Μάστερ στην άγνοια κινδύνου / Κονσέρτο για φτυάρια (split release)
Χωρίς φιοριτούρες και περιττά δράματα το παρόν κείμενο περιλαμβάνει:
- Ζέσταμα φτυαριού.
- Θάψιμο του “Master Of Puppets” των Metallica (θρας με χαμηλά λιπαρά, επιεικώς).
- Θάψιμο του “The Köln Concert” του Keith Jarrett (την αλληλεγγύη μου στους ήρωες θεατές).
(Έχω άγνοια κινδύνου μάλλον).
Ζέσταμα φτυαριού
Σάββατο στο δισκάδικο. Ο αφόρητα χίπστερ υπάλληλος εξανίσταται με έναν δύστυχο που τολμά να γκρινιάζει για τη στασιμότητα των Echo & The Bunnymen χωρίς να έχει εντρυφήσει επαρκώς στους Jesus & Mary Chain. Και τα χειρότερα είναι μπροστά μας: “You don't have it? That is perverse! Don't tell anybody you don't own fucking Blonde On Blonde”.
Χαριτωμένος ο κομπλεξικούλης μουσικολαλημένος Barry του αγαπημένου High Fidelity, αλλά εγώ κάτι τέτοιους δογματικούς δεν τους πλησιάζω ούτε για αστείο. Από πολλούς κανόνες εξαρτάται η καταξίωσή μας στο στερέωμα φιλομουσίας. Δίσκοι που πρέπει να έχουμε στη δισκοθήκη μας ή να ακούσουμε πριν πεθάνουμε, ιερά τέρατα, εμπορικοί και underground.. Η λίστα “υποχρεώσεων” είναι μακρά και βέβαια όλα αυτά είναι χρήσιμα ως οδηγοί πορείας, γιατί και η μουσική ως οικοσύστημα διέπεται από ένα αξιακό πλαίσιο. Αν σε ενδιαφέρει η hip hop, λίγο δύσκολο να μην έχεις αντιληφθεί την ύπαρξη των Public Enemy και δεν νοείται προγκάς να μην έχει έστω άποψη για το “The Dark Side Of The Moon” των Pink Floyd.
Τι γίνεται όμως όταν δεν προσέχουμε το κενό μεταξύ οδηγού πορείας και άκριτου προσκυνήματος κανόνων; Δημιουργούνται τοτέμ, που είναι το τέλος της κριτικής σκέψης, της προσωπικής αισθητικής και στην τελική της απόλαυσης. Και φυσικά είναι λάθος, γιατί δεν πα να ‘σαι και η μπανάνα των velvets, το a love supreme το ίδιο, εξ ορισμού κρίνεσαι. Άπαξ και θεσπίσουμε εξαιρέσεις από την αυτονόητη ανθρώπινη ανάγκη να αξιολογούμε ένα καλλιτεχνικό έργο, τελειώσαμε. Γιατί ναι μεν ο αντίκτυπος ενός τοτέμ είναι δεδομένος, αλλά η ακουστική εμπειρία δεν είναι για όλους η ίδια. It’s called human nature, αυτί, πείτε το και ιδιοτροπία αν θέλετε, πάντως όλοι έχουμε τα δικά μας κλασικά που δεν γουστάρουμε, έχουμε τους λόγους μας και αξίζει να τα λέμε κι αυτά πού και πού.
Φέρνω λοιπόν το φτυάρι μου, με μια σημείωση. Ασυζητητί το πρώτο τέτοιο μεγαθήριο που μου ‘ρχεται στο μυαλό είναι το “Definitely Maybe” των Oasis, γιατί παρακολούθησα την δημιουργία του εν τη γενέσει. Θυμάμαι τα πάντα, τη μαζική προώθηση, τις υπερβολές περί καλύτερου άλμπουμ όλων των εποχών, τον εαυτό μου σε πυρετώδεις συζητήσεις, κλπ. Παρόλα αυτά, θα βγάλω που θα βγάλω το φτυάρι, λέω να ψάξω στην αποθήκη για κανένα μεγαλύτερο. Με όλο τον σεβασμό στους φίλους του indie rock, δεν είμαι η πλέον κατάλληλη να σκάβω τρύπες για τα definitely maybe αυτού του κόσμου, γιατί δεν μου κοστίζει και τίποτα ψυχικά να τα βάλω με ένα ιδίωμα που δεν με πολυενδιαφέρει. Πάω στα πιο κοντινά μου ακούσματα λοιπόν. Μου φαίνεται πιο ουσιώδες.
Let the shovel festivities begin!
Έτος κυκλοφορίας: 1986
Label: Elektra Records
Βαθμός τοτεμισμού:
Ανώτατος. Σταθερά στις λίστες με τα καλύτερα άλμπουμ όλων των εποχών, magnum opus των Metallica και, άκουσον άκουσον, ο σπουδαιότερος δίσκος στην ιστορία όλου του heavy metal σύμφωνα με την πλειοψηφία των φίλων του είδους (έλεος).
Appetite for destruction:
Μωρέ δεν θα αφήσω τίποτα όρθιο. Ο δίσκος είναι βαρεμάρα ακόμα και χωρίς να συνεκτιμήσει κανείς την πρότερη δισκογραφική πορεία των Metallica. Και ναι, βεβαίως αυτό ήταν μπηχτή για την προφανή αντιγραφή του αληθινά πανάξιου “Ride The Lightning”.
Με το ένα, με το δύο, με το τρία:
Είναι οι Metallica μία από τις σπουδαιότερες και πλέον επιδραστικές μέταλ μπάντες και δη στο thrash ιδίωμα, όπου στρογγυλοκάθονται μόνοι στην κορυφή και ατενίζουν τους κατόχους της τιμητικής δεύτερης θέσης Slayer (συγγνώμη, αλλά όλοι οι άλλοι θράσερς να κοιτάνε από το τρία και κάτω) μονίμως από ψηλά; Είναι.
Μιλάμε για το συγκρότημα που εκτόξευσε ταχύτητες και ένταση δίνοντας νέο βάθος στις μουσικές του και έσπρωξε τα όρια του θρας όσο πήγαιναν, κάνοντας με την ευκαιρία και ένα γενικότερο ρεκτιφιέ στο είδος; Φυσικά.
Χτίστηκε η προαναφερθείσα κατάσταση με σκληρή δουλειά και όρεξη δίσκο με τον δίσκο; Nαι, αλλά όλα αυτά φρέναραν με το Master Of Puppets.
Δεν ξέρω τι μυστική μεταλλική συμφωνία παραβιάζω τώρα, αλλά πραγματικά το Master όχι μόνο δεν εισήγαγε καμία απολύτως καινοτομία στο είδος, αλλά τουναντίον, εκφράζει το κομβικό σημείο όπου οι Metallica, ενώ ανέβαιναν ταχύτατα τη σκάλα δημιουργικότητας, ξαφνικά στραβοπάτησαν και έκοψαν ταχύτητα για να μην γκρεμοτσακιστούν. Εκεί έγκειται η ένστασή μου κυρίως. Δηλαδή πρώτα βάζεις φωτιά στα σαββατόβραδα με το εκρηκτικό nwobhm + underground punk (με την ευρεία έννοια) κράμα του “Kill ‘Em All”, μετά απογειώνεσαι και ανοίγεις νέους ορίζοντες στο θρας με το “Ride The Lightning” και μετά τι κάνεις; Πας και βγάζεις ένα ride the lightning για βίγκαν. Και αφού βαρυστομάχιασες καλά έκανες, αλλά μην περιμένεις να σου πούμε ότι η σόγια είναι νοστιμότερη από το κοκορέτσι.
Φυσικά η αναλογία Ride και Master είναι γνωστή, δεν πάω να κάνω την έξυπνη. Με βάση άλλωστε το πώς προσεγγίζεται αυτή η αναλογία διαχωρίζονται οι υμνητές από τους αιρετικούς όπως εγώ, που βρίσκουμε τον δίσκο ελαφρώς τζούφιο. Οι λάτρεις λένε ότι ο δίσκος δεν καινοτομεί μεν όπως το Ride, αλλά χτίζει επάνω του. Αυτό είναι ήδη απολογητικό, αλλά κατά την άποψή μου δεν ισχύει κιόλας. Θεωρώ πως το Master είναι λάιτ ρέπλικα και όχι εξέλιξη του Ride, άρα βήμα πίσω, όχι μπροστά. Η δε πρώτη πλευρά αναπαράγει πλήρως αυτή του Ride κομμάτι προς κομμάτι.
Ο δίσκος ξεκινάει υπέροχα με το “Battery”, που φορτίζει κινητά σε ακτίνα χιλιομέτρων. Βέβαια θυμίζει το opener του Ride “Fight Fire With Fire”, αλλά εδώ πράγματι λειτουργεί το concept του χτισίματος πάνω στην καινοτομία και δεν έχει σημασία. Ακριβώς όπως και στο Ride, ακολουθεί το ομώνυμο άσμα το οποίο είναι σαφώς υποδεέστερο, αλλά και πάλι εξαιρετικό, με ωραιότατο μελωδικό μεϊντενίζον τμήμα στη μέση.
Και πάνω που υποψιάζεσαι θρίαμβο, αρχίζουν στα καλά καθούμενα οι δίαιτες. Ελπίζω να συμφωνούμε τουλάχιστον ότι η υπερβαρετοβαρεμάρα, που δυστυχώς δεν σώζεται από την λαβκραφτική αναφορά, και που λέγεται, αν έχετε το θεό σας, “The Thing That Should Not Be” δεν είναι “For Whom The Bell Tolls”. Το οποίο Bell στο Ride ακολουθείται από το αριστουργηματικό (και αγαπημένο μουσικό ορόσημο των λυκειακών μου χρόνων) “Fade To Black”, ενώ στο Master, αν επιβιώσεις των εξήμισυ βασανιστικών λεπτών Αυτού Που Δεν Θα Έπρεπε να Είναι (μέχρι και το ριφ κοιμάται όρθιο - βρε μπας και μας τρόλαραν), θα σε περιλάβει μετά το χλιαρό fade to black - wannabe “Welcome Home (Sanitarium)” που απογειώνει το νόημα του όρου “αντιγραφή”.
Εν ολίγοις, στο τέλος της πρώτης πλευράς ήδη χασμουριέσαι και τα δύσκολα τώρα αρχίζουν, καθώς από ‘δω και κάτω ο δίσκος είναι αισθητά χειρότερος. Ξεκινάμε με το συμπαθές αντιπολεμικό catchy galloping “Disposable Heroes”, το οποίο όμως τραβάει υπερβολικά σε διάρκεια. Είναι και αναποφάσιστο. Θέλει να είναι “Creeping Death” (μουσικά); Θέλει “For Whom The Bell Tolls” (στιχουργικά); Δεν ξέρει. Στο μεταξύ εμείς κοντεύουμε να κοιμηθούμε, κάτι που πολύ βολικά θα μας εξασφαλίσει το επόμενο mid-tempo υπερφίλερ “Leper Messiah”. Ειλικρινά, δεν πρέπει να έχω ακούσει πιο φλατ και ανέμπνευστο ριφ και η όλη θεματική εναντίον των τηλευαγγελιστών κάνει το τραγούδι μια απέραντη γκρίνια. Έπεται το “Orion”, απαραίτητη υπενθύμιση ότι στον δίσκο συμμετέχει ο αείμνηστος Cliff Burton (δικό του κομμάτι είναι άλλωστε), γιατί Burton δεν διακρίνουμε πουθενά αλλού στο άλμπουμ (ένα θεματάκι με το μπάσο το είχαν και γενικότερα οι Metallica· όχι, δεν θα αναφέρω το and just… ουπς!). Το “Orion” δεν είναι άσχημο instrumental πάντως, αλλά αντί να έχει προσωπικότητα, θέλει κι αυτό να είναι κομμάτι του Ride και μάλιστα το έπος “The Call of Ktulu” (και δυστυχώς πέρασε και δεν ακούμπησε). Έχει κουράσει πια τόση μίμηση.
35 σχεδόν χρόνια μετά, ξέρουμε όλοι πως το “Master Of Puppets” άνοιξε για τους Metallica τον δρόμο της δόξας. Όμως ποιοι μπορεί να ήταν οι στόχοι μίας safe αναπαραγωγής του αμέσως προηγούμενου άλμπουμ ακόμα να καταλάβω. Τα περισσότερα στοιχεία του δίσκου πιστεύω ότι ανέδειξαν τη στασιμότητα της μπάντας τη δεδομένη στιγμή, ίσως λόγω του breakthrough του “Ride The Lightning”. H κιθαριστική δουλειά, αν και έχει μερικές μαγικές στιγμές, στο σύνολό της είναι τόσο μέτρια που μοιάζει ημιτελής. Το μπάσο με στενοχωρεί που δεν ακούγεται και τα ντραμς... α ναι σωστά, έχει και ντραμς ο δίσκος.
Το άλμπουμ κλείνει με ένα ξεγυρισμένο old school θρασύ θρας, όπως πρέπει (και ακριβώς όπως κλείνει και το Ride, μην ξεχνιόμαστε) που επιτέλους, χτίζει πάνω στον ήχο του Ride (πιθανότατα πάνω στο “Trapped Under Ice”) και δεν τον αναπαράγει.
Όμως τώρα είναι αργά. Έχω κοιμηθεί πια και ονειρεύομαι ότι ακούω κάτι άλλο.
Έτος κυκλοφορίας: 1975
Label: ECM Records
Βαθμός τοτεμισμού:
Θεωρείται μία από τις μεγαλύτερες στιγμές της τζαζ, οπότε οι ειδικοί απαγορεύουν να πεθάνουμε αν δεν το λατρέψουμε πρώτα. Αλλά είναι και το σόλο πιάνο άλμπουμ με τις μεγαλύτερες πωλήσεις στην ιστορία όλης της δισκογραφίας. Δηλαδή εκεί έξω κυκλοφορούν εκατομμύρια αντίτυπα και όποιον πάρει ο χάρος. Ωιμέ.
Appetite for destruction:
Απευθύνω έκκληση σε όσους παίζουν αυτό το αφόρητο νερόπλυμα στα dinner parties και στις αίθουσες αναμονής των οδοντιατρείων: Ότι λειτουργούν ωραιότατα οι μελούρες του Jarrett στο πιάνο αντί ενυδρείου με χρυσόψαρα, λειτουργούν. Τους καλεσμένους και τους ασθενείς που θα υφίστανται κάθε τρεις και λίγο τα κλαψουρίσματά του δεν τους λυπάστε;
Με το ένα, με το δύο, με το τρία:
Τον Keith Jarrett με τα χρόνια πολλοί εμίσησαν (απερίγραπτη εγωμανής πριμαντόνα γαρ), το “The Köln Concert” ουδείς. Όλη η ανθρωπότητα έχει πέσει στα χέρια της βιρτουοζιτέ του στο πιάνο. Όλη; Όχι. Οι κάτοικοι ενός μικρού χωριού, χάρη στο μαγικό φίλτρο που τους δίνει υπερφυσική δύναμη, αντιστέκονται ακόμα στη γοητεία του.
Στο μεταξύ, συνέτρεξαν όλες οι προϋποθέσεις για να γλιτώσουμε αυτή την ηχογράφηση. Ο Jarrett έφτασε στην Κολωνία άυπνος, έγινε μια στραβή και τον άφησαν νηστικό και του έφεραν και ένα τριτοδεύτερο, σχεδόν ξεκούρδιστο πιάνο αντί γι’ αυτό που ζήτησε, αλλά φευ, ενώ ήθελε να ακυρώσει, τον μετέπεισαν τελικά.
Έδωσε λοιπόν ένα κονσέρτο αυτοσχεδιασμών στις μεσαίες νότες, για το οποίο και τι δεν έχουμε ακούσει. Τι συναισθηματικό, τι εκρηκτικά δημιουργικό, τι παγκόσμια μυσταγωγία, μην τα πολυλογώ, όσοι δεν καταλαβαίνουμε είμαστε άξεστοι. Ας είναι, θα κρατήσω τον τίτλο της τρελής του χωριού. Όσο κι αν έχω προσπαθήσει, όχι μόνο δεν αντιλαμβάνομαι το μεγαλείο της κολωνέζικης συναυλίας, αλλά τη βρίσκω και ανυπόφορα γλυκερή.
Από την αρχή καταλαβαίνεις πού πάει το πράγμα. Μελωμένες σαν γαλακτομπούρεκο, περίτεχνες πλην όμως μονοδιάστατες μελωδίες, που θα εντυπωσιάσουν με την πολυπλοκότητά τους, διότι η εκτελεστική ικανότητα του Jarrett είναι πράγματι αξιοθαύμαστη. Σωστά; Στην καλύτερη περίπτωση. Γιατί ελάχιστα λεπτά αργότερα αρχίζουν και τα φωνητικά. “Μα δεν έχει φωνητικά το Köln Concert, τι λες;” Ναι, αλλά έχει μουγκρητά που είναι τρισχειρότερα. Πάνω στην ένταση ή την έκσταση της στιγμής, ο φίλος μας ο Keith άρχισε να ξεσπά σε κάτι περίεργους ένρινους ήχους που άλλοτε μοιάζουν με μυξοκλάματα γατιού που του πάτησαν την ουρά και άλλοτε με βογγητά αυτοθαυμασμού για το πόσο διάνοια είναι. Το ξέρω πως αυτά προκαλούν ρίγη δέους στο φιλόμουσο κοινό, αλλά τα δικά μου αυτιά υποφέρουν, τι να σας πω. Η τραγωδία δεν σταματάει εδώ, αλίμονο. Όλα τα παραπάνω περικλείονται από έναν κακόγουστο new agey ιστό με κάποια gospel και country περάσματα, που μετατρέπουν την ακουστική εμπειρία σε μία ear candy χλιαρή και άγευστη σούπα.
Στο μεταξύ το φτυάρι μου κοντεύει από το πολύ τρύπημα να βγει στην Κίνα, πράγμα που είναι αλήθεια ότι δεν οφείλεται μόνο στην ίδια τη μουσική, αλλά και στον μύθο που περιβάλλει τόσο τον δίσκο όσο και γενικά τον Jarrett, κατά τη γνώμη μου αδικαιολόγητα. Δεν είναι πως απορρίπτω γενικά τη μουσικότητά του, αντίθετα έχει παρουσιάσει και αξιόλογες δουλειές (κυρίως στις συνεργασίες του όμως πιστεύω), το πόσο δε τεχνίτης είναι στο πιάνο το έχω ήδη αναφέρει. Θεωρώ σκανδαλώδες όμως να φτάνουμε στο σημείο να τον τοποθετούμε στο πάνθεον των τζαζ θρύλων μαζί με τον Miles Davis και τον Thelonius Monk.
Λυπηθείτε μας με τις τερατώδεις υπερβολές. Εντάξει, συμπαθητικός δημιουργός είναι ο Jarrett, αλλά αληθινά κορυφαίος θα ήταν σε ένα παράλληλο σύμπαν όπου θα μεγαλουργούσαν ο Kenny G και ο Al Jarreau (που τι μου φταίει κιόλας· έχει γράψει εξαιρετική μουσική για το “Moonlighting”). Τότε μπορεί να έκοβα κι εγώ τη φλέβα μου για τις περιπέτειές του εκτός από την Κολωνία στη Βρέμη, τη Λωζάννη, το Μπρέγκεντς, το Μόναχο και το Αμβούργο (έχει οργώσει Γερμανίες, Αυστρίες και Ελβετίες και άντε να τον σταματήσεις). Αλλά στο δικό μας σύμπαν υπάρχει και ο Herbie Hancock, o Bill Evans, ο Ornette Coleman και δεν θα μπορέσω. Γιατί όσο εντυπωσιακή κι αν είναι η εκτελεστική δεινότητα του Jarrett, δεν μπορεί να κουκουλώσει τις απλά ικανοποιητικές συνθετικές / αυτοσχεδιαστικές ικανότητές του. Σε μια λίστα με τους σπουδαιότερους πιανίστες ναι, τοποθετείται επάξια. Μεταξύ των κορυφαίων δημιουργών όμως όχι, δεν έχει θέση πιστεύω.
Αυτές οι δημιουργικές αδυναμίες του αντανακλώνται πλήρως και στο “The Köln Concert”, όχι μόνο επειδή είναι η απελπιστική new agey μελούρα που έλεγα πριν, αλλά και από άποψη δομής και οργάνωσης των κομματιών. Παρασυρμένος ίσως και από την εκνευριστική μεγαλομανία του, ο Jarrett εδώ μου ακούγεται σαν να έχει αυτοπαγιδευτεί στην πολυπλοκότητα και τη γλυκερότητα της μουσικής του, σαν να αδυνατεί να τελειώσει τους αυτοσχεδιασμούς του και όχι τίποτα άλλο, θα πάθουμε και ζάχαρο, ακούγοντας έναν πολύ καλό πιανίστα να μην μπορεί να διαχειριστεί τη δημιουργική διαδικασία, γιατί απλούστατα η όλη φάση τον υπερβαίνει.
Σε μία ατέρμονη επίδειξη εγωμανίας και αυτοϊκανοποίησης, το “The Köln Concert” γίνεται περίτεχνος αέρας κοπανιστός. Εμένα μου θυμίζει κάτι βιβλιοπωλεία - σούπερ μάρκετ όπου βρίσκεις ζεστό καπουτσίνο και αναπαυτικές πολυθρόνες για διάβασμα, αλλά οι υπάλληλοί του δεν ξέρουν τίποτα για τις εκδόσεις. Ακόμα χειρότερα, σε αυτό το κονσέρτο δεν έχεις λόγο να κάτσεις στην πολυθρόνα. Είναι ρεσιτάλ πιάνου για έναν. Τον εκτελεστή.