Μέρες Ραδιοφώνου
Λόγω περίστασης, θα ταίριαζε να τα φουσκώσω λίγο και να πω κανά ψεματάκι. Αλλά ειλικρινά, δεν ακούω ραδιόφωνο πια. Δεν το συμβουλεύομαι για να ενημερωθώ, ούτε για να ψυχαγωγηθώ πριν πιάσω δουλειά. Δεν το επιστρατεύω πια για να χαλαρώσω στο σπίτι και να διαφωτιστώ. Αν όμως έψαχνες κάτω απ’ το μαξιλάρι μου, εκεί κοντά στην ενηλικίωσή μου, θα έβρισκες πάντα ένα φθηνό, ασημένιο και ξεθωριασμένο τρανζιστοράκι που με κοίμιζε με μεταμεσονύκτιο ροκ και σπαταλούσε το χρόνο μου με φτηνές αθλητικές αναλύσεις καφενείου.
Έπειτα από δεκαπέντε χρόνια, η ψηφιακή υπερπληροφόρηση και ευκολία, έχει επισκιάσει οποιοδήποτε ψήγμα νοσταλγίας. Κακώς; Ίσως. Ο καταραμένος χρόνος φταίει, αυτός είναι πάντα το εξιλαστήριο θύμα. Αυτό που ξέρω σίγουρα, είναι πως αν δεν άκουγα το “Across 110th St.” του Bobby Womack στην εκπομπή του Θ. Μ. στον παλιό Rock FM, δεν θα είχα νιώσει ποτέ εκείνη την πρωτόλεια αγάπη για την soul. Αν, την ίδια εποχή, δεν είχα δει τον τίτλο «Μέρες Ραδιοφώνου» στην αφίσα της κινηματογραφικής ομάδας πανεπιστημίου, δεν θα είχα μπει ποτέ μέσα στην προβολή της ταινίας και δεν θα είχα γνωρίσει ποτέ τους τρεις κολλητούς μου, ούτε την τέχνη του κινηματογράφου γενικότερα. Κι αν δεν είχα γνωρίσει τον κινηματογράφο, δεν θα έπιανα ποτέ εκείνη την δουλειά στο βίντεο-κλαμπ της Νέας Σμύρνης, όπου γνώρισα τον πιο μυστηριώδη άνθρωπο που έχω αντικρίσει.
Μπαίνοντας στην δεύτερη δεκαετία της ζωής μου, αποφάσισα πως το όνειρο να γίνω αθλητικός συντάκτης ήταν γελοίο και πως το επάγγελμα του στατιστικού για το οποίο με (εκ)παίδευε το πανεπιστήμιο ήταν ακόμα μια ισχνή πιθανότητα στον ορίζοντα. Τότε, το σενάριο να δουλέψω για χαρτζιλίκι προτείνοντας ταινίες, μου φαινόταν πιο γοητευτικό από πολλά άλλα ενδεχόμενα. Άσε που είχα και το ψώνιο να γίνω σκηνοθέτης. Εκεί λοιπόν, ο αγαπημένος μου πελάτης ήταν ένας ευγενικός ηλικιωμένος, ο κύριος Κώστας, καραφλός με άσπρη παλιομοδίτικη χαίτη σαν του Ρότσα, μετρίου αναστήματος και με μονίμως κουρασμένα μάτια o οποίος ερχόταν τρεις φορές την εβδομάδα και μιλάγαμε για πολιτική και ποδόσφαιρο, σωστός σε όλα του και κύριος. Το μόνο θέμα του ήταν πως δεν μίλαγε ποτέ για τον εαυτό του, όσο ευγενικά και πλαγίως και να τον ρώταγα. Όταν όμως, ερχόταν η ώρα να πάρει κασέτες για το σπίτι, μου ζητούσε να του δώσω «ό,τι πιο άθλιο» - έτσι μου το ζήταγε - υπήρχε σε θρίλερ. Όταν τον ρώτησα γιατί δείχνει αυτή την «ιδιαίτερη» ποιοτική προτίμηση στις ταινίες ενώ είναι μια χαρά άνθρωπος, μου απάντησε πως πάσχει από αϋπνίες και μόνο με αυτό τον τρόπο κατάφερνε να τις καταπολεμήσει – αφήνοντάς τις κασέτες στο play να τον παραδώσουν στον Μορφέα. Αυτό γινόταν για περίπου ένα εξάμηνο.
Ώσπου ένα βράδυ έρχεται και μου λέει «Σήμερα θέλω να μου δώσεις μια συγκεκριμένη ταινία, μια που λέγεται Εξορκιστής. Την έχεις;» του απαντώ «Τι να την κάνετε αυτή, είναι απ’ τις αγαπημένες μου ταινίες, είναι αριστούργημα, δεν θα κοιμηθείτε, μην την πάρετε! Δεν πρόκειται να κλείσετε βλέφαρο». Τότε μου απαντά γελώντας «Όχι παιδί μου, όχι γι’ αυτό, θέλω να την δω γιατί μου ‘παν πως στην ταινία αυτή, παίζει ένα τραγούδι που έχω γράψει», εγώ ξεροκαταπίνω και πεπεισμένος ότι τόσο καιρό δεν συνομιλώ με τον Mike Oldfield, του απαντώ αποσβολωμένος «Μη μου πείτε πως έχετε γράψει το Ιστορία Μου (Αμαρτία Μου, έτσι το ήξερα) της Ρίτας Σακελαρίου;». Εκείνη την στιγμή ο παππούς σκάει ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά και μου λέει «Που το ξέρεις εσύ παιδί μου το τραγούδι αυτό;» «Μα… μα είναι πολύ γνωστό. Η ηλικιωμένη μητέρα του πρωταγωνιστή το ακούει στο ραδιόφωνο σε μια σκηνή κοντά στην αρχή της ταινίας.» του αποκρίθηκα απορημένος. «Α, ναι; Δεν είχα ιδέα...» είπε με ειλικρίνεια και κοίταξε τα παπούτσια του χωρίς κανένα προφανή λόγο. Η ένταση της δουλειάς εκείνη την ημέρα, δεν μου επέτρεψε να του κάνω όσες ερωτήσεις πραγματικά ήθελα.
Εκείνη η βραδιά ήταν η τελευταία φορά που είδα τον κ. Κώστα. Την επόμενη, ερευνώντας στο διαδίκτυο, ανακάλυψα πως ο παππούλης που ήξερα, ήταν όντως ο Κώστας Ψ. που είχε γράψει τους στίχους του τραγουδιού, όπως και πολλών άλλων λαϊκών ασμάτων που μεγάλωσαν γενιές μέσω των ερτζιανών. Ο ίδιος, δεν επέστρεψε την κασέτα τις υπόλοιπες δυο εβδομάδες (κι ας ήταν «τριήμερη») που παρέμεινα στο κατάστημα, κι εγώ εν τω μεταξύ, παραιτήθηκα για να κάνω μια πρακτική σε μια ασφαλιστική εταιρεία. Πριν 2 χρόνια είπα την ιστορία αυτή σε έναν καλό φίλο, του άρεσε και τον ενέπνευσε (αφού με χιλιορώτησε αν του επιτρέπω) να γράψει μια πολύ καλύτερη, short story που λένε και οι Αμερικάνοι. Επίσης με ενημέρωσε πως ο κ. Κώστας πέθανε λίγους μήνες έπειτα από εκείνη τη νύχτα.
Σε δυο πράγματα ελπίζω και για ένα είμαι σίγουρος. Ελπίζω ο κ. Κώστας να κοιμήθηκε ήρεμος και χωρίς εφιάλτες. Ελπίζω επίσης, να δω την ιστορία του φίλου μου, μαζί με τις υπόλοιπες που έχει στα σκαριά, εκτυπωμένη και βιβλιοδετημένη επιτέλους, όπως του αξίζει. Όσο γι’ αυτό που είμαι σίγουρος, είναι πως τώρα στις γιορτές, όταν θα απολαμβάνω την νέα περιπέτεια του Χάρη Νικολόπουλου στις ραδιοφωνικές συχνότητες, θα νοσταλγήσω την εποχή που πέρναγα μέσα από το μανίκι του πουκαμίσου τα ακουστικά του μικρού ραδιοφώνου μου. Θα πεθυμήσω την ανάγκη να κρυφακούσω τις αγαπημένες μου ραδιοφωνικές εκπομπές μέσα στα έδρανα της σχολής, χτυπώντας ρυθμικά το πόδι μου κάθε φορά που έβαζε Ray Charles.