Με ένα κομμάτι κι ένα live
Το 1986 ως μαθητής της πρώτης γυμνασίου άρχισα να σχηματοποιώ την μουσική εικόνα των 80s. Λίγο ¨μουσικό καλειδοσκόπιο¨, λίγο ¨ποπ και ροκ¨ λίγο γερμανικό ¨bravo¨ μέχρι εκεί έφταναν οι προσωπικές δυνατότητες. Δικαιολογημένα λοιπόν ξεκίνησα με τις χειρότερες εντυπώσεις.
Ως αντίβαρο σ' αυτά ήρθε ο κολλητός Νίκος, 7 χρόνια μεγαλύτερος, φρέσκος τότε φοιτητής στην Θεσσαλονίκη, που το prince που του κόλλησε αργότερα δεν έχει να κάνει με τα ακούσματα του. Πέρα από μέντορας στο ρόλο του μεγάλου αδερφού, ήταν και το μαγικό παράθυρο στον Θερμαϊκό με την ελληνική ροκ σκηνή, τα live και τις εκπομπές στο ραδιόφωνο που φάνταζαν παραμυθένια (το ότι ακόμα και σήμερα μετά από πολλές επισκέψεις στη συμπρωτεύουσα η εικόνα αυτή παραμένει ζωντανή και γοητευτική, δεν συζητιέται).
Κάθε φορά λοιπόν που κατέβαινε μου έφερνε πεσκέσι κάτι περίεργες κασέτες ¨Rollin Under¨ από έναν φίλο. Άμεση αντιγραφή, χειροποίητα εξώφυλλα και λιώσιμο της ταινίας. Ο απροσδιόριστα μεγάλος αριθμός ωρών που περιπλανήθηκα στις επιλογές του μυστήριου compiler, διαμόρφωσε μουσική αισθητική και τη στάση ζωής μου ως έφηβος ακροατής.
Κάπου εκεί μέσα στις ακροάσεις (αυστηρά με ακουστικά για άσχετους λόγους) συντελέστηκε κάτι μοναδικό και βαρύ. Η πρόσκρουση στο ¨Frontier¨ ήταν συμπαντική. Για αρκετά χρόνια το μοναδικό δείγμα μου από Dead Can Dance ήταν μόνο αυτό. Παράλογο κόλλημα που το '90 με οδήγησε στο Παλλάς για την συναυλιακή πρώτη μου φορά. Αφού ξεκίνησε η Lisa Gerrard το μόνο που με γύρναγε πίσω ήταν ο Γιώργος δίπλα μου, ντραμίστας των Town Criers συνεργαζόμενος με Αντίδραση τότε, που πεταγόταν και ούρλιαζε (ο μόνος όρθιος) ¨μπράβο!¨ στο τέλος κάθε κομματιού και η αίσθηση ντροπής που μου προκαλούσε.
Από εκεί ξεκίνησε το κόλλημα και το ψάξιμο των DCD και του ¨Frontier¨, χωρίς βιασύνη όμως αφού προϋπήρχε αρκετό υλικό. Πιάνοντας το από την αρχή με το ¨Garden Of The Arcane Delights¨ που άνοιξε τις πόρτες του Darkwave και της 4AD. Αργότερα στην Ιταλία φοιτητής, άλλες συλλογές, βινύλια, tributes, άπειρο ψάξιμο για ότι έφερε το DCD πάνω του και η ethnic στροφή που με την αυταπάτη της διαλεκτικής στη σχέση μου με το γκρουπ μεταβολίστηκε και χωνεύτηκε με απόλαυση. Τελευταίο δώρο τους το ¨Anastasis¨ πρόπερσι, που μόνο σαν χρέος προς την μουσική ιστορία το εκλαμβάνω.
Κάπου στο 2010 το mic προσκαλεί για συνεργάτες και στην αναφορά των ακουσμάτων μου αναφέρω τις κασέτες από Θεσσαλονίκη. Απαντάει κάποιος Μπάμπης λέγοντας μου ¨το κόλλημα με τις συλλογές το έχω ακόμα¨. Στο μέγεθος που του αντιστοιχεί ως γεγονός, παραμένει για μένα μια ευχάριστη ανατριχίλα. Είχα πέσει πάνω στον άνθρωπο που έφτιαχνε τις θρυλικές κασέτες για τις οποίες ακόμα μιλάμε με φίλους. Ο κύκλος είχε κλείσει. Το μόνο που έμενε ήταν μια εμμονή που δεν είχε εκπληρωθεί. ¨Που θα βρω την εκτέλεση του ¨frontier¨ που άκουσα το 1987 και δεν έχω καταφέρει να πετύχω¨ και για πάρτη μου είναι η αρχή αν όχι όλων, των πιο σημαντικών και ωραίων. Το σκέφτηκα αρκετά μέχρι να ρωτήσω. Σιγά μη θυμάται, τι του ζητάω να ψάξει κλπ. Ήταν όμως σημαντικό, και μόνο για την αναζήτηση που είχε γίνει και τους φίλους που το συζητούσαμε τόσα χρόνια, άξιζε να κάνω την ερώτηση.
Η ερώτηση πήρε 24 χρόνια, η απάντηση κάποιες ώρες. Σαφής και περιεκτική. "Καλημέρα. Το κομμάτι θα πρέπει να το πήρα απ' τη συλλογή Lonely is an eyesore. Δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι άλλο".
_____