Μάρκος και Άννα
Οφείλω να ομολογήσω ότι το συγκεκριμένο θέμα με προβλημάτισε πολύ. Έντεκα τραγούδια με αγαπημένους στίχους. Και γιατί έντεκα παρακαλώ και όχι, ας πούμε, δεκαπέντε; Και τι να επιλέξω; Κομμάτια με ελληνικούς ή ξένους στίχους; Για αυτό λοιπόν κι εγώ, θα αφήσω τους ήρωες μιας φανταστικής γλυκόπικρης ιστορίας αγάπης να ξεδιπλώσουν τις σκέψεις και τους φόβους τους, να αποκαλύψουν τα πάθη τους γιατί «αλίμονο σ’ αυτούς που δεν αγάπησαν, αλίμονο, αλίμονο, αλίμονο, αλίμονο σ’ αυτούς που δε δακρύσανε, ζωή».
Ο Μάρκος και η Άννα γνωρίστηκαν το καλοκαίρι του ‘92 σε ένα μπαρ στη Σαντορίνη. Εκείνος είχε χωρίσει πρόσφατα και συνήθιζε κάθε βράδυ να πνίγει τον πόνο του στο ποτό συλλογιζόμενος…
“I, I’ve been lonely and I, I’ve been blind. And I, I’ve learned nothing, so my hands are firmly tied to the sinking leadweight of failure”. «Σήμερα η ζωή μου όλη σήμερα, όσα πέρασαν δε μείνανε και όσα έρχονται δε γίνανε. Σήμερα, η ζωή μου όλη σήμερα. Χτες αλλιώτικα σκεφτόμουνα, τ’ αύριο ονειρευόμουνα. Η ζωή που περνά και χάνεται, η ζωή περνά και χάνεται, χάνεται. Η στιγμή που ποτέ δεν πιάνεται, η στιγμή ποτέ δεν πιάνεται μάτια μου. Μια στιγμή και μ’ αφήνεις μόνο μου, μια στιγμή και είμαι μόνος μου. Να σε δω και ας τελειώσει ο χρόνος μου, και ας τελειώσει τώρα ο χρόνος μου, μάτια μου».
Εκείνη, ένα κορίτσι με μελαγχολική ομορφιά και παντελώς χαμένο βλέμμα, καθόταν πίσω από τη μπάρα και φρόντιζε να του σερβίρει το ουίσκι του όπως ακριβώς της είχε ζητήσει, χωρίς πάγο. Δεν τολμούσε να του μιλήσει, αλλά κάθε φορά που της έκανε νόημα για το επόμενο ποτό, η καρδιά της χτυπούσε δυνατά και ευχόταν να της πει έστω μια κουβέντα. Κάθε φορά όμως, επέστρεφε στο δωμάτιό της απογοητευμένη.
«Το βράδυ σπίτι μου γυρίζω κυνηγημένη σαν πουλί, μες στα σεντόνια μου αντικρίζω το θάνατο να με καλεί.
Κρύβω στα χέρια την καρδιά, παίρνω απ' τις πόρτες τα κλειδιά, και προσπαθώ να του ξεφύγω κρυφά σαν τα μικρά παιδιά.
Κυλώ σαν δάκρυ στη σιωπή, μέσα στου κόσμου τη ντροπή, και σαν τα ρούχα μου ξεσκίζω γυμνή μ’ αρπάζει η αστραπή.
Στους δρόμους σύντροφο γυρεύω μια μπάντα παίζει το ρυθμό, σκίζω τους τοίχους και χορεύω να βρω τον άγνωστο αριθμό.
Κοιτάω μ’ ελπίδα μια φωτιά που ανάβει έν’ άστρο στο νοτιά, άραγε να ‘ναι ‘κει το φως μου, το φως ή η ατελείωτη ερημιά.
Φοβάμαι του όχλου τη χολή, ένας τυφώνας με καλεί, η αγάπη χάνεται στη μνήμη κι εγώ χορεύω σαν τρελή».
Ένα βράδυ όμως συνέβη το εξής: Την ώρα που ετοίμαζε το ποτό του Μάρκου, άρχισε ασυναίσθητα να σιγοτραγουδά…
«Έλα στ’ όνειρο μου και περπάτησε και άμα σταθείς στα ίδια μέρη κι αν αγαπήσεις τις ίδιες μουσικές. Θα πει ότι τυχαία δε βρεθήκαμε, θα πει ότι δε φύσηξε τυχαία ο άνεμος που σμίγει των ανθρώπων τις ζωές. Μικρό καλοκαίρι κρυφή πυρκαγιά, βαθειά μες στην καρδιά μου τώρα καίς, μικρό καλοκαίρι κρυφή πυρκαγιά, βαθειά μες στην καρδιά μου σιγοκαίς».
Κι εκείνος την κοίταξε για πρώτη φορά στα μάτια και της είπε:
“Do you feel completely abandoned and lost? Ah, that’s one of the great questions. Are you falling apart? Yes, yes. Over and over and over again. When I was a baby I was either crying or singing. What’s wrong? I’m forty nine, divorced. If you’re in pain, music can work on the level of anaesthetic. I’m isolated - that’s very frightening. Just hold me. I’m forty nine, divorced”.
Ξαφνικά η Άννα αφήνει το πόστο της, ζητάει από τον dj να βάλει ένα αγαπημένο της κομμάτι και με θράσος ζητάει από τον Μάρκο να χορέψουν. Δεν προλαβαίνει καν να αντιδράσει και ζαλισμένος όπως ήταν, την άρπαξε από το χέρι, κάνοντάς της το χατίρι.
«Καθώς έσκυβε επάνω μου, χιλιάδες φιλιά, διαμάντια που απλόχερα μου χάριζε. Θα πάω, κι ας μου βγει και σε κακό. Σε ποιaν έκσταση απάνω, σε χορό μαγικό μπορεί ένα τέτοιο πλάσμα να γεννήθηκε. Από ποιο μακρινό αστέρι είναι το φως που μες στα δυο της μάτια πήγε κρύφτηκε κι εγώ ο τυχερός που το ‘χει δει.
Μες στο βλέμμα της ένας τόσο δα ουρανός αστράφτει, συννεφιάζει, αναδιπλώνεται. Μα σαν πέφτει η νύχτα, πλημμυρίζει με φως φεγγάρι αυγουστιάτικο υψώνεται και φέγγει από μέσα η φυλακή».
Κι αγκαλιασμένοι σφιχτά χόρεψαν με κλειστά τα μάτια μέχρι το ξημέρωμα.
“And you wanted to dance so I asked you to dance, but fear is in your soul. Some people call it a one night stand but we can call it paradise. Don't say a prayer for me now; save it til the morning after; no don't say a prayer for me now, save it 'til the morning after”.
Πέρασαν μαζί μία εβδομάδα στο νησί χωρίς να λένε πολλά. Κοιτάζονταν, γελούσαν, μιλούσαν με τα χέρια απολαμβάνοντας κάθε στιγμή.
“Speak low when you speak, love.
Our summer day withers away too soon, too soon.
Speak low when you speak, love.
Our moment is swift, like ships adrift, we're swept apart, too soon.
Speak low, darling, speak low.
Love is a spark, lost in the dark too soon, too soon.
I feel wherever I go that tomorrow is near, tomorrow is here and always too soon.
Time is so old and love so brief, love is pure gold and time a thief.
We're late, darling, we're late.
The curtain descends, everything ends too soon, too soon.
I wait, darling, I wait, will you speak low to me, speak love to me and soon”.
Ο Αύγουστος έφτασε στο τέλος του και οι δυο τους πήραν το καράβι του γυρισμού. Φτάνοντας στην Αθήνα, η Άννα δεν άντεξε άλλο στη σιωπή.
“Take me out tonight. Because I want to see people and I want to see life.
Driving in your car, oh, please don't drop me home. Because it's not my home, it's their home, and I'm welcome no more. Take me out tonight, oh, take me anywhere, I don't care, I don't care, I don't care”.
“I want to live like common people, i want to do whatever common people do, i want to sleep with common people, i want to sleep with common people, like you”.
“I’ve nothing much to offer. There’s nothing much to take. I’m an absolute beginner. But I’m absolutely insane. As long as we’re together. The rest can go to hell”.
Και ο Μάρκος δέχτηκε και της έκανε για άλλη μια φορά το χατίρι και έτσι οι δυο τους ξεκίνησαν μια νέα ζωή στο μικρό του διαμέρισμα στο κέντρο της πόλης. Στην αρχή όλα ήταν όμορφα καθώς η Άννα έπαψε για λίγο να φοβάται και επέτρεψε για πρώτη φορά στον εαυτό της να αφεθεί και να νιώσει ασφάλεια σε μια σχέση. Ή τουλάχιστον προσπάθησε.
«Ποια μουσική περπατάει στο πλάι σου ποια πυρκαγιά στα μαλλιά.
Ποια σιωπή καταπίνει τα λόγια μου και ψιθυρίζω φιλιά.
Κάψε τις νύχτες μου, σβήσε τις μέρες μου, κάνε το χρόνο στιγμή.
Ό, τι ευχήθηκα κι ό, τι φοβήθηκα είναι καιρός να φανεί.
Σαν βροχή που πέφτει στα φύλλα, στα μαλλιά, στο πρόσωπο κυλά, σαν βροχή σε θέλω απόψε να βραχώ, ως τη ρίζα της φωνής, γέλιο μου.
Στη φωτιά που μέσα μου καίει μια φωνή γελάει και κλαίει, στη φωτιά θα πέσω μαζί σου να σωθεί ό, τι είναι δυνατό, γέλιο μου, φλόγα μου, φλόγα μου.
Ποια μουσική δυναμώνει στο βλέμμα σου κι όλα χορεύουν γλυκά.
Ποιος πυρετός ανεβαίνει στο αίμα μου και κοκκινίζει ξανά. Κάψε τις νύχτες μου, σβήσε τις μέρες μου κάνε το χρόνο στιγμή. Ό, τι αγάπησα κι ό, τι παράτησα είναι καιρός να κριθεί».
Τα χρόνια περνούσαν και η Άννα διαρκώς απομακρυνόταν. Ο Μάρκος αισθάνεται πλέον πιο μόνος από ποτέ. Κι έτσι αποφασίζει να της μιλήσει.
«Γλείφω το οξύ απ' τις ρωγμές των χειλιών σου και προσπαθώ να σου απαλύνω τον πόνο. Τα χρόνια που περάσανε μ' αφήσανε μόνο να ψάχνω την πνοή μου στον νεκρό εαυτό σου.
Ζητάω βοήθεια από ανήμπορα χέρια που ριγούν στην αγάπη και τον τρόμο.
Πήρες λάθος τον δικό μου δρόμο και ψάχνεις το φως μου σε σβησμένα αστέρια.
Η απουσία σου μ' εξουθενώνει και δεν μπορώ να συνηθίσω.
Νιώθω να προχωράω μπροστά μα πάντα φτάνω πίσω.
Κι αυτή η αλήθεια με σκοτώνει.
Σβήνω τα ίχνη από τα ψέματά μας, παραπατάω στη σιωπή.
Έγινε η απώλεια συνήθειά μας κι ο έρωτας μια άρρωστη κραυγή».
Η Άννα σκύβει το κεφάλι και μονολογεί.
«Σαν τα παιχνίδια η ζωή σου γυρνά, απελπισμένα, μια τροχιά μυστική, πού και πού ο χρόνος σταματά, νόμιζες πως θα κρατούσε, μα ήταν μόνο ένα φιλί. Τα βήματά σου χάνονται στα βήματα των άλλων, αυτή η εποχή θα ήταν κάτι παραπάνω, αν εσύ κι εγώ ήμαστε μαζί»
‘Ύστερα όμως τον κοιτάζει με βλέμμα παγωμένο.
“You dress me up, I'm your puppet. You buy me things, I love it.
You bring me food, I need it. You give me love, I feed it.
And look at the two of us in sympathy with everything we see.
I never want anything, it's easy you buy whatever I need.
But look at my hopes, look at my dreams, the currency we've spent.
I love you, you pay my rent”.
“Did I need to sell my soul for pleasure like this.
Did I have to lose control to treasure your kiss. Did I need to place my heart in the palm of your hand before I could even start to understand. It's only when I lose myself with someone else that I find myself, i find myself”.
Και τότε ο Μάρκος καταλαβαίνει ότι τα πράγματα έχουν ήδη πάρει το δρόμο τους.
“She swears, I’m a slave to the details. But if your life is such a big joke, why should I care?”
Καθώς η Άννα μαζεύει τα πράγματά της, ο Μάρκος κάθεται ήρεμος και την κοιτά.
«Απόψε είμαστε και οι δυο μας σιωπηλοί. Ακόμα και οι λέξεις φοβήθηκαν τα χείλη.
Το ξέρω θα μου δώσεις ένα φιλί και θα μου πεις να μείνουμε δυο φίλοι.
Δε θέλω να ‘μαστε ούτε φίλοι ούτε εχθροί. Θέλω να μη θυμάμαι.
Θέλω ένα όνειρο μονάχα να ‘ναι κι όταν ξυπνήσω το πρωί να είσαι εκεί για να μου πεις να μη φοβάμαι».
Το άλλο πρωί η Άννα τον αποχαιρετά ψιθυρίζοντάς του στο αφτί:
«Αν δεν έχεις πληγωθεί, δεν ξέρεις πόνος τι θα πει.
Μ’ από το να σε πληγώνουν, πιο βαρύ `ναι να ματώνουν άλλοι στη βαθιά πληγή που τούς άνοιξες εσύ».
Εκείνος όμως πικραμένος απαντά:
«Κράτα για το τέλος το πιο ψυχρό σου βλέμμα, εκείνο που αφήνει τον έρωτα μισό.
Μήπως και πονέσω κι έτσι να μπορέσω να φύγω και να νιώθω βαθιά πως σε μισώ.
Κράτα κι ένα ποτηράκι για το πιο πικρό φαρμάκι να το πιω κι απ’ την καρδιά μου να σου ευχηθώ.
Καλή τύχη γεια χαρά σου μην πετάς τα όνειρά σου μην τα βρω ποτέ στο δρόμο και σε λυπηθώ».
«Πάλι μόνος», σκέφτεται και αναπολεί το καλοκαίρι εκείνο στο νησί.
“All around my head and in the wind, I had no illusions that I'd ever find a glimpse of summer's heatwaves in your eyes. You did what you did to me, now it's history, I see. Here's my comeback on the road again. Things will happen while they can”.
Πέντε χρόνια μετά, και ενώ ο Μάρκος έχει φτιάξει τη ζωή του, πηγαίνει με την οικογένειά του διακοπές στη Σαντορίνη. Ένα βράδυ αποφασίζει να πάει στο ίδιο μπαρ όπου γνώρισε την Άννα, όχι όμως από νοσταλγία, αλλά περισσότερο από περιέργεια. Η Άννα είναι εκεί με το ίδιο παγερό και χαμένο βλέμμα. Την πλησιάζει, την κοιτάει τρυφερά και αυτή τη φορά αυτός της σιγοτραγουδά.
«Μου φαίνεται σαν να 'ναι χθες μα πάνε τόσα χρόνια που σαν βιολί το σώμα σου στα χέρια μου κρατούσα.
Με το ραδιόφωνο σιγά μες στ' απαλό σκοτάδι θα τρόμαζες αν ήξερες πόσο σε αγαπούσα.
Τίποτα δεν έχει αλλάξει και τίποτα δεν είναι όπως παλιά.
Μένει όμως ακόμα ένα πείσμα που δεν είναι συνήθεια μοναχά.
Γέλα, γέλα πουλί μου γέλα, γέλα, κι είν' η ζωή μια τρέλα»
Τα τραγούδια (ο στιχουργός σε παρένθεση):
Swans - Failure
Γιάννης Πάριος - Σήμερα (Σταμάτης Σπανουδάκης)
Δήμητρα Γαλάνη - Χορός με τη σκιά μου (Μάνος Χατζιδάκις)
Χάρης και Πάνος Κατσιμίχας - ‘Έλα στο όνειρό μου
Prefab Sprout - I’m 49
Νίκος Παπάζογλου - Αύγουστος
Duran Duran - Save a prayer
Billie Holiday - Speak low (Ogden Nash)
The Smiths - There’s a light that never goes out
Pulp - Common people
David Bowie - Absolute beginners
Ελευθερία Αρβανιτάκη - Σαν βροχή (Μιχάλης Γκανάς)
Διάφανα Κρίνα - Έγινε η απώλεια συνήθειά μας
Στέρεο Νόβα - Λιγότερο από αυτό
Pet Shop Boys - Rent
Depeche Mode - Only when I lose myself
Interpol - Leif Erikson
Νίκος Παπάζογλου - Απόψε σιωπηλοί (Βάσω Αλαγιάννη)
Νίκος Παπάζογλου, Σοφία Διαμαντή - Πρώτα να ξεκαθαρίσεις (Μανώλης Ρασούλης)
Χάρις Αλεξίου - Κράτα για το τέλος (Ηλίας Κατσούλης)
Alphaville - Big in Japan
Χάρης και Πάνος Κατσιμίχας - Γέλα πουλί μου γέλα