειών που μπορεί να εκπορευτούν εξ αυτής, η ψευδωνυμία που πολλοί υιοθετούν είναι ένας είδος μέτρου αυτοπροστασίας που θέλει π.χ. να υποδηλώσει ότι άλλο ο David Jones και άλλο ο David Bowie, άλλοι ακολουθούν τον χρυσό κανόνα της σιωπής (γιατί por la boca muere el pez, από το στόμα πεθαίνει το ψάρι που λένε και οι Ισπανοί), άλλοι προσπαθούν να κρυφτούν πίσω από μάσκες και προσωπεία και να αφήσουν το έργο τους έκθετο στον κόσμο χωρίς προσωπικές αναφορές, ρίχνοντας όμως ίσως και περισσότερο λάδι στην κουτσομπολίστικη ανάγκη να μάθουμε σώνει και καλά ποιοι κρύβονταν πίσω από τους βολβούς ματιών των Residents ή ποια είναι στην πραγματικότητα η Έλενα Φεράντε και αν αυτά που γράφει είναι αυτοβιογραφικά ή όχι ή ποια είναι η άποψη της για την Κρίση (μια ακόμη δημοσιογραφική διαστροφή, λες και αν η άποψη κάποιου που μπορεί να βάλει τις νότες ή τις λέξεις σε μια αρμονική -ή και μη- σειρά έχει μια παραπάνω αξία από οποιονδήποτε άλλο «κοινό θνητό» που τυγχάνει δημόσιος υπάλληλος ή τεχνικός ή ελεύθερος επαγγελματίας στα μητρώα του ΕΦΚΑ).
Οπότε, εν κατακλείδι, κι αν πεταχτεί κανείς για να μας την πει ‘αν σας αρέσει ο Burzum να τον πάρετε σπίτι σας’, μπορούμε να απαντήσουμε και να μην ακουστούμε τόσο αφελείς, ότι ‘δίσκο του έχουμε σπίτι, όχι τον ίδιο’ (άντε, mp3). Όπως και πιθανότατα δε θα βάλω στο σπίτι μου τον συνονόματό μου Tony Wakeford, ούτε μπορώ να συμμεριστώ ούτε κατ’ ελάχιστον τις φασιστο-ευρωπαϊκές του αντιλήψεις που εξέφρασε μια εποχή, κι αν αδυνατώ να παρακολουθήσω τα ιδεολογικά του άλματα, ωστόσο το «Trees in winter» παραμένει ένας σπουδαίος και πολύ αγαπημένος δίσκος λυρικής φολκ (και το ίδιο θα πω για κάμποσους του έτερου Καππαδόκη Douglas P.). Ακίνδυνα ακούσματα και παντελώς αθώα μπορεί πολλά του εν λόγω χώρου να μην είναι, ωστόσο η τέχνη το χρειάζεται λίγο δηλητήριο (για την δόση το κουβεντιάζουμε), και επιπλέον να σε ξεβολεύει λίγο, να αφήνει ανοιχτή την πόρτα στο διφορούμενο, στο αιρετικό, στο αντιφατικό, στην αλήθεια του άλλου πέρα από το προσωπικό μας «echo chamber», ψηφιακού ή και αναλογικού, εν τέλει αν κάποιος θέλει λόγια σταράτα και τσεκουράτα ας τα αναζητήσει σε πολιτικές μπροσούρες και προκηρύξεις ή ποστ ναρκισσιστικής μαχητικότητας στα κοινωνικά μύδια.
Εν τέλει το ζήτημα καταλήγει σε μια κόκκινη γραμμή, της οποίας η θέση αλλά και το πάχος είναι προσωπικό ζήτημα, όχι πάντοτε ορθολογικής προσέγγισης, ας σημειωθεί ότι η διύλιση του κώνωπος και η κατάποση της καμήλου είναι πρακτική ακόμη και στα μέλη του συλλόγου «πνεύμα και ηθική», πολλά τα παραδείγματα εκλεκτικών έως και υποκριτικών αντιφάσεων, έτσι πρόχειρα θα θυμηθώ π.χ. την απόλυτη καταδίκη σε λήθη του τραγουδιστή του ύμνου της χούντας Φώτη Δήμα –μιας από τις εντυπωσιακότερες φωνές που γνώρισε το ελληνικό τραγούδι- την ώρα που ο συνθέτης του, ο Γιώργος Κατσαρός και κάμποσοι άλλοι ενθουσιώδεις ερμηνευτές του, όπως η Μοσχολιού ή ο Μπιθικώτσης, απολαμβάνουν στάτους εθνικού απυρόβλητου τοτέμ, ή στους σημερινούς καιρούς, τον ακαστάσχετο σεξισμό στους χώρους του τραπικού και μη χιπ-χοπ, εγχώριου και εξωχώριου, και τον τρόπο με τον οποίο εκπλένεται υπό την νεολαγνική φαντασίωση «αυτά ακούει η νεολαία».
Με τα χρόνια ωστόσο και μεγαλώνοντας (ωριμάζοντας;), πιάνω τον εαυτό μου να γίνεται λίγο -λίγο είπαμε- πιο ευμενής και πιο συγκαταβατικός απέναντι πολλά τέτοιου τύπου ολισθήματα. Έτσι λοιπόν θα εξακολουθώ και «χωρίς ενοχές» να θεωρώ τον Μίκη Θεοδωράκη τον μακράν σπουδαιότερο έλληνα μουσικοσυνθέτη ότι κι αν πει ο ίδιος (ή οι απόγονοί του), όπως να έχω πολύ ψηλά την σπουδαία δισκογραφία του Σαββόπουλου κι ας μην αντέχω τον δημογεροντικό εθνικισμό της δημόσιας παρουσίας τα τελευταία πολλά χρόνια.
Από την άλλη βέβαια διατηρώ το δικαίωμα να μην με συγκινούν οι Smiths και τούτο όχι επειδή ο Moz είπε μερικές λάθος κουβέντες ή φόρεσε λάθος κονκάρδες, και να μην αντέχω καθόλου τους Swans και τον ολοκληρωτικό φαραωνισμό τους, ανεξαρτήτως αν ο Gira βίασε ή όχι. Και επίσης, για το δούμε και από την flip side, υπάρχουν δεκάδες έργα από καλλιτέχνες «καλά παιδιά», με καλές προθέσεις, της δικής μας ιδεολογίας (δεν λέμε ιδεοληψία, αυτή είναι πάντα η ιδεολογία των άλλων), τα οποία μου είναι παντελώς αδιάφορα, κι ας τους δίνουμε, ας είμαστε ειλικρινείς, γι’ αυτό τον λόγο ένα μπόνους ανοχής (η αντίστροφη δηλαδή κατάσταση του τίτλου του κειμένου –παραπομπή σε Dream Syndicate αν δεν το πιάσατε, loving the artist and hating the art).
Μια αυστριακή σλαμ-ποιήτρια και καλλιτέχνιδα του καμπαρέ, η οποία έχει βρεθεί κι αυτή κάποια στιγμή στη μέση ενός πολιτικώς ορθού shitstorm (ας μην μεταφράσω), η Lisa Eckhart, σε μια συνέντευξή της λέει κάπου: «η ηθική πρέπει να επιστρέψει στην πολιτική και να φύγει από την Τέχνη. Εδώ καλές πράξεις, εκεί καλά έργα. Αν ο άνθρωπος από πίσω είναι κακός, είναι ένα εντελώς αδιάφορο σχεδόν ηθικό δίλημμα». Κι αν το εκ φύσεως απόλυτο μιας ατάκας (ας μην ξεχνάμε τον Ρισελιέ!) μπορεί εγείρει περαιτέρω διαφωνίες, στις οποίες η ηθική και η αισθητική θα μπλέξουν τα μπούτια τους σε ένα άλλο συναφές προαιώνιο πρόβλημα, για τέλος θα κρατήσω μια άλλη ατάκα, της Μάγια Αγγέλου αυτή την φορά: «οι άνθρωποι θα ξεχάσουν τι είπες, θα ξεχάσουν τι έκανες, αλλά δεν θα ξεχάσουν ποτέ πως τους έκανες να νοιώσουν».